Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

Antonio Machado - Τρία ποιήματα

XI

[Εγώ πηγαίνω ονειρεύομενος δρόμους]

Εγώ πηγαίνω  ονειρευόμενος δρόμους

του δειλινού. Τις  χρυσές κορυφές,

τα πράσινα πεύκα

τις  σκονισμένες βελανιδιές!

Κατά που πηγαίνει ο δρόμος;

Εγώ τραβώ τραγουδώντας, ταξιδιώτης

κατά μήκος της στράτας…

-πέφτει το απόβραδο-

«Στην καρδιά μου είχα

το αγκάθι κάποιου πάθους

να το βγάλω μπόρεσα μια μέρα:

πια την καρδιά μου δεν νιώθω…»

 

Κι ο κάμπος ολάκερος μία στιγμούλα

μένει, βουβός και σκιερός,

να συλλογιέται. Ηχεί ο αγέρας

στις λεύκες του ποταμού.

 

Το απόβραδο πιο πολύ σκοτεινιάζει•

και ο δρόμος που έρπει

και λευκάζει αχνά

θαμπώνει και χάνεται.

Το τραγούδι μου και πάλι θρηνεί:

Μυτερό χρυσό αγκάθι

ποιος μπορεί να σ’  αισθανθεί

στην καρδιά καρφωμένο;

(Soledades, galerías y otros poemas, 1907)

 

 **********

 

Στις όχθες του Ντουέρο

Ιούλιος μήνας,  στα μισά. Ήταν μια πανώρια μέρα.

Εγώ, μονάχος, ανέβαινα απ’ τα φαγώματα  του πετρότοπου

γυρεύοντας  σκιερές κόχες, βραδυπορώντας.
Φορές-φορές σταμάταγα το κούτελό μου να σφουγγίσω

μια ανάσα να δώσω  στου στήθους μου το λαχάνιασμα ˙

ή άλλοτε, ανοίγοντας το βήμα, το σώμα μπροστόβαρο

και γερτός στο δεξί μου χέρι νικημένος και στηριγμένος

σ’ ένα μπαστούνι,  όπως ράβδος ποιμενική,

σκαρφάλωνα προς τις κορφές που κατοικούν τ’ αρπαχτικά

πετούμενα των υψωμάτων, πατώντας τα ορεινά  γρασίδια

που θαλερά ευωδίαζαν δεντρολίβανο, θυμάρι, φασκόμηλο, λεβάντα.

 

Απάνω στους κάμπους τους πικρούς χυνόταν  ήλιος πυρφόρος.

Ένας γυπαετός   διάπλατων φτερών  με μεγαλόπρεπο πέταγμα

έσκιζε  ολομόναχος το καθάριο γαλάζιο του ουρανού.

Εγώ ξεχώριζα, εκ του μακρόθεν, ένα βουνό ψηλό και μυτερό,

ένα υψωματάκι στρογγυλό    σαν κεντητή ασπίδα

και μενεξεδένιους  λόφους πάνω απ’  τα καφετιά χώματα

ρετάλια διάσπαρτα μιας παλιά πολεμικής ιπποσκευής,

τις φαλακρές οροσειρές απ’ όπου συστρέφεται ο Ντουέρο

για να σχηματίσει την κυρτή βαλλίστρα ενός τοξοβόλου

ολόγυρα απ’  τη Σόρια.  Η Σόρια είναι ένα γείσο

κατά την Αραγονία, που ‘χει τον πύργο τον  Καστεγιάνικο.

 

Θωρούσα τον ορίζοντα κλεισμένο από κορυφές

σκοτεινές, στεφανωμένες με δρύες και πουρναρόδεντρα•

βράχια κατάγυμνα , κάποιο ταπεινό  λιβάδι

όπου βόσκει  το πρόβατο και  ο ταύρος,   γονυπετής

απάνω στο γρασίδι, μηρυκάζει• τις άκρες του ποταμού

να λαμποδείχνει  τις χλωρές του λεύκες  στον καθάριο του θέρους ήλιο,

και, σιωπηλά, διαβάτες από πέρα,

-τόσο μικροί!- άμαξες, καβαλάρηδες κι αγωγιάτες

να διασχίσουν το γεφύρι το μακρύ, και κάτω απ’ αψίδες

λίθινες  να ισκιομαυρίζουν τα ασημένια ύδατα του Ντουέρο.

 

 

Ο Ντουέρο διασχίζει τη δρύινη  καρδιά

της Ιβηρικής και της Καστίγιας.

Ω, γη θλιμμένη και ευγενής,

των υψωμένων οροπεδίων, των χέρσων, των βραχότοπων,

των κάμπων δίχως οργώματα, ρυάκια  και δεντροστοιχίες •˙

γερασμένες  πόλεις,  δρόμοι δίχως πανδοχεία

και σαστισμένοι χωρικοί δίχως   τραγούδι και χορό

που παν ακόμη , τ’ άψυχο  σπίτι εγκαταλείποντας,

όπως οι μεγάλοι ποταμοί σου, Καστίγια, προς τη θάλασσα!

Καστίγια αξιοθρήνητη , κυρίαρχη ως τα χτες,

στα ράκη της τυλιγμένη, περιφρονά ό,τι αγνοεί.

Προσμένει, κοιμάται ή ονειρεύεται; Το χυμένο αίμα

θυμάται, πότε είχε του σπαθιού τον πυρετό;

 

Τα πάντα κινούνται, ρέουν, μετακινούνται, τρέχουν ή στρέφονται •˙

αλλάζουν τη θάλασσα και το βουνό και το μάτι που μας θωρεί.

Πέρασε; Πάνω στους κάμπους ακόμη το άκαμπτο σου φάντασμα

ενός λαού που έβανε τον Θεό πάνω απ’ τον πόλεμο.

Η μάνα σε άλλον καιρό γόνιμη σε οπλαρχηγούς ,

μητριά είναι σήμερα ταπεινών αχθοφόρων, το πολύ.

 

Η Καστίγια δεν είναι εκείνη η κάποτε γενναιόδωρη,

όταν ο Ροδρίγο Μίο Σιντ του Βίβαρ επέστρεφε,

ξέχειλος  απ’ τη καινούργια τύχη του, και την υπεραφθονία του,

να προσφέρει στον ρήγα Αλφόνσο τους αγρούς  της Βαλένθια• ˙

ή που, μετά την περιπέτεια που έγκριση έδινε στις ορμές του,

ζήταγε την κατάκτηση των απέραντων ινδιάνικων

ποταμών από την  Αυλή, από την μάνα των στρατιωτών,

από τους πολεμιστές και τους αρχηγούς που πρέπει να γυρίσουν

με χρυσό κι ασήμι φορτωμένοι, στην Ισπανία, σε βασιλικές γαλέρες,

για το κυνήγι κοράκια, για τη μάχη λιοντάρια.

 

Φιλόσοφοι θρεμμένοι από τη σούπα του μοναστηριού

απαθείς παρατηρούνε τ’  ορθάνοιχτο  στερέωμα •˙

κι αν ως τα όνειρά τους έρθει, σαν  μακρινός ψιθυρισμός,

αλαλαγμός  εμπόρων από τις αποβάθρες της Λεβάντε,

δεν θα σπεύσουν καν να αναρωτηθούν, έστω,  τι να συμβαίνει;

Κι ο πόλεμος έχει ανοίξει τις πόρτες του σπιτιού σου.

Καστίγια αξιοθρήνητη , κυρίαρχη ως τα χτες,

τυλιγμένη στα κουρέλια της, περιφρονά όσα αγνοεί.

Ο  ήλιος γέρνει . Από τη μακρινή πολιτεία

φτάνει προς τα εμέ ένας αρμονικός σημάντρου ήχος ,

θα σπεύσουν στο προσευχητάρι του μαυροφορούσες γριούλες.

Απ’ τα βράχια ανάμεσα βγαίνουνε  δύο νυφίτσες όμορφες• ˙

με κοιτάνε και μακραίνουν, τρέχοντας, κι εμφανίζονται

πάλι, παράξενες τόσο!… Οι κάμποι σκοτεινιάζουν,

Προς τη λευκή τη στράτα είναι ανοιχτό το χάνι

στον σκοτεινιασμένο  κάμπο και στον έρημο πετρότοπο.

Campos de Castilla , 1912]

 

*************

Το έγκλημα έγινε στην Γρανάδα

 Στον  Federico García Lorca

1. Το έγκλημα

Εθεάθη περπατώντας στα τουφέκια ανάμεσα,

από δρόμο μακρύ,

να βγαίνει στον κρύο κάμπο,

ακόμη με άστρα του πρωινού  •

Φονεύσανε τον Federico

όταν το φως πρόβαλλε.

Των δημίων το απόσπασμα

δεν τόλμησε

να τον κοιτάξει κατά  πρόσωπο.

Άπαντες τα μάτια τους έκλεισαν•

προσευχήθηκαν: ούτε ο Θεός δεν σε σώζει !

Νεκρός  έπεσε ο Federico

-αίμα στο μέτωπο και στα σπλάχνα μολύβι-

Στη Γρανάδα γίνηκε το φονικό

μάθετέ το- Γρανάδα δύστυχη!- στη δική του Γρανάδα.

 

 

2. Ο ποιητής κι ο θάνατος

Εθεάθη να περπατώντας με Εκείνη

δίχως φόβο στο δρεπάνι του.

_Πλέον ο ήλιος μέσα από πύργο και πύργο,

τα σφυριά στο αμόνι- αμόνι κι αμόνι των καμινιών.

Μίλαγε ο Federico,

τον θάνατο σμπαραλιάζοντας. Εκείνη άκουγε.

«Επειδή  εχτές στον στίχο μου συντρόφισσα,

ο χτύπος ηχούσε  απ’ τις στεγνές σου παλάμες,

και τον πάγο έδωκες στο τραγούδισμα μου, και την κόψη

στην τραγωδία του αργυρού  δρεπανιού σου,

θα σου τραγουδήσω τη σάρκα που δεν έχεις,

τα μάτια που σου λείπουν,

τα μαλλιά σου που ο αγέρας δονούσε,

τα κόκκινα χείλη σου που στα φιλούσαν…

Σήμερα σαν χτες, τσιγγάνα, πεθαμένη δική μου,

τι ωραία μοναχός με σένα μαζί,

σ’ αυτούς τους αέρηδες της Γρανάδα,

της δικής μου Γρανάδας!

 

 

3.

Εθέαθη να περπατά…

Σιλμέψτε , φίλοι,

από πέτρα και όνειρο στην Αλάμπρα

έναν τύμβο στον ποιητή,

πάνω από μια κρήνη όπου θα κλαίει το νερό,

και αιωνίως θα λέει:

το φονικό γίνηκε στην Γρανάδα,

στη Γρανάδα του!

[La Guerra, 1937]


Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου