Ι
«αν τσάκισε και έπεσε το δέντρο στην αυλή
φταίνε προπάντων τα πουλιά
που κατοικούσαν στα κλαδιά του»
Νίκος Αργυρόπουλος
Που κελαηδούσανε προπάντων
λίγα χρονάκια ξενοιασιάς
που τους χαρίστηκαν.
Έπεφταν χιόνια τα δεινά
πουλάκια
την κελάηδησαν τέτοια καλοκαιρία.
Και η προφητεία του γέροντα Παΐσιου θα ‘ρθει μεγάλη πείνα
θα λείψει το σιτάρι
φάνταζε τόσο αλλόκοτη
όσο ότι θα πάρουμε την Πόλη.
Αλλοίμονο ο παππούλης στο κελί του δεν ελάθεψε.
Θα φάμε πάλι πικραλίδες κι άγριο μέλι
θα χτίσουμε τα σπίτια μας με πλίθρες
θα ζεσταθούμε με τα χνώτα μας;
Μα προπαντός
την Ποίηση
ξανά θα χρειαστούμε.
Και δέντρο νέο στην αυλή μας θα φυτρώσει .
ΙΙ
Χειροτεχνούσε εικόνες.
Μέχρι το πλοίο, Ευδοκία, Ηνίοχος.
Κατά τα άλλα
ξεγεννούσε τις φοράδες
έχτιζε πέτρες
έσκαβε τη γη.
Τον βρήκαμε σ’ ένα μοιράδι γης σε αντίσκηνο
στη μέση του χειμώνα με νεογέννητο παιδί.
Το υποστατικό του αντίκρυ αποκαΐδια.
Έβλεπε ακόμη τη φωτιά
-το ίδιο μίσος το αναίτιο
που έκανε μπρος στα μάτια της στο Πέραμα
και της Ευδοκίας το όνειρο
κομμάτια.
Θα μείνουμε. Θα παλέψουμε. Δε θα ξεριζωθούμε.
Το κλάμα του μωρού μέσα απ’ το αντίσκηνο
συνόδευε το θυμωμένο πείσμα του.
Ο ποιητής Αλέξης Δαμιανός κάτι ήξερε
‘κείνο το βράδυ του Φλεβάρη λόγια πολλά δεν είπε
μονάχα τρία ρήματα.
Θα μείνουμε
θα παλέψουμε
δε θα ξεριζωθούμε.
Με τα χρόνια δεν ακούω πια σιγόντο
το κλάμα ενός μωρού
μέσα απ’ της νύχτας τα σπάργανα
μονάχα το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας.
Ποιητών και Αγίων Πάντων, 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου