α.
Έπλεκε, έπλεκε· και χιλιάδες κουβάρια έστελναν νήμα
στις βελόνες· και στο πάτωμα έρρεε πολύχρωμη εσάρπα.
Έρρεε στις σκάλες, έβγαινε στη δημοσιά, έπαιρνε το
τρένο, ανέβαινε στην πλαγιά και ύστερα δρόμο τον δρόμο
κατηφόριζε προς τη θάλασσα.
Έτρεχα εγώ να συναντήσω το θαύμα που ’μοιαζε με
ανθισμένο λιβάδι, ξηλωνόταν αυτό και αμέτρητες κλωστές
τυλίγονταν στον λαιμό μου.
— Μη! Θα με πνίξει η αγάπη σου, φώναζα.
Όμως αυτή έπλεκε, έπλεκε, ήταν μακριά μου, δεν
άκουγε.
— Μη! Θα με πνίξει η σιωπή σου, φώναζα.
Όμως αυτή έπλεκε.
β.
Και καθώς έσταξε ξανά η αλμύρα της αγωνίας του, είδε
ότι δεν είχε άλλο λευκό για να μιλήσει. Τράβηξε τότε την
κλωστή κι άρχισε αράδες αράδες να ξηλώνει τα χρόνια
του. Και όπως τυλίχτηκαν στα πόδια του τα περασμένα,
δεν είχε πού αλλού να απλώσει την ύπαρξή του.
Εκείνη την ώρα, μες στην απόγνωση, ακούστηκε ήχος
βαθύς. Κι άρχισε να διαλύεται όλη η αλληγορία.
Κι έμειναν μόνο κάτι λεξούλες ασήμαντες να τον θυμίζουν.
Βαγγέλης Φίλος
Από το βιβλίο μου, Ολόριο, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου