Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Ανέστης Ευαγγέλου-14 Ποιήματα

 [Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς]

Καθώς μέσα στο χρόνο προχωρείς και βλέπεις
μέρα τη μέρα να πληθαίνουνε τα ερείπια,
να πέφτουν ένα ένα τ’ αγκωνάρια
που απάνω τους είχες χτίσει τη ζωή σου,
καταλαβαίνεις ολοένα πιο πολύ, διδάσκεσαι,
πως μόνο εσύ τον ορίζεις το χώρο σου:

είναι δικά σου τούτα τα ερείπια κι είσ’ εσύ
που πρέπει να σηκωθείς, να πάρεις
νερό και λάσπη, με τα ίδια
υλικά να ξαναχτίσεις τους τοίχους σου.

Τώρα που βλέπεις καθαρά, που ξέρεις επιτέλους
πως από πουθενά βοήθεια δεν μπορείς να περιμένεις.

[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως, 1960]


[Αγάπη]

 

Όρμηξαν και τον ξέσκισαν στα δυο
η λέαινα η μεγάλη κι η λέαινα η μικρή
με νύχια κόκκινα, με δόντια αστραφτερά.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

Τη σάρκα σπάραξαν και μόνο στην καρδιά
και στο μυαλό σαν έφτασαν χυμήξανε
η μια στην άλλη μήπως κι αστοχήσουν
στη δίκαιη μοιρασιά.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

Τέλος ριχτήκαν λιμασμένες και του λιάνισαν
τα κόκαλα κι ηδονικά τα τραγανίσανε
ως το μεδούλι κι έγλειψαν το χυμένο αίμα
μην απομείνει τίποτε να τον θυμίζει πια.

(Και όλο αυτό στη γλώσσα τους το λένε αγάπη.)

[Από τη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987]


[Το φως]

 

Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια
τα πιο βαθιά
τα πιο λησμονημένα
έρχεται κάποτε
ωσάν σε διάλειμμα
κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει
θαυματουργό
παρήγορο
το φως.

[Από τη συλλογή Το διάλειμμα, 1976]

 

[Η κατάληξη]

 

Είναι μια διαδικασία σταδιακής εξαπατήσεως.
Σ’ τα δίνουν πρώτα όλα: νεότητα, σφρίγος, γονείς, φίλους, αγάπη,
και πριν προλάβεις καν να καταλάβεις τι σημαίνουν όλ’ αυτά,
αρχίζουν να σου τα παίρνουν μέσ’ από τα χέρια, να σε κοροϊδεύουν.

Χάνουμε, χάνουμε ολοένα: σαν να μας κλέβουν στα χαρτιά.

Είναι μια, βασανιστικά αργή, διεξοδική ιστορία πτωχεύσεως.
Ένα ένα πέφτουν τα λογής περιβλήματά μας,
πέφτουν τα ωραία, απατηλά στηρίγματα της νιότης,
γίνεται άγριο, ανελέητο κοσκίνισμα.

Τέλος,
μένουν ελάχιστα, δυο τρία πράγματα, σε μιαν ολάκερη ζωή,
αληθινά δικά μας.

[Από τη συλλογή Αφαίμαξη ’66-’70 (1971) – Ενότητα Το κακό παιχνίδι]


[Είναι πολλοί]

 

Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.

Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.

[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]

 

[Το πρόσωπό σου]

 

Το πρόσωπό σου είν’ ένα άστρο
ένα άστρο μικρό και καθαρό πάνω από τα ερείπια
ένα άστρο από πρόσωπο παιδιού πάνω απ’ το γερασμένο χρόνο.

Το πρόσωπό σου είν’ ένα κλεφτοφάναρο μέσα στη νύχτα
φωτιά για να ζεσταίνουν τα χέρια τους οι μοναχικοί
για όσους τους βασανίζει κρίση στέγης.

Το πρόσωπό σου οδυνηρή γωνιά μέσα στη μνήμη
χώρος ιερός επιστροφής, πληγή της σκέψης
όταν απ’ το φθαρμένο κόσμο λείπει, άφθαρτο, το πρόσωπό σου.

[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]


[Μην απορείς, μητέρα]

 

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις
τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα· αυτόν εικονίζουν.

Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός
μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο το κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ’ απ’ ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.

[Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως – 1960]

 

[Παντού το κλέβουν το ψωμί]

 

Παντού το κλέβουν το ψωμί.

Τ’ αρπάζουν χέρια τοκογλύφων,
το παίρνουν Γραμματείς Εντεταλμένοι,
το χώνουμε σε υπόγεια, το στοιβάζουν.

Εκεί τ’ αναλαμβάνουν ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι
και στα σοφά των δάκτυλα Ειδικοί,
χείλη ποιητών, αβρά, το κάνουν ύμνο
να τον μαθαίνουν τα παιδιά,
του πλέκουν φωτοστέφανο να λάμπει.

Εκεί αρχίζει η λεπτή διαδικασία,
οι απαραίτητες διεργασίες συντελούνται,
επέρχονται οι εκπληκτικές διαμορφώσεις

για να βγει θάνατος μια μέρα
για να βγει αίμα.

Παντού το κλέβουν το ψωμί
Θεέ μου, παντού.

[Aπό τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]

 

[Οι πράξεις]

 

Αρχίζω πια να δυσκολεύομαι με την ομιλία
να χάνω λίγο λίγο το δώρο που μου χάρισαν οι θεοί.

Περίσσεψαν οι πράξεις, φίλοι μου, μας πλάκωσαν,
μας σύντριψαν με το περίσσιο βάρος τους∙
δε φτάνουν πια τα λόγια, δεν επαρκούν,
δε βγαίνουν καν κάτω απ’ το βάρος
των πράξεων.

Ήδη μπερδεύονται τα λόγια μου, τραυλίζω,
χάνουν σιγά σιγά τη συνοχή τους
χάνουν τη δύναμη και το ζεστό τους αίμα
ακόμα λίγο και θα γίνουν άναρθρες κραυγές.

Οι πράξεις μας,
όγκοι χωμάτων, μπάζα και σιωπή,
μας έπνιξαν.

[Από τη συλλογή Μέθοδος αναπνοής – 1966]

 

[Ο έφηβος άνεμος]

 

Καθώς ο έφηβος άνεμος σηκώνεται τη νύχτα
και στη λεύκα μπαίνει βαθιά πλάι στο ποτάμι
κι εκείνη ανατριχιάζει σύγκορμη και σειούνται
όλα μεμιάς τα φύλλα της κι αναριγούν
κι οι πιο κρυφές της ρίζες–
όμοια
μπήκα και βγήκα μέσα σου νυχτερινός,
ακούραστος,
κι αναριγήσανε τα πιο βαθιά σου φύλλα.

[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]

 

[Τώρα να γίνεις ταπεινός]

 

Τώρα να γίνεις ταπεινός, ν’ αφήσεις
τη μάταιη σοφία των βιβλίων και στης πράξης
το μεγάλο σχολείο να μαθητέψεις.

Εκεί να δεις
πόσο λίγο μετρούν, πόσο φτωχά φαντάζουν
όλα τα χρόνια που έχασες γνώσεις μαζεύοντας,
όλα σου τα χαρτιά μαζί πως δεν βαραίνουν
στη δίκαιη πλάστιγγα που όλους τελικά θα μας μετρήσει
–όχι την υπερβατική εκείνη αλλά την άλλη,
την πιο ταπεινή, που καθημερινά, ωστόσο, μας ελέγχει–
όσο μια μόνο απλή χειρονομία ζεστής
αλληλεγγύης προς τ’ αδέλφια σου, μια ανώνυμη,
ανάμεσα σε χιλιάδες παρόμοιες ολόγυρά σου,
πράξη θυσίας.

[Από τη συλλογή Απογύμνωση (1979) – Ενότητα Το πανδοχείο]

 

[Αυτά]

 

Αυτά τα μάτια, έτσι καθώς
αδιόρατα σου χαμογελούν και σε ανακρίνουν
εισδύοντας από τις αφύλαχτες ρωγμές στα ενδότερα,
λάμποντας εκτυφλωτικά,
αυτά τα μάτια είναι μαγνήτες καταστροφικοί–
μια μέρα θα σε κάψουν.

Ετούτα τα μαλλιά, έτσι όπως
μέσα τους χάνεσαι μεθώντας απ’ την ευωδιά,
εισπνέοντας άπληστα, ως την τρέλα, το φαρμάκι τους,
και στο λαιμό σου τυλίγονται βαλσαμικά
και σε ναρκώνουν,
ετούτα τα μαλλιά είναι πλοκάμια–
μια μέρα θα σε πνίξουν.

Αυτά τα χέρια, έτσι καθώς
απαλά περπατούν επάνω στο κορμί σου
και τρυφερά σου κλείνουν μία μία τις πληγές,
αδιάκοπα, κιόλας, ταξιδεύοντας στον ύπνο σου, τυραννικά,
και καθώς κύμα πονετικό, της άνοιξης, σε νανουρίζουν–
θα ’ρθει μια μέρα που θα σε σκοτώσουν.

Αυτά τα μάτια, αυτά τα μαλλιά, κι αυτά τα χέρια.

[Από τη συλλογή Το διάλειμμα (1976) – Ενότητα Στο καμίνι]

 

[Κατάθεση]

 

Βρέθηκα στο καταγώγιο –
μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα.
Σε σκοτεινές, υπόγειες αίθουσες, αποπνιχτικές,
ξύπνησε ένα πρωί η γενιά μας
και των πατέρων μας η γενιά
και των παιδιών μας.

Ανάγκη τώρα να τα καταγράψω όλα μη χαθούν
να ειπώ μ’ ακρίβεια όση μπορώ αυτά που είδα
μην τ’ αλλοιώσουν πληρωμένοι ιστορικοί,
ανάγκη να τα σώσω σαν τιμαλφή πολύτιμα
για μένα και για σένα και γι’ αυτούς που θα ’ρθουν.

Εκεί –τα είδα όλα με τα ίδια μου τα μάτια –
ανάμεσα από τους καπνούς, τη μπόχα, τις βρισιές,
ανάμεσα από μαχαιρώματα κι από καβγάδες,
παίζαν στα ζάρια δολοφόνοι αδίσταχτοι
παίζανε χαρτοκλέφτες προσωπιδοφόροι,
με χάχανα, σαν ένα τίποτα, παίζαν το αίμα μας,
το αίμα μας και το αίμα των παιδιών μας.

Βρέθηκα στο καταγώγιο –
έφταιγα εγώ, εσύ, ποιος φταίει,
υποψία απαίσια με βασανίζει
μήπως βοήθησα κι εγώ ασυναίσθητα,
μην έβαλα μια πέτρα με τη σιωπή,
μην έφερα νερό και λάσπη με την αδιαφορία.

Πού είναι ο αναμάρτητος, ο καθαρός, ο δίκαιος,
που θα χωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια
εδώ που η σήψη έχει μολύνει τον αέρα,
πού είναι ο αδιάφθορος, ο αδέκαστος,
ποιος θα μας δικάσει.

[Από τη συλλογή Αφαίμαξη, ’66-’70 (1971) – Ενότητα Ανάβαση]


[Καθίζηση]

 

Στον Γιώργο Αράγη

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.

Ήταν που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος
απ’ την αρχή
ήταν που κλέψαν οι εργοδηγοί
και οι εργολάβοι
που βάλανε λειψό χαρμάνι
οι αχρείοι

ήρθε από πάνω και η βροχή
κι ανοίξανε τα ουράνια
και κάθισε
και βούλιαξε
και γέμισε ρωγμές βαθιές
ωσάν πληγές
κι ωσάν κραυγή διαμαρτυρίας προς τα άστρα.

Αυτός ο δρόμος έπαθε καθίζηση.
Σαν τη ζωή μου.

[Από τη συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση (χειρόγραφα, 1994) – Ενότητα Ερήμωση (1989-1993)]

Αναδημοσίευση από:https://www.bibliotheque.gr/article/72957

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου