γωνιά δεν έχω η ζωή μου ν΄ ακουμπήση.
Το κάθε τι που του δίνομαι πλουταίνει
και θα με σπαταλήση»
Ρ.Μ. Ρίλκε, «Ο ποιητής»
«Τον κόσμο δεν τον αγαπώ, ούτε κι αυτός εμένα»
Λόρδος Βύρων
Τον ποιητή τον σκότωσαν στη γέφυρα που χωρίζει τους δυο κόσμους.
Τον ποιητή τον σκότωσαν στου ουρανού τα πρώτα σκαλοπάτια.
Τον ποιητή τον σκότωσαν μέσ την οχλοβοή, στις κρύες μέρες του πλήθους.
Εκείνος ενατένιζε μέσα απ' το θάνατο του
τη χαρά, τον πόνο, την καλύτερη ζωή σας, ω άνθρωποι αδικητες,
ω άνθρωποι προδότες,
ω άνθρωποι φονιάδες.
Εκείνος σας έδωσε, σας δίνει, θα σας δίνη κι ο, τι πήρε
το πήρε για να το δωση. Για σας μιλούσε κι έχτιζε, ω άνθρωποι αδικητές,
ω άνθρωποι προδότες,
ω άνθρωποι φονιάδες.
Εκείνος αναστήθηκε μέσα από την σεμνή κραυγή του,
την πλούσια σιωπή του,
Μέσα απ' το αίμα του,
τη λίμνη των δακρύων σας,
τη θάλασσα του πόνου σας.
Λέγανε γι' αυτόν ότι είχε περάσει παράξενους μετασχηματισμούς, αλλόκοτες μεταμορφώσεις.
Κατάθεσε κάποιος στο δικαστήριο:
-Το είδα, ήταν ο ίδιος·
Αυτός που χαμογελούσε στα σύννεφα κι αγκάλιαζε τον ουρανό.
Αυτός που στεκάμενος ανάμεσα από ποιητικούς ήχους
ζωγράφιζε στα μέτωπα παρθένων.
Αυτός που είχε στο πέτο του ένα σύμβολο παραμυθιού.
Τον είδα, ήταν ο ίδιος, τον ήξερα
αυτός που ψευτιά στην ψευτιά
έφτασε σε κάτι βρώμικα φωτά
κι έφτυσε όλη την αγνότητα.
Ποιητής και χαμένο κορμί
Άγιος και φονιάς μαζί.
Είπε ο ίδιος στο δικαστήριο:
- απολογία ακατανόητη για επίσημους και τυπικούς ανθρωπους-.
- Είμαι μέσ' το κάθε τι
κι όλα από μακρυά με χαιρετούν.
Έχω ένα νου που ακουμπάει στα νέφη.
Έχω χεριά σκληρά που όμως αγαπούν και χαιδευουν την γη.
Αμαρτία και αρετή στο κορμί και στην ψυχή μου ανταμώνουν.
Είμαι σαν χείμαρρος ελαστικός,
σαν ασκητικός κεραυνός φαντάζω.
Έχω ευλογήσει, έχω σώσει.
Δικαιούμαι να φτύσω, δικαιούμαι να σκοτώσω.
- Είμαι μέσ' το κάθε τι
κι όλα από μακρυά με χαιρετούν.
Έχω ένα νου που ακουμπάει στα νέφη.
Έχω χεριά σκληρά που όμως αγαπούν και χαιδευουν την γη.
Αμαρτία και αρετή στο κορμί και στην ψυχή μου ανταμώνουν.
Είμαι σαν χείμαρρος ελαστικός,
σαν ασκητικός κεραυνός φαντάζω.
Έχω ευλογήσει, έχω σώσει.
Δικαιούμαι να φτύσω, δικαιούμαι να σκοτώσω.
Έπεσα, έπεσα πολύ χαμηλά, μα πάλι θα βρω το μονοπάτι
κι ίσως τούτη τη φορά πιο ψηλά, ακόμη πιο ψηλά να φτάσω.
Το δικαστήριο τον καταδίκασε.
Τον ποιητή τον σκότωσαν
Το δικαστήριο καταδικάστηκε για πάντα.
Φώτης Νικολόπουλος (1951)
κι ίσως τούτη τη φορά πιο ψηλά, ακόμη πιο ψηλά να φτάσω.
Το δικαστήριο τον καταδίκασε.
Τον ποιητή τον σκότωσαν
Το δικαστήριο καταδικάστηκε για πάντα.
Τον ποιητή τον σκότωσαν στη γέφυρα που ενώνει τους δυο κόσμους.
Τον ποιητή τον σκότωσαν στου ουρανού τα πρώτα σκαλοπάτια.
Τον ποιητή τον σκότωσαν μέσ' την οχλοβοή, στις κρύες μέρες του πλήθους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου