΄Eρχεται συχνα ο πατερας τον τελευταίο καιρό.
Έρχεται και μιλάμε, λες και ήρθε η ώρα να πούμε όσα δεν είπαμε όταν έπρεπε.
Γιατί τώρα; θέλω να τον ρωτήσω.
Δεν το κάνω, όμως. Γιατί κατά βάθος
ξέρω. Παίρνει την ήσυχη εκδίκησή του.
«Θα πεθάνεις μόνος» του έλεγα στα δεκαπέντε μου, τότε που ένιωθα ανίκητος κι εκτόξευα το θράσος μου προς πάσα κατεύθυνση.
Τότε πίστευα πως ο πατέρας είχε ταλέντο να διώχνει τους ανθρώπους από δίπλα του. Δεν είχε φίλους˙ γύρω του έβλεπε μόνο δυνητικούς εχθρούς.
Δεν ήξερα τίποτε γι’ αυτόν.
Νόμιζα πως τα ξέρω όλα.
Έρχεται ο πατέρας και κάθεται στο τραπέζι μου.
Χαϊδεύει με την παλάμη τη φρεσκοτριμμένη επιφάνειά του.
«Να το περάσεις ένα λούστρο» μου λέει. «Θα το προστατέψει».
Και το λέει με αληθινή έγνοια. Τότε δεν ήξερα.
Τώρα ξέρω κάτι παραπάνω. Δεν το λέει για το τραπέζι.
Θέλει να με αγγίξει, αλλά δεν ξέρει πώς. Ποτέ δεν ήξερε. Η σωματική επαφή τον δυσκόλευε. Ακόμα κι εμάς μας χαιρετούσε διά χειραψίας.
Μικρές αναπηρίες που περνούν απαρατήρητες από το ανυποψίαστο
μάτι και μένουν αμετάφραστες για τον
υποψιασμένο τρίτο. Τώρα, με τα λίγα που ξέρω παραπάνω, όλα βγάζουν νόημα.
Μόνο που είναι αργά.
Πολύ αργά για να τον αγκαλιάσω, πολύ αργά για να μοιραστούμε όσα ξέρω.
«Δεν παθαίνει τίποτα, μη φοβάσαι» του λέω,
και χαϊδεύω το ξύλο με το χέρι, αγγίζονταs ταχα το δικό του.
Ούτε εγώ μιλάω για το τραπέζι.
Ούτε κι εγώ την έχω εύκολη την επαφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου