1
Μαύρη ’ναι η νύχτα·
λευκό το χιόνι.
Λυσσάει ο άνεμος , λυσσάει: πάει
να σε σωριάσει
χάμω ― σαρώνει
απ’ άκρη σ’ άκρη την Θεία Πλάση!
Λυσσάει, σηκώνει
ψηλά το αφράτο
χιόνι: από κάτω πάγος σκληρός
και γλιστερός.
Πάτα γερά!
Πρόσεχε! Έπεσε! Τον φουκαρά!
Από σπίτι σε σπίτι απλωμένο,
το πανό γερά δεμένο:
«Όλη η εξουσία στην Συντακτική!»
Από κάτω, μια γριά
κοιτάει, δεν ξέρει τι σημαίνει
αυτό το πράγμα ― μοιρολογεί:
Πάει χαμένο τόσο πανί!
Τόσο πανί για ένα πανό!
Έναν σωρό
ποδοφάσκια θα ’χα βγάλει για τα δύστυχα παιδιά.
Τριγυρίζουνε ξυπόλητα, γυμνά…
Σαν την πουλάδα η γριά
πιλαλάει μες στον χιονιά
― Βόηθα, Παρθένα μου! Οι Μπολσεβίκοι
θα μας σφάξουν σαν τα ζ’α!
Δαγκώνει ο άνεμος! Δεν πάει πίσω
η παγωνιά! Για δες εκεί
στην διασταύρωση τον μπουρζουά:
βαθιά χωμένη η μύτη στον γιακά.
Ποιος να ’ναι; Η κόμη του λυτή
στους ώμους και μονολογεί:
― Αληταρία!
―Πάει η Ρωσία!
Κάνας συγγραφέας θα ’ναι –
απ’ αυτούς που όλο μιλάνε και μιλάνε…
Μελανοσχήμων ίσκιος προβαίνει
μέσα στο χιόνι ― πάει μουλωχτά…
Δύσκολες μέρες· ψωμί δεν βγαίνει,
ε, σύντροφε παπά;
Θυμάσαι τότε που τριγυρνούσες καμαρωτός:
μπροστά σαν τούμπανο η κοιλιά,
κι άστραφτε πάνω της σταυρός
να λάβει φώτιση ο λαός;
Να μια δεσποινίς με Αστραχάν
και γυρίζει, λέει στην συνοδό της:
― Κλαίγαμε, κλαίγαμε…
Και ξαφνικά γλιστράει ― Αμάν!
Πάρ’ την κάτω σαν σακί!
Πω, πω! Τι τούμπα ήταν αυτή!
Δώστε ένα χέρι να σηκωθεί!
Ο άνεμος παλαβώνει.
Μια χαϊδεύει μια δαγκώνει.
Σηκώνει φούστες και παλτά
θερίζει τους διαβάτες σαν σπαρτά.
Πιάνει, σκίζει, κουρελιάζει
το τεράστιο πανό
«Όλη η εξουσία στην Συντακτική!»
Σκορπίζουν τα λόγια από δω κι από κει.
…Είχαμε κι εμείς «συντακτική»…
…σ’ αυτό το κτήριο, εκεί…
…τα συζητήσαμε –
τα συμφωνήσαμε:
Δέκα την ώρα – διανυχτέρευση ’κοσ’πέντε …
…ντάγκα -ντάγκα…
…και βουρ στο κρεβάτι με τον μάγκα…
Αργά το βράδυ.
Άδειος ο δρόμος.
Ένας αλήτης βαδίζει
βαριά, σκυφτά,
ο άνεμος σφυρίζει…
Ψιτ, ομορφούλα!
Είσαι για ένα
φιλί στη ζούλα;
Ψωμί!
Πού πάμε!
Προχώρα!
Μαύρος, μαύρος ουρανός.
Θυμός, θυμός σκοτεινός
βράζει βαθιά
στο στήθος: στυγνός, ιερός…
Σύντροφε! Τα
μάτια σου πάντα ανοιχτά!
2
Λυσσάει ο άνεμος, φτεροκοπάει το χιόνι σαν τρελό.
Δώδεκα αυτοί και προχωρούν μέσα στον χαλασμό.
Χιαστί των τουφεκιών μαύρα λουριά
κι όλα γύρω φωτιά…
Τσιγάρο βαρύ στα χείλια οι παίδες·
τους λείπουνε μόνο οι χειροπέδες!
Λευτεριά, λευτεριά,
διάολε, χωρίς Θεό!
Μπαμ, μπαμ, μπαμ!
Τι ψοφόκρυο είναι, σύντροφοι, αυτό!
― Αλλά ο Βάνια και η Κάτια στην ταβέρνα είναι ωραία…
― Στην καλτσοδέτα, του Κερένσκι το πληθωριστικό!
― Τα κονόμησε ο Βάνια τελευταία…
―Ήταν δικός μας, αλλά πήγε στον στρατό!
― Κάθαρμα, Βάνια, μπουρζουά· έλα αποδώ
αν σου βαστάει να δεις φιλιά!
Λευτεριά, λευτεριά,
διάολε, χωρίς Θεό!
Την κάνει η Κάτια στον Βάνια την δουλειά
― κανονικά!
Μπαμ, μπαμ, μπαμ!
Όλα γύρω φωτιά…
Στον ώμο τα τουφέκια κρεμασμένα…
Προχωρείτε, επαναστάτες – πάντα εμπρός!
Δεν κοιμάται ποτέ ο εχθρός!
Σύντροφε, βάρα στο ψαχνό
την Αγία Ρωσία ―
την χωραφού,
του καλυβού,
την κωλαρού!
Διάολε, χωρίς Θεό!
3
Καμαρωτοί οι λεβέντες μας πήγαν να πολεμήσουν
στον Κόκκινο Στρατό―
στον Κόκκινο Στρατό―
για την τιμή της εργατιάς το αίμα τους να χύσουν!
Πικρός ο κόρφος σου ζωή,
τ’ αχείλι σου γλυκό!
Έχω μια χλαίνη κουρελιασμένη
κι ένα τουφέκι αυστριακό!
Τρομάζει, τρέχει, σκούζει ο μπουρζουάς.
Τον κόσμο θα τον κάψουμε
στο αίμα θα τον βάψουμε ―
Κύριε, ελέησον ημάς!
4
Το χιόνι στροβιλίζεται, ουρλιάζει ο αμαξάς,
ο Βάνια και η Κάτια προελαύνουν ―
μπροστά φανάρια ηλεκτρικά…
Φευγάτε, ρε, μην σας
πατήσει! Χα, χα, χα!
Χλαίνη στρατιωτική,
βλακοφυσιογνωμία ―
στρίβει, στρίβει το μουστάκι με μανία
το κατσαροτσιγκελώνει
και μπλαμπλά, μπλαμπλά, μπλαμπλά…
Γεια σου Βάνια μπρατσαρά!
Γεια σου Βάνια φαφλατά!
Την χαζή Κάτια χουφτώνει
και μπλαμπλά, μπλαμπλά, μπλαμπλά…
Τον κοιτάζει τάχατές μου ντροπαλά:
δυο σειρές μαργαριτάρια τα δοντάκια. Αχ, εσύ,
Κάτια μου, γλυκιά μου Κάτια·
αχ, αφράτο μου κουκλί…
5
Στον λαιμό σου, η μαχαιριά,
Κάτια μου, έχει γίνει ουλή.
Όμως κάτω απ’ το βυζί
είναι φρέσκια, αιμορραγεί!
Ε, ρε, γλέντια και χοροί!
Παναγιά μου, ένα παιδί!
Με δαντελωτά βρακιά
έκανες την τσάρκα σου –
και οι αξιωματικοί
γλένταγαν την σάρκα σου.
Που ’ναι τώρα τα βρακιά σου
και τα καβαλήματά σου;
Θυμάσαι κείνον τον γαλονά –
του ’χωσες την μαχαιριά…
Θυμήσου, Κάτια μου· θυμήσου τα όλα!
Τι έγινε – τα ξέχασες, μωρή παλιοκαριόλα;
Θα τα θυμηθείς, ωστόσο,
όλα, όταν σε κουτουπώσω!
Μου φορούσες γκρι μποτάκια,
έτρωγες σοκολατάκια
και δεν έπαιρνες κανέναν, αν δεν ήταν βαθμοφόρος ευγενής.
Τώρα γύρισε η τύχη κι έπεσες στους σκαπανείς.
Γλέντα, Κάτια· η αμαρτία
σώζει – είναι ευλογία!
6
…Να τους πάλι ― καλπάζουν, σαρώνουν το χιόνι·
μουγκρίζει, ουρλιάζει, ο αμαξάς, μαστιγώνει…
Αλτ! Απάνω τους Αντριούχα!
Χύνεται μπροστά ο Πετριούχα!
Μπαμ, μπαμ! Σύννεφο το χιόνι:
στ’ ουρανού κατά τα μέρη
άσπρη, παγωμένη σκόνη!…
Κόβει λάσπη ο αμαξάς ― με τον Βάνια… Τι κοιτάς;
Όπλισε και ξαναρίξε! Θα μας φύγει ο κερατάς!
Μπαμ, μπαμ, μπαμ! Παρ’ τα, κορτάκια,
………………………………………………..
για να μην ξανακολλήσεις σ’ αλλονών τα γκομενάκια!
Ξέφυγες, παλιοκαθίκι! Δεν τελειώσαμε εδώ!
Είσαι τελειωμένος, λέρα! Κάπου θα σε βαναβρώ!
Μα η Κάτια… Πού είναι η Κάτια; Είναι νεκρή!
Με μια σφαίρα στο κεφάλι, αιμορραγεί!
Είσαι καλά, Κάτια μου τώρα; Είσαι ικανοποιημένη;
Δεν μου κελαηδάς, ε; Μείνε τώρα, κούκλα μου εκεί,
σαν κουρούνα παγωμένη!
Προχωρείτε, επαναστάτες – πάντα εμπρός!
Δεν κοιμάται ποτέ ο εχθρός!
7
Ξαναπιάνουν οι δώδεκα το
ρωμαλέο ρυθμό
της πορείας τους. Μόνο ο φτωχός
δολοφόνος βαδίζει βουβός, σκυθρωπός, σκοτεινός…
Προχωρά νευρικά, σαν να θέλει να φύγει·
στον λαιμό το μαντίλι τον πνίγει·
το τραβάει να το λύσει –
θέλει μα δεν μπορεί να λησμονήσει…
― Τι έγινε, ρε σύντροφε· πού πας;
― Ρε, φιλαράκο, γιατί δεν μιλάς;
― Ρε Πετρούχα, λυπάσαι την Κάτια; Ντροπή!
―Ψηλά το κεφάλι, ρε συ!
― Αχ, αδέρφια, σύντροφοί μου,
το αγαπούσα το κορίτσι – ήταν δική μου…
Πόσα βράδια σκοτεινά στην αγκαλιά της,
μέθυσα με τα φιλιά της…
― Για μια λάμψη ειρωνική
στο φλογερό της βλέμμα·
για ένα σημάδι πορφυρό
στον ώμο της τον δεξιό,
της πήρα ο άθλιος την ζωή,
την έπνιξα, ο τρελός, στο αίμα!
― Άσε τα κλαψουρίσματα, ρε Πέτια! Είσαι καμιά
Λιπόψυχη, πορδόλυσσα, γριά;
Χάζεψες, ρε ζωντόβολο; Λυπήσου την ψυχή σου!
Σταμάτα να την σκέφτεσαι – ξύπνα! Έλεος πια!
― Θάρρος, μωρέ: στήθος μπροστά, μέσα η κοιλιά σου!
― Δείξε το ανάστημά σου!
― Δεν μας παίρνει
να νταντεύουμε κανένα, τέτοιαν ώρα!
Μας κολλάει, μας μποδάει, μας βαραίνει,
σύντροφε – κατάλαβέ το, πάρε ανάσα και προχώρα!
Ο Πετρούχα κοντοστέκεται κι αρχίζει
να βαδίζει με ρυθμό κανονικό…
Το κεφάλι ψηλά, το ηθικό
ακμαιότατο… Βρήκε το κέφι του πάλι…
Βρε, άντε από κει!
Δεν είναι ντροπή να γλεντάς την ζωή!
Κλείστε δώμα και κατώγι·
έρχονται οι πλιατσικολόγοι!
Ντου στου κελαριού το έμπα –
να το τσούξει και η πλέμπα!
8
Μαύρη μαυρίλα!
Βαριεστιμάρα, πικροπικρίλα
και θανατίλα!
Έχω ένα κάρο χρόνο
να σκοτώσω· τον σκοτώνω…
Έχω κούτρα και την ξύνω
και την ξύνω και την ξύνω…
Βρίσκω και κάνα σποράκι,
το μασάω και το φτύνω…
Έχω κι ένα σουγιαδάκι,
το ανοίγω και στην δίνω!
Πίσω, μπουρζουά, ζουλάπι!
Τρέχα, το αίμα θα σου πιω
για την όμορφή μου αγάπη
με το κορακόφρυδο…
Ανάπαυσον ο Θεός τον δούλον σου εν…
Βαριεστιμάρα!
9
Ο θόρυβος της πόλεως εξέλειπε. Σιωπή
ύπερθεν του ακρόπυργου της Νιέβσκη εξηπλούτο.
Σπάσαν οι μπάτσοι, από νωρίς· «εξέλειπε» το κνούτο –
γλεντήστε τώρα, μάγκες μου, δίχως γουλιά κρασί!
Στο σταυροδρόμι ο μπουρζουάς: χωμένη στον γιακά
η μύτη του· κι ένα σκυλί τρισάθλιο, φαγωμένο
από τους ψύλλους, κάθεται δίπλα του παγωμένο,
με την ουρά στα σκέλια και γρυλίζει σιγανά.
Σαν το σκυλί ο μπουρζουάς, ψωριάρης, πεινασμένος,
στέκεται εκεί: ένα βουβό ερωτηματικό.
Και δίπλα ο κόσμος ο παλιός, γρυλίζει, κουρνιασμένος,
με την ουρά στα σκέλια μπας και βρει παρηγοριά.
10
Παίρνει πάλι να φυσάει
ο χιονιάς – λυσσάει, λυσσάει!
Ούτε την μύτη τους δεν βλέπουν – πόσο μάλλον
ο ένας τον άλλον!
Στροβιλίζεται το χιόνι: ένα χωνί
και στο κέντρο του προβάλει μια μορφή σατανική…
― Τι χαλασμός! Λυπήσου μας ο έντοις ουρανοίς!
― Κατούρα
μας, ρε Πέτια! Δεν πρόκειται να δεις
καλό απ’ τον σταυρό κι από την αγιαστούρα!
Είσαι χαζός; Σκέψου τι λες και συγκεντρώσου –
βάλε κάτω το νιονιό σου!
― Έβαψες τα χέρια σου με αίμα,
για την Κάτια: για ένα ψέμα;
― Εμπρός, με βήμα στιβαρό, επαναστατικό!
Μην υποτιμάτε ποτέ τον εχθρό!
Εμπρός, πάντα εμπρός, σταθερά,
τιμημένη εργατιά!
11
…και προχωρούν, χωρίς Θεό
κι αγίους. Προχωρούν:
δώδεκα – κι όλα τα ζητούν,
τίποτα δεν συγχωρούν…
Έχουν ατσάλι πυρωμένο
για τον αόρατο εχθρό…
που κρύβεται μες στα σκοτάδια
σε κάθε έρημο στενό…
Αχόρταγο ζητάει το χιόνι
τις μπότες τους να καταπιεί…
Κόκκινη σαν την σημαία
ανεμίζει η ματιά τους.
Βροντούν, μουγκρίζουν
τα βήματά τους.
Οι εχθροί! Προσέξτε!
Οπλίστε! Να τους!
Και το χιόνι που τους ζώνει
μέρα-νύχτα
τους τυφλώνει!…
Εμπρός, πάντα εμπρός, σταθερά,
τιμημένη εργατιά!
12
…Προχωρούν μαχητικά…
― Ποιος είναι εκεί; Έβγα μπροστά!
Σιωπή – μονάχα ο άνεμος χτυπά
την κόκκινη σημαία με μανία…
Μπροστά τους ένα ψήλωμα από χιόνι.
― Βγες, αλλιώς δεν σε γλυτώνει τίποτα! Ξανά σιωπή!
Και προβάλει πεινασμένο, σέρνοντας, ξεπαγιασμένο,
ένα ψωραλέο σκυλί…
Ξου, κοπρίτη! Αλλιώς σε σφάζω
με την ξιφολόγχη! Χάσου
κόσμε παλιέ, αλλιώς σε βάζω
κάτω και τρώω τα σωθικά σου!
…δείχνει τα δόντια του, γρυλίζει – σαν λύκος πεινασμένος –
η ουρά στα σκέλια – δεν σαλεύει –
Ένας σκύλος δίχως σπίτι – ένας σκύλος παγωμένος…
— Μίλα, ρε, ποιος είναι εκεί;
— Ποιος ανεμίζει εκεί την κόκκινη σημαία;
― Τι μαυρίλα είναι, ρε σύντροφοι, αυτή!
― Ποιος πηγαίνει τοίχο-τοίχο, σαν σκιά;
Γιατί βιάζεσαι; Ωραία·
θα σου δείξω εγώ… ― Ρε συ, όσο είσαι ζωντανός,
έβγα έξω μην σε βγάλω πεθαμένο!
Ρε τι πράγμα είναι αυτός!
Ε, δεν θα σε περιμένω…
Μπαμ, μπαμ, μπαμ! Η τουφεκιά
πόρτα-πόρτα αντιλαλεί… Ύστερα όλα σιωπηλά…
Μόνο η θύελλα λυσσάει γύρω τους ― και ξαφνικά…
ναι – γελάει, γελάει, γελάει, στου χιονιού την ερημιά…
Μπαμ, μπαμ, μπαμ!
Μπαμ, μπαμ, μπαμ!
…Προχωρούν μαχητικά –
Πίσω ο σκύλος πεινασμένος και μπροστά
―με την κόκκινη σημαία αιματωμένη―
άγγιχτη από τις σφαίρες και τον άγριο χιονιά,
―μ’ ένα μαργαριταρένιο
πέπλο άσπιλου χιονιού
και λευκά ρόδα στεμμένη―
μ’ αλαφρό πόδι προβαίνει
η μορφή του Ι’σού Χριστού.
[Πετρούπολη 1918]
Александр Александрович Блок (1880-1921)
[ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ]
https://www.bibliotheque.gr/article/78152
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου