Είναι η ώρα που ολονώνε η ζωή βαραίνει την ψυχή μου.
Στο πλαϊνό γιαπί ένας εργάτης στήθηκε
ανάμεσα σε δυο φωτάκια ολοκόκκινα.
Μόλις που βλέπει.
Και ξαναρχίζει χτυπητό το πάφλασμα της λάσπης.
Και το σκάψιμο... Να πάρει μέσα κάποιονε...
Ώρα πολύ.
Κουράστηκα, μαζί του...
Φεύγει κι αυτός μέσ' στη βροχή,
σα ν' άφησε τον κόσμο ατέλειωτο.
Δε βλέπω πια παρά το γέρο αντίκρυ,
ακίνητο στη θέση του.
Και μ' όλα του τα όνειρα,
εκεί που είναι ζει,
σαν τον όποιον άνθρωπο,
σαν όλους τους απόψε.
Καθένας τη δική του τη ζωή,
εκεί που είναι.
Κάπου. Κάπως.
Έτσι πεθαίνουν ολοένα.
Κι όλοι τους μαζί σα να μη το 'νιωσαν ποτές,
όχι μονάχα ένας,
όλοι τους μαζί...
Λες κι έφταιξα. Φουντώνω από ντροπή.
Ένα περπάτημα.
Το κάθε βήμα, εγερτήριο,
που θα τα ζωντανέψει όλα,
και μένανε θα σώσει.
Μα η συμπόνοια ξένη πάντα.
Δυνάμωσε και πέρασε αφήνοντας την πίκρα και το μίσος.
Αγριεμένα ψάχνουνε τα μάτια μου.
Ας πέρναγε τώρα ένα μοναχά ταξί.
Θα πρόφταινα να δω θαμπά στο μουσκεμένο φως του...
Μ' ακούω μακριά το βραχνασμό του,
σαν ο δικός μου ο λαιμός να σφίγγεται μέσα στο χέρι του σωφέρ.
Μαζί με τη θυσία μου και το χαμό μου.
Μέσ' στο σκοτάδι
που ξανάσβησε το δρόμο τον απόμερο της πόλης,
κανένας άλλος ζωντανός.
Ολόγυρα στους τοίχους μαυρίζουν τα παράθυρα
σαν τάφοι, σηκωμένοι, όλοι μονομιάς.
Και μέσα τρυπωμένοι σκελετοί.
Κοντά τους είναι κι η ζωή, όπως κι αλλού,
ξαφνιάζει κάποιονε, και φεύγει,
τραβηγμένη από κάποια πονηράδα μεγαλύτερη.
Ξέχασαν όλοι πια πως τη ζητάνε.
Ολομόναχος, τρομάζω, νιώθοντας όλο μου τον όγκο,
και μπρος μου, αμίλητη την ύπαρξή μου, ολόρθη.
Αυτή που είναι το κενό.
Γεμάτο φόβο.
Σα να μην έχω ζήσει παρά τότε.
Οι θύμησες μου, αλλουνού.
Μα όχι. Ποτέ δεν έτυχε να είμαι γω σε κάποιο μέρος.
Είμαι παντού με όλους, και πιο πολύ παντού.
Θα φύγω αμέσως κι από δω.
Να μη σταθώ ποτέ.
Σε ξένους ήλιους και δροσιές,
στου καθενός το στολισμένο τίποτα, καμαρωμένο,
να ξεπεράσω τη δική μου την ψευτιά.
Ούτε κι εκεί.
Στο δρόμο,
εξω,
περπατάτε.
Κοντά στο χώμα και στον ουρανό.
Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
Κι εγώ ίσα γραμμή στο πλοίο το μικρό,
μονάχος με τον κίνδυνο
που όλα αυτός τα βλέπει.
Στα κύματα, με τη μεγάλη τη ζωή. Ατέλειωτα.
Κάπου κει και πιο μακριά. Δεν ξέρω.
Μακρύτερα απ' όλους σας.
Πάντα ορθός, αλύγιστος,
ριγίζοντας στον άνεμο το σκοτεινό
που θα παγώνει τα φλογισμένα μάτια μου,
τον τελευταίο πυρετό της σάρκας θα δροσίζει.
Όλο θα πηγαίνω, ίσαμε να πέσω - μια φορά.
Όχι πάντοτε, σαν όλους σας που ζείτε κάπου απόψε,
έτσι κάπως.
Λεφτερωμένος απ' τη δική σας τη ζωή.
Θεόδωρος Ντόρρος (1895 -1954), Στου γλιτωμού το χάζι, Παρίσι, 1930.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου