Έχεις σκύψει το κεφάλι και με βλέπεις˙
το φόρεμά σου λευκό,
και το στήθος σου προβάλλει από τη δαντέλα
που ‘χει πέσει στον αριστερό σου ώμο.
Το φως με ξεπερνά˙ τρεμίζει
κι αγγίζει τα γυμνά σου μπράτσα
Σε ξαναβλέπω. Είχες
λέξεις κλειστές και γρήγορες
που ελαφρύναν την καρδιά
από το βάρος της ζωής
γεμάτης χρώμα και ήχο.
Βαθύς ο δρόμος
όπου κάποιες νύχτες του Μάρτη
ο άνεμος κατέβαινε
και μας ξυπνούσε άγνωστους
όπως την πρώτη φορά.
Πηγή: Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, Κι αμέσως βραδιάζει, Μετάφραση, εισαγωγή, επιμέλεια: Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα: Πατάκης, σ. 42.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου