αρετής δε και φιλοσοφίας
όρος το μετά συνέσεως
άπλαστον
ΑΒΒΑΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ
Μιλούσα δυνατά στην ερημιά με αραιές χειρονομίες, προεκτάσεις των λογισμών. Απέναντι ο ήλιος βασιλεύει στο ανοιχτόν πέλαγος, είναι τώρα κάτω-κάτω, μόλις υπέροχος της θαλάσσης, κρεμαστός, ένα ρόδινο αερόστατο. Σε λίγο θα βουτήξει μέσα της. Πολληώρα είχα μπει σε κάποιο μικρούτσικο κοιμητήρι, από κείνα τα απομόναχα που συντυχαίνει στους αγρούς ο περάτης, και δεν μπορώ να βγάλω απ’ το μυαλό μου τους τάφους αλλιώτικα φανερωμένους στα βήματά μου και στα μάτια μου. Γαλήνη εξισωμένη με όλα. Ο ήλιος βούτηξε κι ολοένα τώρα βυθίζεται πέρα, στην άκρη του μεταξωτού πελάγου, μοιάζοντας με πυρωμένο κεφάλι πολύ μεγάλου καρφιού. Περπατούσα δυτικά. Συλλογιζόμουνα τους τάφους παράξενα. Οι σκέψεις τρέχαν από δω, στο εσωτερικό μου, τρέχαν από κει, σαν κατσαρίδες. Ωστόσο, είχα πάψει πια να μιλώ. Φλυαρούσα μέσα μου. Κ’ έμεναν έξω οι χειρονομίες, αραιές, μόνες. Ωσάν τυχαία ρυάκια. Σιγά –σιγά έβλεπα πως όταν σκεφτόμαστε βραδυάζουμε. Σιγά-σιγά λοιπόν άρχισα να σκέφτομαι τη σκέψη. Σκούπιζα το νου με τον πιο δικό του τρόπο, βγαίνοντας απ’ τις διαστάσεις, και μάθαινα σε λίγα δευτερόλεπτα ή σε δυο-τρεις αιώνες πως, όταν η μνήμη πιάνει την καρδιά και κατεβαίνει ώς τα δάχτυλα των ποδιών, αμπόρετο να μείνεις άκαρπος. Έρμο στήθος, τουφεκάκι μου... Κάθε καρπός είναι λαμπρότατο σκοτάδι, θέλεις η διαλεκτική της ματαιότητας, θέλεις η ματαιότητα της διαλεκτικής. Κάθε καρπός είναι κι από ’να βάρος, όπως η αλαφράδα της γάτας μεσ’ στην κίνηση. Ω φοβερό μισοδρόμι! Δεν πάει ν’ απελπίζομαι όμως. Έχουμε χρόνο να καλυτερέψουμε την κατανόηση των τάφων. Αδέκαστα είναι τα μόρια και όλες οι διαιρέσεις τους. Εκεί που γίνεται ο λόγος ίσκιος της καρδιάς, εκεί στ’ αλήθεια βάστηξεν η αστραφτερή πλερωμή: να κερδίζουμε την κατανόηση των τάφων. Κάθε έρωτας είναι κ’ ένας τάφος, έρωτας είναι και το παραμικρό. Μια φευγαλέα ματιά στα τοπία. Το άρπισμα των φιλιών. Η θαυμαστή μοίρα να πίνουμε το νερό, του κόσμου τα πράματα. Μη σε κουράσει ποτέ η φλόγα, είπα μέσα μου. Ο ήλιος ώρα βούλιαξε και θα σκορπίζει πανικό φωτός στα βάθη του πελάγου. Φανερό για μένα, πως η ζωή είναι πιο πλατειά, στο τέλος, απ’ τη συμπεριφορά της, τη φύση. Δεν είχα τίποτα στην καρδιά μου και περπατούσα δίχως να το νιώθω, ελεύθερος κι απ’ τα βήματα. Το ένα μετά το άλλο τρώγαν τα μονοπάτια χωρίς εμένα. Ξαφνικά, σαν όταν συναντήσουμε απροσδόκητο καταρράκτη, γέμισε πάλι σκέψεις το κορμί μου. Θα ’ρχεται πάντα η νύχτα, στοχάστηκα, και θα ’ναι μακριά η καθαρή ζωή. Βρίσκομαι στα χειρότερα όρια, της τέχνης και της γυμνότητας. Είμαι στη δέσμευση, τη μόνη, που γυρεύει την αποδέσμευση. Κάτι ευγενικό, βέβαια, κι αρχαιότατο. Χυνόμουνα έτσι στα πρωταρχικά περασμένα. Μου φάνηκε απότομα πως η εξέλιξη πηγαίνει προς τα πίσω. Περπατούσα ολοένα σε μιαν εισαγωγή. Δεν υπάρχει άλλη έκφραση. Τόπους-τόπους μύρωναν τα σωπάσματα οι κελαηδισμοί. Βρήκα μια πέτρα, κάθισα για κάπνισμα. Θυμήθηκα στίχους. Όταν ο ήλιος είχε ακόμη λίγα καλάμια συνταίριαξα για μια στιγμή το φόβο με την ποίηση, το φόβο των φιδιών, ώστε ναν τον υπερνικήσω στα μονοπάτια.
Χαρούμενα ερπετά που δε σας βλέπω
στη θερινή έκταση των βλαστήσεων
αδελφικά πουλιά και όλες οι εικόνες
τριγύρω
μάς θέλησε η αγάπη κι ακατάσχετα
μοιραζόμαστε τη σταθερή δύναμη
εκείνο το αμοίραστο που μας παιδεύει
στη μικρή-μικρή άνοδο
για την απολύτρωση.
Ολούθε μαύρισε και δεν αισθάνομαι διαφορά. Φεγγάρι. Το ίδιο φως, οι βρικόλακες των δέντρων. Αλλά και μια τεράστια ελπίδα ουρανού και γης ο δακρυσμένος σκύλος. Υγεία των άστρων: αηδόνια τη νύχτα. Τότε κατάλαβα ήσυχα πως ο θάνατος είναι η κομψότητα των όντων.
ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου