Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σουστα μπαλκόνια βοηθούσες τους αρρώστουςνα κατεβαίνουνμε τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια
τα λουλούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σουόπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι δρόμοιμεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα
μ’ ένα φτωχό που μοίραζε βίους αγίωνμε μια τσιγγάνα που ’θελε παράφορα ένα αβγόνα κάνει μέσα του την πλάση να στενάξει
Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σουκαι μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή
ο κρεμασμένοςμε τα χρυσά σιρίτια το βιολί και το μαντίλι τουμε δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά τουκι από τη λάσπη παίρναν τα μικρά παιδιάκαι χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου
Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σουκι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους
δρόμουςμε τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια
τα τραγούδια τουςενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυρα
Παραλογαίς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου