Ένα μεσημέρι, πριν από πέντ’-έξι χρόνια, στην πόλη που μένω, συνεδρίαζε εκτάκτως το δημοτικό συμβούλιο, στο οποίο, μαζί με άλλους ευυπόληπτους πολίτες, συμμετείχα τότε κι εγώ. Είχαμε, λοιπόν, συγκεντρωθεί γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι για να εξετάσουμε ένα σοβαρό θέμα, του οποίου η επίλυση απαιτούσε περίσκεψη και λεπτούς, επιδέξιους χειρισμούς. Κάποια ατασθαλία είχε ανακαλυφθεί στη διάθεση και διακίνηση του άνθρακος του εργοστασίου και παραγωγής φωταερίου, που η εκμετάλλευση του ανήκε στο Δήμο. Το δίλημμα ήταν αν έπρεπε να ξεσκεπαστεί ή να καλυφθεί η κατάχρηση και ν’ αποπεμφθεί αθορύβως ο ένοχος, δίχως την ανάμιξη της δικαιοσύνης. Απόφασις δεν ήταν εύκολο να ληφθεί. Ana Elisa Egreja (24)Εγώ, που από την πολύωρη και θορυβώδη συζήτηση είχα αρχίσει να γίνομαι πτώμα, έχωσα, ασυναισθήτως και από αμηχανία, στο στόμα μου ένα μεταλλικό συνδετήρα, που έπαιζα από ώρα νευρικά στο χέρι μου, και άρχισα να τον μασουλίζω· κάποια στιγμή τον νιώθω να ξεφεύγει από τα δόντια μου, να πέφτει κάτω και τον χάνω. Επρόκειτο σε λίγο να τεθεί το θέμα σε ψηφοφορία και η προσοχή μου έπρεπε να είναι τεταμένη. Αλλά πες μου, πώς να συγκεντρωθώ, που μου πέρασε ξαφνικά η ιδέα, ότι ίσως ο συνδετήρας να μην είχε πέσει στο χαλί, που ήταν το πιο φυσικό να συμβεί, αλλά μπορούσε κάλλιστα να τον είχα καταπιεί, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί της εξαφανίσεώς του, ξέχασα να σ’ το πω, ένα ισχυρό, θορυβώδες φτάρνισμά μου. Πανικός με κυρίεψε, που οι περιστάσεις όμως δεν μου επέτρεπαν να τον εξωτερικεύσω. Κι αρχίζει τότε το μεγάλο μαρτύριό μου! Από τη μια προσπαθούσα να παρακολουθώ τι έλεγαν οι άλλοι σύμβουλοι, υποχρεωμένος ν’ απαντώ κάθε φορά στις ερωτήσεις τους, κι από την άλλη δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου η πένθιμη σκέψη ότι ως εδώ ήταν, πάει πια, είμαι καταδικασμένος, καθώς φανταζόμουν τις μυτερές άκριες του συνδετήρα, που μάλιστα απ’ το πολύ τράβηγμα και μάσημα τον είχα ανοίξει, ν’ αγκιστρώνονται στο στομάχι μου· κι αν κατάφερναν, σκεπτόμουν, έστω να ξεγλιστρήσουν από κει, σίγουρα πάλι θα γαντζώνονταν πιο κάτω στα έντερά μου, οπότε καλά κόλλυβα, Αγάθη! Θα ’πρεπε επίσης να προσθέσω ότι κάποιοι μικροί αλλά σουβλεροί πόνοι που είχα αρχίσει να αισθάνομαι στο στομάχι συνηγορούσαν υπέρ της πιθανότητος αυτής, μετατρέποντας τους φόβους μου σχεδόν σε βεβαιότητα.
«Πουρέ, Αγάθη· πρέπει να φας αμέσως ένα βαθύ πιάτο πουρέ ή έστω και σκέτες πατάτες βραστές, αν θέλεις να σωθείς, έλεγα από μέσα μου, είναι η μόνη σου ελπίδα!» καθώς αυτομάτως θυμήθηκα πως είχα διαβάσει κάπου ότι, σε παρόμοια με το δικό μου ατυχήματα, ο πουρές ήταν το μόνο ενδεδειγμένο αντίδοτο. Αλλά πώς μπορούσα, πες μου, να τολμήσω να ζητήσω ένα τέτοιο πράγμα, υπό τις συνθήκες που σου περιέγραψα; Στην απελπισία μου, λοιπόν, αφήνω να πέσει το μολύβι μου στο πάτωμα, και σκύβω ευθύς να το μαζέψω, παριστάνοντας ότι επανορθώνω δήθεν την απροσεξία μου, ενώ, στην πραγματικότητα, είχα γουρλώσει τα μάτια, ψάχνοντας με απόγνωση για τον χαμένο συνδετήρα! Μα ο καταραμένος συνδετήρας δεν εμφανιζόταν πουθενά στο πεδίο της ορατότητάς μου συνεργούσε, βέβαια, σ’ αυτό και το χαλί ένα είδος παρδαλόχρωμης βελέντζας, που η μαλλιαρή υφή του μπορούσε να προσφέρει άπειρους κρυψώνες στο αντικείμενο της έρευνάς μου, οπότε στο αποκορύφωμα της απογνώσεώς μου, αναπηδώ με δύναμη στην όχι και τόσο σταθερή καρέκλα μου που, όπως σωστά είχα υπολογίσει, δεν άντεξε στην απότομη πίεση του σώματός μου· τρίζοντας, ξεκόλλησε το ένα της ποδάρι, διαλύθηκε, και γκρεμίστηκα χάμω.
Επωφελούμενος του γενικού σάλου και της συγχύσεως που δημιούργησε η πτώση μου, άρχισα να μπουσουλίζω με τα τέσσερα κάτω απ’ το τραπέζι. Περιττό να σου πω ότι ο συνδετήρας δε βρέθηκε ποτέ, ότι έζησα στη συνέχεια δύο εφιαλτικές μέρες, με την αμφιβολία τον κατάπια ή δεν τον κατάπια, κι ότι η αβουλία μου —όπως και η δική σου στην περίπτωση της κουτσουλιάς— εξαιτίας του φόβου ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια, νίκησε το άγχος μου, αφού τελικά δεν μου επέτρεψε —όπως θα ήταν επιβεβλημένο— ν’ ακτινογραφηθώ.
Ο φιλόξενος καρδινάλιος, 1986
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου