Κάτι ἑτοιμάζεται νά σπάσει μέσα μου. Δέν καταλαβαίνω.
Κάτι σάν τά κλαδιά πού φουσκώνουν τήν ἄνοιξη, ἕτοιμα
νά πετάξουν κόμπους, οἱ κόμποι ν’ ἀνοίξουν – δέν καταλαβαίνω
πότε γίνεται ἄνοιξη μέσα μου, δέν καταλαβαίνω τήν ψυχή μου.
Καί τά μάτια μου, ὅπως τρυπᾶς τό δέντρο καί βγαίνουν χυμοί,
ἔνοιωσα δάκρυα στά μάτια μου.
Ὑπάρχει μέσα μου ἕνας κόσμος πού δέν γίνεται χθές. Πάντοτε
ἔχει τό “σήμερά” του. Ἐκεῖ πού δέν τό περιμένω ξημερώνει
μέσα μου. Εἶμαι παιδί; Εἶμαι ἄντρας; Τί εἶμαι τέλος πάντων;
Δέ μπορῶ ν’ ἀνακαλύψω τήν ἡλικία μου. Καί βέβαια εἶναι
δύσκολο, ἀφοῦ μπορῶ καί κουβεντιάζω τό ἴδιο μ’ ἕνα σοφό,
τό ἴδιο καί μ’ ἕνα ἔντομο.
Τό δισάκι πού ἔχω στόν ὦμο μου εἶναι ἐντελῶς παιδικό. Δέν
ἔχει τίποτα σχεδόν μέσα. Ἔτσι χωρίς βάρος μπορῶ ν’ ἀρχίσω
νά περπατῶ στά βουνά σάν ἕνας εὐτυχισμένος. Ὅλο μου τό
βάρος εἶναι “τά βιβλία πού δέν ἔγραψα”, ἡ φωνή πού δέν
τήν ἐξάντλησα, ἡ φιλική φωνή πού θέλω ν’ ἀφήσω “σ’ ὅλα τά
σπίτια”. Ἰσως εἶναι γι’ αὐτό πού ἐνῶ νοιώθω εὐτυχία,
χαμογελῶ πικραμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου