Μας έπαιρνε ο πατέρας για μπάνιο το πρωί. Πριν φέξει
τρίζουμε τα δόντια. Έπεφτε η Φωτούλα το νερό ούτε που
την ένιωθε. Πλάι πλάι κολυμπούσαμε βουβά στo χέρι τα
μπρατσάκια μας σαν πένθος. Ώσπου ν’ αλλάξει έμενα
γδυτός νόμιζα έτσι θα αισθανόταν πιο ζεστά. Ξημέρωνε
έβγαιναν μαζί ο ήλιος και ο πατέρας θεόρατοι κι οι δυό.
Εγώ τον ήλιο ήθελα ο πατέρας δεν μ’ ένοιαζε αν θα βγει.
Μάταιες ελπίδες εδώ ως τα σήμερα παλεύω να τον πνίξω
μέσα μου. Στο λεωφορείο καθόμουν στο καπό έβλεπα πια
τον λεβιέ να τρέμει.
Πηγή: Στο νήπιο με στυλό, εκδ. Καστανιώτη, 1998.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου