Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Leconte de Lisle-Υπατία


Από το θρόνο όταν της γης τα μεγαλεία πέφτουν,
Όταν τα θεία θρησκεύματα γυρμέν’ από τα χρόνια,
Το μονοπάτι παίρνοντας το ερημικό της λήθης,
Τους αστραποκαμένους των βωμούς ριγμένους βλέπουν,


Όταν το φύλλο σκορπιστό του δέντρου της Ελλάδος
Των προπυλαίων των έρημων το δρόμο αποσκεπάζει,
Κ’ εκείθε από τα πέλαγα τα νυχτοβυθισμένα
Ο νους ο ανθρώπινος τραβάει προς νέον ήλιο πέρα,


Των νικημένων των θεών την τύχην αγκαλιάζει
Πάντοτε μια τρανή καρδιά και τους βοηθάει που πάσχουν ΄
Η αυτή των νέων ημερών τη θλίβει, την πληγώνει,
Στον ουρανόν ακολουθεί τ’ αστέρι των προγόνων.


Με ριζικό καλλίτερον άλλοι καιροί ας προβάλλουν,
Κι’ από ένα κόσμο γέροντα δίχως φροντίδα ας φεύγουν ΄
Στο ευτυχισμένο τ’ όνειρο της νιότης καρφωμένη,
Βαθειά τη στάχτη των νεκρών ακούει ν’ ανατριχιάζη.


Ήρωες τότε και σοφοί ξυπνούν ζωή γεμάτοι!
Τα τραγουδούν οι ποιηταί τα ωραία ονόματά των,
Και των ονείρων ο Όλυμπος με το ιερό τραγούδι
Στυλώνετ’ ελαφάντινος μέσα στους Παρθενώνες!


Κόρη, που θρήσκα επρόβαλες και με το φόρεμά σου
Των κοιμισμένων σου θεών εσκέπασες το μνήμα,
Ώ της λατρείας των, σβυστής, ιέρεια ταιριασμένη,
Άδολη ακτίνα και στερνή μεσ’ απ’ τους ουρανούς των!

Παρθένα μεγαλόψυχη, δική μου αγάπη, χαίρε!
Η μπόρα όταν ετάραξε τον πατρικό σου κόσμο,
Με το μεγάλο Οιδίποδα στην εξορία πήγες,
Και μ’ έρωτα παντοτεινό τον τύλιξες εεκίνον.


Ορθή φεγγαροπρόσωπη μεσ’ στους αγίους ναούς σου
Πού παραιτούσαν κ’ έφευγαν ταχάριστα τα πλήθη,
Στο μαντικό τον τρίποδα Πυθία θρονιασμένη,
Οι προδομένοι Αθάνατοι μεσ’ στην καρδιά σου εζούσαν.


Στα σύγνεφα τα πύρινα τους έβλεπες! Περνούσαν
Και με σοφία και μ’ έρωτα σε πότιζαν ακόμα,
Και τ’ όνειρό σου μάγευε, κι άκουεν η γη να ψάλλη
Της Αττικής η μέλισσα στα ολόχρυσά σου χείλη.


Σα νέος λωτός που στων σοφών τα μάτια εμπρός ανθίζει,
Λουλούδι της χρυσόστομης και της δικαίας ψυχής των,
Στών περασμένων την νυχτιά, πιο λίγο τότε μαύρη,
Ο νους σου έκανες κ’ έλαμπε μεσ’ απ’ την ομορφιά σου.


Τα σοβαρά μαθήματα της αρετής αιωνίας
Έσταζαν απ’ τα χείλη σου και τις καρδιές μαγεύαν,
Κ’ οι Γαλιλαίοι που με φτερά σ’ έβλεπαν στ’ όνειρό τους
Στους ακριβούς σου εμπρός θεούς ΄ ξεχνούσαν το θεό τους.


Αλλά τους έσερνε ο καιρός όλους αυτούς μακρυά σου,
Γιατί κι αδύνατη κλωστή τους έδενε μ’ εσένα,
Προς της επαγγελίας τη γη τους έβλεπες να φεύγουν ΄
Όμως η παντογνώστρα εσύ μαζί τους δεν επήγες.


Κόρη, για τέτοιο φρένιασμα τί σ’ έμελλεν εσένα;
Δεν είχες την Ιδέαν εσύ που γύρευαν οι άλλοι;
Ήξερες μέσα σων καρδιών τα βάθη να διαβάζης,
Τίποτε δε σ’ απόκρυψαν καλόβουλ’ οι θεοί σου.


Σοφή παιδούλα, πάναγνη μέσα στ’ αγνά σου αδέρφια,
Μέτωπο τρισευγενικό χωρίς καμμιά κηλίδα,
Και ποια ψυχή τραγούδησε σε πλέον ωραία χείλη,
Ποιά καθαρότερη έλαμψε στα μάτια τα εμπνευσμένα;


Να γγίξουν δεν ετόλμησαν τ’ άγγιχτο φόρεμά σου,
Τα χέρια σου δεν πείραξαν τους αιώνες οι αμαρτίες ΄
Προς την αστέρινη Ζωή τα μάτια σου υψωμένα,
Μακρυά από την ανθρώπινη κακία, περπατούσες.


Σ’ αναθεμάτισεν εσέ χυδαίος ο Γαλιλαίος,
Σέ χτύπησεν, αλλ’ έπεσες τρανώτερη, και τώρα
Της Αφροδίτης το κορμί, του Πλάτωνος το πνεύμα
Απ’ της Ελλάδος έφυγαν τους ουρανούς για πάντα!


Κοιμήσου, θύμα ολόλευκο, στα βάθη της ψυχής μας,
Μεσ’ στο λωτοστεφάνωτο παρθένο σάβανό σου,
Κοιμήσου ΄ η ρυπαρή ασχημιά στον κόσμο βασιλεύει,
Το δρόμο τον εχάσαμε που φέρνει προς την Πάρο!

Στάχτη οι θεοί, βουβή και η γη, στον αδειανό ουρανό σου
Φωνή δεν ξανακούεται, κοιμήσου ΄ αλλ’ όμως μένε
Ζωντανεμένη στην καρδιά του ποιητή και ψάλλε
Της τρισαγίας Ομορφιάς τον εναρμόνιον ύμνο.


Μόνη αυτή στέκει ζωντανή κι ασάλευτη κ’ αιώνια,
Ο θάνατος τα σύμπαντα ταράζει και σκορπίζει,
Αλλ’ η Ομορφιά λαμποκοπάει, κι όλα τα ξαναπλάθει,
Και κάτου απ’ τ’ άσπρα πόδια της γυρνούν ακόμα οι κόσμοι!


Mετάφραση: Κωστής Παλαμάς, περιοδικό «Εστία», 25 Σεπτεμβρίου 1894.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου