Πηγή: Βερονίκη Δαλακούρα, ποίηση '67-'72, Αθήνα 1972.
Το είχα σπείρει κάτι σπόρους που δεν ήξερα και
φαίνεται είχε αρχίσει το ξεμύτισμα επειδή. Μι-
κρά πράσινα φυλλαράκια όλο ξεμύτιζαν μέσα
απ' το σβολιασμένο χώμα έτσι ξερό μια ξηρα-
σία. Μεγάλη ενώ γυρεύοντας νερό να τα δροσί-
σω ούτε σταγόνα ίχνος πουθενά που εγώ ρου-
φώντας τότε σάλιο μες στο στόμα μου
Δεν είχα και ούτε κάτουρο μου ερχόταν ώσπου.
Ήταν απέναντί μου λεμονιές να τρέξω εκεί
αλλ' αδίκως. Που ας ήταν πλήθος τα λεμόνι
από μακριά πλησιάζοντας δεν είχε ήταν γυμνές
ώσπου είδα τότε ένα λεμόνι το μοναδικό και το
έκοψα αλλά στίβοντας. Μέσα στο χέρι μου
έλιωσε χωρίς ούτε μια στάλα έτσι σάπιο. Μόνο
σηκώνοντας μια σκόνη ελάχιστη και σαν κιτρινωπή
Κάτω στον ύπνο, Κέδρος, 1986
Τα λόγια μου ήταν έμφυτα
τά ’παιρναν της λιακάδας τα θροΐσματα
Μάης από τη μια πέτρα στην άλλη
φύσημα στο ρυάκι απ’ τ’ άλλο ρυάκι
Μάης στων χεριών τα ευρήματα
στις αρτηρίες που ακούγεται η ζωή
Τίποτα δεν ρωτούσα
δυό χιλιοστά η απόσταση απ’ τη μίμηση άστρων
κάθε χορτάρι μίμηση τού τι έχεις δει
και τι έχεις πιάσει
Μα εμένα αποβραδίς
με χώριζε σε ψυχικά υλικά ο Πλωτίνος
Σε τύλιγα αβαρής
Το άγγιγμα στο γόνατό σου είναι χρώμα
και το σεργιάνι απ’ τον Κεραμεικό ώς τ’ αυτί σου
ήταν ο δίχως σπλάχνα φίλος
που θα μ’ ακούει από αύριο αλλιώς
όπως μας άκουγε ένας θάμνος στην Ηφαίστου
και ύστερα πλάι ξανά στους Τρίτωνες
ο θάμνος μες στον γυάλινο αρχαιότοπο
Ήταν η αίσθηση έμφυτη
κι όπως εγώ, μια βυσσινιά με τύλιξε.
1982
(Η ασώματη, 1983)
Eικόνα: Εικόνα: Max Ernst. The Chestnut Trees Take-Off (Le Start du châtaignier) from Natural History (Histoire naturelle). c. 1925, published 1926.
Θεέ μου,
τι κουτό πατέρα πού `χεις κοριτσάκι!
Πάνω στην καρδιά μου,
κάτω απ’το σακάκι μου,
έχω φυλαγμένες
τις φωτογραφίες σου
κάνω τον αδιάφορο,
δεν μιλάω για σένα,
κάνω πως κοιτάω πέρα, τα βουνά,
κάνω πως χαζεύω τις βιτρίνες,
χαιρετάω τους φίλους μου ,
κουβεντιάζω,
γέρνω τη ματιά σ’ ένα βιβλίο,
κάνω πως κοιτάω τα παπούτσια μου,
μη με δούνε ,
μη με καταλάβουν
πως κοιτάζω μόνο εσένα,
πως δεν βλέπω κοριτσάκι παρά μόνο εσένα,
όμως κοίτα κοριτσάκι,
οι φωτογραφίες σου έχουν τυπωθεί στα ρούχα μου,
στάμπες στάμπες φως,
πάνω στο σακάκι μου,
πάνω στα μαλλιά μου και στα χέρια μου
μες τα μάτια μου
οι φωτογραφίες σου,
το παιδί μου,
το παιδί μου που γελάει,
το παιδί μου
στάμπες φως στην πόρτα μου
στάμπες φως στον αέρα
και το συννεφάκι πέρα,
στο βουνό,
στον ήλιο.
Όλοι με κατάλαβαν ,
κρύψε με στα χέρια σου.
Θεέ μου, τι κουτό πατέρα πού `χεις!
Νύχτες πολλές λαχταρούσα να σου γράψω. Αισθήματα, ναυάγια καθημερινά, θα έμεναν χωρίς δικαίωση αν κάποιος δεν ερχόταν να τα καταγράψει. Έχεις τα ποιήματα, μου λέγανε. Όμως κι αυτά μένουν αδιάφορα, περιφρονούν την ομορφιά που τα γέννησε. Αντανακλούν τον κόσμο του ποιητή κι όχι τον εμπνευστή – αυτός πεθαίνει. Ύστερα, με τα ποιήματα, δε σταματά ποτέ η χλεύη κι η κατάκριση κι ο διασυρμός. Πως επιτέλους θα προστατευτούμε; Κάνοντας ίσως σύστημα ζωής να διαπομπεύουμε τον ίδιο μας τον εαυτό στα μάτια εκείνου που αγαπούμε. Μες στο αργό αυτό ξετύλιγμα της ψυχής μας υπάρχει ένας θρίαμβος ατομικός που κανένας δε φαίνεται να τον καταλαβαίνει.
Πότε σε γνώρισα… Αργός ερχομός που επισκευάζει τα παλιά χαλάσματα, ώρες χαμένες στα καφενεία ή σεργιανίζοντας τη θάλασσα κάθε πρωί. Τίποτα πια δε θα μ’ αλλάξει, έλεγα, κι έβλεπα γύρω μου φιλήδονους αστούς, πόστα και ρεβεράντζες και κουρσάκια ιδιωτικά, μπασκετμπολίστες φιλοχρήματους, κι εγώ μόνος μου κι έκθετος σα μια κηλίδα ανεξίτηλη πάνω στην πόλη. Κι όταν πήρα την όψιμη απόφαση να φύγω στη Γαλλία ή στο Αλγέρι για σπουδές, ήταν απόγνωση στο βάθος – ανώνυμος στιχοποιός και πάροικος να δοκιμάσω έναν καινούριο τρόπο σωτηρίας. Ποιός σε περίμενε…Όχι το βράδυ εκείνο μέσα στα φώτα, στη βραδινή εξάτμιση της θάλασσας. Κι όμως, πως σε κατάλαβα να έρχεσαι, δροσιά καλοκαιριάτικη σαν τα προάστια που απλώνονται στις παρυφές των βουνών μόλις πέφτει το βράδυ. Κι ήρθε η στιγμή. Ριπή των ματιών που διασταυρώνονται μετέωρα και που θα πεί είσαι συ κι όχι άλλος. Εσύ ο αναμενόμενος που ανατρέπεις μέσα μου την τάξη του κόσμου. Είσαι η νέα οργάνωση με το διαβήτη της καρδιάς, ότι ονειρεύτηκα παράφορα περνώντας σαν έπιπλο από χέρι σε χέρι. Μα όταν σε λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε κι εσύ βημάτιζες αργά κι ανέβαινες, κι εγώ καθυστερούσα και λαχάνιαζα, κι όλα προετοίμαζαν το χωρισμό, τότε συνήλθα και είπα, παραιτήσου ψυχή μου. Εμείς που είμαστε οι πιο κατάλληλοι, είμαστε οι καταγέλαστοι του κόσμου αυτού. Διψάμε ο ένας τον άλλο τόσο αλλόφρονα που μόνο μες στην απάρνηση θα ολοκληρωθούμε. Δέκα μέρες μετά, ανταμωθήκαμε στα έρημα ακρογιάλια της Χαλκιδικής. Αργά το απόγευμα είχαμε αφήσει πίσω το χωριό και προχωρούσαμε προσεχτικά πάνω στην άμμο. Η μέρα ήταν ζεστή μα φύσαγε. Κι εμείς γυρεύαμε μιαν αμμουδιά για να περάσουμε τη νύχτα. Τώρα μπορούσα να σε δω πιο καθαρά καθώς λιγόστευε το φως. Βασιλεμένη ομορφιά μες στα νερά της θάλασσας, με καθαρότητα πουλιού, βημάτιζες αργά, αδιάφορος κι αμίλητος, ανύποπτος στην αγωνία μου που άρχιζε, σχεδόν σκληρός, κι έφεγγες αποχτώντας έτσι διαφάνεια. Κι όταν στρατοπεδεύσαμε καθώς σουρούπωνε και ψάρευες ακόμα μοναχός, κι οι θόρυβοι των άλλων πέσανε στην άπνοια που ακολούθησε μετά κι ύστερα έπεσες κι εσύ κι απομακρύνθηκες κι έβλεπα τα μαλλιά σου να πλέουνε στη θάλασσα, τότε γαλήνεψα περιμένοντας το κακό. Κι ήρθε το άλλο πρωί. Ώρες που κύλησαν μονόχνοτα χαζεύοντας τη βάρκα που σας πήρε για το ψάρεμα, μαύρη κηλίδα απλωμένη στον ήλιο. Και σεργιανούσα τις πένθιμες λουρίδες του νερού που ανοίγονταν στο πέλαγο όταν φτάσαν οι ξένοι.Ήρθαν πολλοί. Σιγά σιγά μαυρίζανε σαν έντομα την περιοχή, λερώνανε παντού, σήκωναν σκόνη. Ασχημονούσαν και φωνάζανε ανάρμοστα κι οι πιο θρασείς φτάσανε στο τραπέζι μας και μας ζητούσανε να φύγουμε γιατί θα τους χαλνούσαμε, λέει, το κέφι. Καθώς η κατακραυγή έγινε γενική κι εμείς ξεφεύγαμε κυνηγημένοι ως το χωριό, σου είπα καθώς επέστρεφες στη θάλασσα: Αυτοί είναι η ρίζα του κακού. Βάναυσοι, ανίκανοι για ομορφιά, ηθικολόγοι. Τότε αντιμίλησες κοφτά κι η φωνή σου είχε μιάν αλλοίωση απερίγραπτη: Χωρίς αυτούς θα υποφέραμε χειρότερα. Το δικό μας κορμί θα μας φάει στο τέλος, να είσαι σίγουρος. Τι σου φταίνε οι άλλοι. Ατέλειωτο απομεσήμερο στον ίσκιο ενός δέντρου δροσερού. Η επιθυμία μού έφερνε ζάλη. Κατέρρεα σιγά σιγά, δεν είχα τίποτε πια να σου πω, κι όμως πώς λαχταρούσα να εξομολογηθώ κι ύστερα να ζητήσω τη συγνώμη σου, που η σκέψη μου σε σπίλωνε, και το χειρότερο, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κι όταν ο ήλιος πνίγηκε στα σύννεφα κι η μπόρα φαίνονταν να έρχεται ακάθεκτη κι ο άνεμος μού ‘σφιγγε τη φωνή, μέσα μου γρύλιζα, ας έρθει.Όποιος χαράζει τ’ όνομά του στη φλούδα ενός δέντρου, πράξη τελεί
ερωτική ημιτελή. Αν θέλει να ολοκληρωθεί αυτή η πράξη, πρέπει και
στη δική του φλούδα να χαράξει το όνομα του δέντρου. Μονάχα τότε θα
θροΐσουν γλυκά τα φύλλα της καρδιάς του.
Αργύρης Χιόνης, Στο υπόγειο, εκδ. Νεφέλη, 2004
έπεσε σαν νιφάδα από τον ουρανό
και στροβιλίστηκε στα μάτια των παιδιών
μα τι γυρεύει ένα ποίημα χαρούμενο
σ’ αυτόν τον λυπημένο κόσμο;
και τι γυρεύει ένας κόσμος λυπημένος
σ’ αυτό το χαρούμενο ποίημα;
τίποτα δεν γυρεύουν
δεν έμαθαν ποτέ γραφή και ανάγνωση
Μυστικά και θαύματα | ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007.
Η θάλασσα
ποτέ της δε μας πνίγει.
Μας φέρνει στο αμήν
και μας αφήνει.
Μας θέλει
για την επόμενη φορά.
ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Κλείστε τα φώτα
Σφαλίστε την πόρτα
Κλειστά τα παράθυρα
Κι ανοίχτε το παράθυρο να παίζει εμβατήρια.
Φέρτε τους τοίχους και βάλτε κρέπια
Μαζέψτε ψωμιά και κάντε παξιμάδια
Χοντρέμποροι συνάξανε τα λάδια
Εμείς θα φάμε ψάρια με τα λέπια.
ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ
Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
Συνοικίες ντυμένες κουρέλια
Σχήματα καπνού σου κλείνουμε τις πύλες του ουρανού
Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
Σουρούπωσε και σκίζονται
Στα στήθη της σιωπής σου
Σεληνιακά πετρώματα
Σεντόνια δίχως πτώματα
Σοβάδες πλίνθοι χώματα
Στην πόρτα της ντροπής σου.
ΛΕΥΚΟΣ ΙΠΠΟΣ
Οι καλπασμοί σπαθιών αιχμές
Απʼ του εδάφους τις σχισμές
Διάχυτος βόγκος στον αέρα
Μετράει το φως κλείνει τη μέρα
Οι άγκυρες του πληγωμένου σκάφους
Ίδιοι σταυροί πάνω στους τάφους
ΕΛΕΓΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΝΕΟΥΣ
Τώρα θα πω το πιο βαρύ:
Εκείνοι που φύγαν πριν αισθανθούν
Τη χαρά του δέντρου που βλέπει να μεγαλώνει
Να βγάζει κλαδιά και φύλλα μέρα τη μέρα
Πριν κατοικήσουν το σπίτι, ένα ήσυχο σπίτι στο πλάι
Της θάλασσας
Εκείνοι που φύγαν πριν μιλήσουν
Αυτά που θα θέλαν να πουν
Εκείνοι που κόπηκε η σκέψη τους
Στη μέση απʼ την αρρώστια
Που σαπίζε το κρέας η χαλνά το αίμα
Ή εκείνοι που μείναν στα βαθιά φαράγγια της Ασίας
Δίχως την αφή της γυναίκας στα μέλη τους που τέλειωσαν
Εκείνη που προπορεύονταν εξακόσια φεγγάρια
Παχιά σύννεφα σκεπάζουν το πρόσωπό τους
Οι πράζεις τους κοιμούνται στη χώρα των λωτοφάγων.
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Λουλούδια φέρετρα και υγρασία
Είναι πικρό τα οργανικό ταʼ αλάτι
Την ώρα που τʼ αμάξια περιμένουν πελατεία
Στη στρογγυλή πλατεία
Κι ο κόσμος κάνει υπομονή
Λουλούδια σύννεφα χοντρά βιβλία
Είκοσι χρόνια σκορπισμένα
Στα χαμένα
Κι αυτοί που σου σπρώξαν το χέρι
Στο στόμα τώρα βάλαν βουλοκέρι
Και σταμάτησαν κάθε ομιλία
Λουλούδια, σινεμά, χοντρά βιβλία…
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΙΑΣ ΓΡΙΑΣ ΠΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΕΥΕ
Δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω
Μόνον η καρδιά μου πάει να χτυπήσει την ξύλινη πόρτα
Εκεί που η γριά, σταματημένο ρολόι σε άσπρό τοίχο
Προσμένει ταφή.
Χτες μάζευε στην ποδιά της ελιές
Προχτές νήστευε το ψωμί που δεν είχε
Τώρα η μνήμη της στέκεται ακίνητη σαν τη γυναίκα
Του Λωτ.
Ούτε που μπορεί να σκεφτεί τις συνέπειες
Την ώρα που οι άγγελοι με μαύρες πανοπλίες
Έχοντας μες στα μαλλιά τους αθανάτους
Την κουβαλούν μέσα από κεφαλαία διαστήματα.
Φωτεινή του στενού
Παρανάλωμα των σκύλων
Καλόγρια δίχως μοναστήρι
Ελονοσία ο σκύλος του φαρμακοποιού
Δεν ξέρω ποίος θα ρθει να σταθεί
Σα μεγαλώσει ο θάνατος
Κι αλλάξουν σκοπιές οι φρουροί.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Είναι μια πρόφαση θανάτου και το ταξί
Που τρέχει συντηρητικά σε κεντρική λεωφόρο
Η μυωπία του άλλου οδηγού
Ανεβαίνει την πάροδο
Δεν σε γνωρίζει, δεν σʼ αγαπά , δεν έχει το παραμικρό μίσος
Κι όμως είναι μια πρόφαση θανάτου
Για σένα που καπνίζεις ανύποπτος στο σκοτεινό ταξί.
Αυτό είναι καθαρός παραλογισμός
Και η ερμηνεία του σκοτεινή
Σα Μεσαιωνική Δικογραφία.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ
Ο δεκαετής Λεονάρδος
Τρέχοντας με ποδήλατο
Έπεσε κι έγδαρε το γόνυ.
Απέθανε σε φρικτούς πόνους
Α η ασθένεια καλείται τέτανος
Οκτώ σειρές στην Εθνική Εγκυκλοπαίδεια.
Ο μικρός λεονάρδος πρέπει να είχε πολλή μοναξιά
Αν κρίνει κανείς πως φίλοι του
Ήσαν ο πεθαμένος του παππούς
Τον οποίον εγνώριζε από αφηγήσεις
Κι εκείνο το κοκκινόχρωμο ποδήλατο.
Απʼ τους τρεις μένει μόνο το ποδήλατο
Κλεισμένο σε σκοτεινή αποθήκη
Ανάμεσα σε φωτογραφίες παλαιστών
Και σκουριασμένα είδη ψαρικής
ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ
Το πλήθος έχει την στάση των ευκαλύπτων
Και την ακινησία των αγαλμάτων
Άνθρωποι με στολή και προβολείς οκτώ αυτοκινήτων
Ανιχνεύουν το βάθος της λεωφόρου
Εκεί που διαγράφουν τροχιές πελώριοι ίσκιοι
Και τα κυπαρίσσια εγγίζουν το δέρμα του φεγγαριού
Προκαλώντας ρίγος στους εξώστες του στερεώματος
Κανείς δεν κατάλαβε πως έγινε το κακό
Διέφυγαν όλοι
Και το κρεουργημένο θύμα διέφυγε, άγνωστον πως,
Αφήνοντας μόνον τρία ή τέσσερα δάκτυλα
Και το καμένο κτίριο έφυγε προς άγνωστον κατεύθυνσιν
Έμεινε μονό η μπανιέρα
Κι εκείνα το χρυσόχαρτα
Που μάζευεν η κυρία του τετάρτου για τους τυφλούς
Ή καλύτερα για το σκύλο που οδηγεί τους τυφλούς
Κανείς δεν ξέρει πως έγινε το κακό
Πολλοί διερωτώνται αν έγινε το κακό
Κι εξακολουθούν να έχουν τη στάση των αγαλμάτων.
ΤΕΣΣΕΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ
1
απʼ όλες τις γυναίκες που ήταν στο νησί
εκείνη που απουσίαζε ήταν και η πιο ωραία.
2
και αν σου κρατούσα το κεφάλι μέσα στο νερό
και να προσπαθούσα να σε σβήσω
σε ξένο κρεβάτι και νέες συνήθειες
ήταν γιατί σε αγάπησα πολύ
κι ετρόμαξα πολύ
να μη μου φύγεις.
3
κι ο πίθηκος σκυφτός πίσω από το πόμολο της πόρτας
σε μια βδομάδα κάτου απ την λάμπα
στο δρόμο του νοσοκομείου
σιωπή, σανίδες και ασετιλίνες εργατών
στα πληγωμένα πεζοδρόμια
σʼ αυ6τον το δρόμο με τη λάμπα
ένα ξένο δαιμονικό βλέμμα
στα μάτια σου
κράτησα σφιχτά τη σάρκα της Ελένης
με το ξένο βλέμμα
να με πανικοβάλλει.
4
άδειος όσο κι η στέπα
απαλλαγμένη από καμπάνες και βλάστηση.
ΟΔΟΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
Ο πίθηκος χορεύοντας με κρέπια και το αρμόνιο
Μες στην πισίνα τα ποντίκια
Όπως στη θάλασσα τα φύκια
Η λαμαρίνα και ο αετός
Άσπρα φεγγάρια κρεμασμένα
Η δυσπιστία αυτή μας πνίγει
Χρήμα συμβόλαια και κυνήγι
Σύρμα χοντρό για να μη φύγει
Η θάλασσα και ο αετός
Οι καλλονές ίδιες αντίκες
Τζάμια κινήσεις αρχαίες νίκες
Η ερημιά πηχτή και ο τρόμος
Οι καλλονές και οι ψυχώσεις
Φωτογραφίες και κομμώσεις
Γραμμόφωνα φωνές ο δρόμος
Ψέμα και ψέμα μες στο βλέμμα
Εδώ η ναυτία στις παρόδους
Ξερά στεφάνια στις εισόδους
Τα έντυπα και ο θυρωρός
Πίσω απʼ το σχήμα και τη σάρκα
Ίσκιοι στους τοίχους σιωπή στα πάρκα
Τα πρόσωπό σου κι ο καιρός.
ΟΙ ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΙ
Δεν φοβάμαι το ρεύμα των ποταμών την αγρύπνια και
Το λεπίδι
Μόνον τους κλητήρες
Και τις κυρίες που πίσω από καρότσια νηπίων κατασκοπεύουν
Στο διάβα σου.
Όσο για τις αράχνες τρομάζω το σιωπηλό τους περπάτημα
Κι εκείνη τη μεταφυσικήν ικανότητα να στέκονται στο
Ταβάνι
Παρακολουθώντας με σκοτεινό μάτι τη σκέψη σου
Δίχως να βγάζουν τον παραμικρό ήχο φωνής.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΛΗΠΤΙΚΟΥ
Κι όποιος μπορέσει να περπατήσει στη βροχή
Χωρίς να βρέξει τη σκιά του
Έχει το Θεό μέσα του
Πατήρ Υιός και Άγιον Πνεύμα
Φλεγόμενη Βάτος, Εσταυρωμένος και Περιστερά των
Λαών
Για τους άλλους λιμοκτονία, ταγιέρ, έλεγχος των γεννήσεων
Φωτογραφίες των σταρ.
Κατάματα στο Χάος
Ματαιότης Ματαιοτήτων
Κρεμασμένος στην οργή σου
Περιμένοντας το δαίμονα να βγει
Για να εξισωθείς με τους άλλους
Λιμοκτονία , ταγιέρ, φωτογραφίες των σταρ κτλ
ΣΕΞΟΜΑΝΙΑ
Απότομα πετιέται η μανία μέσα του
Για πόλεμο, ρυθμό ερωτική πράξη
Ο καιρός άλλαξε ξαφνικά
Ήπιος, ο αέρας μεσίστιος, η δύναμη στο χώμα και στα
Φυτά.
Η αλλαγή αντιστρέφει το αίμα, κλείνει βροχές
Εγκαινιάζει διαδηλώσεις, γιορτές αγρίων, επαναστάσεις
Εγχρώμων.
Ερωτική πράξη με τη συντέλεια του κόσμου
Όχι στον αμφιβληστροειδή
Ούτε σε φωταγράμματα ταινιών
Διάχυτη στις αισθήσεις και στην ψυχή σου
Με την συντέλεια του κόσμου
Για δέκα δευτερόλεπτα όσο και ο τελευταίος σπασμός
ΙΩΑΝΝΑ
Περιμένοντας στα σκοτεινά σε δρόμους κεντρικούς
Κυριακή βράδυ περιμένοντας
Κυριακή βράδυ
Ιωάννα του Αυγούστου την υψηλή σου σιλουέτα περιμένοντας
Αδύνατον να διώξω την σκέψη μου
Απʼ τα λεία στρογγυλά σου γόνατα
Κι εσύ ταξίδευες προς το βορράν.
Περιμένοντας την Αγία Ιωάννα
Ιωάννα πόρνη
Αγάπη μου Ιωάννα, το γνωστό βηματισμό σου περιμένοντας
Κυριακή Τρίτη Τετάρτη
Την Ιωάννα ματαίως περιμένοντας
Μην αντέχοντας το πλήθος
Πρώην επίσημοι τέως φίλοι νήπια καλλονές
Μπερδεύοντας επίτηδες τη σκέψη μου
ΑΣΤΗΡ Βουλιαγμένης Κοινή Αγορά
Μόνο και μόνο για να μη σκέπτομαι
Την Ιωάννα μισόγυμνη στα σκοτεινά της πανσιόν.
ΑΝΕΥ ΟΡΙΩΝ
Εινʼ ένας κόσμος άδειος από σένα
Επινοήσεις τα υπόλοιπα
Και τεχνάσματα της στιγμής
Το τοπίο
Λέγεται Μέξικο Σίτι
Ή ωρολόγιον του Κυρίστου
CLOSE- UP
Είδα την αγαπημένη μου
Σε δυσάρεστους διαδρόμους
Και παπάδες , ιερείς του Θεού
Αστυνομία πόλεων, ο φίλος του φίλου μου
Νύχτες Σαββάτου
Η τρέλα στις τσέπες
Είδα την αγαπημένη μου.
ΕΣΧΑΤΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
Πράσινη πόρτα
Τα φώτα μελετώντας
Παιδικές αρκούδες που μιλούν με την κοιλιά τους
Ξεριζωμένος
Απελπισία
Κραυγή
Μαχαίρι
Απειλή
Φασματοσκόπιο σλάλομ αλμυρή έρημος
Τα φώτα του τρίτου ορόφου μελετώντας.
Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΦΩΚΑ
Όταν ο πρίγκιψ απέβαλε τα σιδερικά της πανοπλίας
Κι εζήτησε να βαπτισθεί χριστιανός
Το εκκλησίασμα απειλητικόν μετά την βάπτισιν τον
Εκύκλωσεν
Κι ήρχισε να τον κτυπάν με μανίαν
Ο πρίγκιψ υπέμενε σοβαρός
Προσπαθών να διακρίνει γνωστούς
Που πιθανόν ηδικήθησαν
Δεν ηδυνήθη όμως να ιδεί πρόσωπα
Διότι το μίσος τα είχε μεταβάλει εις τροχούς
Στρεφομένους με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Ούτω παρέμεινε κοιτάζων απλανώς
Ενθυμούμενος πιθανώς την παιδική ηλικίαν
Την οδόν Δεινοκράτους με τις γκαζές
Εις την προθήκην εμπορικού
Τα Τουρκοβούνια τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο
Την Λουκία κι ίσως πράγματα αξεδιάλυτα
Κι ασήμαντα για τον αναγνώστη
Αργότερα το εκκλησίασμα εκ κοπώσεως ή ανίας προφανώς
Εσταμάτησε τα ραπίσματα
Και καθείς εξ αυτών επανήρχισε
Τας καθημερινάς του ασχολίας
Κομμωτήριον ο εις, μέτοχος εις Εταιρείαν ο άλλος
Παίκται του μπέιζ- μπολ, ξεναγοί, ανθοπώλαι.
Ο πρίγκιψ λησμονημένος εγκαταλείφθη
Εις τας παρυφάς της πόλεως
Πλησίον εργοστασίου χολυβουργίας
Έκτοτε περιπλανάται καπνίζων
Με γκρίζον αμπέχονον της Αεροπορίας
Αδιφορών δια τα καυσαέρια, τας εκλογάς
Τους συγγενείς και το Θεάτρο
Δεικνύων Δε ιδιαιτέραν προτίμησιν
Εις τα παγωτά ΒΕΓΑΣ και τα ποδοσφαιρικάς συναντήσεις
Τας διεξαγόμενας απογεύματα Κυριακών ή Τετάρτες.
Η ιστορία δεν είναι φανταστική
Διεσώθη Δε υπό το όνομα «η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά».
ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ
Είτε μπαλκόνια ή φώτα δρόμου
Το γεγονός τετελεσμένο
Μέσα σε φάκελο κλεισμένο
Στην διάθεση του ταχυδρόμου.
HIGH AND DRY
Το ξέρα πως με ήχους
Πως μονάχα με ήχους θα φτανα στην σελήνη
Στο πίσω μέρος της σελήνης
Πράσινο
Πράσινο χλομό
Με τις κούφιες κοιλιές των νταμαριών
Πράσινες
Κι έτσι καθώς πύκνωναν οι ήχοι
Φτάναν απʼ όλες τις μεριές
Γυναικόπαιδα και πολεμιστές
Με θάμνους ξεριζωμένους στʼ αριστερό χέρι
Και ξύλινα δόρατα στο δεξί ή χρυσόψαρα
Κι όσο ξεμακραίναν οι ήχοι
Πότε το βήμα το βαρύ της τίγρης
Πάνω στα μαύρα καμένα σπαρτά
Πότε μια τέλεια μαθηματική σκέψη
Σαν ιστός αράχνης
Κι όλα παγωμένα
Καμπάνες και κρύσταλλο
Καθώς κατέβαινε το πνεύμα
Να εξαγνίσει το μίσος
Και μεις αγγίζαμε την πράσινη φλούδα του φεγγαριού.