Εκείνο τ’ απόγεμα ξύπνησα με μιαν έντονη επιθυμία να κατέβω στον Πειραιά να επισκεφτώ την οικογένεια Κ. Με την οικογένεια αυτή, τα παλιά χρόνια, είχαμε πολλές φιλίες. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγά σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις μας, ώσπου κατάντησε στο τέλος να μη βλεπόμαστε καθόλου. Θα ’χαν περάσει πέντε ‒ έξι χρόνια από την τελευταία συνάντησή μας.Αυτά σκεφτόμουν καθώς ξύπνησα εκείνο τ’ απόγεμα με την τυραννική, την έντονη κι επίμονη επιθυμία να κατέβω αυτό το ίδιο τ’ απόγεμα να επισκεφτώ τους Κ.Όταν βγήκα στο δρόμο κατάλαβα πως κάτι ασυνήθιστο μου συνέβαινε. Μι’ αφάνταστη γαλήνη, μι’ αλλόκοτη χαρά με είχε πλημμυρίσει. Μ’ αυτή τη διάθεση μπήκα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου και είπα:«Στον Πειραιά!».Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα, ήτανε Μάρτης. Απ’ τα παράθυρα τ’ αυτοκινήτου, καθώς προχωρούσαμε, κοίταζα τα σύννεφα που κι αυτά είχαν πάρει κάτι από τη Χάρη, κάτι από την ελαφράδα που ένιωθα μέσα μου.Σαν φτάσαμε στον Πειραιά, τ’ αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στην προκυμαία.Εκεί κατέβηκα μπροστά σ’ ένα πελώριο άσπρο πλοίο που σφύριζε κιόλας, έβγαζε καπνούς κι ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο.Ανέβηκα πάνω και ζήτησα τον καπετάνιο.«Εντάξει», μου είπε χαμογελώντας, «φεύγετε επιτέλους, τα έξοδά σας είναι κανονισμένα για πάντα και για όποιο μέρος κάθε φορά βρισκόσαστε.»«Φεύγετε επιτέλους», επανέλαβε. Και πραγματικά καθώς έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο της καμπίνας, είχαμε βγει κιόλας έξω από το λιμάνι του Πειραιά. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου