Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Βερονίκη Δαλακούρα - strada

 


Πηγή: Βερονίκη Δαλακούρα, ποίηση '67-'72, Αθήνα 1972.

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου - Κάτω στον ύπνο [Γ]

 Το είχα σπείρει κάτι σπόρους που δεν ήξερα και 

φαίνεται είχε αρχίσει το ξεμύτισμα επειδή. Μι-

κρά πράσινα φυλλαράκια όλο ξεμύτιζαν μέσα

απ' το σβολιασμένο χώμα έτσι ξερό μια ξηρα-

σία. Μεγάλη ενώ γυρεύοντας νερό να τα δροσί-

σω ούτε σταγόνα ίχνος πουθενά που εγώ ρου-

φώντας τότε σάλιο μες στο στόμα μου

Δεν είχα και ούτε κάτουρο μου ερχόταν ώσπου.

Ήταν απέναντί μου λεμονιές να τρέξω εκεί

αλλ' αδίκως. Που ας ήταν πλήθος τα λεμόνι 

από μακριά πλησιάζοντας δεν είχε ήταν γυμνές 

ώσπου είδα τότε ένα λεμόνι το μοναδικό και το

έκοψα αλλά στίβοντας. Μέσα στο χέρι μου 

έλιωσε χωρίς ούτε μια στάλα έτσι σάπιο. Μόνο

σηκώνοντας μια σκόνη ελάχιστη και σαν κιτρινωπή 

      Κάτω στον ύπνο, Κέδρος, 1986

Παντελής Μπουκάλας - [άτιτλο]



Οι πέτρες
πιο αλαφρές απ’ τα φωνήεντα
που σε κτίζουν
Γιατ’ είσαι φως
Σφάγια στα πόδια σου
Τ’ ακριβά μου θελήματα
Ναυτίλλομαι στα μύρα σου
με τις πληγές μου φιλιωμένος
και νοστιμεύει ο κόσμος.
Παντελής Μπουκάλας ( 1957 - )
«Ο μέσα πάνθηρας»
Εκδόσεις : ΑΓΡΑ – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2000

Δημήτρης Αρμάος - Αλληλεγγύη


Αποψε ἁμάρτησε καὶ πάλι στὴν ψυχή σου
Τὸ βράδι ἐτοῦτο φίδι ὣς μιὰν ὀργιά
Μ᾿ ἕνα λυγμὸ ποὺ ἀχνίζει πυρκαγιὰ
Καὶ ποὺ ἀναβρύζει ἀπὸ τὰ σπλάχνα τῆς ἀβύσσου
Μὲ βαρυγώμιες γιὰ τὰ δυὸ πέτρινα χέρια
Ποὺ ἐκλεῖσαν πρὶν προλάβεις νὰ διαβεῖς
Τὰ βάθη ἐκέντα ἡ λάμα τῆς πληγῆς
Χρόνους πολλοὺς μετά σ᾿ ἀτέλειωτα νυχτέρια
Μ᾿ ἀφοῦ ἡ ἀγάπη μάταια πιά στὸ ταπεινό σου
Μνημονικὸ δὲ βρίσκει νὰ σταθεῖ
Κι ἂς πάσχισε μὲ πρόθεση ἀγαθή
Ἀλάργεψε καρτερικὰ κι ἀποξενώσου
Στὴ μεγαλόπρεπη σιωπὴ ποὺ μᾶς τυλίγει
Χωνεύοντας τῆς νύχτας κάθε ἀχὸ
Τὸν πόνο τὸν ὀξύ σου ὡς ν᾿ ἀντηχῶ
Κύματα νιώθω μὲ χτυποῦν ἀπαίσια ρίγη.

Τρίτη 30 Μαΐου 2023

Octavio Paz - Κακογραφία


Μ’ ένα κομμάτι κάρβουνο
Με κιμωλία σπασμένη
Και το μολύβι μου το κόκκινο
Τ’ όνομά σου σχεδιάζω
Τ’ όνομά του στόματός σου
Των ποδιών σου το αποτύπωμα
Στον τοίχο του κανένα
Στην απαγορευμένη πόρτα
Να χαράξω το όνομα του σώματός σου
Έως ότου η λεπίδα του σουγιά μου
Να ματώσει
Μέχρι που κι η πέτρα να φωνάξει
Κι ο τοίχος να αναπνεύσει
Σαν το στήθος.
Οκτάβιο Παζ ( 1914 -1998 )
Μετάφραση: Ν. Βαλαωρίτης, Γ. Μακρής
Πηγή: Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 2002.

Γιώτα Αργυροπούλου - [άτιτλο]



ΔΙΨΟΥΣΑ σε όνειρο κατάστεγνο
και μέσα του ονειρεύτηκα
ηλεκτρισμένο πρωτοβρόχι

Ύστερα δεν ήξερα από ποιο όνειρο να βγω
και να ξυπνήσω.
Aπό την ποιητική ενότητα: «Στους Αέρηδες»
Πηγή: Γιώτα Αργυροπούλου, Ποιήματα και Πεζά 1998-2018 (Συγκεντρωτική Έκδοση), Αθήνα: Εκδόσεις Μελάνι 2023.

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

Αναστάσιος Δρίβας - Η κίτρινη αχτίδα του φθινοπώρου


Ζωγραφίζει το μουσκεμένο δάσος.
Τόση ευγένεια παλαϊκιά, τόσο πάθος.
Έρημος ακούω εδώ τη δροσιά
Να μιλάει ο αχός του κόσμου.
Χρωματισμένα σύννεφα χρυσάφια λιωμένα
Ξεπροβοδούν έναν νεκρό πέρα στην άφωνη δύση.
Έρχεται το κρυερό σουρούπωμα
Οι σκιεροί χρωματισμοί
Το νύκτιο σιωπηλό περπάτημα των άστρων.

Μια δέσμη αχτίδες στο νερό

Δ. Π. Παπαδίτσας - Μάϊος σε αρχαιότοπο


Τα λόγια μου ήταν έμφυτα
τά ’παιρναν της λιακάδας τα θροΐσματα

Μάης από τη μια πέτρα στην άλλη
φύσημα στο ρυάκι απ’ τ’ άλλο ρυάκι
Μάης στων χεριών τα ευρήματα
στις αρτηρίες που ακούγεται η ζωή

Τίποτα δεν ρωτούσα
δυό χιλιοστά η απόσταση απ’ τη μίμηση άστρων
κάθε χορτάρι μίμηση τού τι έχεις δει
και τι έχεις πιάσει

Μα εμένα αποβραδίς
με χώριζε σε ψυχικά υλικά ο Πλωτίνος

Σε τύλιγα αβαρής

Το άγγιγμα στο γόνατό σου είναι χρώμα
και το σεργιάνι απ’ τον Κεραμεικό ώς τ’ αυτί σου
ήταν ο δίχως σπλάχνα φίλος
που θα μ’ ακούει από αύριο αλλιώς
όπως μας άκουγε ένας θάμνος στην Ηφαίστου
και ύστερα πλάι ξανά στους Τρίτωνες
ο θάμνος μες στον γυάλινο αρχαιότοπο

Ήταν η αίσθηση έμφυτη
κι όπως εγώ, μια βυσσινιά με τύλιξε.

1982

(Η ασώματη, 1983)

Σπύρος Αραβανής - Ποιος μας λυπάται;



Εκείνες οι λέξεις
που πέσανε στο χαρτί
–ρινίσματα από σκέψεις–
ποιος τις θυμάται;

Κι εκείνα τα χρόνια
που μπήκαν στη ζωή μας
–λαθρομετανάστες σε φορτηγό–
ποιος τα χρεώθηκε;

Τώρα που μιλάμε
με φιμωμένη την πένα
και οι μέρες κρατούν το διαβατήριό μας
μέσα στα δόντια
–λεία από άγριο κυνήγι–

ποιος μας λυπάται;

Σπύρος Αραβανής ( 1979 - )
Από τη συλλογή Η ανοσία της άγνοιας (2008)
Όλες οι αντιδράσει

Κυριακή 28 Μαΐου 2023

Νίκος Φωτόπουλος - [άτιτλο]


Το μέλλον ανυπομονεί
και το παρόν αμφίβολο
μετεωρείται άτακτα
σαν εκκρεμές της Iστορίας και της Ενοχής.
Νύχτα ξανά
πλανιέμαι άγρυπνος στο θεατό μου παρελθόν
και ιχνογραφώ
τη γεωμετρία μιας Αθέατης Γενιάς.
Γενιά του ΄30
Γενιά της Ήττας
Γενιά του Πολυτεχνείου
Γενιά της Μεταπολίτευσης
Γενιά του Ιδιωτικού Οράματος.
Αλήθεια,
το σάπιο μέσα μας θα αλλάξει κύτταρο ποτέ;

Νίκος Φωτόπουλος, Δάνειος χρόνος, Ποίηση 1996-2016, έργο εξωφύλλου: Γιάννης Παπαγιάννης, Προλογίζει η Λίνα Νικολακοπούλου, Σύγχρονη Ελληνική Ποίηση, εκδ. Μανδραγόρας, 

Αναστάσιος Δρίβας -[άτιτλο]


Ομορφιά δίχως μνήμη
μονάχα φως ενέργεια σιωπή –
ομορφιά παρούσα
ομορφιά εφήμερη
σαν τη σκιά.
Στην ενατένισή μου, ένα
σε λογαριάζω με τον ήχο
είσαι ήχος ταξίδι σιωπή –
ένα με τη θάλασσα τη μεγάλη
την απόλυτη ερωμένη μου.
Α! δε γυρίζω πίσω
στα μονοπάτια που περάσαμε
χθες – κάποτε.
Στην ενατένισή μου
ένας δρόμος μακραίνει
– χωρίς ανάμνηση
– χωρίς παρελθόν.
Κοντά στη θάλασσα πλανιέμαι
κι έχω το πέλαγος αγνάντια
τους βυθούς και το ξανθό σμαράγδινο νερό –
το στερέωμα και τη θάλασσα
και τη χίμαιρα μαζί μου –
το σώμα το δικό της
ξάφνισμα και ρίγος
άρωμα διαβατικό.
Δος μου τα χέρια σου
τα σύμβολα της σιωπής
τους μαστούς
να ξεδιψάσω.
Μουσική
για πηλός εργασμένος
με τα δάχτυλα τα νοητικά του γλύπτη
με τη σιγή την ξύπνια την εντατική του γλύπτη
φανερωμένος –
χίμαιρα δική μου
άρωμα διαβατικό.


Πηγή: Αναστάσιος Δρίβας, Τα έργα, Φιλολογική επιμέλεια: Ευριπίδης Γαραντούδης και Μαίρη Μικέ, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 2012.

Jean Moréas – Les morts m’ écoutent – Oἱ νεκροὶ μ’ ἀκοῦνε


Μέσα στοὺς τάφους κατοικῶ, μόνο οἱ νεκροὶ μ’ ἀκοῦνε,
ἐχθρὸς πάντα θανάσιμος θὰ μείνω τοῦ ἑαυτοῦ μου,
οἱ ἀνίδεοι καὶ οἱ ἀχάριστοι τὴ δάφνη μου κρατοῦνε,
ὀργώνω κι ἄλλοι χαίρονται τὸ κάρπισμα τοῦ ἀγροῦ μου.
Κανένα δὲ ζηλοφθονῶ. Ἡ ὀδύνη τί μὲ νιάζει,
τριγύρω τὸ ἀκατάλυτο μῖσος, ἡ καταφρόνια!
Ἀρκεῖ μόνο ποὺ ὅσες φορὲς τὸ χέρι μου σὲ ἀδράζει,
ὁλοένα πιὸ τερπνὰ ἀντηχεῖς, ὦ λύρα μου Ἀπολλώνια.

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου - Μέχρι εδώ


Μέχρι εδώ
Δεν θ’ ακούσετε πια την ένστασή μου
Δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθώ
Σταματώ να βάζω ερωτήματα
Δεν θέλω την άποψή σας

Όλα έχουν απαντηθεί

Σιωπηλός παίρνω το λεωφορείο
Γκρίζο πικρό μπαμπάκι στόμα
Διασχίζω σακατεμένους δρόμους
Χωρίς να κρίνω τα βαθιά ανέκφραστα πρόσωπα
Χωρίς να ρωτώ τ’ άγρια μάτια σε τι ελπίζουν

Γεύση στάχτης μπουκώνει το πρωινό
Σιωπηλός παραμένω
Αδιάφθορος
Την ανέκκλητη να εκτελέσω καταδίκη σας

15 του Ιούνη 1983

Από τη συλλογή Πάροδος Μοναστηρίου (1989) 

Max Ernst- The Chestnut Trees Take-Off (Le Start du châtaignier) from Natural History (Histoire naturelle). c. 1925, published 1926.

 


Eικόνα: Εικόνα: Max Ernst. The Chestnut Trees Take-Off (Le Start du châtaignier) from  Natural History (Histoire naturelle). c. 1925, published 1926.

Σάββατο 27 Μαΐου 2023

José María Hinojosa - Όνειρα



Το σώμα σου πασάλειψε,
με σκοτάδι
με σιωπή,
και θα μπορέσεις να υψώσεις
των ονείρων το φλιτζάνι.
Πέρασαν αλληλεπικαλυπτόμενες
ριπές αναμνήσεων,
και τα νέα κλισέ
παραμένουν απλώς τυπωμένα
ενώ υπάρχει και φως από μέντα
μέσα στη σκέψη.
Ένα πελεκούδι φωτός
σουβλίζει
τις μαύρες τουλίπες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Fernando Pessoa - [άτιτλο]



Απ' το χωρίο μου βλέπω όσα βλέπει
από τη Γη κάποιος κοιτάζοντας το Σύμπαν.
Γι αυτό και το χωρίο μου είναι μεγάλο
όσο κ' η ίδια η Γη...
Στις πόλεις η ζωή είναι μικρότερη.
Μας κάνουν πιο μικρούς γιατί μας παίρνουν
όσα τα ματιά μας μπορούσαν να μας δώσουν.
Μας κάνουνε φτωχούς γιατί ο μόνος
πλούτος του ανθρώπου είναι το να βλέπει.


Πηγή: Γιάννης Υφαντής, Ο κήπος της ποίησης, Εκδόσεις Οδός Πανός.

Απόστολος Λυκεσάς - Φλαμίνγκο



Τα τακτοποίησαν, τα κακόμοιρα, στο σαλόνι
σιωπηλά σαν αιχμαλώτους
σωλήνες ύδρευσης στριμμένοι σε ποδήλατα
κοιτάζουν το κόκκινο του κόσμου και θαρρούν
ότι με λίγο ροζ θα σεργιανίσει στην αυλή το δίκυκλο.
Πόσο ν’ αντέξεις όμως
βλέποντας την τρέλα να σκαρφαλώνει
με κόμπους σερπαντίνας στα πολύφωτα των αστών.
Τα είπαν μεταξύ τους
τσέβδισαν την ανημπόρια τους
φόρεσαν πένθος στο νύχι τους
αλλά το ρούφηξε κι αυτό
ο δαντελένιος βούρκος.

Απόστολος Λυκεσάς ( 1963)
Από τη συλλογή Στυμφαλίδες όρνιθες (2003)

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Ernesto Sabato - Αντίσταση

Είναι μέρες που σηκώνομαι από το κρεβάτι με μια τρελή ελπίδα, στιγμές που νιώθω ότι οι δυνατότητες για μια πιο ανθρώπινη ζωή είναι κοντά μας, φτάνει ν' απλώσουμε το χέρι μας.
Μια τέτοια μέρα είναι η σημερινή. Κι έτσι, κάθισα το χάραμα να γράψω σχεδόν ψηλαφιστά, βιαστικά, σαν κάποιος που βγαίνει στο δρόμο να ζητήσει βοήθεια μπροστά στην απειλή μιας πυρκαγιάς ή σαν πλοίο που, λίγο πριν βυθιστεί, στέλνει έναν ύστατο, φλογερό μήνυμα σε κάποιο λιμάνι που ξέρει που βρίσκεται εκεί κοντά, αλλά έχει κουφαθεί από το θόρυβο της πόλης και από την ποσότητα των επιγραφών που θολώνουν τη ματιά. Σας ζητώ να κοντοσταθούμε να σκεφτούμε το μεγαλείο που μπορούμε ακόμα να αναζητάμε, αν τολμήσουμε να αξιολογήσουμε τη ζωή με άλλο τρόπο. Μας ζητώ αυτό το κουράγιο που μας τοποθετεί στην πραγματική διάσταση του ανθρώπου. Όλοι μας, κάποιες φορές, υποτασσόμαστε. Όμως, υπάρχει κάτι που δε λαθεύει ποτέ: είναι η πεποίθηση ότι -μονάχα- οι αξίες τού πνεύματος μπορούν να μας σώσουν απ' αυτό το σεισμό που απειλεί την ανθρώπινη υπόσταση.
Αν αντί να τροφοδοτούμε τις εστίες της απελπισίας και της αγωνίας, παθιαζόμασταν αποκαλύπτοντας έναν ενθουσιασμό για το καινούργιο που να εκφράζει την εμπιστοσύνη που ο άνθρωπος μπορεί να δείξει στην ίδια τη ζωή, το αντίθετο ακριβώς από την αδιαφορία! Να σταματήσουμε να κλεινόμαστε μέσα σε τείχη, να λαχταράμε έναν κόσμο ανθρώπινο και να είμαστε κιόλας στο δρόμο.

Μετάφραση: Δέσποινα Μάρκου

Γιάννης Ρίτσος — Εαρινή Συμφωνία XXVII


Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.

Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο.

Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε.
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.

Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.

Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει.

Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;

Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.

Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.

Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.

Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας.

Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.

Ύψωσε τα ματόκλαδα.

Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.

Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε
να μη χαμογελάτε;

Ανοίχτε τα παράθυρα

Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας.

Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.

Εαρινή Συμφωνία, σελ.51-53

Γιάννης Ρίτσος - Ήθελα κάτι να σου πω



Ήθελα κάτι να σου πω,
κάτι να τραγουδήσω.
Ξέχασα και σένα ξέχασα και μένα.
Με πήρε το τραγούδι στο καράβι του.
Μες τα νερά του τραγουδιού
μ’ έπνιξε το τραγούδι,
έμεινε μόνο το τραγούδι.

Θεέ μου,
τι κουτό πατέρα πού `χεις κοριτσάκι!

Πάνω στην καρδιά μου,
κάτω απ’το σακάκι μου,
έχω φυλαγμένες
τις φωτογραφίες σου
κάνω τον αδιάφορο,
δεν μιλάω για σένα,
κάνω πως κοιτάω πέρα, τα βουνά,
κάνω πως χαζεύω τις βιτρίνες,
χαιρετάω τους φίλους μου ,
κουβεντιάζω,
γέρνω τη ματιά σ’ ένα βιβλίο,
κάνω πως κοιτάω τα παπούτσια μου,
μη με δούνε ,
μη με καταλάβουν
πως κοιτάζω μόνο εσένα,
πως δεν βλέπω κοριτσάκι παρά μόνο εσένα,
όμως κοίτα κοριτσάκι,
οι φωτογραφίες σου έχουν τυπωθεί στα ρούχα μου,
στάμπες στάμπες φως,
πάνω στο σακάκι μου,
πάνω στα μαλλιά μου και στα χέρια μου
μες τα μάτια μου
οι φωτογραφίες σου,
το παιδί μου,
το παιδί μου που γελάει,
το παιδί μου
στάμπες φως στην πόρτα μου
στάμπες φως στον αέρα
και το συννεφάκι πέρα,
στο βουνό,
στον ήλιο.
Όλοι με κατάλαβαν ,
κρύψε με στα χέρια σου.

Θεέ μου, τι κουτό πατέρα πού `χεις!

 

Τίτος Πατρίκιος - Ιστορία του λαβυρίνθου


Απ’ όταν ο Θησέας σκότωσε τον Μινώταυρο
ο λαβύρινθος εγκαταλείφθηκε, απολύθηκαν οι φύλακες
με τον καιρό γκρεμίστηκε η οροφή του
βγήκαν στο φως οι τρομεροί διάδρομοι
οι αίθουσες για τα βασανιστήρια, την ανθρωποφαγία
οι στοές με τις κρυμμένες εφευρέσεις
τους καταχωνιασμένους θησαυρούς
πέσανε οι τοίχοι, μείναν μόνο τα χνάρια
από περίπλοκα χαράγματα πάνω στη γη.
Όμως προσομοιώσεις λαβυρίνθων, σκοτεινές κατασκευές
δεν έπαψαν να χτίζονται με νέα υλικά
με καινούρια τέρατα, θύματα, ήρωες, ηγεμόνες,
φτιάχνονται προπαντός λαβύρινθοι με λέξεις
κάθε χρονιά μπαίνουν μέσα τους νέες φουρνιές
αγόρια και κορίτσια, με φόβο μαζί κι αψηφισιά
για τις παγίδες, τις καταπακτές, τ’ αδιέξοδα
φιλοδοξώντας να ξαναπλάσουν και να παίξουν
το παλιό δράμα προσαρμοσμένο στα νέα δεδομένα
δίνοντας στους κύριους ρόλους τα ίδια ονόματα
Μίνωας, Πασιφάη, Μινώταυρος, Αριάδνη,
Δαίδαλος, Ίκαρος, Θησέας.

Τίτος Πατρίκιος. 2002. Η πύλη των λεόντων. Αθήνα: Διάττων.

Ειρήνη Παραδεισανού - [Αξιότιμοι συνάδελφοι]



Αξιότιμοι συνάδελφοι
εσείς οι ποιητές με τη βούλα
εσείς που υπήρξατε υπάκουοι μαθητές
σχολών δημιουργικής γραφής
εσείς που τιθασεύσατε το μέσα σας υγρό
εσείς που βγάλατε τον μεγαλοπρεπή σκασμό
κι έπειτα είδατε τις πύλες των εκδόσεων ν’ ανοίγουν
και το σινάφι να σας κουνά την ουρά μεγαλόψυχα
εσείς που μάθατε να σκύβετε τη μέση με μιαν ευλυγισία αξιοζήλευτη
εσείς που τώρα κοιτάτε με συγκατάβαση και το αυτάρεσκο χαμόγελο
του ανθρώπου που επέτυχε
κάντε τον κόπο να σκύψετε το βλέμμα
ο Οιδίποδας
με τα τυφλά του μάτια
σας τείνει τα χέρια
να ψαύσετε ζητά
το σκοτάδι του.
....
18/5/2018

Νίκος - Αλέξης Ασλάνογλου - Εξομολόγηση

 Νύχτες πολλές λαχταρούσα να σου γράψω. Αισθήματα, ναυάγια καθημερινά, θα έμεναν χωρίς δικαίωση αν κάποιος δεν ερχόταν να τα καταγράψει. Έχεις τα ποιήματα, μου λέγανε. Όμως κι αυτά μένουν αδιάφορα, περιφρονούν την ομορφιά που τα γέννησε. Αντανακλούν τον κόσμο του ποιητή κι όχι τον εμπνευστή – αυτός πεθαίνει. Ύστερα, με τα ποιήματα, δε σταματά ποτέ η χλεύη κι η κατάκριση κι ο διασυρμός. Πως επιτέλους θα προστατευτούμε; Κάνοντας ίσως σύστημα ζωής να διαπομπεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό στα μάτια εκείνου που αγαπούμε. Μες στο αργό αυτό ξετύλιγμα της ψυχής μας υπάρχει ένας θρίαμβος ατομικός που κανένας δε φαίνεται να τον καταλαβαίνει.

 
Πότε σε γνώρισα… Αργός ερχομός που επισκευάζει τα παλιά χαλάσματα, ώρες χαμένες στα καφενεία ή σεργιανίζοντας τη θάλασσα κάθε πρωί. Τίποτα πια δε θα μ’ αλλάξει, έλεγα, κι έβλεπα γύρω μου φιλήδονους αστούς, πόστα και ρεβεράντζες και κουρσάκια ιδιωτικά, μπασκετμπολίστες φιλοχρήματους, κι εγώ μόνος μου κι έκθετος σα μια κηλίδα ανεξίτηλη πάνω στην πόλη. Κι όταν πήρα την όψιμη απόφαση να φύγω στη Γαλλία ή στο Αλγέρι για σπουδές, ήταν απόγνωση στο βάθος – ανώνυμος στιχοποιός και πάροικος να δοκιμάσω έναν καινούριο τρόπο σωτηρίας.
 
Ποιός σε περίμενε…Όχι το βράδυ εκείνο μέσα στα φώτα, στη βραδινή εξάτμιση της θάλασσας. Κι όμως, πως σε κατάλαβα να έρχεσαι, δροσιά καλοκαιριάτικη σαν τα προάστια που απλώνονται στις παρυφές των βουνών μόλις πέφτει το βράδυ.
 
Κι ήρθε η στιγμή. Ριπή των ματιών που διασταυρώνονται μετέωρα και που θα πεί είσαι συ κι όχι άλλος. Εσύ ο αναμενόμενος που ανατρέπεις μέσα μου την τάξη του κόσμου. Είσαι η νέα οργάνωση με το διαβήτη της καρδιάς, ότι ονειρεύτηκα παράφορα περνώντας σαν έπιπλο από χέρι σε χέρι. Μα όταν σε λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε κι εσύ βημάτιζες αργά κι ανέβαινες, κι εγώ καθυστερούσα και λαχάνιαζα, κι όλα προετοίμαζαν το χωρισμό, τότε συνήλθα και είπα, παραιτήσου ψυχή μου. Εμείς που είμαστε οι πιο κατάλληλοι, είμαστε οι καταγέλαστοι του κόσμου αυτού. Διψάμε ο ένας τον άλλο τόσο αλλόφρονα που μόνο μες στην απάρνηση θα ολοκληρωθούμε.
 
Δέκα μέρες μετά, ανταμωθήκαμε στα έρημα ακρογιάλια της Χαλκιδικής. Αργά το απόγευμα είχαμε αφήσει πίσω το χωριό και προχωρούσαμε προσεχτικά πάνω στην άμμο. Η μέρα ήταν ζεστή μα φύσαγε. Κι εμείς γυρεύαμε μιαν αμμουδιά για να περάσουμε τη νύχτα.
 
Τώρα μπορούσα να σε δω πιο καθαρά καθώς λιγόστευε το φως. Βασιλεμένη ομορφιά μες στα νερά της θάλασσας, με καθαρότητα πουλιού, βημάτιζες αργά, αδιάφορος κι αμίλητος, ανύποπτος στην αγωνία μου που άρχιζε, σχεδόν σκληρός, κι έφεγγες αποχτώντας έτσι διαφάνεια. Κι όταν στρατοπεδεύσαμε καθώς σουρούπωνε και ψάρευες ακόμα μοναχός, κι οι θόρυβοι των άλλων πέσανε στην άπνοια που ακολούθησε μετά κι ύστερα έπεσες κι εσύ κι απομακρύνθηκες κι έβλεπα τα μαλλιά σου να πλέουνε στη θάλασσα, τότε γαλήνεψα περιμένοντας το κακό.
 
Κι ήρθε το άλλο πρωί. Ώρες που κύλησαν μονόχνοτα χαζεύοντας τη βάρκα που σας πήρε για το ψάρεμα, μαύρη κηλίδα απλωμένη στον ήλιο. Και σεργιανούσα τις πένθιμες λουρίδες του νερού που ανοίγονταν στο πέλαγο όταν φτάσαν οι ξένοι.
Ήρθαν πολλοί. Σιγά σιγά μαυρίζανε σαν έντομα την περιοχή, λερώνανε παντού, σήκωναν σκόνη. Ασχημονούσαν και φωνάζανε ανάρμοστα κι οι πιο θρασείς φτάσανε στο τραπέζι μας και μας ζητούσανε να φύγουμε γιατί θα τους χαλνούσαμε, λέει, το κέφι. Καθώς η κατακραυγή έγινε γενική κι εμείς ξεφεύγαμε κυνηγημένοι ως το χωριό, σου είπα καθώς επέστρεφες στη θάλασσα: Αυτοί είναι η ρίζα του κακού. Βάναυσοι, ανίκανοι για ομορφιά, ηθικολόγοι. Τότε αντιμίλησες κοφτά κι η φωνή σου είχε μιάν αλλοίωση απερίγραπτη: Χωρίς αυτούς θα υποφέραμε χειρότερα. Το δικό μας κορμί θα μας φάει στο τέλος, να είσαι σίγουρος. Τι σου φταίνε οι άλλοι.
 
Ατέλειωτο απομεσήμερο στον ίσκιο ενός δέντρου δροσερού. Η επιθυμία μού έφερνε ζάλη. Κατέρρεα σιγά σιγά, δεν είχα τίποτε πια να σου πω, κι όμως πώς λαχταρούσα να εξομολογηθώ κι ύστερα να ζητήσω τη συγνώμη σου, που η σκέψη μου σε σπίλωνε, και το χειρότερο, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι όταν ο ήλιος πνίγηκε στα σύννεφα κι η μπόρα φαίνονταν να έρχεται ακάθεκτη κι ο άνεμος μού ‘σφιγγε τη φωνή, μέσα μου γρύλιζα, ας έρθει.
 
Κι η κρίση ήρθε. Εκεί, μες στο λεωφορείο της επιστροφής, στο μέσα κάθισμα, πίσω απ’ το τζάμι. Ένα μούδιασμα των χεριών και το πρόσωπο γέμισε δάκρυα χωρίς ούτε μια σύσπαση να το χαράξει. Οι επιθυμίες είχανε πια εξατμιστεί – η απόγνωση κι ο πανικός πώς όλα τέλειωναν μου προκαλούσαν έναν πόνο φριχτό στο στομάχι. Σε ξέρω καλύτερα απ’ τη μητέρα, το κορίτσι σου. Σε νιώθω περισσότερο απ’ αυτούς κι ούτε κουβέντα δε θα μπορέσω ποτέ μαζί σου να στήσω.
Μη βγάζεις άχνα, λέξη. Θα προσπεράσεις, ψυχή μου περήφανη, ακατάδεχτη, θα προσπεράσεις, είπα σιγά
.
Δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μέρες που μ’ ακολούθησαν χωρίς σκοπό, μέρες ολόιδιες που μ’ έτρωγαν στα ίδια μέρη. Δρόμοι της πόλης που περάσαμε μαζί, πόλη ζεστή, ανάλγητη, κι εσύ παντού μα πουθενά κι ο χρόνος μου περίσσευε κι εγώ ζητούσα απεγνωσμένα έστω μια λεπτομέρεια σου να με κρατήσει.
 
Δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Νύχτα του Αυγούστου πνιγερή που επιβιβάστηκα στον Πειραιά φεύγοντας για τη Μασσαλία. Η ζέστη ήταν αποπνικτική. Απ’ το κατάστρωμα άκουγα τα μοτέρ της μηχανής, η αποβάθρα ήταν έρημη και το λιμάνι άχνιζε στο κάρβουνο και στη λίγδα.
 
Και ξάφνου, μες στις μαούνες και τους γερανούς, ήρθε στ’ αυτιά μου μια μουσική γλυκιά απ’ την Αθήνα. Τα γόνατα μου λύνονταν καθώς χιλιάδες φώτα άναψανε με μιας κι οι δρόμοι ανοίγανε στη θάλασσα κι αρχίνησε μια ατέλειωτη πομπή κι οι πόρτες των σπιτιών με καλωσόριζαν κι η άσφαλτος με δρόσιζε, εμένα, το μετανάστη κάποιας άλλης εποχής που έφαγε τα χρόνια του μες στην παρανομία.
 
Και σε είδα τότε για στερνή φορά πάνω στα κράσπεδα του δρόμου που ανηφόριζε, σχεδόν τυφλό απ’ τους προβολείς, κι είχες μεθύσει απ’ την οχλαβοή κι έτρεχες να προλάβεις για να μου μιλήσεις. Κι η ομορφιά σου είχε το άρωμα της εποχής που σε γαλούχησε, ένα άρωμα γλυκόπικρο αυτού που ζήσαμε με ότι έρχεται ή ετοιμάζεται νά ‘ρθει. Κι η γεύση αυτής της διάρκειας μού ‘δινε μιαν απερίγραπτη χαρά και με μαλάκωνε κι ο πόνος μου γλυκαίνονταν καθώς σκεφτόμουνα πως ήρθε επιτέλους η εποχή να τα πούμε.
 
Κι είπα, καρδιά μου, κράτησε όσο μπορείς πιο ζωντανό κι ανάγλυφο τον άνθρωπο και τη φωνή. Μέσα στ’ αυλάκι του καιρού ας δέσει ο σπόρος του. Άλλοι θα γεύονται τον καρπό. Για μας, η νύχτα είναι καλή, θα καταπιεί όσα τραβούμε.
 
 
[από το 10ο τεύχος του περιοδικού Διαγώνιος το 1967]
 

Chopin Nocturne Op.9 No.2 (Arthur Rubinstein)


 

Χάρης Μελιτάς - Ονείρων και μνήμης γωνία


Αύριο κηδεύουμε ένα παλικάρι.
Στην Παλαιστίνη, στο Ιράκ, στο Βιετνάμ
στην Κύπρο, στη Συρία, στο Θιβέτ
στην Πράγα, στο Σαντιάγο, στη Μαδρίτη
στο Βελιγράδι, στο Μπουένος Άιρες
στο Σύνταγμα, στα Γιούρα, στο Γουδί
στην Αφρική ή στην Ασία - έχει καμιά σημασία;
Αύριο κηδεύουμε ένα παλικάρι.
Καταμεσής της γάζας τ' ουρανού
Ονείρων και Μνήμης γωνία.
Εκ δεξιών του Χριστού.
Εξ αριστερών του Σωκράτη.
Εκτός των σφυγμών του καιρού.
Πέραν των κελευσμάτων του κόσμου.
Διάγνωση;
Εγκαύματα ανείπωτου βαθμού.
Άγγιξε τον ήλιο της δικαιοσύνης τον νοητό
ο ανόητος
είπαν οι μαριονέτες στις ειδήσεις.
Όμως πιστεύουμε θ' αναστηθεί.
Την τρίτη ημέρα, κατά τας γραφάς.
από τη συλλογή παράσταση ήττας, εκδ. μανδραγόρας 2012

Αργύρης Χιόνης - [άτιτλο]

Όποιος χαράζει τ’ όνομά του στη φλούδα ενός δέντρου, πράξη τελεί

ερωτική ημιτελή. Αν θέλει να ολοκληρωθεί αυτή η πράξη, πρέπει και

στη δική του φλούδα να χαράξει το όνομα του δέντρου. Μονάχα τότε θα

θροΐσουν γλυκά τα φύλλα της καρδιάς του.

 

Αργύρης Χιόνης, Στο υπόγειο, εκδ. Νεφέλη, 2004

Γιάννης Βαρβέρης, "Εν φαντασία και λόγω"

ΕΝΟΧΉ


Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος
που μας κοροϊδεύει.
Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας
τις ακτίνες του.
Πόσο επαίσχυντα ωραίοι
όταν τραβάμε το σύρτη.
Και μένουμε άφωτοι 
ο ένας απέναντι στον άλλον.





Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ

                                                      Ο θάνατος υπάρχει. Είναι ο μεγάλος πατέρας
                                                      που μας φύτεψε στη μήτρα της ανυπαρξίας.

                                                                                         Γ. Θ. Βαφόπουλος


Διακρίνω στο νερό τροχισμένα χαλίκια τα μάτια μας
σπόνδυλους του θανάτου που μεγαλώνει μέσα στους νεκρούς.

Δρέψτε κάθε καρπό:
Το αίμα της καρδιάς του αγαπημένου φίλου
τους ασίγαστους έρωτες
μ’ ένα σουγιά ξεφλουδίστε
τα σπίτια σας και τα παιδιά σας.

Αφού πεθαίνουμε από θάνατο φυσικό
η μέτρηση των ημερών μας
ανήκει στους νεκρούς
με τ’ ανύποπτα συναισθήματα.

Είναι στο χέρι των νεκρών
κάθε απόφαση
κάθε προμελέτη
πηγάζει από το μίσος τους
κι ενσωματώνεται στην ανάμνηση
της κάθε μέρας.

Δρέψτε κάθε καρπό
κι ας μην ωρίμασε ακόμη σε θάνατο·
γιατί στάθηκε πάντα αμφίβολη
η νεκροψία της ποίησης.



Η ΘΑΛΑΣΣΑ


Ζω σ’ ένα δωμάτιο
γεμάτο πίνακες ζωγραφικής
που απεικονίζουν
θάλασσες.
Τη νύχτα νιώθω να με απορροφούν
μια δίνη πράσινη
ίσια στη νεκρή καρδιά τους
σαν μαχαίρι.

Ενδοιασμούς όμως η θάλασσα δεν έχει·
κι εγώ δεν πάσχω από υποψίες.




Η ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ


Οι θλίψεις πρέπει να σιωπούν
όταν σταλάζει μέσα μας ο βαρύς όρκος.
Η πορεία προς τους ξένους κοιτώνες
είναι καθήκον των ψυχών
στο μικρό τους θάνατο.
Ώρα την ώρα
αλλοιώνονται τα πρόσωπα
τα μέλη αφυδατώνονται
προβάλλονται στο επίπεδο του απείρου
κι επιστρέφουν τιμωροί θεοί
με τη δικαιοσύνη
και τη μοναξιά.




ΑΝΗΚΩ


Στις άκρες των πλήκτρων μου
φύτρωσαν νεκροί και τραυματίες.
Ονειρεύονται τ’ όνειρό μου
διαδίδουν την ύφανσή του
την όρχησή του την επιθανάτια.
Μύθος οι αλέκτορες κι οι υποκρούσεις.

Ανήκω στο συνδικάτο των τύψεων.



Από τη συλλογή «Εν φαντασία και λόγω», (1975), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Γιάννης Βαρβέρης - Ποιήματα, Τόμος Α΄, 1975-1996», εκδ. Κέδρος. (Γ΄ έκδοση, 2008).

Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/

Τάσος Κόρφης - Του μιθριδατισμού


Δε θέλω να χαθείς σαν το καράβι
Που αφήνει ολόγυμνη την προκυμαία,
Μια νύχτα που δεν περιμένει αυγή, ούτε
Καπνό αναθρώσκοντα από νέες αφίξεις.
Δε θέλω να με ταπεινώσεις και να φύγεις.
Αλλά σιγά - σιγά σαν δηλητήριο σ' άρρωστη φλέβα
- Που ακόμα αντέχει -, σαν αρχικές δονήσεις
Σεισμού, μ' επαναλήψεις από μικρές στερήσεις:
Απομακρύνσεις κι απουσίες τυχαίες.
Θα πρέπει να συνηθίσω τον χαμό σου,
Να τον αποσυνδέσω από τον δικό μου
Χαμό.

Σαράντος Παυλέας - Το λοξό πεύκο


«Αργά ονειρεύτηκα / άγρια κυκλάμινα / να παλεύουν / στον άνεμο της νυχτιάς . »
Από την ‘Άλλη όψη’ Ρωξάνη Παυλεα.
Είχαμε κάποτε ένα πεύκο καλό μας σύντροφο και φίλο , τότε που γυρίζαμε πάνω στα βουνά , ένα πεύκο που το ‘ χε κάποτε ένας συχνος άνεμος λοξέψει και μεγάλωνε , μεγάλωνε λοξό φέρνοντας και τα κλαδιά του λοξά και το αγαπούσαμε και μας αγαπούσε το λοξό μας εκείνο πεύκο •μ’ολες του τις πευκοβελόνες του τραγουδούσε μ’ ένα συριγμό στον αγέρα στην πιο ψηλή όχτη της πλαγιάς ·πάνω στο ψηλό του λόφο θρόιζε , λίγο μακριά από τ’άλλα τ’αδερφια του,θρόιζε ,θρόιζε και μας παρηγορούσε , μας δρόσιζε, μας σκέπαζε με τη σκιά του την πλούσια μέσα στου καλοκαιρινού μεσημεριού την εξέχουσα λαμπρότητα . Αισθανόμασταν σιμά του όταν του ήλιου γινόταν ένας καλός υμνωδός κάτι το θεϊκό ·σαν ν’ ανταμώναμε μαζί του το θείο έξω από το χώρο και το χρόνο , όταν το λοξό πεύκο χαιρόταν το γκρίζο το επίμονο ανεμόβροχο ψάλλοντας τον ύμνο του στη ζωή μαζί με τ ‘άλλα τ’αδέρφια του το ίδιο κι αυτό τόσο καλά ανέγνοιαστο μέσα στο σμαραγδένιο δήμο των δέντρων.
Σαράντος Παυλέας ,Συμπαντική Διδακτική, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 116.

Πέμπτη 25 Μαΐου 2023

Τόλης Νικηφόρου - το χαρούμενο ποίημα


έπεσε σαν νιφάδα από τον ουρανό
και στροβιλίστηκε στα μάτια των παιδιών

μα τι γυρεύει ένα ποίημα χαρούμενο
σ’ αυτόν τον λυπημένο κόσμο;
και τι γυρεύει ένας κόσμος λυπημένος
σ’ αυτό το χαρούμενο ποίημα;

τίποτα δεν γυρεύουν
δεν έμαθαν ποτέ γραφή και ανάγνωση

Μυστικά και θαύματα | ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007.

Χρίστος Λάσκαρης - Παίζοντας με τα θύματά της


Η θάλασσα

ποτέ της δε μας πνίγει.

Μας φέρνει στο αμήν

και μας αφήνει.


Μας θέλει

για την επόμενη φορά.



Νάνος Βαλαωρίτης - Αυτό το τελευταίο


Υπάρχουν ακόμα Δευτέρες
Τρίτες Τετάρτες καταναλώ-
νουμε φαγητά της ώρας
είμαστε αναγκασμένοι να
καιροσκοπούμε με τους κερδί-
ζοντες –να χάνουμε με τους
χαμένους –να ‘μαστε πρώτοι σε
όλα τα κακά και μη χειρότερα-
να βαδίζουμε άκρη άκρη
όπως τα φοβερά μουλάρια…
στ’ απόκρημνα μονοπάτια
να γινόμαστε γελοίοι με τους
γελοίους και σοβαροί με τους
σοβαρούς –κάπως έτσι
δεν μας έμαθαν να συ-
μπεριφερόμαστε ώστε
να βρίσκουμε πάντα μία
σκιώδη πρόταση ν’ αποδεί-
ξουμε ότι είμαστε ενη-
μερωμένοι- πόσο κουραστικό
αυτό το τελευταίο…
Αθήνα 17 Απρ.2016

Τάσος Δενέγρης, Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος (1975)

 

ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Κλείστε τα φώτα
Σφαλίστε την πόρτα
Κλειστά τα παράθυρα
Κι ανοίχτε το παράθυρο να παίζει εμβατήρια.

Φέρτε τους τοίχους και βάλτε κρέπια
Μαζέψτε ψωμιά και κάντε παξιμάδια
Χοντρέμποροι συνάξανε τα λάδια
Εμείς θα φάμε ψάρια με τα λέπια.

ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
Συνοικίες ντυμένες κουρέλια
Σχήματα καπνού σου κλείνουμε τις πύλες του ουρανού
Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
Σουρούπωσε και σκίζονται
Στα στήθη της σιωπής σου
Σεληνιακά πετρώματα
Σεντόνια δίχως πτώματα
Σοβάδες πλίνθοι χώματα
Στην πόρτα της ντροπής σου.

ΛΕΥΚΟΣ ΙΠΠΟΣ

Οι καλπασμοί σπαθιών αιχμές
Απʼ του εδάφους τις σχισμές
Διάχυτος βόγκος στον αέρα
Μετράει το φως κλείνει τη μέρα
Οι άγκυρες του πληγωμένου σκάφους
Ίδιοι σταυροί πάνω στους τάφους

ΕΛΕΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Τώρα θα πω το πιο βαρύ:

Εκείνοι που φύγαν πριν αισθανθούν
Τη χαρά του δέντρου που βλέπει να μεγαλώνει
Να βγάζει κλαδιά και φύλλα μέρα τη μέρα
Πριν κατοικήσουν το σπίτι, ένα ήσυχο σπίτι στο πλάι
Της θάλασσας

Εκείνοι που φύγαν πριν μιλήσουν
Αυτά που θα θέλαν να πουν
Εκείνοι που κόπηκε η σκέψη τους
Στη μέση απʼ την αρρώστια
Που σαπίζε το κρέας η χαλνά το αίμα
Ή εκείνοι που μείναν στα βαθιά φαράγγια της Ασίας
Δίχως την αφή της γυναίκας στα μέλη τους που τέλειωσαν
Εκείνη που προπορεύονταν εξακόσια φεγγάρια
Παχιά σύννεφα σκεπάζουν το πρόσωπό τους
Οι πράζεις τους κοιμούνται στη χώρα των λωτοφάγων.

ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ

Λουλούδια φέρετρα και υγρασία
Είναι πικρό τα οργανικό ταʼ αλάτι
Την ώρα που τʼ αμάξια περιμένουν πελατεία
Στη στρογγυλή πλατεία
Κι ο κόσμος κάνει υπομονή

Λουλούδια σύννεφα χοντρά βιβλία
Είκοσι χρόνια σκορπισμένα
Στα χαμένα
Κι αυτοί που σου σπρώξαν το χέρι
Στο στόμα τώρα βάλαν βουλοκέρι
Και σταμάτησαν κάθε ομιλία

Λουλούδια, σινεμά, χοντρά βιβλία…

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΓΡΙΑΣ ΠΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΕΥΕ

Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω
Μόνον η καρδιά μου πάει να χτυπήσει την ξύλινη πόρτα
Εκεί που η γριά, σταματημένο ρολόι σε άσπρό τοίχο
Προσμένει ταφή.

Χτες μάζευε στην ποδιά της ελιές
Προχτές νήστευε το ψωμί που δεν είχε
Τώρα η μνήμη της στέκεται ακίνητη σαν τη γυναίκα
Του Λωτ.

Ούτε που μπορεί να σκεφτεί τις συνέπειες
Την ώρα που οι άγγελοι με μαύρες πανοπλίες
Έχοντας μες στα μαλλιά τους αθανάτους
Την κουβαλούν μέσα από κεφαλαία διαστήματα.

Φωτεινή του στενού
Παρανάλωμα των σκύλων
Καλόγρια δίχως μοναστήρι
Ελονοσία ο σκύλος του φαρμακοποιού
Δεν ξέρω ποίος θα ρθει να σταθεί
Σα μεγαλώσει ο θάνατος
Κι αλλάξουν σκοπιές οι φρουροί.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Είναι μια πρόφαση θανάτου και το ταξί
Που τρέχει συντηρητικά σε κεντρική λεωφόρο
Η μυωπία του άλλου οδηγού
Ανεβαίνει την πάροδο
Δεν σε γνωρίζει, δεν σʼ αγαπά , δεν έχει το παραμικρό μίσος
Κι όμως είναι μια πρόφαση θανάτου
Για σένα που καπνίζεις ανύποπτος στο σκοτεινό ταξί.

Αυτό είναι καθαρός παραλογισμός
Και η ερμηνεία του σκοτεινή
Σα Μεσαιωνική Δικογραφία.

ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ

Ο δεκαετής Λεονάρδος
Τρέχοντας με ποδήλατο
Έπεσε κι έγδαρε το γόνυ.

Απέθανε σε φρικτούς πόνους
Α η ασθένεια καλείται τέτανος
Οκτώ σειρές στην Εθνική Εγκυκλοπαίδεια.

Ο μικρός λεονάρδος πρέπει να είχε πολλή μοναξιά
Αν κρίνει κανείς πως φίλοι του
Ήσαν ο πεθαμένος του παππούς
Τον οποίον εγνώριζε από αφηγήσεις
Κι εκείνο το κοκκινόχρωμο ποδήλατο.

Απʼ τους τρεις μένει μόνο το ποδήλατο
Κλεισμένο σε σκοτεινή αποθήκη
Ανάμεσα σε φωτογραφίες παλαιστών
Και σκουριασμένα είδη ψαρικής

ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ

Το πλήθος έχει την στάση των ευκαλύπτων
Και την ακινησία των αγαλμάτων

Άνθρωποι με στολή και προβολείς οκτώ αυτοκινήτων
Ανιχνεύουν το βάθος της λεωφόρου
Εκεί που διαγράφουν τροχιές πελώριοι ίσκιοι
Και τα κυπαρίσσια εγγίζουν το δέρμα του φεγγαριού
Προκαλώντας ρίγος στους εξώστες του στερεώματος

Κανείς δεν κατάλαβε πως έγινε το κακό
Διέφυγαν όλοι
Και το κρεουργημένο θύμα διέφυγε, άγνωστον πως,
Αφήνοντας μόνον τρία ή τέσσερα δάκτυλα
Και το καμένο κτίριο έφυγε προς άγνωστον κατεύθυνσιν

Έμεινε μονό η μπανιέρα
Κι εκείνα το χρυσόχαρτα
Που μάζευεν η κυρία του τετάρτου για τους τυφλούς
Ή καλύτερα για το σκύλο που οδηγεί τους τυφλούς

Κανείς δεν ξέρει πως έγινε το κακό
Πολλοί διερωτώνται αν έγινε το κακό
Κι εξακολουθούν να έχουν τη στάση των αγαλμάτων.

ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ

1
απʼ όλες τις γυναίκες που ήταν στο νησί
εκείνη που απουσίαζε ήταν και η πιο ωραία.

2
και αν σου κρατούσα το κεφάλι μέσα στο νερό
και να προσπαθούσα να σε σβήσω
σε ξένο κρεβάτι και νέες συνήθειες
ήταν γιατί σε αγάπησα πολύ
κι ετρόμαξα πολύ
να μη μου φύγεις.

3

κι ο πίθηκος σκυφτός πίσω από το πόμολο της πόρτας
σε μια βδομάδα κάτου απ την λάμπα
στο δρόμο του νοσοκομείου
σιωπή, σανίδες και ασετιλίνες εργατών
στα πληγωμένα πεζοδρόμια
σʼ αυ6τον το δρόμο με τη λάμπα
ένα ξένο δαιμονικό βλέμμα
στα μάτια σου
κράτησα σφιχτά τη σάρκα της Ελένης
με το ξένο βλέμμα
να με πανικοβάλλει.

4

άδειος όσο κι η στέπα
απαλλαγμένη από καμπάνες και βλάστηση.

ΟΔΟΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ

Ο πίθηκος χορεύοντας με κρέπια και το αρμόνιο
Μες στην πισίνα τα ποντίκια
Όπως στη θάλασσα τα φύκια
Η λαμαρίνα και ο αετός
Άσπρα φεγγάρια κρεμασμένα
Η δυσπιστία αυτή μας πνίγει
Χρήμα συμβόλαια και κυνήγι
Σύρμα χοντρό για να μη φύγει
Η θάλασσα και ο αετός

Οι καλλονές ίδιες αντίκες
Τζάμια κινήσεις αρχαίες νίκες
Η ερημιά πηχτή και ο τρόμος
Οι καλλονές και οι ψυχώσεις
Φωτογραφίες και κομμώσεις
Γραμμόφωνα φωνές ο δρόμος

Ψέμα και ψέμα μες στο βλέμμα
Εδώ η ναυτία στις παρόδους
Ξερά στεφάνια στις εισόδους
Τα έντυπα και ο θυρωρός
Πίσω απʼ το σχήμα και τη σάρκα
Ίσκιοι στους τοίχους σιωπή στα πάρκα
Τα πρόσωπό σου κι ο καιρός.

ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ

Δεν φοβάμαι το ρεύμα των ποταμών την αγρύπνια και
Το λεπίδι
Μόνον τους κλητήρες
Και τις κυρίες που πίσω από καρότσια νηπίων κατασκοπεύουν
Στο διάβα σου.

Όσο για τις αράχνες τρομάζω το σιωπηλό τους περπάτημα
Κι εκείνη τη μεταφυσικήν ικανότητα να στέκονται στο
Ταβάνι
Παρακολουθώντας με σκοτεινό μάτι τη σκέψη σου
Δίχως να βγάζουν τον παραμικρό ήχο φωνής.

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΟΥ

Κι όποιος μπορέσει να περπατήσει στη βροχή
Χωρίς να βρέξει τη σκιά του
Έχει το Θεό μέσα του
Πατήρ Υιός και Άγιον Πνεύμα
Φλεγόμενη Βάτος, Εσταυρωμένος και Περιστερά των
Λαών
Για τους άλλους λιμοκτονία, ταγιέρ, έλεγχος των γεννήσεων
Φωτογραφίες των σταρ.

Κατάματα στο Χάος
Ματαιότης Ματαιοτήτων
Κρεμασμένος στην οργή σου
Περιμένοντας το δαίμονα να βγει
Για να εξισωθείς με τους άλλους
Λιμοκτονία , ταγιέρ, φωτογραφίες των σταρ κτλ

ΣΕΞΟΜΑΝΙΑ

Απότομα πετιέται η μανία μέσα του
Για πόλεμο, ρυθμό ερωτική πράξη
Ο καιρός άλλαξε ξαφνικά
Ήπιος, ο αέρας μεσίστιος, η δύναμη στο χώμα και στα
Φυτά.

Η αλλαγή αντιστρέφει το αίμα, κλείνει βροχές
Εγκαινιάζει διαδηλώσεις, γιορτές αγρίων, επαναστάσεις
Εγχρώμων.

Ερωτική πράξη με τη συντέλεια του κόσμου
Όχι στον αμφιβληστροειδή
Ούτε σε φωταγράμματα ταινιών
Διάχυτη στις αισθήσεις και στην ψυχή σου
Με την συντέλεια του κόσμου
Για δέκα δευτερόλεπτα όσο και ο τελευταίος σπασμός

ΙΩΑΝΝΑ

Περιμένοντας στα σκοτεινά σε δρόμους κεντρικούς
Κυριακή βράδυ περιμένοντας
Κυριακή βράδυ
Ιωάννα του Αυγούστου την υψηλή σου σιλουέτα περιμένοντας
Αδύνατον να διώξω την σκέψη μου
Απʼ τα λεία στρογγυλά σου γόνατα
Κι εσύ ταξίδευες προς το βορράν.

Περιμένοντας την Αγία Ιωάννα
Ιωάννα πόρνη
Αγάπη μου Ιωάννα, το γνωστό βηματισμό σου περιμένοντας
Κυριακή Τρίτη Τετάρτη
Την Ιωάννα ματαίως περιμένοντας
Μην αντέχοντας το πλήθος
Πρώην επίσημοι τέως φίλοι νήπια καλλονές
Μπερδεύοντας επίτηδες τη σκέψη μου
ΑΣΤΗΡ Βουλιαγμένης Κοινή Αγορά
Μόνο και μόνο για να μη σκέπτομαι
Την Ιωάννα μισόγυμνη στα σκοτεινά της πανσιόν.

ΑΝΕΥ ΟΡΙΩΝ

Εινʼ ένας κόσμος άδειος από σένα
Επινοήσεις τα υπόλοιπα
Και τεχνάσματα της στιγμής
Το τοπίο
Λέγεται Μέξικο Σίτι
Ή ωρολόγιον του Κυρίστου

CLOSE- UP

Είδα την αγαπημένη μου
Σε δυσάρεστους διαδρόμους
Και παπάδες , ιερείς του Θεού

Αστυνομία πόλεων, ο φίλος του φίλου μου
Νύχτες Σαββάτου
Η τρέλα στις τσέπες
Είδα την αγαπημένη μου.

ΕΣΧΑΤΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ

Πράσινη πόρτα
Τα φώτα μελετώντας
Παιδικές αρκούδες που μιλούν με την κοιλιά τους

Ξεριζωμένος
Απελπισία
Κραυγή
Μαχαίρι
Απειλή
Φασματοσκόπιο σλάλομ αλμυρή έρημος

Τα φώτα του τρίτου ορόφου μελετώντας.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ

Όταν ο πρίγκιψ απέβαλε τα σιδερικά της πανοπλίας
Κι εζήτησε να βαπτισθεί χριστιανός
Το εκκλησίασμα απειλητικόν μετά την βάπτισιν τον
Εκύκλωσεν
Κι ήρχισε να τον κτυπάν με μανίαν
Ο πρίγκιψ υπέμενε σοβαρός
Προσπαθών να διακρίνει γνωστούς
Που πιθανόν ηδικήθησαν
Δεν ηδυνήθη όμως να ιδεί πρόσωπα
Διότι το μίσος τα είχε μεταβάλει εις τροχούς
Στρεφομένους με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Ούτω παρέμεινε κοιτάζων απλανώς
Ενθυμούμενος πιθανώς την παιδική ηλικίαν
Την οδόν Δεινοκράτους με τις γκαζές
Εις την προθήκην εμπορικού
Τα Τουρκοβούνια τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο
Την Λουκία κι ίσως πράγματα αξεδιάλυτα
Κι ασήμαντα για τον αναγνώστη

Αργότερα το εκκλησίασμα εκ κοπώσεως ή ανίας προφανώς
Εσταμάτησε τα ραπίσματα
Και καθείς εξ αυτών επανήρχισε
Τας καθημερινάς του ασχολίας
Κομμωτήριον ο εις, μέτοχος εις Εταιρείαν ο άλλος
Παίκται του μπέιζ- μπολ, ξεναγοί, ανθοπώλαι.
Ο πρίγκιψ λησμονημένος εγκαταλείφθη
Εις τας παρυφάς της πόλεως
Πλησίον εργοστασίου χολυβουργίας

Έκτοτε περιπλανάται καπνίζων
Με γκρίζον αμπέχονον της Αεροπορίας
Αδιφορών δια τα καυσαέρια, τας εκλογάς
Τους συγγενείς και το Θεάτρο
Δεικνύων Δε ιδιαιτέραν προτίμησιν
Εις τα παγωτά ΒΕΓΑΣ και τα ποδοσφαιρικάς συναντήσεις
Τας διεξαγόμενας απογεύματα Κυριακών ή Τετάρτες.

Η ιστορία δεν είναι φανταστική
Διεσώθη Δε υπό το όνομα «η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά».

ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ

Είτε μπαλκόνια ή φώτα δρόμου
Το γεγονός τετελεσμένο
Μέσα σε φάκελο κλεισμένο
Στην διάθεση του ταχυδρόμου.

HIGH AND DRY

Το ξέρα πως με ήχους
Πως μονάχα με ήχους θα φτανα στην σελήνη
Στο πίσω μέρος της σελήνης
Πράσινο
Πράσινο χλομό
Με τις κούφιες κοιλιές των νταμαριών
Πράσινες
Κι έτσι καθώς πύκνωναν οι ήχοι
Φτάναν απʼ όλες τις μεριές
Γυναικόπαιδα και πολεμιστές
Με θάμνους ξεριζωμένους στʼ αριστερό χέρι
Και ξύλινα δόρατα στο δεξί ή χρυσόψαρα

Κι όσο ξεμακραίναν οι ήχοι
Πότε το βήμα το βαρύ της τίγρης
Πάνω στα μαύρα καμένα σπαρτά
Πότε μια τέλεια μαθηματική σκέψη
Σαν ιστός αράχνης
Κι όλα παγωμένα
Καμπάνες και κρύσταλλο
Καθώς κατέβαινε το πνεύμα
Να εξαγνίσει το μίσος

Και μεις αγγίζαμε την πράσινη φλούδα του φεγγαριού.


(Επιλογή-Επιμέλεια Νίκος Λέκκας)
Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/