Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Βασίλης Στεριάδης - Τρία Ποιήματα

 ο καβαλλάρης 


στη Γιολάντα 

Κάποιο είδος ανθρώπινο μού κατέστρεψε την έμπνευση. Έτσι
έκλεισα το κορίτσι στα σκοτάδια του Μεγάλου Σαββάτου.
Ύστερα κάθισα πιο αναπαυτικά στα ξερά δαφνόφυλλα.
Θέλησα να καπνίσω κι έβαλα εκείνο το πικρό πράμα στο στόμα μου.
Την επιούσα έφευγα πίσω από τις μάντρες, έβγαινα ενισχυμένος σαν
τον Τελαμόνιο, μοναχός ευαγγέλιο. Συνάντησα ανθρώπους
όπως άλλοτε στην Αθήνα, κάτω ήταν το κρύο κι η ψυχή τους
σύνολον ενιαίον, συναχώματα και τέτοια. Κάτι απότομα
τρυφερό και στο βάθος, όπως οι ταξιδεμένες μητροπόλεις
Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, η κοπέλα που διέκοψα μαζί της.
Στο μεταξύ όμως είχα γνωριστή με τα κουμπιά,
τα πλήκτρα και άλλα σύνεργα των γυναικών. Εκεί ήταν
και ο φίλος μου μονίμως καβάλα στο μαντρότοιχο
που αργότερο τον γέμισα κάτι περίεργες κουμπότρυπες
και τον έστειλα στον ουρανό. Εσύ το βιολί σου, μού έλεγε
γράφε ξερά κι ανυπόμονα, είναι θέματα αυτά,
ιστορίες μικρές για ένα άγριο παραθέρισμα. 

η αρραβωνιαστικιά μου 

Ο εξάδελφος Μανώλης
πιθανή συγγένεια με το γένος των ανθρώπων
σαν τους σιχαμένους. Ο μικρός το δέμας, ειδικός
επί των κυττάρων της προσόψεως. Μου έλειπε το πρόσωπο
και το έχασα στον πόλεμο τους είπα, φυσικά τους είπα
ψέματα. Η θεία μου ήτανε πεθαμένη στην αρχή της άλλης
πόλης. Το κατάλαβε πως άκουγα τη μουσική που ερχόταν
από σπάνιο ύψος κι έγραφα κι έβριζα τη Μαρία
και τη μάνα που με γέννησε. Στο γάμο μου έφεραν λουλούδια
κι αντικείμενα από μέταλλο. Ήμουν περίλυπος μ’ αυτή τη θεία
που πέθανε. Έβγαινε ο ήλιος τώρα κι έκανε στην πόρτα
μια λευκή κηλίδα. Άρχισα να διορθώνομαι λίγο-λίγο
σαν παιδί. Έβγαζα μάτια, δόντια και μαλλιά
ώσπου είδα πάλι στην πραγματικότητα την αρραβωνιαστικιά
μου· ερχόταν απ’ την άλλη πόλη με το φίλο της, όπως
κρατάμε τα σκυλιά στην αλυσίδα. Έκοψα το τηλέφωνο
κι έγινα ιατρός ψυχών. 

ο γάμος μου και τα πουρνάρια (Το ιδιωτικό αεροπλάνο, 1971)

Καρφωμένος στην πέτρα απόγευμα πάλι θαύμαζα τα χέρια μου
την ιστορία μου. Ιδίως το γράμμα Φ από τα φτερά μου.
Τη γυναίκα μου που έμεινε κι αυτή στο γύψο
με τις προσευχές της. Παξιμάδια έπεφταν στριφογυρίζοντας ολοένα
όπως το χιόνι σε εποχές εποχούμενες πάνω στο έλκυθρο.
Τέσσερις πέντε εμπειρογνώμονες φιλονικούσανε για τα συμπτώματα
και την ουσία μου. Τους ξεγέλασα όλους. Η Πελαγία, η μάνα μου
χάρηκε πολύ που έγινα γιατρός και τι γιατρός. Είμαι
οτιδήποτε χρειάζεται για ουράνια χώματα και χρώματα
και πτώματα, κυρίως για τενεκέδες. Ύστερα, ένα χρόνο αργότερα
πάνω στις δυσκολίες του βίου μου, θέλω να πω όταν πέθανα
βρήκα τη θεία μου που είχε πεθάνει το φθινόπωρο. Είχα
ησυχάσει τώρα και αλήτευα στα κράσπεδα, στην αρχή
της άλλης πόλης, μουρμουρίζοντας εορτολόγια
και βίους αγίων σαν υποκριτής, φερσίματα ελαφρά
όπως οι πρόστυχοι. 

Από το βιβλίο «Έξη Ποιητές» [Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 3/1971]

Αναδημοσίευση από: https://diskoryxeion.blogspot.com/2012/12/blog-post_7.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου