Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022
Δήμητρα Κουβάτα-Η δενδροκόμος
Μίλτος Σαχτούρης - Άλογα περήφανα επιθυμίες
Άλογα περήφαναοι επιθυμίες μουγονάτισαν κάθισαν χάμω η πόλη όλη βάφτηκε στο σκοτάδι
ο ένας πήγε να βρει το Θεόο άλλος πήγε να βρει το Διάβολοκι ο τρίτος πήγε να βρει το Κενό. |
Οδυσσέας Ελύτης- Και με φως και με θάνατον [3]
Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως ε ί σ α ι. Και την ώρα που
Φεύγεις με το ‘να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος
Περνάς θέλεις – δε θέλεις
Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.
Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι ύστερα κοιτούν
Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή
Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.
Ο Μικρός Ναυτίλος
Τρίτη 29 Μαρτίου 2022
Wislawa Szymborka-Τέλος και Αρχή
Μετά από κάθε πόλεμο
κάποιος πρέπει να βάλει μια τάξη.
Αφού δεν θα τακτοποιηθούν
από μόνα τους τα πράγματα.
Μίλτος Σαχτούρης-Το εργοστάσιο
Μίλτος Σαχτούρης-Τα περιστέρια του νεκρού
στον Οδυσσέα Ελύτη
Δε δίνω αίμα στις φλέβες των πουλιών
και τα ποτάμια μου κρατήσαν τα νερά τους
επάνω στα ψηλά βουνά τρεις βίγλες έχω στήσει
μες στη σπηλιά μου φύλαξα τους αετούς
Ελάτε βγείτε στον κάμπο περιστέρια μου
με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό σας
ελάτε βγείτε με το φεγγάρι στην καρδιά
σα θα σηκώσω την ταφόπετρά μου
Αργοπεθαίνουν γύρω μου τ’ άλλα πουλιά
ελάτε βγείτε στον κάμπο περιστέρια μου
ελάτε βγείτε σφαγμένα περιστέρια μου
Nίκος Καρούζος-Περ’ απ’ την κατανάλωση
Χτυπούσα τα χέρια μου στα γαλάζια κρύσταλλα τ’ ουρανού
σε κατάμαυρο μέλλον εξοντωμένος.
Ήτανε Σάββατο και ο φτωχός Ιησούς
ο ξυπόλητος ερωμένος της αγωνίας
ο ξέχειλος απ’ τη σκιά των λαών επιστάτης
περίμενε τα χαρωπά γραΐδια στο μισόφωτο.
Βγάζει ψαλμό σα να ποτίζει περιβόλια
ο τρεμουλιάρης ιερέας κι ο καθαρός
αέρας ο υπνοφόρος.
Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο,
είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!
Πηγή: https://neoplanodion.gr/2020/04/16/nikos_karouzos-megali-pempti/
Faiz Ahmed Faiz -Εσείς πείτε μας τι να κάνουμε
O Faiz Ahmed Faiz (1911, Sialkot, Παντζάμπ, Πακιστάν-1984, Λαχώρη, Πακιστάν), αριστερός ποιητής και συνδικαλιστής από το Κασμίρ, μέλος ΚΚ Πακιστάν, τιμήθηκε με το σοβιετικό βραβείο Λένιν Ειρήνης το 1962 και με το βραβείο Νόμπελ το 1984, λίγο μετά το θάνατό του. Είχε καλές σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση όπου ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και για ένα διάστημα ζήτησε καταφύγιο. Το έργο του επηρεάστηκε από την μακροχρόνια ένοπλη σύρραξη Ινδίας-Πακιστάν στην περιοχή του Κασμίρ, στην πατρίδα του ποιητή, και από τη γενοκτονία στο Μπανγκλαντές που διεξήχθη από τον πακιστανικό στρατό για την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων στη Νοτιοανατολική Ασία.
Μετάφραση: Ξένια Καλαϊτζίδου
Πηγή: http://users.auth.gr/xkalaitz/metaasia.html
Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου-Κλοπή
Χρίστος Ρουμελιωτάκης-Δρόμοι της μνήμης
Δρόμοι της παγωμένης μνήμης
μιλήστε μου απόψε για το Νίκο Πάιρα
και τη ζωή του·
γιατί πολέμησε, γιατί νικήθηκε.
Κάποια στιγμή είναι στο αναρρωτήριο,
ύστερα χάνεται.
Και για το Γιάννη Πέτσα,
ετών πενήντα,
πού σέρνεται στα καφενεία της Βέροιας,
λαχειοπώλης,
με μια ταυτότητα πρωτοετούς της Νομικής,
κιτρινισμένη.
Και για τους άλλους,
αυτούς πού έρχονται μόνο τη νύχτα·
γιατί πολέμησαν, γιατί νικήθηκαν.
Κι εγώ που δεν πολέμησα, ποιος είμαι
και τι ζητώ σ᾿ αυτή τη ραψωδία των νικημένων.
Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, Τυπωθήτω, 2002
Κυριακή 27 Μαρτίου 2022
Κώστας Βάρναλης-Τσιγγάνικο
Βάρα γερὰ τον νταγερέ, πιωμένε μου λεβέντη!
Κορδέλα κόκκινη κρεμώ στον άγριο εσὲ ζουρνά σου!
Φλουρὶ κολλώ στο στήθος σου, ξυπόλυτη χορεύτρα!
στρογγυλοπαίζει σου η κοιλιὰ κι ο κόρφος σου πετάει
τα μπρούντζινα γιορτάνια σου και τα χοντροβραχιόλια.
Παίζει το μαύρο μάτι σου μαργιόλικο, μεγάλο
και φέρνει ο λάγνος σου χορός την πεθυμιὰ της νύχτας!..
Κρασὶ ας μη παύσουν τάταχτα μουστάκια μας να στάζουν!..
Ε συ, πατέρα! Η κόρη σου πόψε το παραμύθι
θα μου είπη το τσιγγάνικο πά στο προσκέφαλό μου!
Ηγησω, τ. 9, σ. 141.
Οδυσσέας Ελύτης-Τετάρτη 8γ
Μάνα πού 'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λί-
γος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με
τα πλάγια, λιπαρά πόδια.
Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχου-
νε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγά-
λες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέ-
ρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ, (1984)
Mάρκος Βαμβακάρης-Τι μ' ωφελούν οι άνοιξες
Elsie Lasker-Schüler-Το γαλάζιο μου πιάνο
Καίσαρ Εμμανουήλ-Χαμένοι στα βάθη των τροπικών
Καίσαρ Εμμανουήλ-Νυχτερινή Φαντασίωση
Wisława Szymborska-Τίποτα δεν είναι δώρο
Νίκος Καρούζος - Κυριακή
Πάλι μια Κυριακή στενάζει μέσ’ στο κρύο
είναι του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή μου ανάσα
όπως ο γαλανός καρπός βοά σ’ έν’ άδειο καλοκαίρι.
Πάλι μια Κυριακή με φέρνει ως το θάνατο
γυρίζω δύσκολα τη μνήμη
κι αν ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα.
Γι’ αυτό στενάζει μέσ’ στην Κυριακή
μονάχη της η δύναμή μου.
Σάββατο 26 Μαρτίου 2022
Γιάννης Η. Παππάς- Σ' ένα μπαρ στου Μακρυγιάννη
Σ' ένα μπαρ στου Μακρυγιάννη προχθές,
μπήκε ένας φουστανελάς με τσακισμένο χέρι.
Ήρθε και κάθισε μαζί μου να πιει ένα ρακί.
Σε λίγο πιάσαμε το χορό και τραγουδούσαμε τραγούδια ελληνικά
Ο Ήλιος εβασίλεψε Έλληνά μου και το Φεγγάρι εχάθη.
Πίναμε και χορεύαμε
Σαν καθίσαμε του λέω: Πού το τσάκισες αυτό το χέρι;
-Στους Μύλους τ' Αναπλιού, μου λέει.
-Γιατί το τσάκισες;
-Γι' αυτήνη την πατρίδα.
Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκω από κανέναν.
Ματαιοδοξία και ιδιοτέλεια, δόλος και απάτη.
Κι έκλαιγε με δάκρυα πικρά.
Τον παρηγόρησα.
Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ.
Κατερίνα Γώγου-25 Μαρτίου 77
Οι δρόμοι ανοιχτοί.
Οι ταβέρνες φίσκα.
Σήμερα το θέλει η μέρα
Μπακαλιάρο-σκορδαλιά.
Κυάλια κρεμασμένα
Σημαιάκια λιγδιασμένα.
Βαράει και ο ήλιος
και η σκορδαλιά.
Μια σκατόμυγα στο μάτι του παιδιού
μετά την παρέλαση.
25 Μαρτίου 77.
Τρία κλικ αριστερά
Ε.Χ. Γονατάς-Τα χέρια (απόσπασμα)
[...]Και τι δεν μπορούσαν να κάνουν αυτά τα δάχτυλα!
Μπορούσαν να πατήσουν τη σκανδάλη του όπλου και να πυροβολήσουν.
Να μαζέψουν μαργαρίτες από τους αγρούς και να τις προσφέρουν στην αγαπημένη τους.
Να φυτέψουν βασιλικό, δυόσμο και αγκινάρες.
Να βάψουν τοίχους, να καθαρίσουν χαλιά.
Να νίψουν ανομήματα και να σφάξουν αρνάκια.
Να σμίξουν σε στάση εκστατικής προσευχής.
Να σφιχτούν σε γροθιά και να ξεσφιχτούν πάνω από κεφάλια, ευλογώντας τα.
Να διώξουν τα σύννεφα, τις μύγες και τις χρυσόμυγες.
Να ζουλήξουν τα κουνούπια και τις σκνίπες.
Ν' αρπάξουν απ' το λαιμό τον κύκνο, και το κουνέλι από τ' αυτιά.
Να χτίσουν πόλεις και χωριά.
Να πλύνουν τα βρώμικα ρούχα και τις αμαρτίες μας.
Να στύψουν τα βρεγμένα ρούχα και τις καρδιές μας... [...]
Octavio Paz- Δύο σώματα
Salvatore Quasimodo -Το φόρεμά σου είναι λευκό
Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022
Alexander Pushkin-Εις την Ελλάδα
Τίτλος: Εις την Ελλάδα
Μουσική: Σταμάτης Χατζηευσταθίου
Ποίηση: Alexander Pushkin
Μετάφραση: Κώστας Βάρναλης
Απαγγελία: Δημήτρης Καταλειφός
«Εμπρός Ελλάς επαναστάτρια στάσου ορθή
Κράτα με τα όπλα τα γερά τη δύναμη σου
Δεν εγέρθηκε ένας Όλυμπος του κάκου
Η Πίνδος σου και οι Θερμοπύλες η τιμή σου
Από των σπλάχνων σου τα βάθη επετάχθηκε
Η ελευθερία δυνατή φωτός πυρήνας
Κι από του Θήσεα και του Περικλή τους τάφους
Και από τα πάντα νέα ιερά των Αθηνών
Σπάσε τώρα γη θεών και ηρώων
Τις αλυσίδες της σκλαβιάς
Τη μαύρη μοίρα με τις γλυκόηχες ωδές
Απ’ του Τυρταίου από του Ρήγα
Κι από του Βύρωνος τη λύρα»
Μαρία Φαλαγγά-Γεωργίου-Περαστική χαρά
Ανέστης Ευαγγέλου-14 Ποιήματα
[Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς]
Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:
είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.
Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.
[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως, 1960]
[Αγάπη]
Όρμηξαν και τον ξέσκισαν στα δυο
η λέαινα η μεγάλη κι η λέαινα η μικρή
με νύχια κόκκινα, με δόντια αστραφτερά.
(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)
Τη σάρκα σπάραξαν και μόνο στην καρδιά
και στο μυαλό σαν έφτασαν χυμήξανε
η μια στην άλλη μήπως κι αστοχήσουν
στη δίκαιη μοιρασιά.
(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)
Τέλος ριχτήκαν λιμασμένες και του λιάνισαν
τα κόκαλα κι ηδονικά τα τραγανίσανε
ως το μεδούλι κι έγλειψαν το χυμένο αίμα
μην απομείνει τίποτε να τον θυμίζει πια.
(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)
[Από τη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987]
[Το φως]
Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.
[Από τη συλλογή Το διάλειμμα, 1976]
[Η κατάληξη]
Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη,
και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν.
Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά.
Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως.
Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας,
πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης,
γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα.
Τέλος,
μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή,
αληθινά δικά μας.
[Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971) – Ενότητα Το κακό παιχνίδι]
[Είναι πολλοί]
Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.
Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.
[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]
[Το πρόσωπό σου]
Το πρόσωπό σου είν’ ένα άστρο
ένα άστρο μικρό και καθαρό πάνω από τα ερείπια
ένα άστρο από πρόσωπο παιδιού πάνω απ’ το γερασμένο χρόνο.
Το πρόσωπό σου είν’ ένα κλεφτοφάναρο μέσα στη νύχτα
φωτιά για να ζεσταίνουν τα χέρια τους οι μοναχικοί
για όσους τους βασανίζει κρίση στέγης.
Το πρόσωπό σου οδυνηρή γωνιά μέσα στη μνήμη
χώρος ιερός επιστροφής, πληγή της σκέψης
όταν απ’ το φθαρμένο κόσμο λείπει, άφθαρτο, το πρόσωπό σου.
[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]
[Μην απορείς, μητέρα]
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο το κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ’ απ’ ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.
[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]
[Παντού το κλέβουν το ψωμί]
Παντού το κλέβουν το ψωμί.
Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.
Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.
Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις
για να βγει θάνατος μια μέρα
για να βγει αίμα.
Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.
[Aπό τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]
[Οι πράξεις]
Αρχίζω πια να δυσκολεύομαι με την ομιλία
να χάνω λίγο λίγο το δώρο που μου χάρισαν οι θεοί.
Περίσσεψαν οι πράξεις, φίλοι μου, μας πλάκωσαν,
μας σύντριψαν με το περίσσιο βάρος τους∙
δε φτάνουν πια τα λόγια, δεν επαρκούν,
δε βγαίνουν καν κάτω απ’ το βάρος
των πράξεων.
Ήδη μπερδεύονται τα λόγια μου, τραυλίζω,
χάνουν σιγά σιγά τη συνοχή τους
χάνουν τη δύναμη και το ζεστό τους αίμα
ακόμα λίγο και θα γίνουν άναρθρες κραυγές.
Οι πράξεις μας,
όγκοι χωμάτων, μπάζα και σιωπή,
μας έπνιξαν.
[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]
[Ο έφηβος άνεμος]
Καθώς ο έφηβος άνεμος σηκώνεται τη νύχτα
και στη λεύκα μπαίνει βαθιά πλάι στο ποτάμι
κι εκείνη ανατριχιάζει σύγκορμη και σειούνται
όλα μεμιάς τα φύλλα της κι αναριγούν
κι οι πιο κρυφές της ρίζες–
όμοια
μπήκα και βγήκα μέσα σου νυχτερινός,
ακούραστος,
κι αναριγήσανε τα πιο βαθιά σου φύλλα.
[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]
[Τώρα να γίνεις ταπεινός]
Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.
Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.
[Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) – Ενότητα Το πανδοχείο]
[Αυτά]
Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σου χαμογελούν και σε ανακρίνουν
εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα,
λάμποντας εκτυφλωτικά,
αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί–
μια μέρα θα σε κάψουν.
Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως
μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ’ την ευωδιά,
εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους,
και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά
και σε ναρκώνουν,
ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια–
μια μέρα θα σε πνίξουν.
Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς
απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου
και τρυφερά σου κλείνουν μία μία τις πληγές,
αδιάκοπα, κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά,
και καθώς κύμα πονετικό, της άνοιξης, σε νανουρίζουν–
θα ’ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν.
Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια.
[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]
[Κατάθεση]
Βρέθηκα στο καταγώγιο –
μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα.
Σε σκοτεινές, υπόγειες αίθουσες, αποπνιχτικές,
ξύπνησε ένα πρωί η γενιά μας
και των πατέρων μας η γενιά
και των παιδιών μας.
Ανάγκη τώρα να τα καταγράψω όλα μη χαθούν
να ειπώ μ’ ακρίβεια όση μπορώ αυτά που είδα
μην τ’ αλλοιώσουν πληρωμένοι ιστορικοί,
ανάγκη να τα σώσω σαν τιμαλφή πολύτιμα
για μένα και για σένα και γι’ αυτούς που θα ’ρθουν.
Εκεί –τα είδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια –
ανάμεσα από τους καπνούς, τη μπόχα, τις βρισιές,
ανάμεσα από μαχαιρώματα κι από καβγάδες,
παίζαν στα ζάρια δολοφόνοι αδίσταχτοι
παίζανε χαρτοκλέφτες προσωπιδοφόροι,
με χάχανα, σαν ένα τίποτα, παίζαν το αίμα μας,
το αίμα μας και το αίμα των παιδιών μας.
Βρέθηκα στο καταγώγιο –
έφταιγα εγώ, εσύ, ποιος φταίει,
υποψία απαίσια με βασανίζει
μήπως βοήθησα κι εγώ ασυναίσθητα,
μην έβαλα μια πέτρα με τη σιωπή,
μην έφερα νερό και λάσπη με την αδιαφορία.
Πού είναι ο αναμάρτητος, ο καθαρός, ο δίκαιος,
που θα χωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια
εδώ που η σήψη έχει μολύνει τον αέρα,
πού είναι ο αδιάφθορος, ο αδέκαστος,
ποιος θα μας δικάσει.
[Από τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]
[Καθίζηση]
Στον Γιώργο Αράγη
Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Ήταν που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος
απ’ την αρχή
ήταν που κλέψαν οι εργοδηγοί
και οι εργολάβοι
που βάλανε λειψό χαρμάνι
οι αχρείοι
ήρθε από πάνω και η βροχή
κι ανοίξανε τα ουράνια
και κάθισε
και βούλιαξε
και γέμισε ρωγμές βαθιές
ωσάν πληγές
κι ωσάν κραυγή διαμαρτυρίας προς τα άστρα.
Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Σαν τη ζωή μου.
[Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα, 1994) – Ενότητα Ερήμωση (1989-1993)]
Αναδημοσίευση από:https://www.bibliotheque.gr/article/72957