Κυκλωμένος ἀπό χιλιάδες ἀνάσες
σήκωσε τό πόδι ὁ ἡμιθεος.
Ἡ μπάλα, ὑπάκουος δέχτης
τῆς ἀλύγιστης θέλησής του,
ἔγραψε τήν ἀπόλυτη εὐθεία
ἀπ᾿ τόν ταρσό ὥς τά δίχτυα.
Ἀπ᾿ ὁλόγυρα ὑψώθηκε ἰαχή
μυριόστομη κι ἀκατασίγαστη.
Πάνω ἀπ᾿ τό γήπεδο
φάνηκαν ὄντα φτερωτά
Νίκες καί Δόξες
καθώς στούς οὐρανούς τοῦ Tiepolo.
Κι ἐνῶ τά θεῖα πόδια
ἄφηναν τό γρασίδι
στήν ἄνοδο ἐν θριάμβω, οἱ ὀπαδοί
τῆς χαμένης ὁμάδας σφεντόνιζαν
κέρματα καί μπουκάλια στό διαιτητή.
Τότε ἦταν πού ἀπ᾿ ἕνα συννεφάκι
ὁ πατέρας τοῦ ὡραίου, τοῦ μεγάλου καί τ᾿ ἀληθινοῦ
ἅπλωσε τό δεξί του χέρι
μ᾿ ἀνοιχτά τά δάχτυλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου