Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Γιώργος Χειμωνάς - Το υπερβολικό διήγημα VI



Μου πονάει το κεφάλι κι ο Πεισίστρατος κρατάει ένα μικρό τετράδιο που γράφει στο εξώφυλλο «τετράδιον καλλιγραφίας» και λέει

-Ο Ιππότης Λεονάρντος.

Ο Πεισίστρατος τυλίγεται σε μια γαλάζια κουβέρτα, την κάνει χλαμύδα, στέκεται όρθιος κι αρχινάει μ’ όλη του τη φωνή ακούστε αρχόντοι ετούτη την ιστορία οπούναι έξοχη κι αληθινή κι αν θέτε χαρίστε της την πρέπουσαν αξία κι αν θέτε εξακουλουθείστε τη γελαστή κουβέντα σας το κρασί θα διηγηθώ για τον ιππότη όπου τον εκαλούσαν λεονάρντο από γεννησιμιού του εχρίσθη ιππότης παρά τα νενομισμένα γιατί ήτανε από τρανή φαμελιά πλούτος και τιμή και δόξα πορφυρή μερικοί προγόνοι του του έξη ή εφτά μάλλον εφτά ήσανε βασιλιάδες ο άνθρωπος αυτός ήτανε παράξενος η παραξενιά του έγκειται στο γεγονός ότι μοιάζει με κυνηγημένον ή με κυνηγό δε μπορείς να ξεχωρίσεις όλο ζητούσε όλο ζητούσε ποιος ξέρει τι παιδί ανέγγιχτο από της εφηβοσύνης τις λαχτάρες έντεκα δώδεκα χρονώ χάθη αίφνης από του αρχοντικού τις αυλές αλλόφρων η μάνα και ο πατέρας αλλόφρων της χώρας έβαλαν κι έψαξαν κάθε σπιθαμή τι αναστάτωση και σα τόνε βρήκανε μεγάλως εκπλαγήκαν κι απορέσανε τόνε βρήκανε μες εις το δώμα ενούς διασήμου σοφού οπούτανε γιομάτο από τα βαριά χνώτα της γνώσης της πολλής κι ενμέσω σε πολλούς σοφούς ονόματα πασίγνωστα της επιστήμης και των γραμμάτων κείνη την ώρα έλεγε με την κοριτσίστικη φωνή του στους σκυθρωπούς γερόντους είναι ο πατέρας μου ο χρόνος κι η μάνα μου ύλη την λέγουν τότες αγανάκτησε η μάνα η μεγάλη κυρά είπε παιδί αλόγιαστο κι αχάριστο αχ πόνε των σπλάχνων μου και πόνε της ψυχής μου παιδί αστόχαστο κι ευλοημένο αχ γιατί τέτοια λύπηση μας έδωκες κι εμέ και τον κύρη σου κι αντείπε κείνος τι πήρατε λύπηση συ κι ο ρήγας μια κι άλλα είναι το γονικά τα δικά μου όμως δεν νοήσαν τα λόγια του τα θώρησαν απόχαζα ετούτα τα λόγια τ’ αγοριού βιαστικά τόνε συρομάλλιασαν σταρχοντικό αφήνοντας με καταφρόνια αγνοημένες τις μετάνοιες των σοφών κι όλα τα δουλοπρεπή φερσίματα των σοφών τα καταφρόνεσαν μονάχα η μάνα κατόπιν ετούτα τα λόγια βαθιά με πίκρα μες στην ψυχή της τάκλεισε καίτοι ακατανόητα με το καλό αντρώνεται ο λεονάρντος είναι το ίδιο αλλοπαρμένος και ρίχνεται στους δρόμους και με φαρδιές δρασκελιές γοργοπατεί τη γης κι αναρωτούνται μα τι τάχα τόνε κυνηγάει οι λαϊκοί ανθρώποι ελέγαν ίσως βουρκόλακα προγονικού σκιά ίσως αμέλησαν να χύσουν αίμα στο θεμέλιο του κάστρου του σογιού του ίσως αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα εζήτησε να ’βρει το τέρμα της πολλά ταραχώδους πορείας του της χαλεπής ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας τι γλυκό τέρμα έψαξε ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας κι ηύρε μιαν ευχαρίστηση μικρή μηδαμινός ο χρόνος της αχτένιστη παράτησε την χορτασμένη ερωμένη με τα δαγκαμένα στήθη ανάσκελα πα στο κρεβάτι γλυκασμένη εκοιμόταν όταν ο άνδρας έφυγε μακράν στο τράχο των πολέμων επεχείρησε να ’βρει την χαράν εφόρεσε θώρακα στερρό με της ανδρειάς του τ’ατσάλι τ’ αχάραχτο καμωμένον μα σα πηδάκισε το αίμα από τα σκισμένα κορμιά τι μακάβριο σιντριβάνι σα του λέρωσε την όψη το αίμα κι ίσαμε την αγκώνα βαφτίστη στο αίμα όλα βαφτήκαν αίμα ως κι ο ιχθύς του μεσαίου αρκοσόλιου της τετάρτης κατακόμβης εβάφτη αίμα σημάδι θεόθεν ο λεονάρντος είπε πόσο άσκημο είν’ τούτο το κόκκινο χρώμα το αντιπαθώ ετούτο το ερυθρότατο πράμα τόσο χτυπητό δε τ’ ανέχεται της φύσης η αρμονία χρωμάτων και το θώρακα ξεντύθη και ρίχτη στους δρόμους όλο ζητούσε χωρίς ανασασμό χωρίς αναπαμό για να ’βρει την γαλήνη τάχα ή τίποτε άλλο μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο ζητούσε ανώνυμος χρονογράφος έγραφεν

εδιάβη προψές την πόλιν ο λεονάρντος

όμοιαζε με αγέραν φυσημένον από ποτάμιο στόμα τουρανού

εννοούσε τοπικόν άνεμο


της καλοσύνης την χαρά και της αγαθότητος την πραότη εβουλήθη να γευτεί ίσως εκεί κι έπραξε πολλά φιλάνθρωπα και αλτουιστικά έργα πτωχοκομεία σανατόρια λεπροστάσια σισσίτια προπαντός άλλωστε είχεν τόσο πλούτος όμως ήτανε αγιόμιστο της δυστυχίας το στομάχι ήσανε πολυπληθείς οι ζητιανεύουσες παλάμες ήσανε εκκωφαντικές οι ικέτιδες φωνές είπε αχ μα πώς να σας χορτάσω τόσοι που είσαστε είναι σα να μοιράζω πέντε κριθίνους άρτους σε πεντακισχιλίους νηστικούς μάταιο μάταιο μπρος στην θάλασσα της κακομοιριάς οπού εβοούσι κι άφριζε ίδια με την άλλη έπιασε το κεφάλι μ’ ανίκανα χέρια είπε δεν έχω εσυντρόφεψε φιλοσόφους στις μπερδεμένες κουβέντες των περί όντος και μη όντος όμως δεν καταλάβαινε την ορολογία και βαρέθη τους θεούς των τους ηύρε μακρινούς κι άφταστους και χωρίς κεφάλι χέρια και πόδια και για τούτο άφταστους δε μου χρειάζονται είπεν τέτοιοι θεοί απρόσωποι είναι υπερφίαλοι κι απαθείς εχώθη στα συμπόσια τα αμαρτωλά ίσως στ’ όργιο όμως καθώς τα κανάτια αδειάζανε χωρίς σταματημό σα πίθοι δαναϊδων βαθειάνιωσε την ματαιότην οπούναι το κατακάθι της τέτοιας πρόστυχης χαράς τραβά την λάμα και στη σειρά την μπήγει στα μεθυσμένα στέρνα των χαύνων συντρόφων ταυτοχρόνως δε έλεγε τα εξής η ζωή είναι ο ναός του πατέρα χρόνου και τόνε βεβηλώνουμε μ’ αδιαντροπιά κάμνοντες τέτοια απερίσκεφτα κι ανόσια είναι πλέον ασεβής η παραμονή μας εις τον ναόν κι αφού δεν μάθαμε να ψέλνουμε κι αφού δεν μάθαμε να κάνουμε τελετές ας φύγωμε από τον οίκον ετούτον εφόσον πώς να τόνε τιμήσωμεν δεν γνωρίζουμε μα σα την θανηφόρον κόψην του σπαθιού ενάντια στην ιδική του καρδιά έστρεψεν εδείλιασε και ποιανού πέστε μου καρδιά δε δειλιάζει σε παρόμοιες ώρες και ξαπλώθη καταγής κι έκλαψε γοερά ο δυστυχής οπού μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο ζητούσε μιαν συντροφιά μιαν γαλήνη μιαν ασφάλεια μιαν απόκριση ποιος ξεύρει τι κι οπού λέτε ήτανε ο πόνος του μέγας κι η απόγνωσή του ήτανε μεγάλη κι έριχνε βροχή από δάκρυο πάνω στο χώμα και τα στήθη του είχανε δυο χτύπους τον έναν από μέσα της πενθούσης καρδιάς και τον άλλο απόξω των χεριών των απελπισμένων του μεσ’ εις τα απόρθητα κάστρα της νύχτας οι βλοσυρές υφάντρες πλέκουνε όνειρα με κλωστές από έρεβο και ξημέρωσε μια μέρα βαριά κι ασήκωτη σκοτεινή δίχως ουρανό φανταστείτε μέρα δίχως ουρανό τι αποτρόπαιη θα ’ναι αφού ημέρα κι ουρανός είναι ένα και το αυτό εξημέρωσε μέρα σημαδιακή και σαν είδε ο λεονάρντος πως το δάκρυο και το χώμα έγιναν λάσπη άστραψεν εντός του ο ατραπός της λύτρωσης βούτηξε στην λάσπη τα χέρια και γιομίσανε τα χέρια του λάσπη γιόμισε το κορμί του ίδρω γιόμισε η καρδιά του ελπίδα γιόμισε το στόμα του κραυγή θριαμβική θα σε νικήσω αμαζόνα νυχτώ θα πλάσω τον θεό θα ’ναι δικός μου θεός θεός του πόθου μου του βαθέος θεός του πόνου μου του βαθέος θεός της προσφοράς θα ’ναι πλαστός μα έστω ψευδής θα ’να καρδιάς παρηγορία ψυχής αιμασσούσης βάλσαμο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί δεν τα βγάζω πέρα γιατί αλλιώς θ’ αποθάνω μέσα στη μοναξιά κι όταν περάσουνε χρόνια ίσως το ταχύτατο του χρόνου ελάφι το άπιαστο ίσως κάπου πετύχει μέσα σε ιερόν άλσος ή σε επιστημονικόν εργαστήριον μέσα κι αλλού δεν έχει σημασία κείνον ο που θα πει με σιγουριάν και τόλμη ας πέσουν οι θεοί στον ύπνο μας απ’ όπου τους σηκώσαμε τον νήδυμον ας βγάλουν τα περίτεχνα στολίδια των ας κατέβουν από τους όλυμπους κι από τα βάθρα των ναών ας αποβάλουν το γενναιόδωρο και καταδεχτικό των ύφος ας εμφανιστούν ως είναι παιδιά μας τερατώδη παιδιά αταίριαστα ισχνά στην κράσην την γερήν μας ας κυλήσει η πέτρα του τάφου επάνω εις τα κουφάρια των ναι μεν θα αισθανθούμε λύπη γιατί τόσο και τόσο καιρό τους είχαμε κοντά μας και μέσα μας κι είχαμε κρεμάσει τα σύμβολά των στους λαιμούς μας και πάνω απ’ τα κρεβάτια μας όμως θα τους ξεχάσουμε γιατί ήγγικεν η ώρα γιατί πλέον είμαι ο πρώτος άνθρωπος κι ο τελευταίος θεός όμως προσώρας μου φτάνει ετούτος ο θεός είπεν και με πρωτοφανές πάθος εβάλθη να χτίζει με την λάσπη τον θεόν όπου θα ευλογήσει με δροσερά χέρια το πυρωμένο μέτωπο της ανθρωπινής αγωνίας όσον ευλογήσει κι εγνώριζε πως θα ’ναι ψεύτικος και μόλον τούτο εχαιρόταν κι ευτυχούσε σχετικά αρχαίο βιβλίο επιγραφόμενον περί θεοπλαστικής αναφέρει τα κάτωθι και είπεν ο άνθρωπος ας κάμωμεν θεόν κατ’ εικόνα ημών καθ’ ομοίωσιν ημών και ας εξουσιάζει επί των ιχθύων της θαλάσσης και επί των πετεινών του ουρανού και επί των κτηνών και επί πάσης της γης και επί παντός ερπετού έρποντος επί της γης και επ’ εμού και εποίησεν ο άνθρωπος τον θεόν κατ’ εικόνα εαυτού κατ’ εικόνα άνθρωπον εποίησε αυτόν εστερέωσε πάνω σ’ ελεφαντινά ποδάρια για να κρατήσει καιρό και να μη πέσει ορθόστητο κορμό στην κορφή έβαλε κεφάλι ανθρώπινο δηλαδή έκφραση πόνον βαθέος όμως όλη την τέχνη την εκράτησε για το χέρι οπούπρεπε να ’ναι χέρι προσφοράς οπού δίνει γαλήνη και κουράγιο κι ελπίδα κι απόκρισην κι αφού η λάσπη ετελείωσε ένα χέρι κατάληξε να δώσει στον θεό με τι χέρι δυνατό προσφέρον χέρι οπού για δυο και παραπάνω κάνει χέρι οπού δίνει είναι ευνόητον μια και στην ανθρωπινή ψυχή του η ζήτηση κι η ρώτηση εκράζαν σαρκοβόρα πουλιά την τέχνην του όλη έβαλε κι εποίησε το χέρι με μεγάλη τέχνη μια και τ’ άλλα ήσανε απλώς διακοσμητικά κυρίως το χέρι επρόσεξε εποίησε το χέρι της προσφοράς σαν αληθινο με γενναιόδωρα δάχτυλα ήτανε ένα χέρι αριστουργηματικό σα κάτι να δίνει ύστερα εφύσηξε και το ζωντάνεψε με την πνοή του το χέρι οπόμοιαζε σα κάτι να δίνει έτσι κατάφερε λίγο πριν από την φυγή την τελευταία έτσι κατάφερε να ’βρει την ευτυχία και γαλήνεψε χάρις εις τον μονόχειρα θεόν οπούπλασε και λάτρεψε χάρις εις το χέρι έπειτα απόθανε ο λεονάρντος τα επιθανάτιά του λόγια ήσανε το χέρι σου το δυνατό να ’ταν δικό μου χέρι όμως αυτό δεν ενδιαφέρει κείνο οπού ενδιαφέρει είναι πως ο ιππότης λεονάρντος ευρήκεν επιτέλους την χαράν τη βρήκε επιτέλους μέσα εις την χούφτα της θείας χειρός της ελεήμονος οπούδινε πάντα ό,τι πεθυμούσεν εγκαρδιακά ο λεονάρντος ευτυχία γνώσεις τιμωρίες κουράγιο ελπίδες όνειρα κι ό,τι άλλο θες


Ο Πεισίστρατος έκλεισε το τετράδιο και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου