Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Βασίλης Ρώτας- Ο χάρος

Τη νιότη εγώ τη χάρηκα και χάρο δε φοβάμαι
καλώς να 'ρθει κι όποτε ερθεί μακάρι απόψε κιόλα.
Λεν' μαύρος ειν' μαύρα φορεί, μαύρο 'ν' και τ' άλογό του·
μα εγώ τον ξέρω μερακλή, για χάρη μου θ' αλλάξει
κι άσπρος θα 'ν', άσπρα θα φορεί κι άσπρο θα 'ν' τ' άλογό του,
μπροστά του θα 'χει τα βιολιά, πίσω του τα ντουφέκια
και στο 'μπα και στο 'βγα του, στ' αστραποπέρασμά του
χαρά θα παίζουν τα βιολιά, θα ρίχνου τα ντουφέκια.

Βασίλης Ρώτας, Κιθάρα και Γαρούφαλο, 1953. 

Ανδρέας Μήτσου-Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα (απόσπασμα)

Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα
Κάτι με τρώει και δεν έχω ύπνο τις νύχτες.

Στριφογυρίζω ώρες στο κρεβάτι μου. Ύστερα σηκώνομαι, ντύνομαι προσεχτικά και βγαίνω έξω στη σκοτεινή πόλη.

Υπάρχουν πόλεις ανάλαφρες. Όπου γλιστράς πάνω τους. Όλη την ώρα φεύγεις. Υπάρχουν άλλες βαριές. Σα να τις σηκώνεις στις πλάτες σου.

Οι σπουδαίες πόλεις όμως ξεχωρίζουν από τη μυρωδιά.

Αυτές είναι και σπάνιες.

Η μυρωδιά βέβαια αυτή δεν είναι η ίδια.

Μια ανεπαίσθητη μυρωδιά κάπνας αιωρείται πάνω από τα Γιάννενα.
Όταν μάλιστα βρέχει, τότε έρχεται από τη μεριά του Κάστρου πιο βαριά κι γίνεται αναπόφευκτα αισθητή.

[…]

Όταν πρωτοήρθα στα Γιάννενα ήμουνα πολύ χαρούμενος. Ένιωθα ανάλαφρος και χωρίς καμιά έγνοια. Αγόρασα μάλιστα ένα ποδήλατο. Την τρίτη μέρα από τον ερχομό μου και ενώ τριγύριζα πάνω στο ποδήλατο αμέριμνος, χτύπησε η σάλπιγγα υποστολή της σημαίας.

Ήταν βραδάκι. Το πολύβουο πλήθος που πηγαινοερχόταν στην κεντρική λεωφόρο ακινητοποιήθηκε στη θέση που βρισκόταν και σε όποια κατεύθυνση έτυχε να ατενίζει.

Τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα και τα σώματα όλα σε θέση προσοχής. Η γαλανόλευκη κατέβαινε αργά και η διμοιρία στρατιωτών μπροστά στο διοικητήριο παρουσίαζε όπλα.

Κατακόκκινος ο σαλπιγκτής φούσκωνε τα μάγουλα, φούσκωνε και προσπαθούσε να δυναμώσει στο έπακρο την ένταση του ήχου.

Ανέβαινε το σάλπισμα στα χιονισμένα βουνά, πέρναγε πάνω από τη λίμνη, πάνω απ’ τα καμπαναριά με τις φωλιές των πελαργών που ακίνητοι και αυτοί στο ένα πόδι αφουγκράζονταν περίλυποι. Το ίδιο περίλυπα ήταν και τα αγάλματα στην πλατεία και στον «κήπο» μέσα.

Ακίνητος στεκόταν επίσης ο κόσμος και τα αυτοκίνητα στο δρόμο, τη λεωφόρο Δωδώνης, περιμένοντας να τελειώσει ο ήχος της σάλπιγγας. Μόνον εγώ έκανα κύκλους ανάμεσά τους αμήχανος πάνω στο ποδήλατο.

Αμέσως μόλις τελείωσε το σάλπισμα, το πλήθος συνέχισε με την ίδια βιάση προς την κατεύθυνση που πήγαινε. Σα να είχαν πετρώσει για μια στιγμή και ύστερα να ξυπνούσαν ξανά, επιλήσμονες και σε ασυνειδησία του γεγονότος της προηγούμενης στιγμής.

Το συμβάν αυτό της υποστολής της σημαίας, καθώς αντιλήφθηκα αργότερα, απέβη για μένα πολύ σημαντικό.

Όταν τελείωσε ο σαλπιγκτής, πρόσεξα πως οι κάτοικοι της ακριτικής αυτής περιοχής είχαν αγνοήσει την παρουσία μου. Δεν είχαν καν αντιληφθεί πως εγώ κινούμουν ανάμεσά τους όση ώρα διαρκούσε το σάλπισμα.

Με τρόμο ανακάλυψα ότι δεν υπήρχα γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Δεν είχα δηλαδή υπόσταση.

Από τότε άρχισα να παρατηρώ τα αμέτρητα αγάλματα της πόλης, να διαβάζω τις επιτύμβιες πλάκες και να επισκέπτομαι τα μουσεία και τα ιστορικά κτίρια της περιοχής. Γρήγορα γνώριζα κάθε εκδοχή του πνιγμού της κυρα-Φροσύνης, εντρύφησα στην αιμοδιψή φυσιογνωμία του Αλή Πασά και ένα απέραντο δέος με καταλάμβανε όποτε έφερνα στο νου μου το γερακίσιο βλέμμα του Κίτσου Τζαβέλα ή τη σεπτή μορφή του Μάρκου Μπότσαρη. Οι νεότερες επίσης εποχές της απελευθέρωσης της πόλης των Ιωαννίνων μεταφέρονταν καθημερινά στη συνείδησή μου και έφτασα ακόμα να αγαπώ ή να ταυτίζομαι με αντίστοιχους ήρωες, όπως ο ρομαντικός ποιητής Λορέντζος Μαβίλης και αυτός ακόμα ο θρυλικός βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α΄.

Αχός από μάχες, οδυνηρά τραγούδια γυναικών που θυσιάζονταν σε απόκρημνα βουνά για να αποφύγουν την ατίμωση από τους Τούρκους, ή εκρήξεις από εξωκλήσια που ανατίναζαν μοναχοί, αντιβοούσαν μέσα μου. Και όλα αυτά αποκλειστικά και μόνο γιατί γοητεύτηκα από το γεγονός ότι οι άξεστοι αυτοί χωριάτες ήτανε σε θέση να στέκονται μια δεδομένη στιγμή και να υπακούουν στα κελεύσματα της σάλπιγγας.

Σκέφτηκα πολύ και διαπίστωσα ότι εγώ δεν μπορούσα να απολαύσω ακριβώς αυτή τη λειτουργικότητα της στιγμής.

Άρχισα τότε για πρώτη φορά να βλέπω στον περασμένο χρόνο.

Διστακτικά ψαχούλευα το παρελθόν και ξαφνιασμένος διαισθανόμουν μια απροσδιόριστη προσδοκία που αναδευόταν μέσα μου. Είδα ότι οι άνθρωποι εκείνοι ακινητοποιούνταν αβίαστα και εντελώς φυσιολογικά και αυτό το απέδωσα σε κάποια βαθύτερη επίγνωση της ταυτότητάς τους που οφειλόταν στην ιστορική συνείδηση.

Γι’ αυτό αγάπησα τους Γιαννιώτες ήρωες και τα αγάλματά τους. Αλλά και τα κανόνια και το κάστρο τους.

Ήμουνα κι εγώ τώρα πάνω σ’ ένα σκηνικό με ανειλημμένο ρόλο.

Ανδρέας Μήτσου, «Η παλιά ενοχή μυρίζει κάπνα»,Ο χαρτοπαίχτης έχει φοβηθεί, Νεφέλη, 1993, σ. 131-149.

Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/item.html?iid=864

Boris Pasternak-Αυγή



Η μοίρα μου είχε νόημα - εσένα.
Πλάκωσε πόλεμος - κι είχες χαθεί.
Τα χνάρια σου παντού ήσαν σβησμένα.
Θα ζούσες - μα κανείς δεν σ' είχε δει..

Μετά από τόσα χρόνια, τη μιλιά σου
άκουσα απόψε τόσο κοντινή.
Νύχτα - και διάβαζα το μήνυμά σου.
Χαράζει - κι από κώμα θα 'χω βγει.

Το πλήθος θέλω τώρα έξω να σμίξω,
που τώρα ζωντανεύει βιαστικό.
Μπορώ τη γη στα γόνατα να ρίξω,
να κάνω θρύψαλα το πρωινό.

Μετράω τρέχοντας τα σκαλοπάτια,
την πόρτα ανοίγω, η πλάση να φανεί
πρωτόπλαστη: τα άδεια μονοπάτια,
το χιόνι που δεν έχει πατηθεί.

Τα φώτα στα παράθυρα ανάβουν,
ακόμα το κρεβάτι είναι ζεστό,
το τσάι αχνίζει, πρέπει να προλάβουν
το τραμ. Αλλάζει η πόλη στο λεπτό.

Ο άνεμος υφαίνει μ' αγνό χιόνι
το δίχτυ του στην πόρτα, στην αυλή...
Κούπα με τσάι ξέχειλη παγώνει,
στους δρόμους τρέχουν όλοι σαν τρελοί.

Στη θύελλα παν όλοι και κρυώνω
για όλους, σ' όλων είμαι το κορμί.
Το χιόνι λιώνει και μαζί του λιώνω,
σμίγω τα φρύδια μου σαν την αυγή.

Ανώνυμοι πολλοί μέσα μου ζούνε,
δέντρα, παιδιά, σπουργίτια, συγγενείς.
Εισβάλλουν πλήθη και με κατακτούνε
και μόνο τώρα βγαίνω νικητής.

Μτφ: Γιώργος Κοροπούλης

Léopold Sédar Senghor-Αλλά ξέχασε όλα εκείνα τα ψέματα




[…………………………………………]

Στ’ αβρό άγγιγμα της άνοιξης, σε μια τέτοια

Γαλάζια αβρότητα καθώς έχει αυτή η Άνοιξη, α!

Να ονειρεύεσαι τα νέα κορίτσια όπως ένας ονειρεύεται

Τα’ αγνά λουλούδια στον πράσινο τρόμο του δάσους. Στις σκιές

Του παρθένου δάσους, να πιστεύεις πως υπάρχουν

Ανοιξιάτικα μάτια, μάτια από φως που τρομάζουν

Καθώς τρομάζει το ξέφωτο του δάσους το πρωί απ’ τον κατακτητή του

Ήλιο. Να πιστεύεις πως υπάρχουν χέρια ηρεμότερα

Κι απ’ τα φοινικόδεντρα, απαλότερα κι από το λίκνισμα μιας

Θαλάσσιας νύμφης- χέρια απαλά να λικνίσουν την καρδιά μου

Με παλάμες απάνω απ’ τη θλίψη και τον ύπνο μου.


Έρχομαι σε σένα ένα λείο βέλος όρθιο, το κεφάλι

Ψηλά απάνω απ’ τα χαμόκλαδα, ω σκοτεινά

Χείλη από μοναχικούς ετήσιους άνεμους, αδέρφια

Της νύχτας ιερών χορών τα’ ουρανού! Ακούστε

Τη φωνή της χαμηλή και βαθύτατη- μια μεγάλη

Μπρούτζινη καμπάνα από πολύ μακριά!

Η καρδιά της χτυπά στον ίδιο τόνο με τη δική μου

Και ο ρυθμός της είναι ρυθμός πολεμικών ταμ ταμ.

Να πιστέψεις πως αυτή είναι η μία Νέα Γυναίκα, που

Προσμένει στην εξώθυρά της για τους ταχυδρόμους μου

Και που φαντάζεται το πρόσωπό μου μέσα

Στο κεφαλομάντιλό  της που λουλουδίζει! Στ’ απαλό

Φως αυτής της Άνοιξης, να πιστέψεις με προσμένει

Η παρθένος μου με τα μαύρα μεταξένια μαλλιά.



 Léopold Sédar Senghor, (1906-2001) 

Μ. Λαϊνά, Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, μτφ. Αθ. Νταουσάνης-Ο. Σανς, εκδ. Ελ. Γράμματα

Βασίλης Ρώτας-Το διάγγελμα του Καραγκιόζη (απόσπασμα)


...................................................................................................

Όλοι εσείς οι τζελάτηδες (=δήμιοι) μπράβοι και τραμπούκοι,
ζορμπάδες (=οπλοφόρος) αρματωμένοι, άλλοι με πιστόλι άλλοι με παλούκι,
ιθαγενείς, απόδημοι, ταξιδιώτες και μετανάστες,
μεσίτες , κράχτες, αβανταδόροι (=βοηθοί), παρακρατικοί και απεργοσπάστες,
δεξιοί, αριστεροί, μεσαίοι, κεντρώοι και ουδέτεροι
φασίστες, ρατσίστες, καιροσκόποι, συμβιβαστήδες, αλλούταιροι (=άθεοι)
γαλονάδες, ζουναράδες, κουμπουράδες, κουμπωμένοι και τεντωμένοι,

της φούντας, της χούντας, της κυπ και της αυλής, σημειωμένοι,
λιλιά (=παράσημα), γαϊτάνια ( = κορδόνια), κορδέλες, φτερά και κρόσια
τσιλιμπουρδίζετε κάνοντας τούμπες για τάλαρα και για γρόσια,
τρανοί και χαμένοι, ορατοί και αόρατοι που βγαίνετε όλους τους χρόνους
και μας μιλάτε για θυσίες , για βάσανα και για πόνους,
πνεύματα τέλος και τελώνια, δαιμόνια, παγανά (ξωτικά), καλικατζάροι,
που κάνετε την Ελλάδα για σκλάβους το καλύτερο παζάρι,
και τέλος μ' ένα λόγο ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ, που ζείτε εδώ
σ' ανώγια και κατώγια,
κρίμα που δεν σκέφτηκα από πριν τη λέξη και ξόδεψα τόσα λόγια-
κι αν παράλειψε και κανέναν τούτη η προκήρυξή μου
μισή ντροπή δική σας και μισή δική μου.

Κι έρχομαι αμέσως και εις τη δεύτερή μου σκέψη
να την ακούσετε όλοι κι όποιος του βαστάει ας μην την πιστέψει.
Μια και είσαστε ζώα χρειαζόσαστε πρώτα ζωοτροφές,
δηλαδή όχι κρέας, λίπος ή ψάρι, φρούτο ή καφές.
Ζωοτροφές μας προσφέρουν φτηνές οι φίλοι μας από τις Πολιτείες
που είναι φιλάνθρωποι, παραλήδες και εισοδηματίες.
Και δε ζητάνε να πληρώσετε τις φλούδες και τους σπόρους
τοις μετρητοίς,
παρά μόνον να πάτε στο Βιετνάμ όπου σας έταξε η Πατρίς.
Γιατί η Πατρίς περιμένει από σας τέρατα και σημεία
να πέσετε όλοι σας για του "Ελεύθερου Κόσμου" την ευτυχία.
Μάθετε όθεν να τρώτε μόνον καλαμπόκι, βίκο και σόγια,
και να κάνετε το σταυρό σας χωρίς πολλά λόγια.
Να πέφτετε στη φωτιά και στον πόλεμο πάνω στη βράση
για τις αμαρτίες σας, τις αποικίες μας κι όποιος δεν έχει θα χάσει.
Να σηκώνετε ψηλά και να προσκυνάτε τη σημαία της αρετής
και να σκύβετε χαμηλά και να σουρνώσαστε σαν σκουλήκια κατά γης.
Κι όταν σας δέρνουν, σας κλωτσάν ή σας ρίχνουν δακρυγόνα,

να τρέχετε ευθύς στο μέρος και να βλέπετε τον Παρθενώνα.
Και να λέτε δόξα σοι τω δείξασι οπού ' ναι αυτός ο παλιός
κι όχι ο νέος που τότε τα πράματα θα ήταν αλλιώς.
Και τώρα ερχόμαστε στο πιο μεγάλο το θέμα
που να το βάλετε καλά στο μυαλό σας, στο κρέας σας και στο αίμα:
Να προσέχετε πολύ πού περπατάτε και πού πηγαίνετε,
με ποιους συχνωτιζόσαστε και τι αέρα ανασαίνετε.
Γιατί έρχονται από γύρω φοβερά μιάσματα και αέρια
που βγαίνουν από κύκλον κακόν και βρωμερή περιφέρεια.
Μικρόβια και μολύσματα και σιχαμένες μαγάρες
που δεν τις πιάνουν αφορισμοί,αναθέματα ή κατάρες.

...................................................................................................
Όθεν να προσέξετε όλοι να φυλαχτείτε από το μίασμα καλά,
γιατί το μίασμα αυτό μολεύει πρώτα πρώτα τα μυαλά
και κάνει τον άνθρωπο να μη φοβάται ούτε διάολο ούτε θεό
που παρά να τρέχει και να βρίσκει κι άλλους και να φτιάνει λαό,
που αυτός θέλει πια εκλογές, να διορίζει την εξουσία,
κι ας μην ξέρει το ζώον της μοίρας του τα κακά τα τρία,
και κινδυνεύουμε να καταντήσουμε καμιά ημέρα
να μη γνωρίζει το σκυλί τον αφέντη του εδωπέρα.
Και τι θα γίνουμε τότε εμείς μερικοί μερικοί
και τι λόγο θα δώσουμε στους αφέντες μας στην Αμερική
που μας έχουν εδώ τσοπάνους να της βοσκάμε τα δολλάρια
να παχαίνουν τριάντα το ένα και να γίνονται μανάρια;
Ν' ακούσετε όθεν τη φωνή του καθήκοντος, να μην κάνετε φασαρίες,
γιατί ζείτε στον ελεύθερο κόσμο, όπου έχετε όλες τις ελευθερίες.
Την ελευθερία να νηστεύετε ολοένα κι όχι μόνο τη σαρακοστή,
την ελευθερία να 'σαστε πάντα ξυπόλυτοι και γδυτοί.
Την ελευθερία να βγαίνετε έξω στο δρόμο πατείς με πατώ σε,
να σας πλακώνουν τ' αυτοκίνητα και να φωνάζετε Παναγία μου σώσε.
Την ελευθερία να δουλεύετε σκυφτοί απ' το πρωί ως το βράδυ
κι απ' το βράδυ ως το πρωί ώσπου να σας βγει το λάδι.
Την ελευθερία να πηγαίνετε στρατιώτες ταχτικοί
και να την περνάτε ωραία ανάμεσα αγγάρια (=αγγαρεία), καψόνι και φυλακή.
Την πιο μεγάλη τέλος και καλή και γλυκειά ελευθερία
να κάνετε εκλογές με Περικλήδες και εγγυημένη νοθεία.
Τώρα θα σας βάλουμε κι άλλους φόρους
γιατί έχουμε να πληρώσουμε πολλούς παρακεντέδες και μαγκουροφόρους.
Σας βλέπω πολλά βράδια και διασκεδάζετε με μπουζούκια
που θα ειπεί πως έχετε λίρες κρυμμένες στα σεντούκια
γι αυτό για να σας βγάλουμε το νου σας από την έννοια
να μη βασανίζεστε με τέτοια πράματα τιποτένια,
θα σας βάλουμε φόρους για να γεμίσει το ταμείο του δημοσίου,
απ' όπου υπάρχει τρόπος να πετάει το πουλί τσίου τσίου.
Και μην πολυφωνάζετε και ζητάτε πρώιμες εκλογές,
να μη σας γαβγίζουν οι κέρβεροι και γεμίσουν οι φυλακές.
Γιατί οι εκλογές δε γίνονται χωρίς έξοδα και φροντίδες
χρειάζονται Φροντιστές, Δόβηδες και Περικλήδες*.
Ταύτα και μένω πουλάκι θλιμένο
και τις δεκάρες σας περιμένω.
Υ.Γ. Ρίχτε στο δίσκο νομίσματα, ας είναι και τρύπια,
φασούλι το φασούλι, το ξέρουν πια και τα νήπια.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο Κωνσταντίνος Δόβας ήταν στρατιωτικός, γνωστός διώκτης των αριστερών. Το 1960 έγινε αρχηγός του στρατιωτικού οίκου του παλατιού. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1961 ορίστηκε υπηρεσιακός πρωθυπουργός και διεξήγαγε τις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961, που πέρασαν στην ιστορία ως « Εκλογές της βίας και της νοθείας", κατά τις οποίες ψήφισαν... πεθαμένοι και ...δέντρα! Νικητής των εκλογών ήταν ο εκλεκτός του παλατιού Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Στις εκλογές αυτές εφαρμόστηκε το διαβόητο μυστικό "Σχέδιο Περικλής", που είχε καταρτιστεί το 1955 και προέβλεπε την με κάθε μέσο ενεργό ανάμειξη του στρατού και της αστυνομίας υπέρ των "εθνικοφρόνων" κομμάτων.
Ένας από τους συντάκτες και εφαρμοστές του σχεδίου ήταν ο αντιστράτηγος Αθανάσιος Φροντιστής.

Περιοδικό Λαϊκός Λόγος, τ. 6. 1966

Πηγή: http://gerontakos.blogspot.gr/2013/09/blog-post_4178.htm

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Τάσος Λειβαδίτης-Γυμνά χέρια


……Κανεὶς δὲ θὰ μάθει ποτὲ μὲ πόσες ἀγρυπνίες συντήρησα τὴ ζωή μου, γιατί ἔπρεπε νὰ προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμὴ ἀπ᾿ τὴν καταχθόνια δύναμη, ποὺ κρατοῦσε αὐτὴν τὴν ἀδιατάρακτη τάξη, φυσικά, ὅπως ἤμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες μὲ κούραζαν, προτιμοῦσα, λοιπόν, πλαγιασμένος νὰ βλέπω κρυμμένο τὸ μυστικὸ ποὺ φθείρουμε ζώντας, καὶ πῶς θὰ ἐπιστρέψουμε μὲ ἄδεια χέρια
……καὶ συχνὰ ἀναρωτιόμουν, πόσοι νὰ ὑπάρχουν, ἀλήθεια, στὸ σπίτι, καμιὰ φορᾷ, μάλιστα, μετροῦσα 
τὰ γάντια τους γιὰ νὰ τὸ ἐξακριβώσω, μὰ ἤξερα πὼς ἦταν κι οἱ ἄλλοι, ποὺ πονοῦσαν μὲ γυμνὰ χέρια, ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν ξένοι ποὺ δὲν ξανάφευγαν, κι ἂς μὴν τοὺς ἔβλεπα, ἔβλεπα, ὅμως, τοὺς ἁμαξάδες τους ποὺ γερνοῦσαν καὶ πέθαιναν ἔξω στὸ δρόμο,
……ὥσπου βράδιαζε σιγὰ σιγά, κι ἀκουγόταν ἡ ἅρπα, ποὺ ἴσως, βέβαια, καὶ νὰ μὴν ἦταν ἅρπα, ἀλλὰ ἡ ἀθάνατη αὐτὴ θλίψη ποὺ συνοδεύει τοὺς θνητούς.

Τάσος Λειβαδίτης, Γυμνὰ χέρια, ἀπὸ τὴ συλλογὴ Νυχτερινὸς ἐπισκέπτης (1972), ἑνότητα, Ἀπ᾿ τὸ ἡμερολόγιο ἑνὸς ὑπηρέτη, Τόμος 2 τῆς τρίτομης ἔκδοσης τοῦ Κέδρου, σελίδα 80


Γ.Λ. Οικονόμου-άτιτλο

Κόβω τις νύχτες μου στα δυό
Τρείς τα χαράματα
Βγαίνω στο μπαλκόνι
Και κοιτάζω τ’άστρα
Μα τώρα πιά δε θυμάμαι τα ονόματα
Που μου μάθαινε η μάνα μου
Θυμάμαι όμως
Πως τότε που είχαμε σχολείο
πρωί κι απόγευμα
Βγαίναμε στην εξοχή
Και μάζευε ραδίκια
Κι ακόμα πως ένα μαχαίρι έβαζε στις μπρίζες
Όταν ήθελε να πεθάνει.

Κόβω τις νύχτες μου στα δυό
Και με γυμνά χέρια ακουμπώ
Το ηλεκτροφόρο καλώδιο της ψυχής σου
Κι αντί να με σκοτώσεις
Χαρίζεις φως να’χω να περπατώ
Στα σκοτεινά σοκάκια του μυαλού

Γιάννης Φιλιππάκης-Για μια χούφτα όνειρο



Μήλο δαγκωμένο το φεγγάρι απόψε.
Έξω, βροχόνερο , αγρύπνιας νανούρισμα,
καρδιά μουσκεμένη .
Πώς να χωρέσει σε μια χούφτα νύχτας
τ όνειρο.
Πώς της προσμονής η καρίνα
στης φουρτούνας την ώρα,
το χάρτη να κόψει.
Αστερίας ηλιοκαμένος η επιθυμία
στο θαλασσοβυθό του έρωτα,
άμμος το στρώμα .
Ώσπου να ωριμάσει το κόκκινο,
σαν των χειλιών της
το αφίλητο δειλινό.
Κι ο ποιητής,βαρκάκι χάρτινο
στο γυμνό ποτάμι του Ηράκλειτου..
<< Τα πάντα Ρει >>, ρήμα αρχαίο .
Για μια χούφτα όνειρο
η νύχτα ...

Γιάννης Φιλιππάκης

29/5/2020

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

Ειρήνη Παραδεισανού-Δύο Ποιήματα

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΜΟΥ ΟΝΟΜΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ
Η αρρώστια μου όνομα δεν έχει.
Δεν της βρήκαν ακόμη τον τρόπο να υπάρξει.

Στέκει χορτάτο σίδερο στη ραχοκοκαλιά μου.

Κρατά ανάστροφα στις κόρες των ματιών μου τα υγρά της.

Σταγόνα σταγόνα
ισιώνουν
στον άσπρο μαγνήτη
τα λάμποντα κρίνα.

Η αρρώστια μου όνομα δεν έχει.

Αρνείται την κατάταξη στων γιατρών τη χορεία.

Χορεύει μπρος στα μάτια μου τα βράδια
με το ρυθμό των άγριων μάγων
κι ορθώνει εμπρός μου το γυμνό κορμί της.
Με καλεί να κοιτάξω τα ορθωμένα στήθη που σαλεύουν.
Κι εγώ
δεν είμαι παρά ένα βρέφος πρόωρα βγαλμένο από τη μήτρα
βράγχια στο στέρνο μου καλούν να πάρω ανάσα
σ’ ένα πέλαγος
ασημένιο σεντόνι
τεντωμένο
στην κόγχη
του ματιού
του ασάλευτου Κύκλωπα.

***

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ

Κίτρινο μάτι πίσω απ’ το σεντόνι
δίχως ρυτίδα να στέκει καρφί στο στέρνο τ’ ουρανού
μαγνήτης που ρουφά τους κύκλους των φθαρτών ματιών.

Ελάτε μικρά μου παιχνίδια.
Ισιώστε τα κορμιά κι αφεθείτε
στης γιορτής το φευγάτο θεριό που ανασαίνει.

Δεν είναι τίποτα πιο πέρα για να δείτε.

Μοναχά αυτά τα λιμνάζοντα όρη
που αργοσαλεύουν στο κύμα της άμμου
και βαραθρώνουν την εύκαμπτη στίλβη
της μουσικής που συνέχει τη νύχτα.

Δεν είναι τίποτα πιο πέρα για να δείτε.

Μοναχά αυτές οι πνιχτές δίχως σάλιο ανάσες
μες στα ολόφωτα μάτια του δίσκου
που ανηλεής
βυθίζει τη φωτιά του Προμηθέα
στο άσπρο σεντόνι της θάλασσας.

Ειρήνη Παραδεισανού, Από τη συλλογή “Στη φλέβα της πέτρας”, Εκδόσεις Βακχικόν, 2018.

Πηγή:https://tokoskino.me/2019/03/03/%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AE%CE%BD%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%B5%CE%B9%CF%83%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%8D-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-3/

Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος-Υπενθύμιση (απόσπασμα)

(..) Το νευρικό φυλλομέτρημα κι οι ήχοι των κομπολογιών έγιναν ένα και μετατράπηκαν σε βουητό. Ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι και προσπάθησε να αμυνθεί. Η ζαλάδα, όμως, υπερίσχυσε και πάλι. Τα πόδια του δεν ακουμπούσαν πια στο έδαφος. Το τραπέζι έμοιαζε να απογειώνεται. Όχι, έπαψε να είναι τραπέζι. Έγινε θρανίο κι εκείνος ένας μαθητής που λύνει ένα πρόβλημα μέσα από το καφέ βιβλίο. Κάθε κομπολόι είχε δεκαεπτά χάντρες, τα επτά κομπολόγια πόσες; Πολύ εύκολο πρόβλημα για την ηλικία του. Ήταν σε λάθος τάξη άραγε; Όχι, δεν ήταν! Ήταν στη σωστή, γιατί ήταν κι εκείνη στο διπλανό θρανίο.. Στη φωτογραφία του βιβλίου, ένα από τα κομπολόγια είχε έντεκα μόλις χάντρες. Μπερδεύτηκε. Έπρεπε, όμως, να το λύσει. Βάλθηκε να διαβάσει ξανά την εκφώνηση του προβλήματος. Δεν την έβρισκε, δεν ήταν πουθενά.. Έπρεπε να το λύσει. Αν δεν τα κατάφερνε, δεν θα περνούσε την τάξη και δε θα μπορούσε να είναι πια μαζί της.. (..)

Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος, Υπενθύμιση - 24 γράμματα 2019

Β. Ραφαηλίδης-Η Άλωση της Πόλης


Την 29η Μαΐου 1453 οι Τούρκοι μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη χωρίς μεγάλο κόπο, αν και η αντίσταση που προβάλλει ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος είναι όντως ηρωική, πράγμα που δικαιολογεί τους περί αυτόν θρύλους. Όμως, ξεχνούμε να πούμε πως αυτοί που τον βοηθούν να αποκρούσει τις πρώτες επιθέσεις είναι κυρίως Ιταλοί, και ειδικότερα Γενουάτες, ο ρόλος των οποίων υποτιμάται σκόπιμα προκειμένου να τονιστεί ο κλασικός ηρωισμός των Ελλήνων, δηλαδή των χριστιανών, να εξηγούμαστε.
Το μπέρδεμα έχει γίνει προ πολλού. Το δόγμα πας χριστιανός, Έλλην, πας μη χριστιανός, Τούρκος είναι μια ανιστόρητη πραγματικότητα, που συνεχίζει να μας ταλανίζει. Όμως, ο ελληνισμός και η ορθοδοξία δεν είναι έννοιες ταυτόσημες. Η ορθοδοξία είναι πάρα πολύ ευρύτερη έννοια. Υπάρχουν πολλά εκατομμύρια ορθοδόξων στον κόσμο και μόνο δέκα εκατομμύρια Ελλήνων.
Ας δούμε, λοιπόν, την τελευταία πράξη του δράματος που έμελλε να αποκόψει την Ελλάδα και τα Βαλκάνια απ’ την Ευρώπη και να την αφήσει έξω απ’ το μεγάλο πανηγύρι της Αναγέννησης, που αρχίζει σε λίγο. Η άλωση της Πόλης είναι απ’ τα πιο μεγάλα και σημαντικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Διότι η τουρκική κατοχή που θα διαρκέσει τέσσερις αιώνες, θα απομακρύνει πολιτιστικά την Ελλάδα και τα Βαλκάνια απ’ την Ευρώπη κατά τέσσερις αιώνες και αργότερα θα δημιουργήσει το «βαλκανικό ζήτημα» που είναι μέρος του ευρύτερου «ανατολικού ζητήματος». Οι υπό τουρκική κατοχή περιοχές δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν αβίαστα και απρόσκοπτα την εθνική τους συνείδηση, και αντ’ αυτής προέκυψε μια θρησκευτική συνείδηση που προτάθηκε σαν εθνική, διότι η θρησκεία ήταν ο μόνος συνεκτικός δεσμός για τους υπόδουλους.
Στην Ευρώπη, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες του πάπα να εγκαταστήσει θεοκρατικό κράτος, η θρησκεία παρέμεινε τελικά πρόβλημα συνείδησης, δηλαδή μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Δεν είναι ο καθολικισμός αυτός που κάνει σήμερα Ιταλούς τους Ιταλούς, Ισπανούς τους Ισπανούς, Πολωνούς τους Πολωνούς, Ιρλανδούς τους Ιρλανδούς, για να περιοριστούμε μόνο στις τέσσερις περισσότερο καθολικές χώρες της Ευρώπης. Στην Ελλάδα όμως, η θρησκεία έγινε το πρώτο και κυρίαρχο εθνολογικό γνώρισμα, εξαιτίας του τεράστιου ρόλου που έπαιξε η ορθοδοξία στη διατήρηση της συνοχής ενός υποταγμένου στον καταχτητή λαού. Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί αν την Ελλάδα δεν την καταχτούσαν οι Τούρκοι. Γι αυτό, οι παπάδες και οι παπαδίζοντες χαίρονται που μας καταχτήσαν οι Τούρκοι και όχι οι Φράγκοι.
Επιμείναμε, λοιπόν, στα σχετικά με τους γείτονες Τούρκους, διότι αυτή η γειτονία θα αποδειχτεί καταστροφική για τον ελληνισμό. Όχι γιατί ο γείτονας, όπως κάθε γείτονας, δημιουργεί προβλήματα, αλλά διότι μας απόκοψε απ’ την Ευρώπη και τον πολιτισμό της με συνέπεια σήμερα να τρέχουμε και να μη σώνουμε.
Ο Μουράτ Β’, ο πατέρας του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή συνεχίζει την παράδοση των καταχτήσεων των προκατόχων του. Νικάει τους Βλάχους (Ρουμάνους τους λέμε σήμερα) άλλη μια φορά, νικάει τους Σέρβους άλλη μια φορά, νικάει τους Βούλγαρους άλλη μια φορά, και τα Βαλκάνια γίνονται τουρκικά πριν απ’ την άλωση της Πόλης. Η Θεσσαλονίκη και τα Ιωάννινα είναι οι πρώτες μεγάλες ελληνικές πόλεις στις οποίες εγκαθίστανται οι Τούρκοι πριν απ’ την άλωση της Πόλης.

Ο Μουράτ είπε να καταχτήσει και την Ουγγαρία, αλλά το μετάνιωσε. Έπεφτε λίγο μακριά η χώρα αυτή, και γι’ αυτό το 1444 υπόγραψε συνθήκη δεκαετούς ειρήνης και φιλίας με τον Ούγγρο μονάρχη. Ο οποίος, όμως, γνωρίζοντας τι σημαίνει για τους Τούρκους ειρήνη και φιλία, με το ένα χέρι υπογράφει τη συνθήκη με τους Τούρκους και με το άλλο τη συμμαχία με άλλους λαούς της Ευρώπης κατά των Τούρκων. Ούγγροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί, αλλά και ο καρδινάλιος Σεζαρίνι, ως εκπρόσωπος του Πάπα, περνούν τον Δούναβη και φτάνουν στη Βάρνα, για να συναντήσουν τους Βυζαντινούς και να δώσουν όλοι οι χριστιανοί μαζί τη μεγάλη μάχη κατά των Τούρκων. Αλλά οι Βυζαντινοί δεν παν στο ραντεβού και οι σύμμαχοι παθαίνουν πανωλεθρία στη μάχη της Βάρνας την 10η Νοεμβρίου 1444. Μας χωρίζουν μόνο 9 χρόνια απ’ την άλωση.
Έχοντας εξασφαλισμένα τα νώτα τους, οι Τούρκοι αποφασίζουν να ξεκαθαρίσουν την κατάσταση στην Ελλάδα και την Αλβανία, πριν τακτοποιήσουν οριστικά τα πράγματα στην Κωνσταντινούπολη. Κι έτσι, το 1446 καταλαμβάνουν την Κόρινθο και την Πάτρα, επτά χρόνια πριν καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Τον Μυστρά, το δεύτερο σε σημασία πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο των Βυζαντινών αυτή την εποχή, θα τον αφήσουν για το 1460. Θα πέσει στα χέρια των Τούρκων εφτά χρόνια μετά την Κωνσταντινούπολη. Προς το παρόν, τους Τούρκους δεν τους πολυενδιαφέρει ο νότος. Έχουν στραμμένη την προσοχή τους στα κυρίως ειπείν Βαλκάνια, διότι στοχεύουν την Ευρώπη. Μ’ άλλα λόγια, παραπήραν φόρα. Ισως γιατί δεν έχουν πληροφορηθεί πως η Ευρώπη ετοιμάζεται να μπει στην Αναγέννηση, που θα ήταν απολύτως αδύνατη αν οι Τούρκοι προχωρούσαν και πιο πέρα απ’ τα Βαλκάνια.
Είναι αυτή την εποχή, λίγο πριν απ’ την άλωση της Πόλης, που ο Γεώργιος Καστριώτης, γνωστός ως Σκεντέρμπεης, αρχίζει στην Αλβανία μια καταπληχτική αντίσταση κατά των Τούρκων, και τους λιανίζει. Οι Τούρκοι τα χάνουν και τα μπερδεύουν. Το κακό τους ήρθε από κει που δεν το περίμεναν, απ’ την Αλβανία. Κι έτσι, ο Σκεντέρμπεης θα γίνει ο μεγάλος εθνικός ήρωας των Αλβανών, αν και Έλληνας απ’ τη μεριά του πατέρα του και Σέρβος απ’ τη μεριά της μητέρας του. Πιο έξυπνοι οι Αλβανοί από μας, δε διστάζουν να χρίουν εθνικούς ήρωες όποιους κάνουν καλό στο έθνος τους, αδιαφορώντας για την «καθαρότητα» του αίματος.
Οι Ούγγροι ξαναεπιτίθενται στους Τούρκους στο Κοσσυφοπέδιο, και άλλη μια φορά ηττώνται εκεί κατά κράτος την 17η Οκτωβρίου 1448. Απέχουμε 5 χρόνια απ’ την άλωση, και ο Μουράτ λίγο μετά τη μάχη παραδίδει το θρόνο στο γιο του Μεχμέτ Β’ (Μωάμεθ Β’). Όμως του τον παίρνει πίσω. Αλλά του τον ξαναδίνει. Και ξανά τον ξαναπαίρνει πίσω. Και ξανά του τον ξαναδίνει. Τον έχει τρελάνει το γιο του, τον μετ’ ολίγον Μωάμεθ τον Πορθητή (της Πόλης). Τρέμει μην τα θαλασσώσει, και στη διαθήκη του είναι κατηγορηματικός: Να μη δει προκοπή ο γιος αν δεν καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, ένα πραγματικά απόρθητο φρούριο. Που όποιος καταφέρει και το εκπορθήσει, παίρνει αυτομάτως τον τίτλο του Πορθητή.
Στην αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ζει αυτόν τον καιρό ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν. Είναι, ας πούμε υπότροφος, και στην πραγματικότητα εξόριστος. Ο Μωάμεθ τον φοβάται σαν επικίνδυνο διεκδικητή του θρόνου, και πληρώνει «δίδακτρα» στους Βυζαντινούς για να του μάθουν γράμματα, δηλαδή να μην τον αφήσουν να φύγει απ’ την Πόλη. Αλλά οι Τούρκοι δεν πλήρωναν τα «δίδακτρα» και ο αυτοκράτορας θυμώνει. Και βρίσκει την ευκαιρία να τα ζητήσει όταν ο Μωάμεθ πάει στη Μικρά Ασία για να καταστείλει μια απ’ τις συνηθισμένες στάσεις των Τούρκων φυλάρχων και των γενιτσάρων, που κάθε τρεις και πέντε ζητούν αύξηση μισθού.
Και τότε ο Μωάμεθ παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Το 1451 θα αρχίσει να χτίζει ένα κολοσσιαίο φρούριο στην ευρωπαϊκή μεριά του Βοσπόρου, πολύ κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί κάνουν ό,τι μπορούν για να παρεμποδίσουν τους μαστόρους, αλλά δεν καταφέρνουν σχεδόν τίποτα. Οι πεινασμένοι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής ψάχνουν για δουλειά και αδιαφορούν πλήρως για το γεγονός πως υπηρετούν τα σχέδια των Τούρκων για την άλωση της Πόλης.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ξέρει καλά τι σημαίνει ένα τέτοιο φρούριο κάτω απ’ τη μύτη του και προτείνει να δίνει στο σουλτάνο ετήσιο φόρο αν δεν το χτίσει. Και για πρώτη φορά οι Τούρκοι λεν όχι στο μπαχτσίσι, το κλασικό τουρκικό εθνικό σπορ, που το κληρονομήσαμε και μεις.
Αυτό ήταν. Αυτή η αντίσταση στον πειρασμό του χρήματος θα γίνει η αιτία της πτώσης της Πόλης. Οι Τούρκοι θα χτίσουν το τρομερό φρούριο πληρώνοντας τρομερά ποσά τόσο για την κατασκευή, όσο και για τον εξοπλισμό του. Η θεμελίωση γίνεται το 1451 και η ξεθεμελίωση της Βασιλεύουσας Πόλης σε δυο χρόνια, όσο δηλαδή χρειάζεται για να κατασκευαστεί το φρούριο.
Τον Αύγουστο του 1452 τα κολοσσιαία κανόνια του φρουρίου ελέγχουν το Βόσπορο και επιβάλλουν φορολογία σε κάθε πλοίο που περνάει, ώστε να βγουν τα έξοδα κατασκευής και εξοπλισμού του φρουρίου. Ένας Ούγγρος τεχνικός, που υπηρετούσε τους Βυζαντινούς πριν τον προσλάβει ο Μωάμεθ με καλύτερο μισθό, φτιάχνει 12 κανόνια, ικανά να ανοίξουν ρωγμές στα τείχη της Πόλης. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά, για να μετακινηθεί απ’ τη θέση του και ν’ αλλάξει τη γωνία βολής, χρειαζόταν τη μυϊκή δύναμη 50 βοδιών και 2.000 ανδρών.
Κι αφού τα κανόνια έκαναν την παρθενική τους βολή στις αρχές Αυγούστου 1452, στο τέλος του μήνα ο Μωάμεθ εμφανίζεται επικεφαλής 50.000 στρατιωτών κάτω απ’ τα τείχη της Κωνσταντινούπολης για να κάνει μια πρώτη επίδειξη ισχύος και για να εκφράσει την ευαρέσκειά του στους τεχνίτες. Μετά, επιστρέφει στο ορμητήριό του στην Αδριανούπολη, και κάθε τόσο κάνει εκδρομές μέχρι τα τείχη της Βασιλεύουσας για να δει πώς παν οι δουλειές.
Παν πολύ καλά, αλλά η πολιορκία αποκλείεται να είναι πλήρης, αν δε βρεθεί τρόπος να ζωθεί η Πόλη και απ’ την πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απ’ όπου οι πολιορκημένοι, κουτσά στραβά, ανεφοδιάζονται σε τρόφιμα. Πρέπει, λοιπόν, τα τουρκικά πλοία να περάσουν στον Κεράτιο, πράγμα απολύτως αδύνατο γιατί μια κολοσσιαία αλυσίδα βυθισμένη στο νερό λειτουργεί σαν αδιαπέραστος φράχτης.
Θα μου πείτε, θα μπορούσαν να τη βομβαρδίσουν. Μην το πείτε όμως γιατί τα κανόνια αυτής της εποχής ουδεμία σχέση έχουν με τα σημερινά. Δεν εκτοξεύουν εκρηγνυόμενα βλήματα, αλλά συμπαγείς σιδερένιες μπάλες, τα περίφημα «τόπια». Ο βομβαρδισμός είναι κάτι σαν πετροπόλεμος μεταξύ γιγάντων, στον οποίο οι αντιμαχόμενοι αντί για πέτρες πετούν σίδερο. Συνεπώς, ένα τόπι που πέφτει στο νερό χάνει μέρος της δύναμής του, δηλαδή του βάρους του, εξαιτίας της άνωσης. Άλλωστε, άλλο να βομβαρδίζεις τείχη κι άλλο μια βυθισμένη αλυσίδα. Άλλο πόλεμος στον Κεράτιο κόλπο, κι άλλο αμερικάνικο κόλπο στον Περσικό κόλπο. Πολύ θα ήθελε ο Μωάμεθ να έχει μερικά ελικόπτερα Απάτσι, αλλά γεννήθηκε πολύ νωρίς για να μπορέσει να πάρει αμερικανική βοήθεια. Άσε που η Αμερική δεν είχε ανακαλυφτεί ακόμα. Πάντως, αν υπήρχαν Αμερικανοί τότε, μην αμφιβάλλετε πως θα τον βοηθούσαν να καταλάβει την Πόλη, διατηρώντας σταθερή τη στρατιωτική βοήθεια στη Βυζαντινή και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο περίφημο εφτά προς δέκα.
Ελλείψει Αμερικανών και ΝΑΤΟ ο Μωάμεθ θα έπρεπε να τα βολέψει μόνος του, όπως μπορούσε καλύτερα. Και μπόρεσε, ο μπαγάσας. Μπόρεσε να εφαρμόσει το μεγαλύτερο στρατήγημα και να κάνει τον σπουδαιότερο άθλο σ’ ολόκληρη τη στρατιωτική ιστορία, όλων των εποχών. Προσέξτε καλά, θα σας χρειαστεί όταν οι Τούρκοι πολιορκήσουν την Αθήνα με άλλα μέσα, την εποχή που θα είναι συνεταίροι μας στην ΕΟΚ. Προσέξτε καλά και πέστε μου αν είναι δυνατό να έχει αποτέλεσμα ο προσωπικός ηρωισμός μπροστά σε ιδιοφυή στρατηγήματα σαν αυτό που εφάρμοσε ο Πορθητής για να εκπορθήσει την Πόλη. Δε λέω, να πάρουμε την Πόλη, άλλωστε είναι η πατρίδα των προγόνων μου και πολύ θα ήθελα να την πάρουμε, αλλά όχι με επίθεση κατά μέτωπο. Οι ήρωες δε φτουρούν πια. Το καταλάβατε ελπίζω παρακολουθώντας στην τηλεόραση το σόου στον Περσικό κόλπο.
Λοιπόν, στις αρχές Απριλίου 1453 ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής εμφανίζεται προ των τειχών της Κωνσταντινούπολης με 260.000 στρατό, χώρια τα στίφη των πεινασμένων πάσης εθνικότητας, που περιμένουν να μπουν στην Πόλη για πλιάτσικο. Σε λίγο καταφτάνει και ο τουρκικός στόλος από 420 πλοία, υπό την ναυτική διοίκηση ενός Βούλγαρου ειδικού στον θαλάσσιο πόλεμο. Στρατιωτικός σύμβουλος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απ’ την άλλη μεριά, είναι ο Γενουάτης Ιουστινιανός. Που λέει στον Παλαιολόγο να μη φοβάται τα πλοία, δεν είναι δυνατό να περάσουν στον Κεράτιο.
Έλα όμως που 80 πλοία παρακάμπτουν το εμπόδιο της αλυσίδας, διά ξηράς! Τα έβαλαν πάνω σε ρόδες και τα τσούλησαν απ’ την άλλη μεριά. Οι μελετητές της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας ακόμα τρίβουν τα μάτια τους. Ούτε ένα ούτε δύο, ογδόντα τεράστια πολεμικά πλοία έγιναν καροτσάκι. Και οι δικοί μας οι χαχόλοι να μιλούν για Κερκόπορτες, για προδότες και άλλα τέτοια φαιδρά. Για το μεγαλοφυές στρατήγημα του Πορθητή, σχεδόν τσιμουδιά. Να πώς γράφεται η επίσημη ελληνική ιστορία. Υποτιμώντας σταθερά τον εχθρό.
Κάπου ένα μήνα κράτησε όλο κι όλο η κυρίως πολιορκία, που όμως είχε προπαρασκευαστεί με κάθε επιμέλεια. Και την 29η Μαίου 1453 η Κωνσταντινούπολη γίνεται τουρκική. Και παραμένει τουρκική. Απέχουμε μόνο 39 χρόνια απ’ την ανακάλυψη της Αμερικής το 1492 και την αρχή της Αναγέννησης που σημαδεύει τούτη η πιο σημαδιακή χρονιά της ανθρώπινης ιστορίας. Με την άλωση της Πόλης, οι Τούρκοι ετοιμάζονται με την άνεσή τους να γίνουν Ευρωπαίοι. Ας ευχηθούμε να πράξουμε και μεις ομοίως. Πάντως, οι Φράγκοι που δεν μας κατάχτησαν τότε, μας καταχτούν τώρα διά της ΕΟΚ. Πόσο ωφέλησε την Ελλάδα αυτή η μακραίωνη καθυστέρηση;

****

Aπό το βιβλίο του Β.Ραφαηλίδη «Oι λαοί των Βαλκανίων»

Άρης Αλεξάνδρου - Ανεπίδοτα γράμματα [12]



Κοίτα να πας στην εξαδέρφη του Κωστή
μόνο πρόσεξε μην κλάψεις
όπως βουρκώνουνε τα μάτια των ποιητών
που έχουν έτοιμο το δάκρυ
σαν τους σωφέρ το κλάξον
μες την πολυκοσμία

Να κάτσεις να τα πείτε
όπως μιλάνε οι ζωντανοί
να θυμηθείτε τα μάτια που σκοπεύουν
μια ντροπή πιο κάτω απ’ τον ώμο
τα μάτια που κοιτάνε
μια τελευταία φορά πιο πάνω απ’ τις στέγες
μα πριν απ’ όλα μην ξεχάσεις
πως απ’ τις δέκα που τον ρίξαν
οι εφτά
ήταν άλλοτε δικοί μας
απ’ τους εφτά οι τρεις
εσείς οι δυο που δεν πιστέψατα ακόμα
πως ένα μπλε σακάκι
ξεμαθαίνει ν’ αγκαλιάζει
μόλις μείνει κρεμασμενο
στο ντουλάπι δυο λεφτά
κι εγώ
που τάχα θα προτάξω
τα χαρτινα στήθη των στίχων
να σώσω τον Κωστή
απ’ την ανωνυμία

Ἄρης Ἀλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Κείμενα, Ἀθήνα 1972, σσ. 38-39.

Άρης Αλεξάνδρου-[άτιτλο]

Δέν ἀγοράζω πιά πακέτο.
Χύμα τά τσιγάρα μισοαδειάζουν σπᾶνε
βγάζω νά καπνίσω
καί βλέπω ἕξι δάχτυλα
τσαλακωμένα.
Πάλι καλά, γιατί ἔρχται μιά ὥρα
πού ἀναγκάζεσαι νά ψάξεις ὅλες σου
τίς τζέπες
νά τίς γυρίσεις ὅλες
τά μέσα ὄξω
γιά νά στρίψεις σέ χαρτί ἐφημερίδας
ἕνα μισαδάκι
μέ τρίμματα καπνοῦ
ξεραμένα ψίχουλα
καί χνούδι τσόχας
ἔρχεται πάντοτε μιά ὥρα
πού εἶσαι ἕτοιμος νά μείνεις
μέ γυρισμένη
τά μέσα ὅξω
τήν κάθε σου ἐλπίδα
γιατί ἀπ᾿ ἄλλον
ὄχι
δέν καταδέχτηκες ποτέ σου νά ζητήσεις.

Ἀρης Ἀλεξάνδρου, «Ποιήματα (1941-1971), Κείμενα, Ἀθήνα 1972, σ. 40. [Τό σημερινό ποίημα, ὅπως καί τό χτεσινό, ἀνήκει στήν ἑνότητα «Ἀνεπίδοτα γράμματα», τῆς συλλογῆς «Ἄγονος γραμμή» ὅταν ὁ ποιητής ἦταν ἐξορία.]

Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο-Βροχή στο πευκοδάσος


Γκαμπριέλε Ντ' Ανούντσιο - Times News


Σιώπα.

Στις παρυφές του δάσους δεν ακούω λέξεις δικές σου, ανθρώπινες.

Μα ακούω λόγια καινούργια που λένε οι σταγόνες

και τα φύλλα τα μακρινά.

Άκου. Βρέχει από τα σκόρπια σύννεφα.

Βρέχει πάνω στους θάμνους τους αλμυρούς απ’ την θάλασσα

κι απ’ τον ήλιο καμένους. Βρέχει πάνω στα πεύκα

Με τους σκασμένους φλοιούς, τα ορθά,

Βρέχει στις μυρτιές τις θεϊκές

Στα λαμπερά λιόδεντρα Απ’ τα λουλούδια φορτωμένα,

Στους θάμνους του πυκνούς από κουκούλια μυρωδάτα

Βρέχει στα πρόσωπά μας που με το δάσος γίναν ένα

Βρέχει πάνω στα γυμνά μας χέρια, πάνω στα ελαφρά ενδύματά μας

Πάνω στις φρέσκες σκέψεις, που η ψυχή ανοίγει καθαρή

Πάνω στο παραμύθι τ’ όμορφο, που χθες

Σ’ εξαπάτησε, που σήμερα μ’ εξαπατά, ω Ερμιόνη.

Ακούς;

Η βροχή πέφτει στα μοναχικά φύλλα μ’ ένα θρόισμα που διαρκεί

και αλλάζει στον αέρα με τα φυλλώματα αλλού πυκνά κι αλλού αραιά

Απαντά στο κλάμα, το τραγούδι απ’ τα τζιτζίκια

Που το κλάμα του Νοτιά η βροχή δεν το φοβίζει

Ούτε ο γκρίζος ουρανός

Και το πεύκο έχει έναν ήχο, η μυρτιά έναν άλλο κι οι θάμνοι τον δικό τους,

Όργανα διαφορετικά, κάτω απ’ αμέτρητα δάχτυλα.

Κι εμείς είμαστε βυθισμένοι στο νεύμα του δάσους

Ζωντανοί από πράσινη ζωή.

Η μεθυσμένη όψη σου μαλακώνει απ’ την βροχή σαν ένα φύλλο

Τα μαλλιά σου μοσχοβολούν σαν τα λευκά λιόδεντρα ω γήινη ύπαρξη,

Ερμιόνη! Άκου, άκου. Η συμφωνία απ’ τ’ αέρινα τζιτζίκια

Γίνεται πιο αδύναμη σιγά- σιγά Από το κλάμα της βροχής που δυναμώνει.

Μα ένα τραγούδι αναμιγνύεται πιο βραχνό

Που από κει κάτω ανεβαίνει, απ’ την υγρή, τη μακρινή σκιά.

Πιο βαθύ, κι αδύναμο, σβήνει, λιγοστεύει

Μόνο μια νότα ακόμα τρέμει, σβήνει

Ανασταίνεται, τρέμει και σβήνει. Δεν ακούγεται η φωνή της θάλασσας.

Τώρα ακούγεται σ’ όλες τις φυλλωσιές, να πέφτει ασημένια η βροχή που εξαγνίζει

Το θρόισμά της αλλάζει ανάλογα απ’ το φύλλωμα

Πιο πυκνό, πιο αραιό.

Άκου του αέρα ο γιός τραγουδάει στην πιο βαθειά σκιά

Ποιος ξέρει πού, ποιος ξέρει πού!

Και στα μαύρα σου ματόκλαδά βρέχει Ερμιόνη.

Έτσι που φαίνεται να κλαις από ηδονή

Όχι λευκή, αλλά σαν μια πράσινη νύμφη φαίνεσαι να βγαίνεις απ’ τον φλοιό.

Κι όλη η ζωή είναι μέσα μας φρέσκια και μυρωδάτη,

η καρδιά στο στήθος σαν ανέγγιχτο ροδάκινο

Απ’ τα βλέφαρα στα μέσα μάτια, σαν πηγές στο φρέσκο χορτάρι,

τα δόντια σου σαν άγουρα αμύγδαλα.

Πάμε μαζί από λόγγο σε λόγγο κι η πράσινη πλεξίδα απ’ τ’ άγρια χόρτα

δένει τους αστραγάλους

Ποιος ξέρει πού, ποιος ξέρει πού…

Βρέχει στα πρόσωπά μας που με το δάσος γίναν ένα.

Βρέχει στα γυμνά μας χέρια, στα ελαφριά ενδύματά μας

Πάνω στις φρέσκες σκέψεις που η ψυχή ανοίγει καθαρή

Πάνω στο παραμύθι τ’ όμορφο που χθές μ’ εξαπάτησε,

που σήμερα σ’ εξαπατά, ω Ερμιόνη!...


(Gabriele D'Annunzio ( 12 Μαρτίου 1863 – 1 Μαρτίου 1938) 

Μετάφραση:Κωνσταντίνος Κίτσιος


Πηγή:https://zbabis.blogspot.com/2017/08/O-Konformistas-Enas-spoudaios-skinothetis-Enas-asymvivastos-Zefyros-17-23.8.html

Francois Villon-Μπαλάντα της καλής διδαχής


Γιατί είτε αγύρτες είστε είτε αγιογδύτες,
Απατεώνες στα ζάρια ή στα χαρτιά
Ή κιβδηλοποιοί ή λωποδύτες,
Θα πεθάνετε απάνου στη φωτιά
Σαν άθεοι, σαν προδότες. Μα ή κλεψιά
Κάμετε ή καμιάν άλλην ατιμία,
Πού πάνε τα όσα βγάνετε λεφτά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.

Κι αν είσαστε ποιητάδες, καμποτίνοι,
Κι αν ζείτε σα λωλοί μ’ αδιαντροπιά,
Κι αν είστε οργανοπαίχτες, θεατρίνοι,
Κι αν γυρίζετε χώρες και χωριά
Και φάρσες παίζετε ή έργα σοβαρά,
Κι αν κερδάτε στον τζόγο μ’ ευκολία,
Για πέστε, πού ξοδεύονται ολ’ αυτά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.

Απ’ τις βρωμιές αυτές αλάργου ζήστε,
Θρέψετε άλογα κι άλλα ζωντανά,
Αμπέλια και χωράφια καλλιεργήστε,
Κι αν γράμματα δεν ξέρετε, λεφτά
Θα κερδίστε αν δουλέφτε με καρδιά.
Μα όσο βαριά κι αν κάνετε αγγαρεία,
Πού πάν’ και κόποι και δουλευτικά;
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.
Παπούτσια, ρόμπες κι άλλα ρουχικά
Καινούρια, δίχως λύπηση καμία,
Πουλάτε τα και φέρτε τα λεφτά
Όλα στα καπηλειά και στα πορνεία.

(μτφρ. Σπύρος Σκιαδαρέσης) 

Πηγή:https://www.vakxikon.gr/francois-villon-in-profundum-malorum/

Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα: Ο Γατόπαρδος (αποσπάσματα)



Σελ. 134: Η χαρά που αποκόμιζε από τις μέρες του κυνηγιού βρισκόταν αλλού και αποτελούνταν από πολλά μικρά επεισόδια. Άρχιζε με το ξύρισμα μέσα στο ακόμη σκοτεινό δωμάτιο, υπό τη φλόγα του κεριού που πρόβαλλε εμφατικά τις κινήσεις του στη φατνωτή οροφή με τις ζωγραφισμένες παραστάσεις∙ γινόταν πιο έντονη καθώς διέσχιζε τα αποκοιμισμένα σαλόνια, παραμερίζοντας, στο τρεμάμενο φως της λάμπας, τα τραπέζια με τα ανάκατα τραπουλόχαρτα, μαζί με μάρκες και άδεια ποτήρια, ανάμεσα στα οποία διέκρινε το βαλέ σπαθί, που του απηύθυνε έναν αρρενωπό χαιρετισμό∙ τούτη η απόλαυση συνεχιζόταν καθώς περνούσε μέσα από τον ασάλευτο μισοφωτισμένο γκρίζο κήπο, όπου τα πιο πρωινά πουλιά πετάριζαν και τίναζαν τα φτερά τους για να διώξουν τις δροσοσταλίδες∙ και, τέλος, καθώς δρασκέλιζε το παγιδευμένο από τον κισσό πορτάκι∙ με λίγα λόγια ήταν η απόλαυση της απόδρασης.

Σελ. 144-145: Εκείνο το πρωινό, λίγο προτού φτάσουν στην κορφή του λόφου, ο Αργκούτο και η Τερεζίνα άρχισαν τον τελετουργικό χορό του σκύλου που έχει μυριστεί θήραμα: ερπυσμοί, κοκαλώματα, προσεκτικό ανασήκωμα του ποδιού, πνιγμένα αλυχτήματα∙ ύστερα από λίγα λεπτά ξεπετάχτηκαν μέσα από το χορτάρι κάτι γκριζωπά τριχωτά οπίσθια, και δυο σχεδόν ταυτόχρονες τουφεκιές έβαλαν τέλος στη σιωπηλή αναμονή. Ο Αργκούτο απόθεσε στα πόδια του Πρίγκιπα ένα ετοιμοθάνατο ζωάκι. Ήταν ένα αγριοκούνελο: ο διακριτικός τριχωτός μανδύας του στο χρώμα του πηλού δεν είχε καταφέρει να το σώσει. Φρικτές πληγές τού είχαν ξεσχίσει τη μουσούδα και το στήθος. Ο Ντον Φαμπρίτσιο είδε να καρφώνονται πάνω του δυο μεγάλα μαύρα μάτια, που γρήγορα σκεπάστηκαν μ’ ένα γλαυκό πέπλο, και συνέχισαν να τον κοιτάνε άκακα αλλά γεμάτα οδυνηρή έκπληξη, η οποία στρεφόταν ενάντια στην όλη τάξη των πραγμάτων. Τα βελούδινα αυτιά είχαν ήδη παγώσει, τα σφριγηλά ποδαράκια έκαναν ρυθμικές συσπάσεις, υποδηλώνοντας την προσπάθεια μιας περιττής απόδρασης. Το ζώο πέθαινε και βασανιζόταν από μια εναγώνια ελπίδα σωτηρίας, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε πολλούς ανθρώπους. Νόμιζε πως μπορούσε ακόμη να τα καταφέρει, ενώ το είχε ήδη αγκαλιάσει ο θάνατος. Καθώς τα σπλαχνικά ακροδάχτυλα χάιδευαν την αξιοθρήνητη μουσουδίτσα, το ζωάκι σκίρτησε για τελευταία φορά και πέθανε. Ο Ντον Φαμπρίτσιο με τον Τουμέο είχαν όμως περάσει ευχάριστα την ώρα τους. Ο πρώτος μάλιστα, εκτός από την ευχαρίστηση να σκοτώνει, είχε νιώσει και την κατευναστική απόλαυση να συμπονά.

Σελ. 197-198. (…) Η έπαυλη της οικογένειας Σαλίνα πριν ογδόντα χρόνια είχε αποτελέσει τόπο συνάντησης εκείνων των σκοτεινών απολαύσεων που είχαν διασκεδάσει τον ετοιμοθάνατο δέκατο όγδοο αιώνα∙ η αυστηρή βασιλεία όμως της Πριγκίπισσας Καρολίνας, η νεοθρησκευτικότητα της Παλινόρθωσης, ακόμη και η μειλίχια σαρκική φύση του ίδιου του Ντον Φαμπρίτσιο, είχαν σβήσει τα αλλόκοτα παραπτώματά του∙ τα πουδραρισμένα μικρά δαιμόνια είχαν τραπεί σε φυγή. Ήταν ακόμη παρόντα, βέβαια, αλλά σε λήθαργο. Είχαν πέσει σε χειμερία νάρκη, κάτω από σωρούς σκόνης, σε κάποια από τις σοφίτες του κολοσσιαίου κτιρίου. Ο ερχομός της όμορφης Αντζέλικα στην έπαυλη τα είχε κάπως ξυπνήσει, όπως ίσως θυμάται κανείς∙ αυτό όμως που ξαναζωντάνεψε στ’ αλήθεια τα θαμμένα ερωτικά ένστικτα του σπιτιού ήταν κυρίως ο ερχομός των δύο ερωτευμένων νέων. Τους έβρισκες παντού, αγνούς ίσως αλλά ιδιαίτερα ζωηρούς, σαν μυρμήγκια που έχουν ξυπνήσει από τον ήλιο. Η αρχιτεκτονική, η ροκοκό διακόσμηση με τις απρόβλεπτες καμπύλες έφερναν στο νου εκτάσεις γης και στητά στήθη. Κάθε εσωτερική πόρτα που άνοιγε θρόιζε σαν κουρτίνα ερωτικής κλίνης.

Σελ. 270-271: Ο Πρίγκιπας δεν είχε εντελώς άδικο. Εκείνη την εποχή, οι συχνοί γάμοι μεταξύ εξαδέλφων, υπαγορευμένοι από τη σεξουαλική νωθρότητα και από κτηματικούς υπολογισμούς, η έλλειψη πρωτεϊνών σε μια διατροφή ήδη επιβαρημένη από την πληθώρα αμύλων, η παντελής απουσία καθαρού αέρα και άθλησης, είχαν γεμίσει τα σαλόνια μ’ ένα τσούρμο κορίτσια απίστευτα κοντά, αλλόκοτα μελαχρινά, ανυπόφορα τραυλά. Οι κοπέλες αυτές περνούσαν τον καιρό τους κολλημένες η μία πάνω στην άλλη, εκτοξεύοντας εν χορώ καλέσματα προς τους φοβισμένους νεαρούς∙ βρίσκονταν εκεί μόνο για να χρησιμεύσουν ως χρωματική αντίθεση στις τρεις τέσσερις υπέροχες υπάρξεις, όπως η ξανθή Μαρία – Πάλμα και η πανέμορφη Ελεονόρα Τζαρντινέλι, οι οποίες περνούσαν, γλιστρώντας σαν κύκνοι, πάνω σ’ ένα έλος γεμάτο βατράχια. Όσο περισσότερο τις κοίταζε τόσο περισσότερο εκνευριζόταν. Το μυαλό του, επηρεασμένο από τις πολλές ώρες μοναξιάς και από τις αφηρημένες σκέψεις, σε μια δεδομένη στιγμή τού προκάλεσε ένα είδος παραίσθησης: καθώς περνούσε μέσα από ένα μακρύ διάδρομο είδε μια πολυάριθμη αποικία εκείνων των πλασμάτων, μαζεμένων γύρω από ένα πουφ και νόμισε πως ήταν φύλακας ζωολογικού κήπου με καθήκον τη φύλαξη εκατό μαϊμούδων∙ περίμενε από λεπτό σε λεπτό να τις δει να αναρριχώνται στα πολύφωτα κι από κει να κρεμιούνται από τις ουρές τους και να λικνίζονται, δείχνοντας τα οπίσθια, πετώντας τσόφλια από φουντούκια στους ειρηνικούς καλεσμένους, τσιρίζοντας και τρίζοντας τα δόντια τους.

Σελ. 286: Τα πρόσωπα των γυναικών ήταν σκυθρωπά, τα φορέματα τσαλακωμένα, οι αναπνοές δύσοσμες. «Παναγία μου! Τι κούραση! Παναγία μου! Τι νύστα!» Τα πρόσωπα των αντρών ωχρά και ρυτιδωμένα, με το στόμα στυφό, με στραπατσαρισμένες γραβάτες. Οι επισκέψεις τους σ’ ένα απόμερο δωματιάκι, στο ύψος του κοίλου της ορχήστρας, είχαν αυξηθεί: εκεί έστεκαν τακτοποιημένα στη σειρά μια εικοσαριά μεγάλα ουροδοχεία, σχεδόν όλα γεμάτα, και μερικά μάλιστα υπερχειλισμένα στο δάπεδο. Βλέποντας πως η γιορτή κόντευε να τελειώσει, οι νυσταγμένοι υπηρέτες δεν άλλαζαν τα σπερματσέτα στους πολυελαίους∙ τα μικρά κομμάτια κεριού διέχεαν στα σαλόνια ένα διαφορετικό, δυσοίωνο, γεμάτο καπνούς φως. Στην άδεια αίθουσα του μπουφέ, υπήρχαν μόνο πιάτα που είχαν ξεμείνει από διάφορα σερβίτσια, ποτήρια με ελάχιστο κρασί, το οποίο έπιναν βιαστικά οι υπηρέτες, κοιτάζοντας με προσοχή τριγύρω. Το φως της αυγής, πληβείο, διείσδυε μέσα από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων.



[Giuseppe Tomasi di Lampedusa: Ο Γατόπαρδος, νέα αναθεωρημένη έκδοση, μετάφραση Μαρία Σπυριδοπούλου, Εκδόσεις Bell, Αθήνα, στ’ έκδοση, α’ έκδοση Σεπτέμβριος 1999 / στ’ έκδοση Δεκέμβριος 2016, σελ. 429.]

Πηγή:http://antnikolis.blogspot.com/2018/12/blog-post_15.html

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης-Ήλθε για να διαβάσει --




Ήλθε για να διαβάσει. Είν' ανοιχτά
δυο, τρία βιβλία· ιστορικοί και ποιηταί.
Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,
και τα παράτησε. Στον καναπέ
μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία --
αλλ' είναι είκοσι τριώ ετών, κ' είν' έμορφος πολύ·
και σήμερα το απόγευμα πέρασ' ο έρως
στην ιδεώδη σάρκα του, στα χείλη.
Στη σάρκα του που είναι όλο καλλονή
η θέρμη πέρασεν η ερωτική·
χωρίς αστείαν αιδώ για την μορφή της απολαύσεως.....
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Ray Bradbury-Φαρενάιτ 451(απόσπασμα)

«…”Είμαστε συνηθισμένοι σε όλα αυτά. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε κάνει τη σωστή σειρά λαθών, αλλιώς δεν θα ήμασταν τώρα εδώ. Όταν ζούσαμε ως ξεχωριστά άτομα, δεν νιώθαμε παρά μονάχα οργή. Εγώ χτύπησα έναν πυροσβέστη όταν, πριν από χρόνια, ήρθε να κάψει την βιβλιοθήκη μου. Από τότε δεν σταμάτησαν να με κυνηγούν παντού. Θέλεις να έρθεις στη συντροφιά μας, Μοντάγκιου;” “Ναι!” “Λοιπόν, τί μπορείς να μας προσφέρεις;…” “Μάλλον τίποτε. Πίστευα ότι είχα ένα μέρος από τον Εκκλησιαστή και ίσως λίγη Αποκάλυψη, αλλά τώρα ούτε αυτά δεν τα έχω…” “Τον Εκκλησιαστή είπες; Υπέροχα! Πού είναι;…” “Εδώ μέσα…” είπε ο Μοντάγκιου και έδειξε το κεφάλι του. “Α, μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ χαμογέλασε και κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. “Μάλιστα…” Ο Γκρέιντζερ στράφηκε προς τον Αιδεσιμότατο: “Έχουμε κανένα βιβλίο του Εκκλησιαστή;…” “Ένα. Είναι ένας άνδρας ονόματι Χάρις, από το Γιάνγκστάουν…”

»Ο Γκρέιντζερ έπιασε τον Μοντάγκιου από τον ώμο: “Βάδιζε προσεκτικά. Πρόσεχε πολύ την υγεία σου. Ξέρεις, όλοι μας έχουμε φωτογραφική μνήμη, αλλά ξοδέψαμε μία ολόκληρη ζωή μαθαίνοντας πως να συγκρατούμε τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς είναι φυλαγμένα εκεί μέσα. Ο κ. Σίμονς από δω, έχει εργαστεί επίπονα στο θέμα αυτό επί είκοσι χρόνια, και ήδη κατέχουμε τη μέθοδο να ανακαλούμε ανά πάσα στιγμή οτιδήποτε διαβάσαμε ποτέ. Θα σου άρεσε, άραγε, κάποια μέρα να διαβάσεις την Πολιτεία του Πλάτωνα;” “Βεβαίως…” “Εγώ είμαι η Πολιτεία του Πλάτωνα… Μήπως θέλεις να διαβάσεις Μάρκο Αυρήλιο; Ο κ. Σίμονς είναι ο Μάρκος Αυρήλιος…” “Χαίρω πολύ”, είπε ο κ. Σίμονς. “Παρομοίως” χαμογέλασε ο Μοντάγκιου.

»”Λοιπόν, επέτρεψέ μου να σου συστήσω τον Τζόναθαν Σουίφτ, τον συγγραφέα του αμαρτωλού πολιτικού βιβλίου Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Ο κύριος που στέκεται δίπλα του είναι ο Δαρβίνος. Ο κύριος από δω είναι ο Σοπενχάουερ, κι εκείνος εκεί είναι ο Αϊνστάιν. Ο κύριος δίπλα μου είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ, ένας αληθινά ευγενής φιλόσοφος. Όλοι είμαστε εδώ, καλέ μου Μοντάγκιου: ο Αριστοφάνης και ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Γκοντάμα Βούδας και ο Κομφούκιος και ο Τόμας Λαβ Πήκοκ και ο Τόμας Τζέφερσον και ο κύριος Λίνκολν. Και ταυτόχρονα είμαστε και ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης…” Όλοι γέλασαν σιγανά.

»”Δεν είναι δυνατόν!” αναφώνησε ο Μοντάγκιου. “Κι όμως, είναι…” αποκρίθηκε με ένα αινιγματικό χαμόγελο ο Γκρέιντζερ. “Και επίσης είμαστε και εμπρηστές βιβλίων. Διαβάσαμε τα βιβλία και ύστερα τα κάψαμε από φόβο μήπως και τα ανακαλύψουν. Τα μικροφίλμ δεν θα μας βοηθούσαν, διότι και αυτά μπορεί να ανακαλυφθούν και να καταστραφούν, ξέρεις καλά πόσο εύκολα μπορείς να γίνεις ύποπτος, και επιπλέον, ταξιδεύουμε συνεχώς, δεν θα μπορούσαμε να θάβουμε τα μικροφίλμ και να επιστρέφουμε αργότερα στο ίδιο σημείο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί κάθε σχετικό αντικείμενο.

Είναι προτιμότερο να φυλάμε τα βιβλία μέσα στα κεφάλια μας, όπου κανείς απολύτως δεν μπορεί να τα δει, ούτε και να υποψιαστεί την ύπαρξή τους. Είμαστε όλοι μας αποσπάσματα ή και μεγάλα κομμάτια Ιστορίας, Λογοτεχνίας, Φιλοσοφίας, Ποίησης και Διεθνούς Δικαίου. Ο Μπάιρον, ο Τόμας Παίην, ο Μακιαβέλι, οι πάντες είναι εδώ, μαζί μας… Και η ώρα είναι ήδη περασμένη. Ο πόλεμος αρχίζει από στιγμή σε στιγμή. Και είμαστε όλοι εδώ, και η πόλη είναι εκεί, τυλιγμένη ολόκληρη μέσα στο μανδύα της με τα χίλια χρώματα.

»…”Το μόνο που θέλουμε είναι να διατηρήσουμε άθικτη την πολύτιμη γνώση. Προς το παρόν, δεν θέλουμε να ερεθίσουμε ούτε να εξοργίσουμε κανέναν. Διότι, αν χαθούμε εμείς, η γνώση θα πεθάνει ίσως για πάντα… Βαδίζουμε ακολουθώντας τις παλιές γραμμές των τραίνων, την νύχτα κοιμόμαστε στους λόφους και οι άνθρωποι της πόλης μας αφήνουν στην ησυχία μας. Μερικές φορές μας σταματούν και μας ψάχνουν, αλλά δεν βρίσκουν πάνω μας κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο. Η οργάνωσή μας είναι ελαστική και ευλύγιστη, απίστευτα χαλαρή και αποσπασματική. Μερικοί από εμάς έχουμε αλλάξει τα πρόσωπά μας με πλαστική εγχείριση, το ίδιο και τα δακτυλικά μας αποτυπώματα. Για την ώρα το έργο μας είναι βασανιστικό, περιμένουμε την αρχή και, ελπίζω σύντομα, το τέλος του πολέμου. Τότε δεν θα είμαστε πλέον κάτω από τον έλεγχο των δυναστών μας, δεν θα είμαστε πια μια παράξενη μειονότητα που κλαίει στις ερημιές.

»”Θα μεταδώσουμε προφορικά τα βιβλία στα παιδιά μας, κι αυτά με τη σειρά τους θα τα μεταδώσουν στους άλλους. Βέβαια, πολλά βιβλία θα χαθούν έτσι. Αλλά δεν μπορείς να αναγκάσεις τον κόσμο να σε ακούσει. Πρέπει να έρθουν σ’ εμάς από μόνοι τους, όταν θα έρθει εκείνη η ώρα που θα αναρωτηθούν τι συνέβη και ο κόσμος έχει φύγει κάτω από τα πόδια τους. Αυτό δεν θα αργήσει να γίνει…” “Πόσοι είστε συνολικά;” “Είμαστε χιλιάδες στους δρόμους, στις ξεχασμένες σιδηροδρομικές γραμμές, στους λόφους, αλήτες εξωτερικά, ενώ μέσα μας είμαστε βιβλιοθήκες… Ο καθένας απομνημόνευε το βιβλίο που ήθελε να θυμάται, έτσι ξεκίνησαν όλα. Έπειτα, τα τελευταία είκοσι χρόνια, συναντούσαμε ο ένας τον άλλον στο ταξίδι της περιπλάνησής μας, πλέκαμε το δίκτυο αργά και σταθερά, καταστρώναμε το μυστικό μας σχέδιο… Όμως, ως άνθρωποι, δεν είμαστε παρά φθαρμένες και σκονισμένες θήκες βιβλίων, τελείως ασήμαντοι κατά τα άλλα.»

Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος-Δύο παραλλαγές για το πρωινό ενός δεσμοφύλακα


I

Κανείς Θεός, νόμος κανένας

παντοδύναμη ύπαρξη το πρωινό

Ξημερώνει Ιούνιος

κι εγώ μνημονεύω

Αρθούρο Ρεμπώ

ζώντας

ελεύθερα την ελευθερία μου.


II

Παντού κάγκελα ο κόσμος

τοίχοι

ανθρώπινη υγρασία

μυρωδιά λιβανιού

νόμοι ψευδώνυμοι

Αύριο ξημερώνει Ιούνης

τα κλειδιά θα παραδώσω στον προμηθέα

τα μάτια μου στον εντολοδόχο αετό

και τον αδένα της συνείδησης

ας τον βουτήξει ο κύριος νομοθέτης

στο μελάνι του

να υπογράφει έτσι νόμους

για ανάπηρα πρωινά .

M.X

Rene Magritte-Τhe Lovers II (1928)


Μπάμπης Νίντας-Το πεύκο




Έκοβε αργά και ξένοιαστα στης θάλασσας τον άμμο
Το πεύκο το χιλιόχρονο σύρριζα ο ξυλοκόπος.
Ανταμωμένα πέφτανε χρόνια και φύλλα χάμω
Κι εστρώθηκεν απ' άγνωστες ανάμνησες  ο τόπος.

Και μούρθε και σταμάτησα πιο πέρα ο στρατοκόπος
Κι αντίς για μοιρολογητιό διαλογισμούς να κάμω
Και ναν το κλάψω αμίλητα και δίχως δάκρυα, όπως
Θάθελα να με κλαίγανε κι εμένα σαν πεθάνω.

Και μούρθε και φαντάστηκα το ριζικό του κόσμου.
Τι στοχασμούς να σκόρπισε στους κλόνους του η πλάση...
Τι κόσμοι να ξαπόστασαν στην δασερήν ησκιά του...

Λέω πως πασκίζει τ' άραχνο-καθώς το βλέπω εμπρός μου-
Να ειπή στον κάθε στοχαστή τις σκέψεις του να μάση
Και να ησκιώνη το θωρώ, τον ίδιο τον φονιά του.


Μπάμπης Νίντας, Φιλιατρά Μεσσηνίας 1906- Αθήνα 1962

(Άυλες Μορφές , 1934)

Πηγή: Νίκος Καράμπελας, Μωραΐτικη Ποιητική Ανθολογία 1708-1958, Εισαγωγή: Γιάννης Σφακιανάκης . Καλαμάτα: Νέστωρ 1958, σσ. 207-208.


George Orwell-1984 (αποσπάσματα)

- Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε έναν άλλο, Ουίνστον;
Ο Ουίνστον σκέφτηκε:
- Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.
- Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.
Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;
Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.
Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.
Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.
[…]
Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε -όλα!
Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.
Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.
Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.
Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.
Δε θα υπάρχει άμιλλα.
[…]
Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου -για πάντα.

George Orwell , 1984, Ο μεγάλος αδελφός,  μτφρ.: Νίνα Μπάρτη , εκδόσεις Κάκτος. 

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

Δημήτρης Δασκαλόπουλος -Απόλυτο Γαλάζιο


Ας μείνει το σύννεφο
δεξιά στο βάθος
πάνω από τη συλλογισμένη σου ματιά.
Ας μείνει.
Να δηλώνει
τις δυσκολίες του απόλυτου γαλάζιου
στον ουρανό.

Και στην ψυχή μας.

Συλλογή: "Σκοτεινή Πανσέληνος"  Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ

Άρης Αλεξάνδρου - Μέσα στις πέτρες



 Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.

Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο

      πριονιστήριο;

Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος

Με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς

Με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.


Από τη συλλογή Ευθύτης οδών  (1959)

Άρης Αλεξάνδρου-Με τι μάτια τώρα πια



Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
τα εξηντατέσσερα
μπορούσες vα 'σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από 'να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
 μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τα 'μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
 κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένον στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
 ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
να 'χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα —
 όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια να 'ρθεις και να μ΄ αγγίξεις μέσ'
από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που 'χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σανντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει 
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου.


Το Ποιημα Περιεχεται στη συλλογή Ευθύτης οδών (1959).

Arseny Tarkovsky-απόσπασμα




- Μίλα!
- Μίλα! Γιατί δε μιλάς;
- Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!
- Μίλα! Μίλα!
Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή. Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.
Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.
Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.
Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες... Πες της το. Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να 'σαι.
Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος. Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.
Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θεε μου, δική σου.
Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.
Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.
Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.

| Αρσένι Ταρκόφκσι (24 Ιουνίου 1907 - 27 Μαϊου 1989) | Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας | μτφρ.: Χρήστος Κουλτούκης | εκδόσεις Ελεγεία |

Bob Dylan-Blowing in the wind




                                                          

                                             Blowin' In The Wind -Bob Dylan

  

Πόσους δρόμους πρέπει ένας άντρας ν’ ακολουθήσει
Προτού σαν άντρα μπορεί κανείς να τον ορίσει;
Σε πόσες θάλασσες πρέπει ένα περιστέρι λευκό να αρμενίσει
Προτού στην άμμο πάει γλυκά για να καθίσει;
Ναι, και πόσες φορές θα βροντήσουν τα κανόνια
Προτού τα θάψουμε για πάντα μες στα χιόνια;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει
Η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει

Πόσα χρόνια μπορεί να αντέξει ένα βουνό
Προτού της θάλασσας το φθείρει το νερό;
Ναι, και πόσα χρόνια μπορούνε κάποιοι
Ν’ ανεχθούνε τη σκλαβιά
Προτού έρθει να τους δοθεί και πάλι η λευτεριά;
Και πόσες φορές μπορεί κανείς να γυρίζει το κεφάλι
Να κάνει πως δεν βλέπει το γύρω του το χάλι;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει
Η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει

Πόσες φορές πρέπει το βλέμμα να σηκώσεις
Προτού τον ουρανό να δεις ολόκληρο κι όχι με δόσεις;
Και πόσα αυτιά κανείς πρέπει να έχει
Προτού το κλάμα του συνάνθρωπου αρχίσει να προσέχει;
Και πόσοι πρέπει να πεθάνουνε, πόσοι ακόμα άλλοι
Προτού νιώσουμε πως ο θάνατος κάνει ζημιά μεγάλη;
Η απάντηση, φίλε μου, σαλεύει και σκιρτάει
Η απάντηση, φίλε μου, στον άνεμο πετάει


| Blowin’ in the Wind (Στον Άνεμο Πετάει) | Bob Dylan 1962 - 2001 lyrics | μτφρ.: Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης | εκδόσεις Ιανός |

Βύρων Λεοντάρης-Άνθρωποι



… και τώρα πια δεν έχουμε ούτε δάχτυλα

ούτε επιστροφή, να πιάσουμε.


Κοιτάξαμε τριγύρω μας την πόλη βουλιαγμένη

μες στην ομίχλη των πουλιών, που φύγαν με τα πλοία,

ακούσαμε τον ήλιο να βουίζει σ’ άδεια λατομεία,

όπου η βροχή της χτεσινής μας νιότης λιμνασμένη


λασπώνει τη ματιά με τα νεκρά φτερά των σπουργιτιών.

Σκύψαμε πάνω από γκρεμούς ν’ αφουγκραστούμε

τον πόνο μας και πάνω από ρυάκια για να δούμε

τα μάτια σου στα μάτια μας – κλειδί των φεγγαριών.


Τη νύχτα αναζητήσαμε – κι αυτή μας πλημμυρά,

ποθήσαμε τη σιωπή – μα ήρθε η απουσία,

τα γιασεμιά αγαπήσαμε – κι εκείνα τη χαρά

και στα κοχύλια ακούμε τη δική μας ιστορία:


Είμαστε απλοί, ανεπίστρεπτοι και σύντομοι διαβάτες,

δε μας πλανεύει τ’ όνειρο ενός εξαίσιου τέλους,

τα ωραία κορίτσια ερωτευτήκαμε – κι εκείνα τους αγγέλους,

χαμογελάσαμε στην άνοιξη – κι εκείνη στα παιδιά της.


Κλάψαμε για ό,τι χάσαμε∙ ήμασταν άνθρωποι πολύ,

άνθρωποι ως την τελευταία αιμόπτυση της δύσης,

άνθρωποι να προσμένουμε στο μώλο, που δε θα γυρίσεις,

άνθρωποι να ποθούμε αυτό, που ξέμαθε να μας ποθεί.



[Ενότητα Παλιοί κήποι]


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ψυχοστασία (Ποιήματα 1949-1976) [2006] του Βύρωνα Λεοντάρη