ΣΑΝ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Όλα να τα’ άφηνες
που σε κρατούν δέσμιο στις πόλεις.
Σου αρκεί μια στέπα ως πέλαγος
μια πάμπα απέραντη σβησμένη
στων οριζόντων το αχανές.
Μια καλύβα στη μέση πρωτόγονη
στην πιο παρθένα γη της Γης
μοναχικός, χωρίς σκοπό
τις μέρες να ζεις κυανές
γεμάτες αγέρα και χρώμα.
Νάναι η ζωή σου ηλιοτρόπιο
την τροχιάν ακολουθώντας.
Και νάναι
τόσο λεπτός τόσο ανεπαίσθητος
ο εαυτός σου.
(Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΥΣΗ ΤΟΥ, 1935)
ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ
Τάφησε όλα εκτός απ’ την αγάπη του
για τα πλάσματα του κόσμου.
Δεν έχει στήριγμα το Εγώ.
Κόπηκε ο χρόνος
μένει οντότητα γυμνή
χωρίς φαντασιώσεων πόθους και φόβους.
Πορεύεται και μέλλον δεν υφίσταται
παρά ένα νόθο, κολλητό, διακεκομμένο Τώρα.
Κινδυνεύουν όλα:
κάθε αλλαγή, στασιμότητα και σύνθεση.
Το μόνο σταθερό απλότητα
και διαύγεια του όντος.
(ΑΝΑΡΡΩΣΗ, 1935)
ΣΚΟΠΙΑ ΕΩΘΕΙΝΗ
Ο δρόμος της αγνότητας ανοίχτηκε.
Καθαρή είναι η ματιά μου από τέρατα.
Σεμνή είναι δίχως πίστη η προσευχή
σε πραγμάτων ανάμεσα βύθιση
δίχως δεσμά, προσωπικό δηλητήριο.
Όλα μοιάζουν: οι βράχοι οι λευκοί. Τα τριαντάφυλλα.
Οι άνθρωποι αυτοί. Η νύχτα. Τα αστέρια.
Ευτυχής η τύχη που πλέχτηκε σύντομα
ανάμεσα στ’ αμέτρητα ναυάγια.
Ευτυχής η συνείδηση που διέρχεται
κέντρο πύρινο, το κλουβί της σκλαβιάς.
Σκοπιά εωθεινή, άγγελμα ανέλπιστο:
Χαρωπή μια στιγμή της ζωής. Καθαρμένη.
(ΤΟΠΙΑ, 1936)
ΣΠΙΘΟΥΛΕΣ ΤΡΕΜΑΜΕΝΕΣ
Απόβραδο
φεύγουν απαλά
τα τελευταία νέφη κι αυτός μένει
στην άκρη αυτή:
παράκτια λωρίδα του ορίζοντος.
Εσώτερο κι εξώτερο παρόν
αντικείμενα θανάτου.
Ρεύμα καθαρό
ακτίνα του Εγώ μέσα στα Εγώ συνωθούμενη
άσε να παραιτηθώ τελειωτικά
και τα εναπομείναντα κουρέλια
στους τέσσερις ανέμους να κυμαίνονται.
Πού είναι οι πρώτες εικόνες τ’ άγραφο αντίκρισμα;
ψιθυρίζοντας άπιστες προσευχές
ψιχούλες τρεμάμενες
περιμένουν το θαύμα υπομένοντας.
(Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΗΣ ΓΗΣ, 1938)
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΧΡΟΝΟΥ
Σ’ ορχήσεις και διαδρόμους αναζήτησα
του δικού μου σπιτιού τον οικοδόμο.
Μήπως δε βρήκα την πολύπλοκη
στενή ατραπό της αγνότητας;
Το υλικό των τύπων ξεριζώνεται
ο κύκλος των δαιμόνων αδρανεί
το πλάσμα ξυπνά και βλέπει τον «πλάστη».
Αλλ’ ήταν πολύ που πλανήθηκα
μην ξέροντας τον φαύλο αυτό κλοιό, ταλαιπωριόμουν.
Με το βλέμμα του άχρονου
γκρεμίζω του σπιτιού το υλικό
ξεσπίτωτος.
Τη θεία δομή ατενίζω.
(ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΑΘΑΡΟ ΕΑΥΤΌ, 1953)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/kindinevoun-ola-kathe-allagi-stasimotita-ke-sinthesi-to-mono-stathero-aplotita-anthologisi-th-chatzopoulos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου