Μετά ξυπνάς
Πέμπτη 30 Ιουνίου 2022
Ντέμης Κωνσταντινίδης-Τρία ποιήματα
Χρίστος Λάσκαρης-Τα παράθυρα
Τα παράθυρα πάντα με τραβούν,
μα είναι το σπίτι χαμηλό, δεν έχει θέα
κοιτάζω και μελαγχολώ
κι' απογοητευμένος
στο βάθος οπισθοχωρώ
και κάπου κάθουμαι σα γέρος.
Κι΄ όταν στο ονειροπόλημα βρεθώ
ξεγελασμένος
πάλι προς τα παράθυρα πηγαίνω.
Μα είναι το σπίτι χαμηλό
σχεδόν
μέσα στη γη χωμένο.
Τάσος Λειβαδίτης-Καβάφης
σα θόλοι ναού, ηδονές. Κι άγνωστες, πέρ’ από κάθε πρόσχημα,
τραχιές, σα νίκες, αμαρτίες.
Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος κι ώριμος
κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του
ποίημα.
Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα 1958-1964, ΠΟΙΗΣΗ [ΤΟΜΟΣ 1] Κέδρος
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης-Το Θεοπόντι (1925)
Τρία ἡμερόνυχτα σχεδὸν ἔβρεχεν. Εἶχε βρέξει ὅλον τὸν Ὀκτώβριον καὶ τὸν Νοέμβριον, καὶ μέρος τοῦ Δεκεμβρίου. Τὸν Ἰανουάριον εἶχον ἁγιασθῆ τὰ νερά, κ᾿ εἶχον «φωτισθῆ νοτιές», ἐξηκολούθησεν ὅμως αὐτὸς ὁ καιρός, ὑγρὸς καὶ ἄστατος ἐπὶ μῆνας. Μόλις εἶχε πνεύσει 〈βορρᾶς〉, δύο ἡμέρας, κ᾿ εἶχε πέσει ὀλίγον χιόνι στὰ βουνά. Τέλος τὸν Ἀπρίλιον ἀκόμη ἔβρεχεν, ἔβρεχε. Τὸ… ποὺ εἶναι στὴν ἀθλίαν γειτονιάν μας, ὁ ρ〈υπαρὸς〉 χείμαρρος, ἡ στενὴ καταβόθρα τοῦ χωριοῦ, ὅπου κατασταλάζουν ὅλες οἱ μοῦργες τῶν ἐλαιοτριβείων, κι ὅλα τὰ νερὰ τῶν οἰκιῶν, κι ὅλα τὰ καθάρματα τῶν 〈ποτοκίων〉*, εἶχε πλημμυρήσει δέκα φορὲς ἤδη. Τὰ νερὰ εἶχον ἐκχειλίσει, κ᾿ εἶχον γίνει λίμνη γύρω μας, καὶ ἠπείλουν τὰ θεμέλιά μας. Τὸ κατώγι μας, ὅπως ὅλα τὰ κατώγεια, εἶχε πλημμυρήσει νερόν, κ᾿ εἴχομεν πληρώσει τρεῖς δραχμὰς εἰς τὸν Πακέτον, τὸν βαστάζον τῆς ἀγορᾶς, ὡς προσκολλημένον διαρκῶς εἰς τοῦ Ζιμπλοῦ τὸ μαγαζί, τὸ ἀντικρινό μας, διὰ νὰ τὸ ἀδειάσῃ. Μάταιος κόπος καὶ δαπάνη. Ἀποβραδὺς τὸ ἄδειαζεν ὡς ἔγγιστα, ἕως τὸ πρωὶ ἐγέμιζε πάλιν τρεῖς πιθαμὲς νερόν. Τὰ καυσόξυλα ἔπλεον, δύο εὔκαιρα βαρέλια ἐκολυμβοῦσαν, τὸ πιθάρι τοῦ λαδιοῦ, ἂν καὶ δεμένον καλὰ στὸν τοῖχον καὶ σφραγισμένον καλῶς μὲ τὸ καλυμμά του, εἶχεν ἀρχίσει νὰ κλονίζεται. Θεέ μου, ἦτον φόβος καὶ τρόμος.
Ὅλην τὴν νύκτα δὲν ἠμποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Ἂν ἔκλεια πρὸς στιγμὴν τὰ ὄμματα, ἐξυπνοῦσα ἔμφοβος ἀπὸ ἀστραπὴν ἢ βροντήν, ἢ ἀπὸ σφοδρὰν ἐπίτασιν βροχῆς κι ἀνέμου. Ἀκόμη καὶ σεισμοὺς εἶχε κάμει. Ὡς φοβερὰ ἡ ὀργή σου, Κύριε! Φαντασθῆτε, ἂν ἐτρόμαζον κ᾿ ἐδειλιοῦσαν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς σεισμούς, εἰς ποῖον ὕπαιθρον θαλάσσης καὶ ἀβύσσου θὰ κατέφευγον ἀπὸ τὸν φόβον μὴ καταρρεύσουν τὰ σπίτια καὶ τοὺς πλακώσουν. Ὤ, ἁμαρτωλοί, ποῦ φύγωμεν;
Ἔλεγα μέσα μου τὰς δύο Παρακλήσεις, τὴν μεγάλην καὶ τὴν μικράν. Συνήθως ἅμα ἔφθανα εἰς τὸ «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν» παρετήρησα ὅτι ἐκόπαζε πρὸς καιρὸν ἡ βροχή, καὶ τότε ἦτο μία ἄνεσις, ἂν καὶ μετ᾿ ὀλίγον ἐξανάρχιζε πάλιν ραγδαία.
Εἰς ἓν τοιοῦτον διάλειμμα μεταξὺ τῆς Παρακλήσεως τῆς ἀυπνίας, κ᾿ ἐπάνω στὸ λαγοκοίμημα, ἐκεῖ ὁποὺ ἤρχετο τὸ πλάνον ὄνειρον νὰ μὲ θέλξῃ, διὰ νὰ μὲ παραδώσῃ εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ ὕπνου, ἀκούω, μεταξὺ τῆς βροχῆς καὶ τοῦ ἀνέμου, φωνὴν τραγουδιστοῦ εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ὤ, χαρὰ στὴν γενναιότητα τοῦ ἀνθρώπου! Μέσα εἰς τοιοῦτον κατακλυσμόν, νὰ ἔχῃ τὸ θάρρος νὰ ἐξέρχεται εἰς τὸν δρόμον νὰ κωμάζῃ! Αὐτὸ ἦτον ἓν εἶδος ἡρωισμοῦ. Ἀκουσίως ἐγέλασα, ἔλαβα θάρρος καὶ εἶπα:
― Δὲν θὰ μᾶς χαλάσ᾿ ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ Καλούμπας ἔχει κουράγιο, μὲ τέτοιον καιρόν, νὰ βγαίνῃ πατινάδα στὸν δρόμον.
Ὁ ἄνθρωπος ἦτον ναυπηγὸς τὸ ἐπάγγελμα, καὶ κατήγετο ἀπὸ τριῶν γενεῶν ἐξ οἰκογενείας συνισταμένης ἀπὸ ναυπηγοὺς καὶ καλαφάτας. Εἶχε χάσει τὸ μισὸ κεφάλι του, εἰς ἓν βορεινὸν χωρίον τῆς Εὐβοίας, ὅπου ἐδούλευε πρὸ χρόνων εἰς τὸν ταρσανάν, κάτω στὸν αἰγιαλόν. Ἐκεῖ μίαν Κυριακὴν εἶχε πιεῖ παραπολύ, καὶ καθὼς ἐμαζώχθη τὰ μεσάνυχτα στὸν μικρὸν σοφὰν* τοῦ ταρσανᾶ, ὅπου εἷς σύντροφός του ὀλιγώτερον μεθυσμένος εἶχε κατορθώσει νὰ τὸν μαζώξῃ, εἶχεν ἀνάψει φωτιὰν εἰς τὴν ἑστίαν, ἦτο δὲ χειμών. Ὁ Καλούμπας, μὴ δυνάμενος νὰ ἐκδυθῇ, ἢ νὰ στρώσῃ, καὶ νὰ πλαγιάσῃ, ἀπεκοιμήθη ὅπου εὑρέθη, καθιστὸς, δίπλα στὸ φουγοπόδαρον*, καὶ ἀκουμβῶν ἐπὶ τοῦ τοίχου. Τίς οἶδε μετὰ πόσην ὥραν, ἀφοῦ ὁ σύνοικός του εἶχεν ἀποκοιμηθῆ βαθιὰ στὸν πρῶτον ὕπνον, ἐκυλίσθη ἀριστερὰ πρὸς τὸ μέρος τῆς φωτιᾶς, ἔπεσε μέσα στὴν ἑστίαν, καὶ ἀφῆκε κραυγὴν ληρώδους φρίκης. Πλὴν φαίνεται ὅτι δὲν ἴσχυε διὰ νὰ κάμῃ κίνημα ν᾿ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸ πῦρ. Εὐτυχῶς ὁ σύντροφός του, ἢ ἀπὸ τὴν κραυγήν, ἢ ἀπὸ τὸ περίφλεγμα καὶ τὴν κνῖσαν τῶν σαρκῶν καὶ τριχῶν, ἢ πιθανώτερον ἀπὸ θείαν νεῦσιν, ἐξύπνησεν ἐγκαίρως ἀρκετά, ὥστε νὰ προφθάσῃ νὰ τὸν ἀποσύρῃ μὲ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ὁπωσοῦν ἄκαον ἀκόμη ἀπὸ τὸ πῦρ. Τοῦ ἐκένωσε κατὰ κεφαλῆς τὸ κανάτι τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκεῖ διὰ νὰ πίνουν τὴν νύκτα, καὶ σβήνουν τὸ ρευστὸν πῦρ, ὁποὺ εἶχον βάλει μέσα των οἱ δύο ἑορτάσαντες τὴν Κυριακὴν συντεχνῖται, καὶ τοῦ ἔσβησε τὰς τρίχας καὶ τὸ ποκάμισον. Ὁ Καλούμπας εἶχε νοσηλευθῆ ἐπὶ καιρόν, τίς οἶδε ποῦ. Ἄλλοι εἶπον ὅτι εἶχεν ἀποθάνει. Τέλος, μετ᾿ ὀλίγους μῆνας, ὅλοι τὸν εἶδον ἔκπληκτοι, μὲ τὸ κεφάλι δεμένον, μὲ ἓν ὄμμα καὶ μὲ τὸ ἥμισυ τοῦ λαιμοῦ ὅλον ἀποτελοῦν ἓν αὐλάκι καὶ μίαν οὐλήν, νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν νῆσον. Καὶ οἱ βλέποντες ἀκόμη δὲν ἐπίστευον τὰ μάτια των. Ἦτο πολὺ γνωστός, ὡς καταγόμενος ἀπὸ τὸν τόπον καὶ ἔχων πολλοὺς συγγενεῖς, καὶ τοιοῦτοι διάλογοι συνήπτοντο εἰς τὸν δρόμον κ᾿ εἰς τὰ κέντρα τῶν συναντήσεων:
― Εἶδες τὸν Καλούμπα;
―Ὄχι.
― Σήμερα τὸν εἶδα.
― Μὰ πῶς, δὲν ἀπέθανε;
― Σὲ χαιρετάει.
― Μὴ βρυκολάκιασε;
―Ὄχι· ἦλθε μὲ μισὸ κεφάλι.
― Πῶς γίνεται;
― Θὰ τὸν ἰδῇς.
― Νὰ ἰδῶ, καὶ νὰ μὴν πιστεύσω.
Ἦτο σχεδὸν ἔρημος στὸν κόσμον, πεντηκοντούτης. Αἱ τρεῖς ἀδελφαί του ἦσαν ὕπανδροι, καὶ ὁ μόνος ἀδελφός, νεώτερός του, εἶχεν ἀποθάνει, ἀφήσας δύο ὀρφανά. Ὁ Καλούμπας δὲν ἐπῆγεν οὔτε νὰ δώσῃ βάρος στοὺς γαμβρούς του, οὔτε τὸν ἤθελον, ἦσαν τέρατα, κατὰ τὴν ἔκφρασίν του, οὔτε στῆς νύμφης του ἐπῆγε, διότι καὶ αὐτὴ ἦτο «τέρατο». Ἐνοικίασε μίαν τρώγλην δωματίου εἰς τὸ παραθαλάσσιον, εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Ἀσημίνας τοῦ Πολίτη, κ᾿ ἐκεῖ συνήθως ὅλην τὴν νύκτα ἐτραγουδοῦσε, χωρὶς νὰ τὸν μέλῃ, ἂν ἐνοχλοῦνται ἢ ὄχι οἱ γείτονες. Ἄλλοτε ἐξήρχετο εἰς πατινάδαν ἀνὰ τὴν πόλιν. Ἀνέβαινε στὸν Ἀπάνω Μαχαλάν, ὅπου ἔπνεεν αἰσθηματικὸς ἀὴρ κάπως, ἐσταμάτα εἰς πᾶσαν γωνίαν, κ᾿ ἔλεγε μερακλίδικα τραγούδια. Ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ παράθυρα καὶ τὸν ἔβριζαν.
―Ὣς πότε θὰ γκαρίζῃς ὅλη νύχτα; Δὲν μᾶς ἄφησες νὰ κλείσουμε μάτι.
―Ἐγὼ δὲν ἐννοῶ νὰ σᾶς χαλάσω τὴν ἡσυχία, ἀπήντα εὐγενῶς ὁ Καλούμπας.
― Τράβα τώρα. Κι ἂν τρομοκοτήσῃς* νὰ ξαναρθῇς, νὰ τὸ ξέρῃς, θὰ σὲ λούσω.
― Τί περιμένει κανεὶς ἀπὸ τέτοια τέρατα! ἔφευγε ρίπτων τὸ Πάρθιον βέλος του ὁ νυκτόβιος τραγουδιστής.
Ἄλλοτε ἔκαμνε συντροφιὰν μὲ τὸν Νικολὸν τὸν Ἁγιώτην, κ᾿ ἐνίοτε μὲ τὸν Τσούλην Πατσούλην. Εἰς τὸ τέλος τῆς συναναστροφῆς ἐγίνοντο ἀπὸ δυὸ χωριὰ μὲ τὸν Νικόλαν, καὶ ὡς τελευταῖον ἀποχαιρετισμὸν τοῦ ἔκραζε:
― Σώπα, βρὲ τέρατο.
Μὲ τὸν Τσούλην Πατσούλην εἶχον βγάλει μαχαίρια μίαν φοράν. Ἐκεῖνος τοῦ εἶχε δώσει δύο γρόνθους, κι ὁ Καλούμπας τὸν ἐτραυμάτισεν ἐλαφρῶς εἰς τὸ πλευρὸν μ᾿ ἓν μαχαιρίδιον.
Ἄλλοτε, ὅταν ἐτύγχανε νὰ συναντηθῇ μὲ δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ἴδιον τραπεζάκι τοῦ καπηλείου, ἐσηκώνετο ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πότου, ἐπλησίαζε πρὸς τὸ ἀντικρινὸν τραπέζι, ἔκυπτεν εἰς τὸ οὖς τοῦ ἑνὸς ἐκ τῆς συντροφιᾶς, καὶ τοῦ ἔλεγε:
― Κοίταξε μὲ τί τέρατα ἔμπλεξα ἀπόψε!
Καὶ πάλιν ἐπανήρχετο εἰς τὴν παρέαν του.
Εἶχε συχνὰ ἐργασίαν εἰς τὸν μικρὸν ταρσανάν. Τὴν Κυριακὴν ἔπινε δι᾿ ὅλης τῆς ἡμέρας, κ᾿ ἐν τῷ μεταξὺ ἐκάπνιζε ναργιλὲ εἰς τὸ καφενεῖον. Τὴν Δευτέραν ἦτο «ἀποκαὴς»* καὶ δὲν ἐπάτει εἰς τὸ καπηλεῖον. Τὴν Τρίτην μόλις ἤρχιζε νὰ ξεζαλίζεται· τέλος, τὴν Τετάρτην ἐπέστρεφεν εἰς τὸ ναυπηγεῖον.
Ἐκείνην τὴν νύκτα τῆς κατακλυσμώδους βροχῆς, ὁ Καλούμπας δὲν εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐξέλθῃ τις εἰς τὸ παράθυρον, νὰ τὸν ἀπειλήσῃ ὅτι θὰ τὸν λούσῃ. Τὸν ἔλουε πλουσίως ὁ Θεός. Φαίνεται ὅτι εἶχε βαρεθῆ τὴν μονοτονίαν τοῦ ἐρημικοῦ δωματίου, κ᾿ ἐξῆλθε διὰ νὰ κωμάσῃ πρὸς τὴν βροχήν. Ἤκουσα καλὰ τὰς λέξεις τοῦ ᾄσματός του. Ἔλεγε γνωστὸν παλαιὸν ἦχον:
Διεκόπη ἐπ᾿ ὀλίγον. ᾘσθάνθην λύπην. Τὸ ᾆσμα μοῦ εἶχε φανῆ ὡς παρηγορία εἰς τὴν θλιβερὰν μονοτονίαν τῆς βροχῆς. Εἶτα μετὰ τρία λεπτά ―φαίνεται ὅτι εἶχε πλησιάσει μᾶλλον πρὸς τὰ ἐδῶ― ἤκουσα εὐκρινέστερον:
Φωνὴ ὑπόρρινος καὶ βραχνή, ἀλλ᾿ ὅμως περιπαθὴς καὶ ἐγκάρδιος, ἐν μέσῳ τῆς θεσπεσίας ὀρχήστρας τῆς βροχῆς, τοῦ ἀνέμου, τῆς ἀστραπῆς, τῆς βροντῆς, τῆς φοβερᾶς συναυλίας τῶν στοιχείων.
Τέλος κατ᾿ ὀλίγον ὁ ἦχος ἀπεμακρύνετο. Εἶχε τραπῆ τὸν ἐπάνω δρόμον, κ᾿ ἔβαινε νὰ παρηγορήσῃ ὅλον τὸν μαχαλὰν εἰς τὴν ἀγωνίαν καὶ τὸν φόβον τῆς πλημμύρας.
Θερινὴν νύκτα εἶχα βραδύνει ὁπωσοῦν νὰ ἐπανέλθω οἴκαδε. Εἶχα καθίσει ἐπὶ τῆς μεσημβρινῆς προκυμαίας, πρὸ τοῦ μικροῦ λιμένος, κ᾿ ἡ Σελήνη τότε ἤρχιζε νὰ ὑποφώσκῃ ὡς στιλπνὸν δρέπανον ἀπὸ τοῦ βουνοῦ. Ἦσαν περασμένα μεσάνυκτα. Καθὼς ἐτράπην τὴν ἀνατολικὴν προκυμαίαν, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ κοιμηθῶ, ἀντικρύ μου ἐπὶ ὑψηλῆς πεζούλας μικροῦ προαυλίου, εἰς τὴν βάσιν τοῦ πετρώδους λόφου, ἐφ᾿ οὗ ἦτο κτισμένη ἡ συνοικία τῶν Κοτρωνιῶν, ἓν κλεπτοφάναρον ἔλαμπεν εἰς τὸ ὕπαιθρον, καὶ φωνὴ ἠκούετο μελαγχολικῶς νὰ τραγουδῇ. Ἦτο ὁ Καλούμπας· πρὸ τῆς θύρας τοῦ κατωγείου του, ἐκχύνων τὸν πόνον του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὰ κύματα καὶ τὴν ἀνατέλλουσαν σελήνην, ἔψαλλεν:
Τὸ ᾆσμα εἶχε τῷ ὅντι κάτι ποιητικόν. Ἀνεκάλει παλαιὰς ἀναμνήσεις τῆς ἀκμῆς τοῦ ναυτικοῦ τῆς μικρᾶς νήσου, κ᾿ ἦτο ὡς ἐκ μέρους ναυβατῶν ἀποπλεόντων ἱκεσία ἀπὸ τοῦ πλοίου ἀπευθυνομένη πρὸς τὴν κόρην τὴν ὀνειρευτήν.
Εἷς γείτων, ὁ Βαγγέλης τοῦ Μορφούλη, ἐβγῆκε στὸ μπαλκόνι, κ᾿ ἔκραξε πρὸς τὸν τραγουδιστήν:
― Λούφαξε, βρὲ Γιάννη· ἄφησέ μας νὰ κοιμηθοῦμε.
Ὁ Καλούμπας ἀπήντησε:
― Σκάσε, βρὲ τέρατο!
Κ᾿ ἐξηκολούθησε τὸ ᾆσμά του.
(1925)
* Ὁ τίτλος προέρχεται ἀπὸ σημείωμα τῆς Χαρίκλειας Παπαδιαμάντη, ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ βιβλίο Φ. Α. Δημητρακόπουλου - Γ. Α. Χριστοδούλου, Φύλλα ἐσκορπισμένα, ἐκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1994, σελ. 70. Στὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Δόμου τὸ διήγημα ἔχει τίτλο [Ὁ Καλούμπας].
Γιάννης Τσίγκρας-Φορούν στ' αυτί ένα διπλό κεράσι
Alejandra Pizarnik-Στάχτες
Alexandra Pizarnik-Ξόρκια
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Κωστής Μοσκώφ-Ποιήματα
Αφροδίτη Διαμαντοπούλου-Με θέα το φεγγάρι
Έχω ένα πολύ μικρό παράθυρο
Μόνη του θέα δυο τρία γκρίζα σπίτια
Απόψε γέμισε μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι
Καρφιτσωμένο στο βελούδο του ορίζοντα
Ρίχνει παλλόμενες σκιές
Γεμίζει έρωτα τη δημοσιά
Μουσικές τον ανοιξιάτικο αγέρα
Κι εγώ το κοιτώ και το ξανακοιτώ καχύποπτα
Χρόνια τώρα έχω την εντύπωση
ότι με παρακολουθεί
Μετράει αγάπες
λάθη
ενοχές
Είναι αυτόπτης μάρτυρας.
Δικαιούται μια κάποια ετυμηγορία.
Αφροδίτη Διαμαντοπούλου
Guillermo Pilía-Οι δάσκαλοι
Δημοσθένης Μιχαλακόπουλος-Τα χέρια της (απόσπασμα)
"Έχω μια συλλογή από κούπες του καφέ. Είναι όλες διαλεγμένες με βασικό κριτήριο όχι τόσο το σχέδιο όσο τη λαβή τους. Υπάρχουν κούπες που είναι, λες, φτιαγμένες για τα δικά μου δάχτυλα, κι υπάρχουν άλλες που δεν μου είναι εύκολο να τις κρατώ, στερώντας μου κάτι από την απόλαυση του εκάστοτε ροφήματος. Είμαι λοιπόν προσεχτική σ' αυτό. Είναι και κάτι άλλο όμως. Οι πιο αγαπημένες μου είναι αυτές που μπορώ, καθώς πίνω τις τελευταίες γουλιές, να βλέπω τον εαυτό μου να καθρεφτίζεται στον πάτο τους. Παιδί ακόμα, ήμουν σίγουρη ότι κάτω από το γάλα μου κρυβόταν ένας βάτραχος. Ένα μυστηριώδες πλάσμα με τεράστια μάτια καρφωμένα επάνω μου. Μάτια που με κοιτάζουν με αγωνία κι έπειτα μ’ ευγνωμοσύνη, επειδή τα βοήθησα να ελευθερωθούν από την ασυνήθιστη φυλακή τους. Γι’ αυτό οι περισσότερες κούπες μου έχουν λευκό χρώμα και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάμετρο, ώστε να χωρούν τα μάτια του βατράχου. Ακόμα και τώρα, καθώς κοιτάζει ο ένας τον άλλον, έχουμε πολλά να πούμε οι δυο μας. Καθώς περνούν τα χρόνια φοβάμαι πως είναι περισσότερα εκείνα που του κρύβω. Πιστεύω πως εξαιτίας αυτού όλο και πιο συχνά να με κοιτάζει λυπημένα. Φτάνω στο σημείο να του ζητώ απεγνωσμένα να ελευθερώσει εκείνος εμένα κι ας ξέρω πως είναι παράλογο να περιμένω ν’ ανταποκριθεί στο αίτημά μου. Στην τελευταία μου γουλιά πάντα ίδια η κατάληξη. Ο βάτραχος πετάγεται από την κούπα και τρυπώνει σε σημεία που είναι αδύνατον να τον αναζητήσω. Είμαι βέβαιη πως με την πρώτη ευκαιρία γαντζώνεται στην πλάτη μου και παραμένει σ’ ετοιμότητα για να βουτήξει στον επόμενο καφέ μου."
"Τα χέρια της "Εκδόσεις Μετρονόμος 2021
Carl Sandburg - Το χορτάρι
Σωριάστε τα σώματα στο Άουστερλιτς και το Βατερλό.
Θάψτε τα κι αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου.
Είμαι το χορτάρι κι όλα τα σκεπάζω.
Σωριάστε τα στο Γκέτεμπουργκ,
στην Ιπρ και το Βερντέν.
Θάψτε τα κι αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου.
Δυο χρόνια, δέκα χρόνια πέρασαν
κι οι ταξιδιώτες ρωτούν ακόμα τον εισπράκτορα:
ποιος είναι αυτός ο τόπος, πού βρισκόμαστε;
Είμαι το χορτάρι, αφήστε με να κάνω τη δουλειά μου.
Carl Sandburg (Ιλινόι, 1878- 1967)
Μτφ. Κώστας Μαυρουδής
Θεόδωρος Ντόρρος-Βραδινή μοναξιά
Είναι η ώρα που ολονώνε η ζωή βαραίνει την ψυχή μου.
Στο πλαϊνό γιαπί ένας εργάτης στήθηκε
ανάμεσα σε δυο φωτάκια ολοκόκκινα.
Μόλις που βλέπει.
Και ξαναρχίζει χτυπητό το πάφλασμα της λάσπης.
Και το σκάψιμο... Να πάρει μέσα κάποιονε...
Ώρα πολύ.
Κουράστηκα, μαζί του...
Φεύγει κι αυτός μέσ' στη βροχή,
σα ν' άφησε τον κόσμο ατέλειωτο.
Δε βλέπω πια παρά το γέρο αντίκρυ,
ακίνητο στη θέση του.
Και μ' όλα του τα όνειρα,
εκεί που είναι ζει,
σαν τον όποιον άνθρωπο,
σαν όλους τους απόψε.
Καθένας τη δική του τη ζωή,
εκεί που είναι.
Κάπου. Κάπως.
Έτσι πεθαίνουν ολοένα.
Κι όλοι τους μαζί σα να μη το 'νιωσαν ποτές,
όχι μονάχα ένας,
όλοι τους μαζί...
Λες κι έφταιξα. Φουντώνω από ντροπή.
Ένα περπάτημα.
Το κάθε βήμα, εγερτήριο,
που θα τα ζωντανέψει όλα,
και μένανε θα σώσει.
Μα η συμπόνοια ξένη πάντα.
Δυνάμωσε και πέρασε αφήνοντας την πίκρα και το μίσος.
Αγριεμένα ψάχνουνε τα μάτια μου.
Ας πέρναγε τώρα ένα μοναχά ταξί.
Θα πρόφταινα να δω θαμπά στο μουσκεμένο φως του...
Μ' ακούω μακριά το βραχνασμό του,
σαν ο δικός μου ο λαιμός να σφίγγεται μέσα στο χέρι του σωφέρ.
Μαζί με τη θυσία μου και το χαμό μου.
Μέσ' στο σκοτάδι
που ξανάσβησε το δρόμο τον απόμερο της πόλης,
κανένας άλλος ζωντανός.
Ολόγυρα στους τοίχους μαυρίζουν τα παράθυρα
σαν τάφοι, σηκωμένοι, όλοι μονομιάς.
Και μέσα τρυπωμένοι σκελετοί.
Κοντά τους είναι κι η ζωή, όπως κι αλλού,
ξαφνιάζει κάποιονε, και φεύγει,
τραβηγμένη από κάποια πονηράδα μεγαλύτερη.
Ξέχασαν όλοι πια πως τη ζητάνε.
Ολομόναχος, τρομάζω, νιώθοντας όλο μου τον όγκο,
και μπρος μου, αμίλητη την ύπαρξή μου, ολόρθη.
Αυτή που είναι το κενό.
Γεμάτο φόβο.
Σα να μην έχω ζήσει παρά τότε.
Οι θύμησες μου, αλλουνού.
Μα όχι. Ποτέ δεν έτυχε να είμαι γω σε κάποιο μέρος.
Είμαι παντού με όλους, και πιο πολύ παντού.
Θα φύγω αμέσως κι από δω.
Να μη σταθώ ποτέ.
Σε ξένους ήλιους και δροσιές,
στου καθενός το στολισμένο τίποτα, καμαρωμένο,
να ξεπεράσω τη δική μου την ψευτιά.
Ούτε κι εκεί.
Στο δρόμο,
εξω,
περπατάτε.
Κοντά στο χώμα και στον ουρανό.
Πάντα πηγαίνετε. Ποτέ μη σταματάτε.
Κι εγώ ίσα γραμμή στο πλοίο το μικρό,
μονάχος με τον κίνδυνο
που όλα αυτός τα βλέπει.
Στα κύματα, με τη μεγάλη τη ζωή. Ατέλειωτα.
Κάπου κει και πιο μακριά. Δεν ξέρω.
Μακρύτερα απ' όλους σας.
Πάντα ορθός, αλύγιστος,
ριγίζοντας στον άνεμο το σκοτεινό
που θα παγώνει τα φλογισμένα μάτια μου,
τον τελευταίο πυρετό της σάρκας θα δροσίζει.
Όλο θα πηγαίνω, ίσαμε να πέσω - μια φορά.
Όχι πάντοτε, σαν όλους σας που ζείτε κάπου απόψε,
έτσι κάπως.
Λεφτερωμένος απ' τη δική σας τη ζωή.
Allen Ginsberg-Η σούτρα του ηλιοτροπίου .
Περπάτησα στις πλευρές της αποβάθρας με τις μπανάνες και τα κονσερβοκούτια κι έκατσα
κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μηχανής της Σάουθερν
Πάσιφικ να δω το ηλιοβασίλεμα
πάνω απ’ τους λόφους με τα χαμόσπιτα και να κλάψω.
Ο Τζακ Κέρουακ έκατσε δίπλα μου πάνω σ’ έναν σπασμένο σκουριασμένο πάσσαλο, σύντροφός μου,
είχαμε τις ίδιες σκέψεις της ψυχής, ταλαίπωροι και μελαγχολικοί με μάτια
θλιμμένα, ζωσμένοι απ’ τις ατσάλινες ροζιασμένες ρίζες
των δέντρων των μηχανημάτων.
Το λιγδιασμένο νερό του ποταμού καθρέφτιζε τον κόκκινο
ουρανό, ήλιος πεσμένος στις
τελευταίες κορυφές του Φρίσκο, κανένα ψάρι σ’ αυτό το ρέμα, κανένας ερημίτης
σ’ αυτά τα βουνά, μονάχα εμείς εδώ τσιμπλήδες με πονοκέφαλο από μεθύσι σαν
παλιοί αλήτες στην ακροποταμιά, κουρασμένοι και σαΐνια.
Κοίτα το Ηλιοτρόπιο, μου ‘πε, υπήρχε μια πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό, μεγάλη
σαν άνθρωπος, καθισμένη ξερή στην κορφή ενός σωρού από αρχαίο πριονίδι –
– Έτρεξα ‘κει μαγεμένος – ήταν το πρώτο μου ηλιοτρόπιο, μνήμες του Μπλέηκ –
τα οράματά μου – το Χάρλεμ
και η κόλαση των ποταμών στα Ανατολικά, γέφυρες που κλαγγάζουν Λιγδιασμένα Σάντουιτς
του Τζο, χαλασμένα παιδικά καροτσάκια, μαύρα φαγωμένα λάστιχα αυτοκινήτων
ξεχασμένα και σκασμένα, το ποίημα της ακροποταμιάς,
καπότες και καθίκια, ατσάλινα
μαχαίρια, τίποτα ανοξείδωτο, μονάχα η λασπερή βρόμα
και τα κοφτερά σαν
ξυράφι τεχνουργήματα που περνάνε στο παρελθόν –
και το γκρίζο Ηλιοτρόπιο ζυγιαζόταν κόντρα στο ηλιοβασίλεμα, τσακισμένο ταλαίπωρο και
σκονισμένο με τη λέρα και την καταχνιά και τον καπνό
των γέρικων ατμομηχανών
στο μάτι του –
στεφάνι με θολά πέταλα τσαλαπατημένο και διαλυμένο σαν στραπατσαρισμένο στέμμα,
σπόρια πεσμένα απ’ το πρόσωπό του, ξεδοντιασμένο – όπου να ‘ναι – στόμα
ηλιόλουστου αέρα, ηλιαχτίδες λησμονημένες στο μαλλιαρό του κεφάλι σαν ξεραμένος
σκληρός ιστός αράχνης,
φύλλα που προεξέχουν απ’ το κοτσάνι σαν χέρια,
χειρονομίες απ’ την όλο πριονίδι ρίζα,
σπασμένα κομμάτια σοβά πεσμένα απ’ τα μαύρα του κλωνάρια,
μια ψόφια μύγα
στο αφτί του,
Ανίερο στραπατσαρισμένο παλιόπραμα, ηλιοτρόπιό μου
Ω ψυχή μου, σ’ αγάπησα τότε!
Η λέρα δεν ήταν ανθρώπου λέρα, μα θανάτου και ανθρώπινων ατμομηχανών,
όλο τούτο το κάλυμμα της σκόνης, τούτο το πέπλο
σκοτεινιασμένου σιδηροδρομικού
δέρματος, η καπνιά στα μάγουλα, τούτο το βλέφαρο μαύρου μαρτυρίου, τούτο
το καπνισμένο χέρι ή φαλλός ή τεχνητό εξόγκωμα χειρότερο
κι απ’ τη βρόμα –
βιομηχανικό – μοντέρνο – όλος τούτος ο πολιτισμός που λερώνει το τρελό χρυσό σου στέμμα –
κι εκείνες οι θολές σκέψεις του θανάτου και τα σκονισμένα μάτια χωρίς αγάπη και
τ’ απομεινάρια και οι μαραμένες ρίζες κάτω στον σπιτικό σωρό της άμμου και στο πριονίδι,
τα δολάρια του πληθωρισμού, το πετσί της μηχανής, τα κότσια και τα σωθικά του αυτοκινήτου
που κλαίει και βήχει, τα άδεια έρημα κονσερβοκούτια με τις σκουριασμένες τους γλώσσες στερημένες, τι άλλο
να κατονομάσω, τις καπνισμένες
στάχτες κάποιου πούρου της ψωλής, τα μουνιά στα καροτσάκια, και τα
γαλακτερά στήθια των αυτοκινήτων, φθαρμένοι κώλοι
καρεκλών και σφιγκτήρες
των δυναμό –
όλα πλεγμένα μες στις μουμιοποιημένες σου ρίζες – κι εσύ
στέκεσαι εκεί εμπρός μου στο
ηλιοβασίλεμα, κι όλη σου η δόξα στη μορφή σου!
Υπέροχη ομορφιά του ηλιοτροπίου! Τέλεια και εξαίρετη
αγαπημένη ύπαρξη του
ηλιοτροπίου! Ένα γλυκό φυσικό μάτι στο νέο φευγάτο φεγγάρι, που σηκώθηκε ζωντανό
και συνεπαρμένο αρπάζοντάς με στη σκιά του σούρουπου,
τη μηνιαία
χρυσή αύρα της ανατολής!
Πόσες μύγες βούιζαν γύρω σου, χωρίς να φταίνε ‘κείνες που ‘σαι ‘συ
μες στη βρόμα, ενώ
καταριόσουν τους ουρανούς του σιδηροδρόμου και την λουλουδένια ψυχή σου;
Φτωχό νεκρό λουλούδι είσαι; πότε λησμόνησες πως λουλούδι ήσουν; πότε κοίταξες
το πετσί σου κι αποφάσισες πως ήσουν μια ανίκανη βρόμικη
παλιά ατμομηχανή;
το φάντασμα της ατμομηχανής; το φάσμα και η σκιά
μιας άλλοτε τρελής ισχυρής
Αμερικάνικης ατμομηχανής;
Δεν ήσουν ποτέ ατμομηχανή Ηλιοτρόπιο, ήσουν ένα ηλιοτρόπιο!
Μην ξεχνάς τα λόγια μου! Κι εσύ Ατμομηχανή, ήσουνα μια ατμομηχανή!
Κι έτσι άρπαξα τον χοντρό σκελετό του ηλιοτροπίου
και τον κράτησα σφιχτά στο πλευρό μου
σαν σκήπτρο, και δίνω το κήρυγμά μου στην ψυχή μου, και στην ψυχή του Τζακ,
και σ’ όποιου άλλου που θα ακούσει, την ψυχή.
.
– Δεν είμαστε το πετσί μας το βρόμικο, δεν είμαστε η φοβερή ανεμοδαρμένη σκονισμένη
αφάνταστη ατμομηχανή μας, είμαστε όλοι όμορφα
χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας,
ευλογημένα απ’ την ίδια μας τη σπορά και χρυσά μαλλιαρά
γυμνά κατορθωμένα σώματα
που γίνονται τρελά μαύρα κανονικά
ηλιοτρόπια το ηλιοβασίλεμα, που τα
κρυφοκοιτάμε κάτω απ’ τον ίσκιο της τρελής ατμομηχανής
της ακροποταμιάς στο ηλιοβασίλεμα του Φρίσκο με τους λόφους
και τα κονσερβοκούτια, το βράδυ της ρέμβης και της φαντασίας.
Άλεν Γκίνσμπεργκ (μτφ. Γιάννης Λειβαδάς)
Νάσος Δετζώρτζης-Τρία Ποιήματα
ΗΜΙΤΟΝΙΟ Α΄ [απόσπασμα]
Θα ήθελα να Σε φιλήσω στα μάτια.
Θα ήθελα να Σε σηκώσω στα χέρια μου σαν απίστευτο θάμα.
Θα ήθελα να Σε κλείσω στο στέρνο μου, σαν εκείνον που είχε φτάσει
στο σύνορο και τον πνίγει η λαχτάρα για ό,τι τον έσωσε.
Μου γνώρισες πάλι το σούρουπο και το στερέωμα,
μου χάρισες πάλι τον έρωτα, – και τον εαυτό μου.
ΤΑ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΛΗΘΗΣ
Θυμόμουν χτες τα ποιήματά σου
και τα αναζήτησα.
Θυμόμουν μάλλον εκείνο το στίχο σου.
Και αναζητώντας τα, σε αποζήτησα.
Μα τα έντυπα χαρτιά είναι κυκεώνας
(άσε τα χειρόγραφα!).
Και δε θυμάμαι πώς ήτανε απ’ έξω το βιβλίο σου.
Ούτε το όνομά σου.
ΙΩ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ!
Μου λείπεις, το ξέρεις;
Μου λείπουνε τα μάτια σου.
Μου λείπει η γραμμή των χειλιών σου,
η πολυφράδεια τους,
ο σηρικός τους ο πολφός,
το λαίμαργο φιλί τους.
Μου λείπει το μέτωπό σου μ’ εκείνα τα άταχτα μαλλιά,
η γλυκύτατη, αυστηρή και παιδιάτικη μαζί,
σφιχτοπερίπλοκη απόληξή τους,
ο λαιμός σου, να παραμερίζω τους πλοκάμους σου,
να προσμένει τα χείλη μου, και να τον περπατούν,
ο διακαμός σου που στοιχειώνει το σπίτι μου,
το πώς το κατοικείς,
το φέγγος σου που το ιλαρώνει.
Μου λείπει η έγνοια μου για σε,
μου λείπεις η ευτυχία της,
μου λείπεις το ανθηρότατο
– το φθινοπωρινό, χειμέριο μάλλον, φευ, –
γλυκύτατό μου έαρ.
Μου λείπουν οι λεξιλάγνες οι στιχομυθίες μας,
σχολαστικές οι αντιβολές των αποχρώσεων,
εκρηκτικές σχεδόν οι αντιπαραθέσεις μας,
όλβιες οι αντιστοιχίες της ευφροσύνης μας
όταν αλλότρια ρήματα ξυπνάνε αντιστικτικά
ατομικούς μας συνειρμούς
και μας μεθάνε.
Μου λείπει το μινύρισμά σου όταν βρίσκεσαι καλά
σε μια μασχάλη, μια αγκαλιά,
μια ζεστασιά, μια ραστώνη.
Μου λείπει αυτό που, αιφνιδίως αναθρώσκον,
προαγγέλλει τη φλόγα
που ξαφνικά θα λαμπαδιάσει,
προδίδει το αίμα που υποδόρια θησαυρίζει
και ολομεμίας θα μιλήσει,
ιχνεύει τους άλλους μας εαυτούς
που αμάχητα πεινούν.
Μου λείπουν, καθώς βγαίνουν στο μπαλκόνι,
οι Ιουλιέττες σου,
μου λείπεις η Αναδυομένη
και η αισχυντηλή χειροθεσία της,
μου λείπεις, ξωτικό και λαμπηδόνα, να τρεχαλίζεις
στο διάδρομο αχίτων.
Μου λείπει εγώ να ετοιμάζομαι για σε,
εσύ ολόσωμη να αυγάζεις,
εγώ να σου αφήνομαι δοτός,
εσύ και να σε περιτρέχω.
Μου λείπει το ιλαρόν φως να μας φωτίζει και τους δυο,
το αιδήμον σκότος ως εχεμυθεύει
το ξεκλείδωμά σου, την αυτάφεση,
το grand écart σου.
Κι ως χάνομαι μες στην επίκλησή σου «Μίλα μου!»,
στο θρο των ονομάτων μας χείλη με χείλη,
μου λείπει
ο τιναγμός σου αψιά ως αψιδώνεσαι,
το βογκητό σου όταν,
η κραυγή σου όταν.
Νάσος Δετζώρτζης, Παραλλαγές στο ίδιο θέμα, εκδ. Γαβριηλίδης
Αναδημοσίευση από:https://charalamposgiannakopoulos.com/2014/02/23/%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%B5%CF%84%CE%B6%CF%89%CF%81%CF%84%CE%B6%CE%B7/