Τον καιρό που συναντηθήκαμεέλεγες το κυνήγι της αγριόχηναςστο Δεσποτάτο των ερμαφροδίτων·εκεί το γήπεδο του ποδόσφαιρου είχε γνωρίσει την αδιάντροπη σφαγή.Γύριζα από ένα καλλιμάρμαρο στάδιοόπου ο θεληματικός μαραθωνοδρόμος λαβωμένοςέβλεπε τη σφενδόνη ν’ αρμενίζει στο αίμα.Έτσι σ’ ένιωσα και γίναμε φίλοι. Πηγαίναμε σ’ έναν τόπο ρημαγμένο από τον πόλεμοώς και τις κούκλες των παιδιών τις είχαν σακατέψει.Το φως ταχύ και δυνατόδάγκωνε κι απολίθωνε τα πάντα.Περπατούσαμε ανάμεσα σε ποδήλατα και χαρταετούςβλέπαμε τα χρώματα μα η κουβέντα μαςπαραστρατούσε σ’ εκείνη την ανεπούλωτη φρίκη.
Πέρασαν χρόνια και σε ξαναβρήκαστα χώματα με την πλούσια βλάστηση όπου παραμονεύει κάποτε ο φαρμακερός κισσόςκαι τα μελετηρά παιδιά μαθαίνουννα συλλαβίζουν τα σοφά βιβλίακαι το λαβύρινθο του έρωτα.Πάντα μνημόνευες τον Όμηρο και τη γενιά του. Σ’ ένα τεράστιο δέντρο ο σκίουρος,σπασμωδική περισπωμένη, σκαρφάλωνεολοένα πιο ψηλά και τον εκοίταζεςγελώντας. Ζωή μας είναι πάντα ο αποχωρισμός κι η πιο δύσκολη παρουσία. Τώρα σε ξανασυλλογίζομαι εδώστην πολυπλόκαμη μητρόπολη.Όλα τηλεόρασηδύσκολα γγίζεις κάτι από κοντά. Μέσα στη ζέστη της ηλεχτρικής νύχταςσε μιαν αράγιστη μοναξιά βυθούοι φωταγωγημένοι ουρανοξύστεςδείχνουν τα τζάμια τους γυαλιστεράσαν το πετσί μεγάλου κήτους καθώς τινάχτηκε στον αφρό.Ο πολύχρωμος λαός που τους γέμιζεο άμετρος συνωστισμένος λαόςέφυγε τέτοιαν ώραγι’ άλλες χαρές και γι’ άλλα καρδιοχτύπια. Τους άδειασε, δεν απόμεινε ψυχήσαν τις φωλιές εκείνου του σπουργίτηπου επονομάζεται φιλέταιρος—Philetaerus Socius—, τις πολυκύτταρες·τις βλέπεις στην αγκαθερή ακακίαή στο μουσείο, αν τις γυρέψεις.«Λελύπημαι ἐπὶ τῇ κολοκύνθῃ»μουρμούριζε ο προφήτης Ιωνάςκοιτάζοντας τη μεγάλη Νινευή.Τούτος ο λόγος φέρνει το μυαλό σε ξυπνημένα ονείρατα που μάζεψεστο μεροκάματό του:Ταύροι και άλογα μ’ ορθάνοιχτο στόμακαι γλώσσα ξαφνικό πουνιάλο.Ένας απόδημος Θεοτοκόπουλος ωσάν το βάραθρο της ανάστασης μιλώντας μια λαλιάακατάληπτη για όλους.Κι αυτός ο γλύπτηςπου έβλεπε κόκκινο τον ουρανόκαι πάλευε με τον αδηφάγο χώρο που γριτσάνιζε το άγαλμα μέσα στα χέρια τουμικρό κι ακόμη πιο μικρό και πιο λιγνόώς το τίποτε.Βουλιάξανε βαθιά τα χρόνια που το παλικάρι ο Μεγακλήςμε το παγουράκι του αθλητή κρεμασμένο στο ζερβί του χέρι κρατώντας στα τρία του δάχτυλαέναν καρπό της ροδιάςπήγε να τον προσφέρει τρυφεράστην Περσεφόνη. Τώρα τα εξήντα σου και δεν μπορώ να σου χαρίσω τίποτεπαρά τούτο τ’ ανώφελο τιτίβισμα.Ωστόσο λέω πως μ’ έζωσαν και με παρακινούνπυκνό κοπάδι τα φιλέταιρα σπουργίτια. Νέα Υόρκη, Ν. Υ., Ιούνιος 1965 – Princeton, N. J., χειμώνας 1968 ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄] /[ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1968 – 1971)] |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου