Ω θεέ της νέας χρονιάς,
βοήθησέ μας ν’ αντέξουμε
κι ετούτη τη χρονιά!
κι ετούτη τη χρονιά!
Κάθε Πρωτοχρονιά,
ξαναγίνομαι παιδί.
Κάτι είναι κι αυτό!
Στο φρέσκο χορτάρι
αφήνει η μοντέρνα γυναίκα
τον τύπο των γλουτών της.
Βρέχει άνοιξη
στην πόρτα
της αγάπης μου.
Μια πεταλούδα στον κήπο.
Το παιδάκι μπουσουλάει, εκείνη πετάει.
Μπουσουλάει-πετάει…
Νύχτα. Φεγγάρι.
Τα σαλιγκάρια τραγουδούν
στο τσουκάλι.
Ανάμεσα στα κόκκινα άνθη
της δαμασκηνιάς
στεγνώνει η γάτα η βρεγμένη.
Μια ζωή την έχουμε.
Χλωρά καλάμια, παρακαλώ,
στο νεκροκρέβατό μου.
Άνθισαν οι κερασιές.
Κάτι πεθαίνει.
Ετοιμαστείτε.
Φυσάει.
Μας έπνιξε στη σκόνη
ο θάνατος.
Μυρίζονται,
μυρίζουν,
οι ερωτευμένες γάτες.
Όταν ερωτεύονται τα νιάτα,
βρέχει
στα ψηλά βουνά.
Κι η αγριόγατα
στον έρωτα
γατούλα είναι.
Βρόμικος, κοντός,
σκονισμένος ο θάμνος.
Κι όμως ανθίζει.
Έπεσε ένα φύλλο.
Έβαλε το καπέλο του
το σκυλί και πάει…
Ούτε κι αυτός έχει όρεξη
να μαζέψει το χιόνι:
το σκιάχτρο.
Μοιάζει σαν να διαβάζει
ένα βιβλίο στον ουρανό της νύχτας:
βατράχι.
Για να βγάλει το ψωμί του
το αηδόνι
πέφτουν τα φύλλα.
Τα παιδιά που παίζουν παριστάνοντας του κορμοράνους,
είναι συχνά πιο όμορφα
από τους κορμοράνους.
Δεν ξέρω οι άνθρωποι…
πάντως τα σκιάχτρα
κάποτε λυγίζουν.
Κοιμάται, ξυπνάει, χασμουριέται
η γάτα
και πάει να κάνει έρωτα.
Όλα όσα αγγίζω
με τρυφερότητα, δυστυχώς,
τρυπάνε σαν βάτος.
Εμπιστευόμενος τον Βούδα, καλό και κακό,
Αποχαιρετώ,
Το έτος της αναχώρησης.
Ζούμε σκαρφαλωμένοι
στη σκεπή της κόλασης
για να δούμε τα λουλούδια.
Άνοιξη στο καλύβι μου:
μια ομίχλη σαν γιγάντια φιγούρα
κάποιου που κοιμάται.
Ο τόπος μου:
ακόμα κι η ομίχλη
είναι αρχαία.
Η ζέστη σήμερα θολώνει τα πάντα:
ετούτοι οι δυο τάφοι
μοιάζουν με παλιούς καλούς φίλους.
Στο τέλος τέλος,
το νέο χορτάρι είναι…
ε, ναι, λοιπόν: νέο!
Όταν το αηδόνι κρύβεται
στο πεύκο…
τραγουδάει το πεύκο!
Τιθασεύοντας τη σάρκα
κινείται ανάμεσα στ’ αγκάθια…
το βατράχι.
Το γέρικο σκυλί κοιτάζει
σαν ν' ακούει τα σκουλήκια
να τραγουδούν βαθιά στη γη.
Ο κόσμος:
να βαράς μύγες
σ’ ένα μικρό χέρσο χωράφι.
Ξημερώνει.
Οι άνθρωποι φορούν
τα πρόσωπά τους.
Όσο πετούν μπεκάτσες,
οι άνθρωποι
θα πεθαίνουν.
Το ίδιο σκοτάδι
φορούν οι άνθρωποι,
όταν πέφτουν τα φύλλα στα βουνά.
Όπου γυρίσω να κοιτάξω:
βιολέτες.
Τι μοναξιά κι αυτή!
Από πού
έρχονται
τα ουράνια τόξα;
Πώς άνθισαν έτσι τα λιβάδια;
Κάτι κάνει εκεί κάτω
ο νεκρός πατέρας μου.
Στο κεφάλι του αρχιερέα
κάνουν έρωτα
οι μύγες.
Πεθαίνουμε ένας ένας.
Σε λίγο αρχίζει η γιορτή
των καντηλιών.
Ακούστε
Άνθρωποι εφήμεροι
Την εσπερινή καμπάνα
Μην ξεχνάτε
Βαδίζουμε στην κόλαση
Κοιτάζοντας λουλούδια
Πηγή: https://hallofpeople.com/gr/books/issa.php
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου