Η Νύχτα με το μουσούδι υγρό, περνάει ανάμεσα στα δέντρα και μέσ’ απ’ τα χωράφια με τα νερά και τα καλάμια.
Στη σοφίτα του παλιού σπιτιού φέγγει ένα πορτοκαλλένιο φως. Είναι μια άδεια κάμαρη με σπασμένα τζάμια. Ο άνεμος μπαινοβγαίνει τραυματισμένος απ’ τα κοφτερά γυαλιά και τινάζει τα σεντόνια που καπλάζουν αφηνιασμένα με ορθωμένες χαίτες.
Τρεις ωραίες φωτιές ανάβουν πάνου στο φαρδύ κρεββάτι που αιωρείται μ’ αλυσίδες στη μέση της κάμαρης.
Ένα εξασκημένο χέρι με μαύρο γάντι και δαχτυλίδι τις πιάνει και τις φυτεύει σε μιαν αραχνιασμένη πελώρια γλάστρα.
Μια μικρή τίγρις με μαύρες ραβδώσεις και νωχελείς κινήσεις ήταν κρυμμένη πίσω απ’ το κουμάρι· βγαίνει απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, κοιτάζει για λίγο το φεγγάρι που μοιάζει μ’ ένα κοιμισμένο άσπρο σκουλήκι και με μουδιασμένες βηματισιές χάνεται μες στο ψηλό χορτάρι του κήπου. Στα πόδια της φοράει μεγάλους κίτρινους μενεξέδες.
Θα ‘ρθει όμως αύριο το βράδυ ξανά. Όλη τη μέρα στο βαγόνι του τραίνου που θα την οδηγεί στο κλουβί της κι ύστερα στην απέραντη παγωμένη αίθουσα, την ώρα της παράστασης θα νοσταλγεί το χάδι του χεριού με το μαύρο γάντι.
Θα ‘ρθει αύριο το βράδυ ξανά νοσταλγική κι υπάκουη στη διαταγή του γαντοφορεμένου χεριού ν’ ανάψει τις φωτιές απάνω στο φαρδύ κρεββάτι.
Ε.Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, Κείμενα, Αθήνα 1979.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου