Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2023

Τάσος Λειβαδίτης - Αιώνας πολλαπλότητας



Συλλογιέμαι καμμιά φορά τους ανθρώπους που γνώρισα, 
τους συντρόφους στα παιδικά χρόνια, τις πέτρες που μαζεύαμε όταν
έβρεχε
και τις ακουμπάγαμε κάτω απ’ τα υπόστεγα, μην κρυώσουν,
άλλοι πέθαναν, άλλοι βούλιαξαν μες στη ζωή, άλλοι πάτησαν πάνω μου
να περάσουν,
τους συντρόφους στη μάχη, πάνω στο χιόνι ή σ’ ένα πρόχειρο αμπρί,
εκείνους που δε γύρισαν, αυτούς που λιποτάχτησαν, τους άλλους
που συνθηκολόγησαν. Συλλογιέμαι τους συντρόφους μου στη φυλακή,
τα τσιγάρα που μοιραζόμαστε, τη μοναξιά,
που έμενε στον καθένα ολόκληρη δική του, τα μακρόσυρτα βλέμματα απ’
το παράθυρο
και κείνους τους αδάκρυτους σιωπηλούς αποχαιρετισμούς
με τους μελλοθάνατους, Άνθρωποι μεγαλόψυχοι ή τιποτένιοι, ανυπεράσπιστοι
ή δυνατοί
αφήνοντας ο ένας μέσα στον άλλο, όλα όσα του έδωσε
ή του αρνήθηκε. Τόσα λόγια, τόσες χειρονομίες, τόσα πρόσωπα μέσα μου
που πια δεν είμ’ εγώ.
Κι εσύ αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο.


Ezra Pound - Η σοφίτα

 Η σοφίτα

Έλα, ας λυπηθούμε αυτούς που έχουν περισσότερα από εμάς.
Έλα, φίλη μου, και θυμήσου
Ότι οι πλούσιοι έχουνε υπηρέτες και όχι φίλους
Κι εμείς έχουμε φίλους και όχι υπηρέτες.
Έλα, ας λυπηθούμε τους παντρεμένους και τους ανύπαντρους.
Η αυγή κάνει την είσοδό της με μικρά βήματα
Σαν χρυσωμένη Πάβλοβα
Κι εγώ είμαι κοντά στην επιθυμία μου
Κι η ζωή δεν έχει τίποτα καλύτερο
Από αυτή την ώρα της καθαρής ηρεμίας
Την ώρα που ξυπνάμε μαζί.
~ ~ ~
The Garret
Come, let us pity those who are better off than we are.
Come, my friend, and remember
that the rich have butlers and no friends,
And we have friends and no butlers.
Come, let us pity the married and the unmarried.
Dawn enters with little feet
like a gilded Pavlova
And I am near my desire.
Nor has life in it aught better
Than this hour of clear coolness
the hour of waking together.
~ ~ ~
Από την συλλογή Lustra
Εξηγήσεις
1. Η Άννα Πάβλοβα είναι μυθική Ρωσίδα μπαλαρίνα των αρχών του 20ου αιώνα.
2. Όταν γράφτηκε το ποίημα, πριν από 100 χρόνια, δεν υπήρχαν ανελκυστήρες, και οι σοφίτες ήταν τα πιο φτηνά διαμερίσματα, αφού οι ένοικοί τους έπρεπε κάθε φορά να σκαρφαλώνουν 5-6 ορόφους. Δεν είναι όπως σήμερα που τα ρετιρέ είναι τα ακριβά διαμερίσματα. Πρέπει λοιπόν να είναι ένας μεγάλος έρωτας, για να μην αρχίσεις στην 10η – 12η ανάβαση, να βαρυγκωμάς. Απ' την άλλη οι σοφίτες έβλεπαν πρώτες την ανατολή –την χρυσωμένη Πάβλοβα,- που αργούσε να φτάσει, ή δεν έφτανε ποτέ στον βυθό των στενών δρόμων της Ανατολικής Όχθης του Σηκουάνα, που έμεναν οι Αμερικανοί εμιγκρέδες, και όπου ο Πάουντ γνώρισε την σπουδαιότερη ίσως γυναίκα της ζωής του, την Όλγα Ρατζ. Η αμοιβή για την ανάβαση λοιπόν, είναι η αιθέρια στιγμή της αυγής. Κι ο Πάουντ μιλώντας για την αυγή, υποβάλλει την ιδέα του αιθέριου έρωτα. Κάνει το άυλο συγκεκριμένο. Αυτό κάνει η ποίηση.
3. Παράβαλε και το Ξυπόλυτοι στο Πάρκο (Ρόμπερτ Ρέντφορντ – Τζαίην Φόντα,) με έναν άλλο έρωτα και ένα άλλο ρετιρέ σε πολυκατοικία χωρίς ασανσέρ.

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Χαρίτωνα Χαριτωνίδη στο fb.

Αφροδίτη Κατσαδούρη - Μειράκια

Έχεις προσέξει πώς ψυχεδελίζονται οι νεολαίοι στα μηνύματα;

ακόμη κι όσοι αγνοούν τα πάθη φωνηέντων

Έχεις προσέξει

πόσο αναίσθητα

αποδομούν

τις κτητικές αντωνυμίες και τον Τριανταφυλλίδη

Τα γράμματα που αποκόβουν οι νεολαίοι στα κινητά

άλλοτε

πρόοδος τεχνολογική

κι άλλοτε

τεθλιμμένη προοικονομία:

πώς

τελικά

ξηλώνονται

οι ανθρώπινες σχέσεις


    Ανθρωπίνα, Aμείλιχος, 2020

Τάσος Λειβαδίτης - Αλληλογραφία



Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν 
μυστηριώδεις υποθέσεις - την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα
τ' απογεύματα οι φωνές των παιδιών πού παίζουν μοιάζουν μ' ένα
παραμύθι που δε μας το τέλειωσαν και γυρίζει και μας αναζητά
ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως
όλα θα τελειώσουν κάποτε.
Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι
όσο γερνάνε γίνονται πιο ξένοι
κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους
σιδηροδρομικούς σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο
ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια.
Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις;


Συλλογή: «ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Α'», 1990
Εκδόσεις Μετρονόμος, τόμος 3ος, σελ. 424

Umberto Eco - Εμπειρίες μετάφρασης (απόσπασμα)

[Τι σημαίνει "μεταφράζω"; Η πρώτη και παρήγορη απάντηση θα ήταν: λέω το ίδιο πράγμα σε μια άλλη γλώσσα. Πολύ ωραία, αλλά κατ' αρχάς είναι πολύ δύσκολο να καθορίσουμε τι ακριβώς σημαίνει το "λέω το ίδιο πράγμα" μιας και είναι κάτι που δεν το ξέρουμε καλά, επειδή υπάρχουν όλες εκείνες οι διεργασίες που αποκαλούμε παράφραση, ορισμό, επεξήγηση, αναδιατύπωση, κι ας μη μιλήσουμε για τις υποτιθέμενες συνωνυμικές αντικαταστάσεις. Κατά δεύτερον, διότι μπροστά στο προς μετάφραση κείμενο δεν ξέρουμε ποιο είναι "το πράγμα". Και τέλος, σε μερικές περιπτώσεις, υπάρχει και η αμφιβολία του τι πάει να πει "λέω".]

Ουμπέρτο Έκο, Εμπειρίες μετάφρασης, μτφρ: Έφη Καλλιφατίδη, Ελληνικά Γράμματα, 2003.

Νίκος Αλέξης-Ασλάνογλου - Μαλαματένια βροχή


Ο δρόμος δε μιλά
δεν ταξιδεύει
Στη στάσιμη ώρα
αγαπώ τα παιδιά
με μάτια από καθρέφτες
Σταλαματιές ενός άστρου
στο Βορρά
στο Νοτιά

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο δύσκολος θάνατος, Νεφέλη, 2007.

Νίκος Καρούζος - Άσμα δακρυκίνητον


Bas-Empire ο μεσαίος ουρανός της μοίρας μας
κι ο ήλιος αττικός σύντροφος και πολιούχος
πλαγιάζει με τη μοναξιά του Γιάννη.
Είναι δις ένδοξος αυτός ο ουρανός
ολημερίς του πλούτου ο Μελωδός και σχίζει το στερέωμα
φωτιές τον περιζώνουν
ολονυχτίς της ευωδίας ο Πανσέληνος
οι χρόνοι δροσεροί με τάματα τον ασημώνουν
κι αμάραντη θάλασσα τον έρωτα βαθαίνει στα νερά της.
Νίκος Καρούζος, Η έλαφος των άστρων

Γιάννης Ρίτσος - Ορίζοντας


Ένα πρωί με νησιά και με μαρμάρινα λιοντάρια,
ο τόπος τούτος που ματώνει και σε πονάει,
με τα κίτρινα αγκάθια ως κάτω στο τελωνείο,
όταν το κριάρι κατηφορίζει το λόφο
με διεσταλμένα ρουθούνια, μ' ένα λουλούδι στα δόντια,
κι οι πέτρες πίσω του κυλούν προς τη θάλασσα, εκεί
που κολυμπούν ολόγυμνοι οι ωραίοι λιποτάχτες
κοιτάζοντας πέρα, μπροστά τους, μες στ' άσπρο νερό,
την κόκκινη γραμμή απ' το χτυπημένο δελφίνι.

Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη, 1974.

Σταύρος Σταμπόγλης - Διαρρήγνυμι


Λυπάμαι γι' αυτό που είμαι, γι' αυτό που βλέπω. Γι' αυτό
που δεν μπορώ να πράξω ή δε θέλω. Για την αλμυρά λίμνη
που επιπλέω.
Λυπάμαι για τη θλίψη του ποιητή· για το πώς βαραίνει το
αριστερό του μάτι. Για την έπαρση του δεξιού λυπάμαι.
Σταύρος Σταμπόγλης, Με την πλάτη στο παρόν, Κέδρος, 2014.

Νίκος Αλέξης- Ασλάνογλου - Κι αν υποθέσουμε


Κι αν υποθέσουμε πως όλα έρχονταν καλά και ταξιδεύαμε μαζί κι η πόλη έφεγγε και το κατάστρωμα πλημμύριζε στη μουσική κι η θάλασσα ήταν δική μας κι η στεριά λουλούδιαζε σαν ανθισμένο περιβόλι αν υποθέσουμε πως ταξιδεύαμε παντοτινά κι η αγάπη σου ανάβλυζε μέσα στα μάτια – Τι κουβεντιάζουμε, κανένα γιατρικό δεν ωφελεί καμιά αλλαγή στο αίμα δεν αντέχει
Νοσοκομείο εκστρατείας, Θεσσαλονίκη, 1972, συγκεντρωτική έκδοση Ο δύσκολος θάνατος (Αθήνα, εκδ. Νεφέλη, 1985)

Κωστής Παλαμάς, Η ποιητική μου (απόσπασμα)

 Καθώς ξέρω πως μεγάλος ποιητής δεν είμαι και πως κάθε περγαμηνή ευγένειας που κολλιέται στο έργο μου, πριν τούτο συμπληρωθή και συντελεσθή και κοιταχθή από το πρεπούμενο ιστορικό μάκρεμα, κάθε τέτοια περγαμηνή είναι πρόωρο και βιαστικό κόλλημα, έτσι, κι από την άλλη τη μεριά, ξέρω ακόμα πως δε μου ταιριάζει κανένα στοχαστικό δαφνόφυλλο, πως δε μου στέκεται κανένα παράσημο ηρωισμού, γιατί δημοτικιστής είμαι με το λόγο και με το παράδειγμα... 

Κωστής Παλαμάς, Η ποιητική μου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1933.

J. R. R. Tolkien - Το Σιλμαρίλλιον (απόσπασμα)

 Μαζί με το δώρο της ελευθερίας είναι και το ότι τα παιδιά των ανθρώπων ζουν μόνο ένα μικρό διάστημα στον κόσμο και δεν είναι δεμένα μ' αυτόν και γρήγορα φεύγουν· τα ξωτικά δεν ξέρουν για πού. Ενώ τα ξωτικά μένουν ως το τέλος των ημερών και επομένως η αγάπη τους για τη Γη και για όλον τον κόσμο είναι πιο απόλυτη και πιο οδυνηρή, και όσο τα χρόνια μακραίνουν, ακόμα πιο γεμάτη λύπη. Γιατί τα ξωτικά δεν πεθαίνουν ώσπου να πεθάνει ο κόσμος, εκτός και τα σκοτώσουν ή σβήσουν από λύπη (και υπόκεινται και στους δύο αυτούς φαινομενικούς θανάτους)· ούτε οι αιώνες καταβάλουν τη δύναμή τους, εκτός κι αν κάποιο κουραστεί από δέκα χιλιάδες αιώνες· και όταν πεθάνουν, συγκεντρώνονται στα δωμάτια του Μάντος στο Βάλινορ, από όπου μπορούν να επιστρέψουν αργότερα. Οι γιοι των ανθρώπων, όμως, πεθαίνουν στ' αλήθεια κι αφήνουν τον κόσμο· γι' αυτό ονομάζονται φιλοξενούμενοι ή ξένοι.

Πηγή: Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν,Το Σιλμαρίλλιον, Αίολος, 1996, μτφρ. Ευγενία Χαζηθανάση-Κόλλια.

Fernando Pessoa - Θαλασσινή ωδή (απόσπασμα)



Πόσες εθνικότητες στον κόσμο! Πόσα επαγγέλματα! Πόσοι άνθρωποι!
Πόσες μοίρες διαφορετικές μπορεί να κρύβει η ζωή,
η ζωή, τελικά, κατά βάθος, πάντα η ίδια!
Πόσες φάτσες παράξενες! Όλες οι φάτσες είναι παράξενες
και δεν υπάρχει τίποτα ιερότερο από το να κοιτάζεις πολύ
τους ανθρώπους.
Η αδελφοσύνη τελικά δεν είναι επαναστατική.
Είναι κάτι που μας το μαθαίνει η ζωή, όπου πρέπει να ανεχόμαστε τα πάντα,
και τελικά βρίσκουμε ευχάριστο αυτό που πρέπει ν' ανεχόμαστε,
και καταλήγουμε να κλαίμε σχεδόν από τρυφερότητα γι' αυτό που ανεχτήκαμε!

Α, όλα τούτα είναι ωραία, είναι ανθρώπινα και ταιριάζουν τόσο
με τα ανθρώπινα συναισθήματα, τόσο κοινωνικά και καθωσπρέπει,
τόσο πολύπλοκα απλά, τόσο μεταφυσικά θλιβερά!
Η πολυτάραχη, η διαφορετική ζωή μάς διαπαιδαγωγεί τελικά
στα ανθρώπινα.
Καημένοι άνθρωποι! Καημένοι όλοι μας!

Από τα ποιήματα του ετερώνυμου Άλβαρο ντε Κάμπος, μετάφραση: Μαρία Παπαδήμα, Νεφέλη, 2012.  

Βασιλεία Οικονόμου - Βροχή


Το ουράνιο τόξο απόψε ματαιώθηκε
λέει το ραδιόφωνο.
Λυπάμαι για τις ψιχάλες στον καφέ σου
για το τσιγάρο που βράχηκε.
Δεν έχει υπόστεγα εδώ
Γέμισαν οι δρόμοι λίμνες
λάσπη και σκουπίδια
-όμως μυρίζεις τις νεραντζιές;
Μας έπνιξε αυτός ο Απρίλης
έλεγαν κάτι για ήλιο στο δελτίο καιρού
-δεν είναι να εμπιστεύεσαι πια το δελτίο
Όπως και να 'χει
περπάτησε λίγο μαζί μου
πόσο μόνος μοιάζει αυτός
που περπατάει στη βροχή χωρίς παρέα
θα χαμογελάω στο υπόσχομαι
και δε θα φαίνονται τα δάκρυα
στην τόση μπόρα

Πηγή: Βασιλεία Οικονόμου, Το Υπόλοιπο της Αφαίρεσης, εκδόσεις Γκοβόστη, 2015.

Bertold Brecht - Διαπίστωση




Όταν ξαναγύρισα
τα μαλλιά μου δεν ήταν γκρίζα ακόμα
κι ήμουν χαρούμενος γι' αυτό.
 
Τους μόχθους των βουνών τους ξεπεράσαμε.
Μπροστά μας έχουμε τώρα τους μόχθους των κοιλάδων.
 
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, ε' έκδοση, Θεμέλιο, 2008.

Julio Cortasar - Το Κουτσό (απόσπασμα)

 Σχεδόν δεν έχουμε ρούχα, βολευόμαστε με τόσο λίγα, ένα καλό πανωφόρι, μερικά ζευγάρια παπούτσια για να μη βρέχουμε τα πόδια μας, είμαστε πολύ βρόμικοι, όλοι στο Παρίσι είναι βρόμικοι και όμορφοι, Ροκαμαδούρ, τα κρεβάτια μυρίζουν νύχτα και βαθύ ύπνο, από κάτω υπάρχει πολλή σκόνη και βιβλία, ο Οράσιο αποκοιμιέται και το βιβλίο πέφτει απ' το κρεβάτι, καυγαδίζουμε ατέλειωτα επειδή δεν βρίσκουμε το βιβλίο, και ο Οράσιο νομίζει πως το έκλεψε ο Γκεγκορόβιους, ώσπου μια μέρα το ξαναβρίσκουμε και γελάμε, και σχεδόν δεν υπάρχει χώρος για τίποτ' άλλο, ούτε καν για ένα ακόμη ζευγάρι παπούτσια, Ροκαμαδούρ, για να βάλουμε τη σκάφη στο πάτωμα πρέπει να βγάλουμε απ' τη μέση το πικάπ, και πού να το βάλουμε, αφού το τραπέζι είναι γεμάτο βιβλία; 

Julio Cortasar, Το Κουτσό, μτφρ. Κώστας Κουντούρης, Εξάντας 1988.

Στρατής Τσίρκας - Αριάγνη (αποσπάσματα)

 Έτσι ζούσα στο σπίτι κάποιας Μαντάμ Ρισάρ, μιας σχεδόν συνονόματής  μου, χωρίς να φαντάζομαι τη σχέση της με τον Μπωντλαίρ. Αλλά μια μέρα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο που έγραψε για την Presidente ο Αντρέ Μπιγύ. Εκεί μόνο διάβαζα τ' όνομα του τελευταίου φίλου της. Αδύνατο, έλεγα. Έγραψα και μου στείλανε φωτογραφία του πίνακα του Meissonier. Ίδια, ήταν η ίδια! Φαντάζεσθε τι γίνηκε μέσα μου. Κοιμόμουν τόσον καιρό στο κρεβάτι της, στο κρεβάτι που είχε πλαγιάσει για πρώτη και μόνη φορά ο ποιητής, τη νύχτα της 29 Αυγούστου 1857. Γιατί να της γράψει την επαύριο εκείνο το φριχτό γράμμα; Σιωπηλά την αγαπούσε ίσως από τα 1842, που σύχναζε στο σαλόνι της, κάπου εκεί στη σημερινή Πλας Πιγκάλ. Τόση λατρεία, τόσα χρόνια, να της γράφει τα ωραιότερα ποιήματα που πήρε ποτέ γυναίκα, κι όταν εκείνη του πρόσφερε επιτέλους τον έρωτά της, τι συνέβη; Γιατί να της γράψει: «Και τέλος πάντων, τέλος πάντων, πριν από μερικές μέρες ήσουνα μια θεότητα, πράγμα τόσο βολικό, τόσο ωραίο, τόσο απαραβίαστο. Και τώρα να που είσαι γυναίκα. »

[...]

Από δοκιμασία σε δοκιμασία θα πηγαίνει πια η ζωή μας, ένας αγώνας. Όλο θα λέμε πως τελειώνει κι όλο θα ξαναρχινάει. Να το χωνέψουμε και να μην έχουμε αυταπάτες. Περπατάτε, που λέει κι ένας φιλαράκος. Δε χρειαζόντανε η νουθεσία. Θα το παλεύουμε, μάνα, με νύχια και με δόντια, ώσπου να φέξει. Ώσπου να φέξει!


Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Κέδρος, 1985 (19η έκδοση), 1η έκδοση 1962.

William Shakespeare - Mάκβεθ (Τρίτη πράξη)


Ναι, μοιάζετε με ανθρώπους.
Το κακό με τους ανθρώπους
είναι ότι μοιάζουν όλοι μεταξύ τους.
Πρέπει να τους κατατάξεις σε συσσίτια σκυλιών
για να τους ξεχωρίσεις.
Η δική σας ανθρωπιά,
τι είδους σκυλί είναι;
Δαγκώνει το χέρι που του δίνει να φάει
ή το γλείφει;
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Μάκβεθ, μτφρ. Γιώργος Χειμωνάς, Κέδρος, 1996

Walter Benjamin - Μονόδρομος (απόσπασμα)



«Η φτώχεια δεν είναι ντροπή». Σύμφωνοι. Ωστόσο, τον φτωχό τον ντροπιάζουν. Το κάνουν και τον παρηγορούν μ' αυτή τη φρασούλα. Είναι απ' αυτές που κάποτε μπορούσε κανείς να τις παραδεχτεί, που όμως η ημερομηνία λήξης τους έχει φτάσει προ πολλού. Όπως κι εκείνο το βάναυσο «ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». Όταν υπήρχε δουλειά που έτρεφε τον άνθρωπό της, υπήρχε και φτώχεια που δεν τον ντρόπιαζε, αν οφειλόταν σε καμιάν αναπηρία ή σε κάποιο άλλο θέλημα της μοίρας. Αυτή η ανέχεια, όμως, μες στην οποία γεννιούνται εκατομμύρια, και μπλέκουν εκατοντάδες χιλιάδες που φτωχαίνουν, ντροπιάζει. Η βρόμα και η αθλιότητα ορθώνονται γύρω τους σαν τείχη που τα χτίζουν αόρατα χέρια. Κι όπως ένα άτομο μπορεί να ανεχτεί πολλά για τον εαυτό του, δίκαια όμως ντρέπεται όταν τον βλέπει η γυναίκα του να τα υφίσταται και να τ' ανέχεται, έτσι επιτρέπεται να υποστεί πολλά όσο είναι μόνος, και όλα, εφόσον τα κρύβει. Όμως, κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να συνάψει ειρήνη με τη φτώχεια, όταν πέφτει σαν ίσκιος τεράστιος πάνω στο σπίτι και στο λαό του.

Βάλτερ Μπένγιαμιν, Μονόδρομος, Μτφρ.: Νέλλη Ανδρικοπούλου, Άγρα, 2004.

Anna Akhmatova - 3.

 3.

Όχι, δεν υποφέρω εγώ, μα κάποιος άλλος.
Εγώ δεν θα το άντεχα. Κι αυτό που έχει συμβεί,
ας το καλύψουν οι μαύρες οθόνες
κι ας πάρει κάποιος τα φανάρια...
Νύχτα.
Άννα Αχμάτοβα, Ρέκβιεμ, Μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου, Άγρα, 2011.

Έκτωρ Κακναβάτος - Τύψεις αλχημιστή


Κι ο ήλιος μια φώκια που κοιλοπονάει
κ' η βροχή
αυτή η βροχή
πετραχήλι των βατράχων
Έκτωρ Κακναβάτος, Κιβώτιο ταχυτήτων, Κείμενα, 1987.

Paul Celan - Μακριά



Αφωνία, και πάλι, ευρύχωρο, ένα σπίτι -:
έλα, πρέπει να το κατοικήσεις.΄

Ώρες, κλιμακωτές, όμορφες σαν κατάρα: προσιτό
το άσυλο.

Οξύτερος από ποτέ ο αέρας που απέμεινε: πρέπει
να αναπνέεις,
να αναπνέεις, και να είσαι εσύ.
 
Paul Celan, Γλωσσικό πλέγμα, Μτφρ.: Ιωάννα Αβραμίδου, Άγρα, 2012.

Έκτωρ Κακναβάτος - [άτιτλο]

 Στην πορεία μας φανάρια 

η στόχαση 

η φυρονεριά

οι νάνοι ίσκιοι...

ω τιτάνια νερά

ψυχή μου των πελάγων


Έκτωρ Κακναβάτος, In perpetuum, Κείμενα, 1983.

Μαρία Λαϊνά - Η αφήγηση

Είμαι ο Έρικ Σέλτον, φαροφύλακας

παρακολούθησα από κοντά τα γεγονότα

γιατί στα χρόνια μου έπρεπε να κοιτάζεις.

Στάθηκα μπρος λοιπόν και κοίταξα

παρόλο που για ώρες πριν ένιωθα μόνος

στάθηκα και τα είδα όλα

σχεδόν με κάποια ευχαρίστηση

ελπίζω να με συγχωρέσει ο θεός.


Ήτανε καλοκαίρι απ' τη μία όχθη ως την άλλη

το λέω αυτό αν και δεν έχουν σημασία πια οι εποχές

έτσι γιατί πιστεύω ότι κάποιος κάποτε θα θυμηθεί

πώς είναι να διψούν οι κήποι και τα σώματα

ή πώς μπορεί ν' απλώσει το βουνό τις παπαρούνες

άστατες και πιο κόκκινες εντέλει

απ' την κοιλιά της όμορφης γυναίκας.


Ήτανε καλοκαίρι, ναι

έλειπε και το χνούδι και η θλίψη

κι εγώ ήμουν ο Έρικ Σέλτον, φαροφύλακας στον Νόρθερν Εντ

που κοίταζε και είδε τη σιωπή στον ουρανό

τα πλαδαρά σαρκώδη χείλη, τα βολβώδη μάτια

το χόρτο το χλωρό να καίγεται

κι ότι καιρός δεν ήταν πια.



Ρόδινος Φόβος, Στιγμή, 1992.

Σταύρος Σταμπόγλής - Μεσάνυχτα στην πόλη


Πριν φτάσουν νύχι χάλκινο οι ώρες

φεγγάρια ολόγιομοι εραστές επείγονται

αν κι έχουν γνώση πως το πάθος σκοντάφτει

στο ξημέρωμα.

Όμορφη που είσαι απόψε νύχτα μου

ταχύπλοος γαλαξίας υπερίπτασαι

του αρχιπελάγους.

Ένας πόθος το σπίτι, ένας πόθος, όταν

η πανσέληνος ζορίζει το λεκανοπέδιο και η

αγρύπνια κρέμεται τάμα

στα παράθυρα.


Σταύρος Σταμπόγλης, Διαλεκτική βυθού, Μανδραγόρας, 2014.

Ηλίας Κεφάλας - Η παλιά βροχή


Γυρίζω
και είμαι σαν ένα ρούχο παλιό
φαγωμένο από μέσα.
Κρύες ανάσες με διαπερνούν
και με μουσκεύει μια παλιά βροχή
Από πού αρχίζει και πού τελειώνει
ο κόσμος;
Απέραντα χωράφια υγρά μ’ εκμηδενίζουν.
Και αυτό το κοράκι
πάνω στη γέρικη μοναχική λεύκα
κοιμάται από τη μέρα που λείπω
Λόγος για την αβεβαιότητα, Αρμός, 1997.

Δ. Π. Παπαδίτσας - [IV]


Συνεχίζω κείνα που έλεγα χτες "...όμως πρέπει να προσέξω
Διότι φτάνουν μερικές λέξεις ένας απλός μορφασμός
Κι όλα τα παίρνει ο διάβολος όπως λένε
Πέφτουν οι τιμές με κυνηγούν οι δανεισταί μου
Χάνω τις μετοχές μου της αστροφεγγιάς
Γιατί να χαμογελάσω; δεν αγρίευα
Γιατί του έδωσα το εγκάρδιο χέρι μου; δεν του έκλεβα
Από τη μέσα τσέπη του σακακιού την καρδιά του."
Εντός παρενθέσεως (1945-1949)

Νικόλαος Κάλας - Κοροϊδία

 Για την Μαρία Τριχερούσα

μίαν ακανθοδέσμην. Να της ζήσει ο νόθος της.

Αύριο είναι του Χριστοφόρου του Κυνοκεφάλου.

Σκυλόμουτρο φωνάζουν τον Χρηστάκη οι γειτόνισσες. 

Μας τον μάτιασαν! στενάζει η νουνά του.

Τον αποστόμωσαν! λέει ο Ιωσηφόγλου.

Παθαίνει λόξιγκα όταν ακούει την θεία λειτουργία! 

απεφάνθη η επιστήμη.

Τον γιάτρεψε όμως η παπαδιά

με λόγια του Ροΐδη. Όχι εντελώς.

Ξαναγαβγίζει όταν διαβάζει ανθολογίες των ποιητών μας

ευανθίες των κριτικών και εορτολόγιον.

Τον εκτιμούν όμως όσοι προτιμάνε 

τ' ανάθεμα από τα φεστιβάλια. 


Πηγή: Νικόλαος Κάλας, Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος, 2007.

Αλέξης Τραϊανός - [άτιτλο]



Είναι μια πέτρινη στιγμή
Στιγμή παντοτινή κατάσαρκη
Βλεφάρων που πάγωσαν
Πάνω σ' αγαπημένα πράγματα
Και με φωνάζουν
 
 24.6.73

Έκτωρ Κακναβάτος - Corrida με σκορπιούς


Το μυαλό μου έτρεχε πάνω στον ίσκιο του
πιο ζεστό κι από πηγάδι
Δεν είναι βράχος φτέρη ιδρώτας άστρου
που να μη μου 'γινε μούστος ονείρου
Κι ήτανε έντεκα
Ήτανε έντεκα σκορπιοί που με ειρωνεύονταν
ότι χωρίς κεντρί βγήκα αντίκρυ στο γέλιο σου
Δίψαε για αίμα η αρένα
Έφυγες σβησμένη.

Πηγή: Έκτωρ Κακναβάτος, Κιβώτιο ταχυτήτων, Κείμενα, 1987.

Giuseppe Ungaretti - Κουβαλάμε


Ρώμη, τέλη Μαρτίου, 1918 


Κουβαλάμε 

την απέραντη 

κόπωση

της απόκρυφης 

προσπάθειας

αυτής της αρχής

που κάθε χρόνο

αποδεσμεύει τη γη

Giuseppe Ungaretti, Ποιήματα, μτφρ.: Φοίβος. Ι. Πιομπίνος, Ίκαρος 2001.

Γιάννης Κοντός - Τα πολωνικά περιοδικά


Κουμπώνω το παλτό μου
και αφήνω τον κόσμο απέξω.
Πιάνω τη μουσική σου
από τα μαλλιά και είμαι σε παιδικά χρόνια
με ιστορίες παράξενες ανθρώπων
και πτητικών μηχανών. Άλογα
βόσκουν ομίχλες σε πολωνικά περιοδικά
και όλοι τρέχουν στα τυφλά.
Η ζωή δεν ξεγελιέται μ' αυτά.
Αύριο πάλι θα δαγκώσεις χώμα
και θα' σαι στριμωγμένος με τους λύκους
στο ασανσέρ.
Γιάννης Κοντός, Στη διάλεκτο της ερήμου, Κέδρος, 1981.

Γιώργος Μαρκόπουλος - Ο πόλεμος


Ποιος είναι που είπε ότι ο πόλεμος τελείωσε.
Ο πόλεμος συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.
Δεκάδες οι νεκροί όταν γυρίζεις στο σπίτι σου την αυγή.
Την ώρα που κλείνουν οι κινηματογράφοι.
Την ώρα που κλείνουν οι ταβέρνες
και σωρός τα σκουπίδια μαζεύονται στην εξώπορτα -
Δεκάδες νεκροί στις γωνίες ωραία παιδιά
πεσμένα μπρούμυτα
με τους γυλιούς και τα αμπέχονά τους πεταμένα στη σκόνη.
Διαβάτη πρωινέ, πρόσεχε μην τα πατήσεις.
Γιώργος Μαρκόπουλος, Οι πυροτεχνουργοί, Τραμ, 1979.

Wang Wei - Φθινόπωρο στη λίμνη


Το νερό είναι σκεπτικό σαν γκρίζος ουρανός.
Οι πλύστρες φλυαρούν κρυμμένες πίσω απ΄ τα μπαμπού
και το μουρμούρισμά τους φτερουγίζει
πάνω στην αρυτίδωτη λίμνη.
Γυμνές ιτιές κοιτάζονται σιωπηλά πάνω απ' τα νερά.
Το άρωμα του καλοκαιριού στενάζει κι εξαφανίζεται.
Πώς να το σταματήσεις πριν πεθάνει;
Πηγή: Wang Wei, 701-761 μ.Χ., Κινεζική ποίηση, Μτφρ.: Αμαλία Τσακνιά, Αθήνα, 1973.

Άννα Γρίβα - Επιβάτες

 

Βαδίζοντας νύχτα τη λεωφόρο
τα μάτια μου πονούσαν από ένα φως παράξενο.
Σε μια γωνιά ξεπρόβαλε ο παππούς μου
νεκρός εδώ και χρόνια
και σε ένα δέντρο είδα το γιο μου να καρπίζει
αγέννητο από αιώνες.
Ίσως ο χρόνος να με έπαιζε
σε τράπουλες προσώπων που δεν θα ξαναδώ.
Ξάφνου ένα αυτοκίνητο σταμάτησε
στις άκριες των ποδιών μου:
ανοίγει η πόρτα με αρπάζει
και τρέχει πάλι προς το άγνωστο.
Κάθε νύχτα σταματάμε
και κλέβουμε άλλον ένα.
Άννα Γρίβα, Έτσι είναι τα πουλιά, Γαβριηλίδης, 2015.

Μίλτος Σαχτούρης - Η αστραπή


Θριαμβικοί θάνατοι επέρχονται

ραγδαίως

και μες στον μαύρο ουρανό 

ανάμεσα σε πυραύλους μέσου βεληνεκούς

η λαμπερή αστραπή 

θα 'ναι η ψυχή μου. 


Μίλτος Σαχτούρης, Καταβύθιση, 1990.

Paul Celan - [άτιτλο]



Ήταν, ήταν
δοξασία. Πώς
αγγίξαμε ο ένας τον άλλον
πώς -με
αυτά
τα χέρια;
 
Paul Celan, Γλωσσικό πλέγμα, μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου.

Έκτωρ Κακναβάτος - Υπέρηχος


Διάβαινε διαμάντι
Μόλις που πρόφταινε να φυλαχτεί τ' αθώο γυαλί
Εκείνο το μαχαίρι πάντα μού ήτανε κρασί
κι εσύ το πιο ζεστό φεγγάρι
στην πιο βαθιά μου τσέπη
Πηγή: Κιβώτιο ταχυτήτων, Κείμενα, 1987.

Τάσος Λειβαδίτης - Συμβουλές σε νέους συγγραφείς



Από ένα σωρό προσωπικές σκέψεις και περιπέτειες έφτασα σ'
ένα συμπέρασμα και πάνω σ' αυτό θα ήθελα να δώσω μια συμ-
βουλή σε όλους τους νέους που ονειρεύονται τη δόξα ενός αληθινού συγγραφέα. Μόλις τελειώσετε, συν Θεώ, το πρώτο σας κείμενο, κατεβείτε κάτω στην αποθήκη και κρεμαστείτε...

Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, Κέδρος 1990.

Δώρα Κασκάλη - Τα χρειώδη


Έτσι να ζω με το τίποτα
να κολατσίζω με δυο λέξεις,
να έχω για προσκέφαλο
βιβλία ξεχασμένων ποιητών,
να πίνω καφέ
με τον ακέραιο Παπαδιαμάντη μου.
Να δίνω καταφύγιο στο δαρμένο σκυλί
που το λεν' Καλοσύνη.
Για όποιον με θυμηθεί
έχω στη στάμνα μου κρύο νερό
έξω απ' την πόρτα.
Για όποιον μ' αγαπήσει
μια φέτα ψωμί με ζάχαρη,
ένα ριπίδι μ' όλα μου τα χρώματα
και μια λιακάδα μέσα στο σαλόνι.
Δώρα Κασκάλη, Κάπου ν' ακουμπήσεις, Μελάνι, 2018.

Δ. Π. Παπαδίτσας - [VI]


Το απόγευμα είναι όμορφο και κομματιασμένο
Ακομμάτιαστο μόνο είναι το βήμα του στρατηγού
Που θέλει σώνει και καλά να τον καταλάβουν οι άνθρωποι
Και να σφυρίζουν εμβατήρια στην επιστροφή τους
Απ' το λατομείο και το ψυχοσάββατο
Το βράδυ στο σπίτι
Η γυναίκα τινάζει τη σκόνη απ' τα ρούχα του
Του βγάζει μια μια τις πρόκες απ' το σώμα
Τον φωνάζει Μανωλάκη
Και κοιμούνται ήσυχα
Μετά τα δέντρα τραγουδούν
«Το σπουργίτι που ελικοδρομεί
Και η τσεκουριά μας».
Δημήτρης Παπαδίτσας, Εντός Παρενθέσεως, 1945 - 1949.

Τάκης Σινόπουλος - [άτιτλο]



Εκδροµή στην οδό Πατησίων, ήταν τότε οι φτηνές πιπεριές.
Και τα βήµατα που ακούγονται πέρα απ’ τη µνήµη. Ένα φως απ’ τον άλλον αιώνα ξενυχτάει στα φανάρια των δρόµων.
Όταν όνειρα τάγµατα, παρελθόν και παρόν εντοιχίζουν τη σκόρπια ζωή.
∆ε θα µείνω εδώ, σου το είπα. Ένα µάτι κοιτάζει καρφωµένο συνέχεια πίσω απ’ τον τοίχο.
 
Τάκης Σινόπουλος, Νύχτες, 1970.

Μιχάλης Κατσαρός – Μείον ωά

Τα μείον ωά

όταν συγκεντρωθούν σε καρέ τετράγωνο

ότι

είναι με υιόν νέο διαφορετικό

από Θεό

με υιόν μαζούτ σώμα εξελθών

όπως πλάνο αμερικαίν πάνω από εκράν

ή ό,τι άλλο - άγνωστο σε ουσία

ή σαρκικό

ταμείον σεπτό

ταμείον εφορίας

ταμείον θεάτρου ιπποδρόμου Μπαρ

και τα μείον δεφτέρι

με είσπραξη εξόφληση

τα μείον ωά – ωοά

μειοδοτείς εσύ μετά

με τι με τε

με α και μέχρι

να φτάσεις ήττα

είσαι

μη μη προχωράς στο θήτα

είναι εκτός ταμείου εκτός επτά

ενθέμιον Θέμιον

θαρρώ Θέτις

Τα μείον ωά

είναι να μη μπλεχτεί ο Θεός

και σε διχάσει.

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πολιτιστική, τ. 6, σελ. 30.


Αντλήθηκε απ' την Κιβωτό του Νίκου Σαραντάκου



Arthur Rimbaud - [ΙΙ]


Είναι αυτή η μικρή νεκρή πίσω από τις τριανταφυλλιές. -Η πεθαμένη νεαρή
μητέρα κατεβαίνει από το κεφαλόσκαλο. Η άμαξα του εξαδέλφου τρίζει πάνω
στην άμμο. -Ο μικρός αδερφός (είναι στις Ινδίες!) εκεί, μπροστά στη δύση, στο λιβάδι με τα γαρίφαλα. -Οι γέροι που τους έθαψαν ολόρθους στο τείχος με τις γαριφαλιές.
Αρθούρος Ρεμπώ, Φωτισμοί, 20 πεζά ποιήματα, μτφρ.: Εύα Μυλωνά, Αντώνης Κέπετζης, Ίκαρος, 2004.

Paul Celan - [άτιτλο]



Εμείς θα τραγουδήσουμε το παιδικό τραγούδι, αυτό,
ακούς εσύ, αυτό
με τους μεν και τους δε, με τους ανθρώπους, ναι αυτό
με τους θάμνους και με
δυο μάτια, πεσμένα εκεί έτοιμα σαν
δάκρυ -και-
δάκρυ

Paul Celan, Του κανενός το ρόδο, Μτφρ.: Χρήστος Γ. Λάζος, Άγρα, 1995.

Franz Sedlacek - Song at Twilight (1931)


 

Federico Garcia Lorca - Ποίημα της Siguiriya gitana


Στον Κάρλος Μόρλα Βικούνια

Ο κάμπος
με τις ελιές
ανοίγει και κλείνει
σαν μια βεντάλια.
Πάνω από το λιοστάσι
ένας βουλιαγμένος ουρανός
και μια σκοτεινή βροχή
από κρύα αστέρια.
Τρέμουν το σπάρτο και το ημίφως
στου ποταμού την όχθη.
Σγουραίνει ο γκρίζος αγέρας.
Οι ελιές,
είναι φορτωμένες
κραυγές.
Ένα σμάρι
φυλακισμένα πουλιά,
που κουνούν τις μακριές ουρές τους
στη σκιά.

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ( 1898 -1936 )

 Σιγκιρίγια χιτάνα = Τσιγγάνικος χορός της Ανδαλουσίας πολύ αργού ρυθμού, σχεδόν στατικού

Πηγή: Federico Garcia Lorca, Ποιητικά Άπαντα, τ. Α', Μετάφραση-Σημειώσεις: Κοσμάς Πολίτης-Ρήγας Καππάτος, Αθήνα: Εκάτη 1997. 

Νάνος Βαλαωρίτης -Κουράστηκα να σ’αγαπώ



Θέλω να με βγάλουν στο σφυρί
θέλω να μπω στη φυλακή
θέλω να `μαι όπως την Κυριακή
που τρώμε όλοι ένα γλυκό

θέλω να γίνω χρυσοχόος
με χρυσόσκονη να σε χρυσίσω
θέλω να πάμε στην Αμερική
να γνωρίσουμε τον κύριο Κροίσο

θέλω να ταξιδέψω στην Ινδία
να καώ στη νεκρική πυρά
ψέλνοντας μια σούτρα βουδική
στον Γάγγη να ρίξουν τα οστά

θέλω ν’ ανεβώ τον Αμαζόνιο
αντίθετα στο ρεύμα - να φαγωθώ
από ένα σαρκοβόρο τροπικό φυτό
ψελλίζοντας μια σολομωνική

θέλω να σε δω βαθιά στα μάτια
έλεος να σου πω σταμάτα
κι ας λουστώ για δεύτερη φορά
στον καταρράχτη Νιαγάρα

θέλω ν’ αναμετρηθώ με τη σκιά
που πάντοτε σ’ ακολουθεί
ν’ αρμενίσω με λευκά πανιά
στην Ευρώπη με τα συνδικάτα

θέλω ν’ αναληφθώ στα επουράνια
να μη σε ξανασκεφτώ ποτέ μου
να κάτσω δίπλα στον Αρχάγγελο
να διαβάζουμε φτηνά ρομάντζα.

Νάνος Βαλαωρίτης - «Εστίες Μικροβίων» (1964)-και μια συνέντευξή του στην Ελπίδα Πασαμιχάλη

 Το αίνιγμα

Η ρίζα ενός δέντρου μου τρώει το σχήμα
Μια πέτρα μου αγκυλώνει το δάχτυλο
Και μου γδέρνει το μυαλό
Τα μάτια μου γίνονται παρανάλωμα των φύλλων
Κουκουβάγιες τρυπώνουν μες στα ματόκλαδά μου
Τα βήματά μου αυτοκαταλύονται κατασταλάζουν
Γίνονται στόματα μες στα μνημεία των θάμνων
Μια πεταλούδα απομυζάει όλο μου το είναι
Τα ρουθούνια μου βγάζουν σπίθες και καπνούς
Όπως οι δράκοι που ήταν κοράλλια τον παλιό καιρό
Είναι όπως το γαϊδουράγκαθο μέσα στα χόρτα
Οι στρόβιλοι με ξεχνούν και μ΄ απαρνιούνται
Τα λουλούδια μου βγάζουν τη γλώσσα
Τα πεζούλια με υποσκελίζουν
Μισώ τα ελατήρια και εξαργυρώνω τη θέλησή τους
Είμαι ο χαϊδεμένος των κυμάτων όπως τα βότσαλα
Αρνήθηκα να υποχωρήσω μπροστά στον άνεμο
Να λιώσω μες στα καμίνια των λουτρών της ζέστης
Να καώ με τα κάρβουνα σαν καβούρι
Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες να μιλήσω
Να σώσω τον εαυτό μου
Από την πυρκαγιά που μόνος μου άναψα
Λάμπω σαν το διαμάντι αλλά δεν είμαι άστρο
Τι είμαι λοιπόν αν δεν είμαι αυτό που είμαι
Ουράνιο σώμα ή γήινο, στερεό, υγρό ή αέρινο;

Άγραφη γραφή

Άκουσα να μιλάν με τόνους τραγωδίας σε σαλόνια του1880
Ν΄ αναστενάζουν σ΄ ένα υπνοδωμάτιο ξενοδοχείου αριθμ. 12
Είδα να τρέχει μια γυμνή στο τρίτο πάτωμα του μυαλού μου
Να μουγκρίζουνε δυο τέρατα ανθρωπόμορφα
Να την προκαλούνε – καθώς περνούσε – αδιάντροπα
Χτυπώντας ρυθμικά το πάτωμα με τις ουρές τους
Όταν έπεφτε ψιλή ψιλή βροχή
Στάχτη από ηφαίστειο στόμα γυναικείο
Κράτησα το χέρι ενός τρελόπαιδου που ξεψυχούσε
Στεφάνωσα το αγαπημένο μέτωπο
Με λίγα ξερά και άδεια λόγια παρηγοριάς
(Δε θυμάμαι αν ήταν κορίτσι ή αγόρι
Ο αδικοσκοτωμένος σʼ ένα κομμάτι γης 2×1 ½ μ.)
Τρεις αιώνες πέρασαν πριν γίνουν όλα αυτά
Πριν νʼ αντιγράψω σʼ ένα τετράδιο καθαρό
Τους θρήνους μιας απαρνημένης
Το κλάμα ενός νεογέννητου παιδιού
Ταφές ανθρώπων ζωντανών – νεκρών που ξαναζωντανεύουν
Σχήματα μεταξωτά που αναδιπλώνονται
Ένα πλάσμα που φοβόταν νʼ αγαπήσει
Κομμάτι μάρμαρο από σάρκα
Και τη γραφή την άγραφη
Που είδα γραμμένη στʼ όνειρό μου
Με γράμματα φωτιάς που καίγαν το χαρτί

Το ʽνα μέσα στʼ άλλο

Τα πάντα αλλάζουνε γίνονται το ʽνα τʼ άλλο
Τα ξύλα γίνονται πέτρες τα δέντρα σύννεφα
Οι γυναίκες άντρες τα φύλλα θάλασσες
Τα φτερά πηγάδια τα μάτια αέρας
Τα σερτάρια μέταλλα τα λουλούδια νους
Τα γράμματα και οι γραφές γίνονται
Αναλφάβητα τ΄ ωραίο γίνεται κτήνος
Τʼ αρσενικό ουδέτερο το μυστήριο φανερώνεται
Η ελπίδα τυφλώνεται όπως ο πλούτος
Τα πάντα είναι τηλεσκόπια και τίποτα δεν είναι
Σίγουρο ότι θα γίνει ή δε θα γίνει
Όλα είναι το ένα μέσα στ΄ άλλο πέτρες
Ποτάμια τρέχουνε από τα δάχτυλά του
Οι λέξεις τους είναι τουλίπες
Η αγάπη του είναι στέρνα είναι τραπέζι
Μια πολυθρόνα κάθεται μες στο δεξί του μάτι
Το περιβόλι του παραθυριού είναι ένα
Κοιμητήριο φύλλων η αγορά είναι παρθένα
Και η δροσιά του δειλινού μια στραβοτιμονιά
Μια βελόνα τεντώνει την κλωστή της ώσπου να σπάσει
Ένα πόδι μασάει την αλυσίδα του ένας χαρταετός
Γίνεται σκύλος και δαγκώνει όποιον έτυχε να περάσει
Ένα παιδί ορφανό γίνεται η μητέρα ενός άλλου
Ένας τίτλος γίνεται άπορος και παντρεύεται
Ό,τι υπάρχει ζει, τα μέταλλα μέσα στη γη
Οι πέτρες μες στο χώμα, απόδειξη πως μαραίνονται
Άμα τα ξεριζώσεις ο κόσμος είναι τρομερός
Δανείζει και δανείζεται αλλάζει χρώμα
Δε λέγεται πια όπως λέγεται είναι
Τέρας χελώνα ντιβάνι καναπές μπούτι γκαζιέρα
Και μαλλί ξανθό γύρω από ένα γυναικείο φύλο

Τα τρία τέταρτα της ζωής μου

Στον Τάσο Δενέγρη

Μέσα στης γης τα χάσματα και την επιδερμίδα
Άγνωστες ποσότητες σπανίων ορυκτών
Τοποθετημένα σαν κεφάλαια σʼ επίκαιρα σημεία
Μια γενειάδα ακολουθεί την άλλη αστραπιαία
Χώρες αλλάζουν χέρια εμβαδόν υψόμετρο
Ονόματα πόλεως γίνονται χερσόνησοι
Τοποθεσίες πολυάνθρωπες γίνονται θάλασσες
Ποτάμια δανείζονται τις κοίτες των άλλων ποταμών
Λόφοι παραμερίζονται από ζηλότυπα βουνά
Πολυτελή ανάκτορα ερημώνονται και καταντούν υπόγεια
Άνθρωποι σοφοί ξαναμωραίνονται
Και το μυαλό τους εξατμίζεται στο χάος το απληροφόρητο
Ξύλινα σπίτια τοποθετημένα σε νέες διασταυρώσεις
Γίνονται θύματα της πυρκαγιάς ερωτικών διαθέσεων
Γέφυρες υποτάσσονται στους πεζούς
Φέρετρα στοιβάζονται γιατί όλοι τώρα
Καίνε τους « πρώην» τους με αρώματα
Σε κλίβανους ατομικούς
Κατεψυγμένοι εγκέφαλοι σκέπτονται στις βιβλιοθήκες
Κύριοι φρακοφόροι μελετούν τις αντιδράσεις τους
Σεξουαλικές ανωμαλίες
Γίνονται «Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου»
Όργανα της τάξης αλλάζουν φύλο καθημερινά
Όργια σε ρωμαϊκές βίλες
Παίρνουν τον χαρακτήρα
Μιας σφαγής συνειδήσεων
Εξαγορασμένη τρυφερότητα φτάνει ως τα πεζοδρόμια
Στο μεταξύ τα πόδια μου
Είναι από άμμο κι από μαργαρίνη
Τα χέρια μου είναι από φτερά πουλιών
Το κεφάλι μου είναι βιδωτό
Το στόμα μου αναβοσβήνει
Όπως τα φώτα της κυκλοφορίας
Κόκκινο πράσινο κίτρινο κόκκινο καφέ…
Τα λόγια μου ταχυδρομούνται
Σε στοίβες εκατομμυρίων
Κλείνω τ΄ αυτιά μου για να μην ακούγονται
Τα παράπονα των ταχυδρόμων
Ένας ταμίας που κατάκλεψε μια Τράπεζα
Ομολογεί τα πάντα σ΄ ένα μέντιουμ
Που πάει να τον καταγγείλει στην αστυνομία
Μια νεράιδα ντύνεται στο σεληνόφως
Μια γυναίκα στου Dior – εγώ δεν ντύνομαι
Πουθενά – μένω γυμνός –
Το σπίτι μου είναι ο παράδεισος των ανωμάλων έλξεων
Μόνο στραβόξυλα περνούν για διαβατήρια
Μόνο χαμόγελα έχουν μια γεύση υπόξινη
Μόνον οι βάσεις και τα οξέα
Ξέρουν τι σημαίνουν οι συνθέσεις
Που μοιράζονται τα ηλεκτρόνιά τους με άλλα άτομα-

Όλο το 24ωρο

Μισός αιώνας απογεύματα με τη γιαγιά μου
Σύννεφα σαύρες παρδαλές και άλλα τέρατα
Κορίτσια ελαφρόμυαλα σαν τα σπουργίτια
Με βάδισμα ενοχοποιητικό μες στα παλτά τους
Ένα σεντόνι ερημιάς πάνω στο πρόσωπό μου
Συναντήσεις καθημερινές σαν γκρεμισμένες εκκλησίες
Λιμουζίνες με περίεργες βλοσυρές εκφράσεις στο τιμόνι
Άγνωστοι στις γωνίες των δρόμων περιμένοντας
Άγνωστες που περνάνε στον πληθυντικό
Ζαχαροπλαστεία γεμάτα ερωτηματικές ματιές
Φάρμακα αντίδοτα για αισθήματα ασφυξίας
Ώρες που δεν ξανάρχονται και καφενεία φαντάσματα
Ξύπνημα πρωινό βαρύ ασήκωτο ή ευδιάθετο
Ξεκίνημα για μιας καρδιάς την πόρτα τη στενή
Αλλά κανείς στο σπίτι που είπανε πως έμενε
Τρελή Σουηδέζα με μάτια σα φανάρια
Αγώνες για τη Δημοκρατία αγώνες δρόμου και αγωνία
Μισός αιώνας παρά τέταρτο και κάτι ακόμα παραλίγο επάνω μου.

*Η συλλογή τελικά κυκλοφόρησε πρώτα στο San Francisco το 1977.

Ο ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΠΑΣΑΜΙΧΑΛΗ

«Εγώ διαισθανόμουν ότι θα έχουμε ταραχές. Το πίστευα από καιρό και το είχα πεί ότι δεν θα περάσουμε τον χειμώνα ήρεμα . Διότι υπάρχει οικονομική δυσπραγία, από μία απερίσκεπτη ένωση με το ευρώ που έγινε πιο νωρίς από ό,τι έπρεπε. Αυτά είναι μηνύματα που τα εισπράττει κανείς όχι μόνο στο συνειδητό αλλά και συναισθηματικά. Τα αισθάνεται στην ατμόσφαιρα. Η ατμόσφαιρα μετατρέπεται σε γλώσσα. Το ποίημα λειτουργεί σαν βαρόμετρο. Αυτή είναι η λειτουργία της ποίησης.»

Μέσα σε μία φράση ο ποιητής και συγγραφέας Νάνος Βαλαωρίτης, δισέγγονος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, συμπυκνώνει, μιλώντας στον «Ε.Τ.» τη δική του εικόνα για τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα και την αντίδραση των νέων.
Ο διακεκριμένος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό λογοτέχνης που έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης αλλά και το Βραβείο της Αμερικανικής National Poetry Association (1996) συζήτησε μαζί μας για τον πολυσυζητημένο ρόλο των πνευματικών ανθρώπων στις κοινωνικές κρίσεις, για την εσωστρέφεια της λογοτεχνίας, για τον μηδενισμό των νέων, αλλά και για τον Μάη του ΄68 τον οποίο ο ίδιος έζησε αφού την περίοδο εκείνη ήταν στη Γαλλία.

-Υπάρχει η αίσθηση ότι ο πνευματικός κόσμος κωφεύει στα κοινωνικά μηνύματα. Την συμμερίζεσθε;

Κωφεύει διότι μη νομίζετε ότι οι συγγραφείς ασχολούνται με τα κοινά και τα δημόσια. Ιδιωτεύουν. Είναι στραμένοι στον εαυτό τους. Ναρκισεύονται και τα λοιπά,. Δεν ενδιαφέρονται και πολύ για το τι συμβαίνει γύρω τους. Ενδιαφέρονται μόνο για τις ασχολίες και αυτά που αφορούν τους ίδιους. Οι ποιητές είναι μία μικρή μειοψηφία η οποία επειδή η ποίηση έχει πιο δημόσια λειτουργία, εμπλέκονται περισσότερο στα τρέχοντα γεγονότα.

-Σήμερα η ποίηση έχει κοινωνικές ευαισθησίες;

Σήμερα η στρατευμένη ποίηση έχει καταργηθεί, δεν πρέπει όμως και να πέσουμε στον τέλειο ναρκισσισμό που βλέπω σε αρκετούς από αυτούς που θέλουν να γίνουν ποιητές. Ένας αυθεντικός ποιητής πρέπει να έχει τις κεραίες του τεντωμένες στα πράγματα και στα γεγονότα.

-Γιατί η λογοτεχνία έχει γίνει εσωστρεφής;

Πρόκειται για μία μεγάλη παρεξήγηση ότι κάθεσαι και γράφεις για τα εσώτερά σου. Δεν είναι αυτό η ποίηση. Η ποίηση είναι ένα πράγμα που υπάρχει ήδη ανάμεσα σε σένα και στον κόσμο. Δεν εκφράζεις μόνο τον εαυτό σου με την ποίηση. Εκφράζεις την ικανότητά σου να χρησιμοποιείς τη γλώσσας. Μετά το μοντερνισμό ο καθένας θεωρεί ότι μπορεί να γράψει ποίηση, γιατί δεν υπάρχουν κανόνες. Ο καθένας βγάζει ποιητικές συλλογές. Όμως αυτά δεν είναι ποιήματα, είναι εσωστρεφείς σκέψεις που δεν έχουν και μεγάλο ενδιαφέρον. Δυστυχώς πολλοί εκδότες βγάζουν κατά σειρά τέτοιες συλλογές.

-Η ποίηση θα μπορούσε να δώσει διεξόδους στις ανησυχίες και τα αδιέξοδα των νέων;

Σίγουρα. Σήμερα υπάρχει άγχος και ένα είδος απελπισίας που καταλήγει στο μηδενισμό. Αυτό είναι επικίνδυνο.. Οφείλει να ενισχύσει κανείς την πίστη στο ιδεώδες και στην ουτοπία που έστω κι αν δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πρέπει να μείνει ζωντανή στη καρδιά ενός νέου για να μην πέσει στην κατάθλιψη. Αυτό κατακτάται δύσκολα. Η ποίηση δίνει τη δυνατότητα να δει κανείς πιο πέρα από την μύτη του. Να κοιτάξει στον κόσμο της, που μπορεί να είναι ιδανικός, αλλά υπάρχει μέσα μας. Από μας εξαρτάται να πλουτίσουμε τη ζωή μας. Η δημιουργικότητα είναι φυσική στο παιδί και στο νεαρό έφηβο αν δεν του την χαλάσουν από πολύ νωρίς οι μεγάλοι.

-Στον Μάη του ʼ68 ήσασταν στη Γαλλία. Υπάρχουν ομοιότητες με αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα;

Στη Γαλλία επειδή η εξέγερση πήρε έμπνευση από τις μικρές ποιητικές ομάδες των υπερρεαλιστών, το καλλιτεχνικό επίπεδο ήταν αρκετά υψηλό ώστε να μην περιπέσουν σε άγνοια και σε χυδαιότητα συνθημάτων. Τα συνθήματα ήταν πολύ εμπνευσμένα, με χιούμορ, με δημιουργικότητα. Επίσης δεν είχαν το μονοπώλιο οι βίαιες ομάδες, που υπήρχαν και τότε. Οι Γάλλοι αναρχικοί δεν βάλανε φωτιές, δεν σπάσανε έπιπλα, δεν κάνανε κατοχές που δεν είχαν διδακτικό χαρακτήρα. Αφήσαν τους ανθρώπους ελεύθερους να συζητήσουν.

-Υπάρχει κάτι που σας δίδαξε ο υπερρεαλισμός σε προσωπικό επίπεδο;

Ο υπερρεαλισμός με στήριξε μετά τον Εμφύλιο. Οι υπερρεαλιστές με δίδαξαν ότι δεν πρέπει κανείς να αφήνει ακόμη και ένα ανεκπλήρωτο ιδανικό για να μην κατακρημνισθεί και ο ίδιος..

(Η Ελπίδα Πασαμιχάλη είναι δημοσιογράφος του “Ελεύθερου Τύπου”)



Πηγή: ΠΟΙΕΙΝ

Νάνος Βαλαωρίτης - Κάποιος



κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ' ακούει
με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
μαντεύοντας ποιος θα 'ναι κει κι όσα θα μου συμβούνε

κάποιος που είναι μέσα μου μου χτίζει ένα σπιτάκι
και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δε μ' αφήνει
κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο να περάσω

κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
κάποιος μου λέει πως είν' αργά και δε θα αρθούν εγκαίρως
να μας γλιτώσουν οι καλοί απ' τις κακές διαθέσεις

κάποιος μου λέει για στάσου ένα λεπτό περίμενε
στάσου να δω ποιος είσαι συ ποιος είν' αυτός πού πάμε
μα ήταν άλλος απ' αυτό που νόμιζα πως ήταν
και που' ναι πάντα μακριά από εκείνου που είναι

κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
κάποιος μου λέει δεν είμαι γω που γράφω αυτήν την ώρα
μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου

κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
και του εξηγεί πως γίνεται το κάθε τι στον κόσμο
πως γίνεται το ανώμαλο απ' το κανονικό
και ο καπνός απ' τη φωτιά πως βγαίνει γαλανόλευκος

κι απ' τη βροχή το σύννεφο πως χαμηλώνει αθόρυβα
κι αδειάζοντας πως πέθαινε επάνω από τα σπίτια
κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πως μπαινόβγαινε
αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι

ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ' το κεντρί του μόνος
κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στις μία
απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου

ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος άλλος
να μπει απ' το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
μες το δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου

Νάνος Βαλαωρίτης, 1963

Πηγή:https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1624.0

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Καρυωτάκης - Κριτική

 

Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός
ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει
σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός,
κάποιου πὄχει πεθάνει.

Ελεγεία και Σάτιρες, 1927



Τάσος Λειβαδίτης - Ολιγόστιχα

 Υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που

συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου"

~!*~!*~!*~!*~!

"Τις νύχτες έπαιρνα τις βαλίτσες μου ακόμα και στον ύπνο, γιατί

ποιος ξέρει το τέλος του ταξιδιού;"

~!*~!*~!*~!*~!

"Τα βράδια έριχνα όλες μου τις σκέψεις απ' το παράθυρο μήπως και

βρουν το δρόμο οι χαμένοι ταξιδιώτες"

~!*~!*~!*~!*~!

"Ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως

αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη

απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό"


Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου

~!*~!*~!*~!*~!

"Είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θ' αφήσω

ένα γράμμα τρυφερό γι' αυτούς που θα 'ρθουν"

~!*~!*~!*~!*~!

"Μια νύχτα στη βεράντα έκανε να πιάσει έν' άστρο που έπεφτε-και

γκρεμίστηκε απ' τις σκάλες. Από τότε στηριγμένη στα δεκανίκια

προχωράει και χάνεται σε κήπους φανταστικούς"

~!*~!*~!*~!*~!

"Λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δυο δισεκατομμύρια

εκδοχές για ένα μοναδικό κόσμο"

Χρήστος Μπράβος - Κρυφή ζωή


Άνοιξη Κυριακής. Φωλιάζω στ'
άσπρο κι ανασαίνω. Πίσω μου
τίποτα ούτε λουλούδι ούτε πουλί,
μπροστά μου άδειο. Κυλώ χωρίς
τριβή.
Άξαφνα η δίκοπη φωνή "Γιάννη,
Γιάννη". Χάνω πάλι το δρόμο.
Ακούω "Γιάννη, Γιάννη" απ' την άλλη
μέρα· κι είναι πεσμένος μπρούμυτα.
Δεν θα ξεπλύνει κανένας το αίμα.
Θα ξεραθεί· θα το κλοτσήσουν τα
παιδιά· θα φύγει φλούδα φλούδα.
Άνοιξη Κυριακής θα ξαναβγεί στο
δρόμο. Και τα παιδιά μου θα
κοιμούνται ακόμα. Θα τρέχω δίχως
φρένα. Κανένας δεν θα καταλάβει
τίποτα.
Χρήστος Μπράβος, Βραχνός προφήτης, Ποιήματα και Κριτικά κείμενα 1981-1987, Μελάνι, 2018.

Γιάννης Κοντός - Ιστορικό [ΙΙΙ]


Ο στρατάρχης έφερε κονσέρβες
και σφαίρες να φάει ο κόσμος.
Έγιναν μια δυο εαρινές ασκήσεις
με πραγματικά πυρά και στόχους.
Μετά εκλογές - Βουλή και Δικαστήρια -
Μετά, χρόνια ένας μεγάλος ήλιος
μας έφερε καπάκι και μας τσιγάρισε.
Ακολουθούμε πάντα την επιταγή:
όλοι πρέπει να χαίρονται στη Μεσόγειο.
- Άνεμοι και συμφέροντα κουβάρι -
[Γιάννης Κοντός, Στη διάλεκτο της ερήμου, β' έκδ. Κέδρος 1981]

Raymond Carver - Το κοράκι μου


Ένα κοράκι πέταξε στο δέντρο έξω από το παράθυρό μου.
Δεν ήταν του Τεντ Χιουζ το κοράκι ή του Γκάλγουεϊ το κοράκι.
Ή του Φροστ, του Πάστερνακ ή του Λόρκα το κοράκι.
Ή κάποιο από τα κοράκια του Ομήρου, χορτασμένο πηχτό αίμα μετά τη μάχη. Ήταν απλώς ένα κοράκι.
Που ποτέ στη ζωή του δεν χώρεσε κάπου,
ούτε έκανε τίποτε αξιομνημόνευτο.
Κάθισε εκεί στο κλαδί για λίγα λεπτά
κι ύστερα τα μάζεψε και όμορφα πέταξε
έξω από τη ζωή μου.
[Raymond Carver, Δωμάτια όπου οι άνθρωποι ουρλιάζουν και πληγώνουν ο ένας τον άλλο, Μτφρ.: Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Γαβριηλίδης, 2018]

Μαρία Λαϊνά: «Αυτό το τίποτα που με καταδιώκει»


alt

Η Μαρία Λαϊνά συνομίλησε με την Αργυρώ Μποζώνη, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Θυμάσαι τι είναι η ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας» (εκδ. Πατάκη).

Της Αργυρώς Μποζώνη

Πρίν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε ο τόμος «Θυμάσαι τι είναι η ποίηση; Ιστορίες ποδηλασίας» (εκδ. Πατάκη), στον οποίο συγκεντρώθηκαν πενήντα επιφυλλίδες της Λαϊνά, µε τον τίτλο «Πεντάλ», γραµµένες στο διάστηµα 2009-2011, για το ένθετο «Βιβλιοθήκη» της εφηµερίδας Ελευθεροτυπία. Επίσης, μέχρι τις Γιορτές παιζόταν στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το έργο της «Το φαγητό», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Λιόλιου. Όμως, η συνομιλία μας ξεπέρασε τις αφορμές επικαιρότητας και «ανοίχτηκε» προς κάθε κατεύθυνση, σε αγγίγματα και φράσεις από την παιδική ηλικία, σε φόβους, αγωνίες και ερωτήματα. Σε θέσεις ζωής και στάσεις σε λέξεις όπως ταλέντο, έρωτας, ομορφιά, μοναξιά. Για το τέλος, η Μαρία Λαϊνά μάς δωρίζει ένα ανέκδοτο ποίημά της.

Είδα το «Φαγητό», τον μονόλογο που ανέβηκε στο Ι.Μ.Κ., και ήθελα να σε ρωτήσω, γιατί έδωσες αυτό τον τίτλο;
Ειλικρινά δεν έχω τι να σου απαντήσω. Η σχέση μου με το φαγητό είναι και αδιάφορη και ενδιαφέρουσα, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο όμως, πως να σου πω, όταν ήμουν μικρή δεν έτρωγα, τώρα που είμαι μεγάλη τρώω, αλλά όχι οτιδήποτε. 

Ασχολείσαι με το φαγητό;
Μπορεί να μη φάω μια μέρα αλλά να μαγειρέψω την άλλη, αλλά αυτό δεν έχει σχέση με το κείμενο, είναι το πρόσχημα να μιλήσει ο ήρωας για κάτι άλλο.

laina ex 5Στο έργο ανασύρει ο ήρωας έναν κώδικα συμπεριφοράς σχετικά με το φαγητό, μεταφορικά για την αγάπη, λέει πως, όπως δεν αξίζει να φας, έτσι δεν αξίζει να αγαπηθείς.
Μου φαίνεται ότι και αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται αλλά λέω, στο Φαγητό, δεν τους αξίζει η αγάπη. Κοίτα, δεν θέλω να μιλήσω αφ’ υψηλού για το φαγητό όπως δεν θέλω να πω ότι δεν μου αρέσουν οι χοντροί άνθρωποι. Δεν μου αρέσουν, αλλά έχω βρεθεί μπροστά σε χοντρούς ανθρώπους που μου έχουν φερθεί με καλοσύνη, είναι θέμα αισθητικής δεν αμφισβητώ τα αισθήματά τους, με έχουν βοηθήσει. 

Το «Κλεφτό φιλί» και το «Φαγητό» σχετίζονται;
Ναι. Η αρχή και το τέλος τα συνδέει, οι φράσεις της αρχής στο «Κλεφτό φιλί» και το τέλος στο «Φαγητό». 

Θα μπορούσες να γράψεις κατά παραγγελία; Να σου ζητήσουν ένα μονόλογο για παράδειγμα;
Νόμιζα ότι είναι απαράδεκτο, δεν μιλάμε για μετάφραση, είναι όμως ένα κίνητρο. 

Και πώς ξεκινάς; 
Κάθομαι και λέω, ποια είναι η πρώτη φράση που μου έρχεται στο μυαλό. Δεν μπορώ αλλιώς να ξεκινήσω. 

Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το παλαβό συνδυάζεται με το ταλέντο. Έχω βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους σοβαρούς που εξηγούν αλλά δεν έχουν ταλέντο κι έχω βρεθεί μπροστά σε, σχεδόν απατεώνες, ηθοποιούς με τρομερό ταλέντο, γητευτές – εκεί πάω πάσο.

Στους ηθοποιούς τι σε ελκύει; Ο χαρακτήρας, το ταλέντο;
Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το παλαβό συνδυάζεται με το ταλέντο. Έχω βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους σοβαρούς που εξηγούν αλλά δεν έχουν ταλέντο κι έχω βρεθεί μπροστά σε, σχεδόν απατεώνες, ηθοποιούς με τρομερό ταλέντο, γητευτές – εκεί πάω πάσο.

Τι είναι το ταλέντο τελικά;
Ο Πολ Βαλερί λέει ότι δεν υπάρχει. Είναι ικανότητα κρίσης και σκληρή δουλειά.

Είναι έτσι;
Για μένα δεν αρκεί αυτό. Είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε υπάρχει και αυτό το πράγμα που λέγεται ταλέντο. Τώρα, να στο εξηγήσω δεν μπορώ. Η ικανότητα κρίσης είναι σοβαρό πράγμα.

Για να δημιουργήσεις;
Όχι καταρχήν, αλλά για να δεις μετά ότι αυτό που δημιούργησες είναι ή δεν είναι...

Μπορεί να το κάνει αυτό ένας δημιουργός στο έργο του; Το καταλαβαίνει;
Νομίζω ότι κάποια στιγμή με την καλλιέργεια του γούστου –γιατί και το γούστο καλλιεργείται κατά τη γνώμη μου– μπορεί να το κάνει. Μου ζήτησε μια μαθήτριά μου το πρώτο μου βιβλίο, της είπα στην αρχή «δεν το δίνω, το έχω αφορίσει, δεν το αναφέρω καν». Και το άνοιξα για να δω τι της έδωσα τελικά και είδα μερικούς στίχους που δυστυχώς δεν θα μπορούσα να τους γράψω τώρα.

Γιατί δυστυχώς;
Γιατί είναι ξαφνικοί, γιατί έχουν κάτι απρόοπτο που δεν το διαθέτω πια.

laina ex 1Κάνεις μαθήματα και ξέρω ότι οι νέοι που έρχονται εδώ σε αγαπούν, τους ενδιαφέρεις. Σου αρέσει να κάνεις μαθήματα;
Μαθαίνω από τους νέους ανθρώπους, ενώ τους βάζω φρένο σε μερικά που βρίσκω αδικαιολόγητα. 

Όπως; 
Έχω μια ιδέα, ότι η σχέση μας με την ποίηση όσο μεγαλώνουμε αλλάζει. Νομίζω την καταλαβαίνουμε αλλιώς. Όταν λέω σε μια μαθήτριά μου «κόψ' το αυτό», εγώ είμαι 70, εκείνη είναι 27, έχουμε άλλη αίσθηση. Κι όμως κάτι καταφέρνω να τους μεταδώσω, είμαι υπερήφανη γι’ αυτό. Κυκλοφορεί το ποίημα που διαβάζουμε ανάμεσά μας. Και επίσης όταν λέω «γράψτε ένα ερωτικό ποίημα», σχεδόν πάντα μέσα σε αυτό το ποίημα κρύβεται ένα άλλο, πολύ πιο σημαντικό. 

Αυτό που συμβαίνει σε όλη την ποίηση, σαν κρεμμύδι. Τι τους λες;
Λέω, αυτό το κομματάκι είναι ένα ατόφιο εξαιρετικό ποίημα. Πετάξτε τα όλα τα άλλα. Δεν θέλουμε τον πόνο σας, θέλουμε ένα ερωτικό ποίημα. Πού είναι αυτό; Είναι μέσα στο άλλο που έχετε γράψει. Τι να την κάνω αυτή τη φράση; μου λέει ο μαθητής μου. Κράτα την, είναι μια φράση δυνατή.

Εσύ σημειώνεις φράσεις; 
Έχω κλέψει κι εγώ. Αλλά έχω κλέψει έξυπνα, πώς να στο πω; Μια φράση που άκουσα...

Αυτά δεν είναι τα υλικά;
Αυτά είναι. Κάθομαι σε ένα καφενείο, ας πούμε με τον Βαγγέλη, έναν φίλο μου, και του λέω, τα αστέρια στον ουρανό πώς μπορώ να τα καταλάβω; Αυτός έχει βγάλει Πολυτεχνείο. Κοίτα, μου λέει, πας από την ουρά του ενός στο κεφάλι του άλλου. Μπορώ να την πάρω αυτή τη φράση; ρωτάω. Ναι, μου λέει, και την παίρνω.

Όταν γράφεις είσαι αυστηρή στο γραπτό σου, το πετσοκόβεις;
Νομίζω θα ήταν αφόρητος εγωισμός να πω ότι είμαι αυστηρή. Υπάρχουν φορές που δεν είμαι. Θέλω να πιστεύω ότι μέσα μου υπάρχει αυτό το πράγμα που έχει γίνει μέσω των χρόνων, που με ειδοποιεί μερικές φορές: Μαρία, εδώ κάνεις μαλακία.

Νομίζω θα ήταν αφόρητος εγωισμός να πω ότι είμαι αυστηρή. Υπάρχουν φορές που δεν είμαι.

Εκεί τι κάνεις;
Εκεί ξανακοιτάω και μπορεί να περιμένω λίγο να δω, θα ξαναχτυπήσει το καμπανάκι;

Η οικονομία των λέξεων είναι κάτι που με απασχολεί διαβάζοντας τα γραπτά σου, προσέχεις να μην υπάρχει περιττό; 
Έχω γράψει και περιττά πράγματα, κάνω ό,τι μπορώ να μην τα γράψω, αλλά μερικές φορές μού έχει ξεφύγει. 

Εννοώ σε ένα σύνολο γραπτών. 
Αν μιλάμε για ένα σύνολο γραπτών, είμαι πολύ αυστηρή. Μην γράφετε τίποτα που να θολώνει το νόημα, αυτό δεν το έχω πει εγώ. Θέλετε να πείτε κάτι; Πείτε το. 

Τι νομίζεις ότι θολώνει το νόημα;
Οποιοδήποτε επίθετο περί διαγραμμάτου.

laina ex 3Πιστεύεις ότι η γλώσσα μας βοηθά να τα χρησιμοποιούμε αυτά;
Μας προσφέρεται, δεν μας βοηθά. Κάνουμε κατάχρηση επιθέτων. Φεύγει το μυαλό μας και δεν αισθανόμαστε τίποτα.

Αυτή τη φλυαρία τη συναντάμε σε νέους ποιητές ή υπήρχε πάντα;
Πάντα υπήρχε.

Τι θα έλεγες σε έναν νέο ποιητή; 
Καμία λέξη που να θολώνει το νόημα, καμία.

Αν σου ζητούσε κάποιος να σταθείς απέναντι στην ποίηση που γράφεις και να τη χαρακτηρίσεις θα το έκανες;
Δεν θέλω να το κάνω. Με έχουν χαρακτηρίσει και μπεκετικού τύπου και ερωτική –κολακευτικά, δεν λέω–, και ότι γράφω ποιητικό θέατρο και πράσσειν άλογα. Για μένα ή είναι θέατρο ή δεν είναι, άστο το επίθετο. Δεν με ενδιαφέρει το επίθετο. Έχω γράψει και μια συλλογή χωρίς κανένα επίθετο.

Όταν γνωρίζεις κάποιον συγγραφέα βλέπεις και το έργο του αλλιώς; 
Δεν ενδιαφέρει κανέναν τι θέλει να κάνει ένας συγγραφέας, κανέναν δεν ενδιαφέρει ούτε τι νόμιζα ότι έκανα, ούτε τι ήθελα να κάνω.

Τι εννοείς με αυτό;
Ότι το έργο είναι εκεί και χέστηκες εσύ για το τι νόμιζα ή το τι ήθελα να κάνω ή τι νομίζω ότι κατάφερα να κάνω. Ο αναγνώστης δεν ενδιαφέρεται για την πρόθεσή σου, πρέπει να το ξέρεις αυτό όταν γράφεις. Τον ενδιαφέρει αυτό που βλέπει ή διαβάζει.

alt

Θα ήθελα να μιλήσουμε γι' αυτό που σε απασχολεί σε όλο το έργο σου, τον θάνατο. Σε απασχολούσε πάντα;
Από πέντε χρονών. Με αγκάλιασε η μητέρα μου και μου άλλαζε ένα πουκαμισάκι, επάνω στο τραπέζι, και εκεί δεν ξέρω πώς μου ήρθε εμένα και της είπα: «Μαμά όταν μεγαλώσω και μεγαλώσω κι άλλο, τι θα γίνει;» Και με αγκάλιασε και αισθάνομαι αυτή την αγάπη της μητέρας μου στο σώμα μου ακόμα και σήμερα –ξέρεις είναι πιο σπουδαίο να αισθανθείς από το να καταλάβεις–, και μου είπε πολύ γλυκά: «Τίποτα». Αυτό το τίποτα με καταδιώκει σε όλη μου τη ζωή. Μου το είπε γλυκά.

Αυτό το τίποτα το συνδύασες με τον θάνατο τότε ή αργότερα;
Αυτό το τίποτα με καταδιώκει από πέντε χρονών, είτε αν γράφω ή δεν γράφω, είτε αν είμαι ερωτευμένη ή όχι.

«Μαμά όταν μεγαλώσω και μεγαλώσω κι άλλο, τι θα γίνει;» Και με αγκάλιασε και αισθάνομαι αυτή την αγάπη της μητέρας μου στο σώμα μου ακόμα και σήμερα, –ξέρεις είναι πιο σπουδαίο να αισθανθείς από το να καταλάβεις–, και μου είπε πολύ γλυκά: «Τίποτα». Αυτό το τίποτα με καταδιώκει σε όλη μου τη ζωή. 

Δεν άλλαξε καθόλου μέσα στα χρόνια;
Άλλαξε περιέργως, γιατί από τότε που πέθανε ακούω τη φωνή της και πιάνω το χέρι της. 

Φοράς τη βέρα της;
Ναι, και το άλλο δαχτυλίδι είναι της αδελφής μου που πέθανε.

Αυτοί οι δύο θάνατοι τι σημαίνουν; 
Ο θάνατος της μάνας μου δεν μου άφησε καμία τύψη. Της αδελφής μου μου άφησε. Προσπάθησα να τη φροντίσω καλύτερα και αρνιόταν. Και με πήραν μια μέρα από ένα νοσοκομείο και μου είπαν πέθανε. 

Και γιατί έχεις τύψεις;
Γιατί μου έλεγε ότι θέλει την παρέα μου και εγώ της έλεγα να βγει έξω, να πάμε σ' ένα καφενείο και δεν ήθελε. Δεν είχε παιδιά. Κανείς στην οικογένειά μας δεν ήθελε παιδιά, μόνο η μάνα μου ήθελε. Επτά χρόνια βασανιζόταν να κάνει παιδί.

Ο θάνατος σε απασχολεί σαν γενική σκέψη;
Σαν ανυπαρξία.

Φοβάσαι;
Πάρα πολύ. Και άλλοτε καθόλου. Δεν μπορώ να πιάσω την έννοια του δεν υπάρχω.

Υπάρχει αυτή η έννοια;
Δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι να μην υπάρχεις, το τίποτα. Αυτό με βασανίζει πολύ. Τι πάει να πει τίποτα; Η ανυπαρξία δεν χωράει στο μυαλό μου. Αν σου πω ότι αύριο δε θα υπάρχει τίποτα; Εν τέλει, αναγκάζεσαι, γιατί αλλιώς δεν μπορείς να ζήσεις. Νομίζω κανείς δεν μπορεί να αποφύγει αυτή τη σκέψη.

Κλαις συχνά;
Ναι.

Και παλιότερα ή μεγαλώνοντας;
Έκλαιγα πάντα. Όταν γυρίζω σπίτι μου βάζω κάτι και ακούω ή το πρωί και μου αρέσει να κλαίω.

Με τι κλαις;
Με το 2ο βαλς του Σοστακόβιτς. 

Θυμάσαι κάτι ή σου δημιουργεί ένα συγκινησιακό φορτίο;
Δεν θυμάμαι τίποτα. Ακούω αυτή τη μουσική επειδή η μουσική ανέκαθεν με στήριξε, με βοήθησε. Ακούω αυτό το βαλς και με πιάνουν τα κλάματα.

Κλαίς και με ποιήματα, με ανθρώπους; 
Όχι καθόλου. Με μουσικές.

Κλαις για έναν χαμένο έρωτα, ας πούμε;
Ναι. Να σου πω κάτι περίεργο; Θα κλάψω για έναν χαμένο έρωτα αλλά πάλι ακούγοντας μουσικές.

Έχεις κλάψει περισσότερο για έρωτες ή για φίλους που έχεις χάσει;
Δεν έχω χάσει φίλους. Έχω χάσει κάποιους ανθρώπους που μου στάθηκαν και γνώρισα κάτω από περίεργες συνθήκες και ξαφνικά έμαθα ότι πεθάναν, έμεινα ξερή γιατί ήταν συγκινητικοί άνθρωποι και μετά ακούγοντας μια μουσική έβαλα τα κλάματα, είναι ένα όχημα. 

Έχεις κλάψει ποτέ για κάτι που έχεις γράψει;
Ναι, και μάλιστα λέγοντάς το κάθε φορά συγκινούμαι και έχω βαρεθεί να το λέω αυτό το ποίημα, αλλά κάθε φορά που το διαβάζω σε κάποιο στίχο μού έρχονται κλάματα. 

laina ex 4Θες να μου πεις ποιο είναι;
«Η ταβέρνα της Τζαμάικα». Υπάρχουν κι άλλα ποιήματα, που έχω γελάσει διαβάζοντάς τα ξανά και λέω, μπράβο ρε. 

Γελάς εύκολα;
Χαμογελάω εύκολα. Με διάφορα. 

Ο χαμένος έρωτας τι είναι δηλαδή; 
Κοίτα, ένας χαμένος έρωτας είναι μια βαθιά πληγή για μένα.

Τα σπρώχνει όλα αυτά πέρα ο χρόνος;
Και τα σπρώχνει και τα φέρνει. 

Έχεις γυρίσει πίσω ποτέ;
Δεν γυρνάω γιατί είμαι εγωίστρια.

Είσαι εγωίστρια ή φοβάσαι;
Είμαι αφάνταστα εγωίστρια.

Πες μου την πιο εγωιστική πράξη ενάντια στον εαυτό σου.
Να θέλω κάποιον πολύ και να του γυρνάω το κεφάλι, να φεύγω.

Έχεις αντίβαρο σ' αυτό;
Έχω τους φίλους μου, οι οποίοι μου εξηγούν ή μου δικαιολογούν τα πράγματα που έκανα.

Υπάρχει κάτι που βαριέσαι όταν σου λένε οι φίλοι σου;
Έχω βαρεθεί να μου λένε πρόσεχε τον εαυτό σου.

Σε εκνευρίζει;
Δεν ξέρω τι σημαίνει. Να σηκωθώ το πρωί, να πιώ τρία ποτήρια νερό, να τρέμω, να σκέφτομαι «έχω γράψει την προηγούμενη νύχτα ένα κείμενο για την κατάθλιψη». Δεν ξέρω τι σημαίνει «πρόσεχε τον εαυτό σου», ούτε το «καλή συνέχεια» ξέρω τι σημαίνει. Τι πάει να πει, δεν ξέρω.

alt

Έχουν φύλο οι σκέψεις;
Όχι. Καταρχήν, δεν το ξέρεις καν. Μπορεί να διαβάσεις ένα ποίημα και να μην καταλάβεις αν το έχει γράψει άντρας ή γυναίκα. Και αυτές οι ανοησίες περί γυναικείας ποίησης είναι γελοία πράγματα. Γιατί έχει βγει ποτέ κανένα βιβλίο που να λέει αντρική ποίηση; 

Μήπως έχει να κάνει με το να εντοπίσουμε τις γυναίκες ποιήτριες; 
Πιθανώς αλλά καλό είναι να μην το χαρακτηρίζεις, λες για την Κέιτ Κόλβιτς, η γυναικεία γλυπτική; γιατί θα το πεις αυτό; Δεν κρύβεται εδώ ένας μικρός υποβιβασμός; Όχι απλώς δεν έχει σημασία το φύλο, αλλά μερικές φορές είναι προκλητικά αντίθετο, όπως στον Ρόμπερτ Λόουελ ή την Τζόις Μανσούρ ή στον Ιβάν Γκολ και έχω να σου πω και ποιήματα που δεν ξέρεις να μου πεις αν είναι άντρας ή γυναίκα αυτός που τα έγραψε. 

Θέλεις να μιλήσουμε για τη μοναξιά; 
Με ενδιαφέρει πολύ.

Με ενδιαφέρει η μοναξιά. Με ενδιαφέρει ένας άνθρωπος που ζει μόνος. Με ενδιαφέρει να φτάσει κάποιος στο ακραίο σημείο της μοναξιάς.

Σου αρέσει να είσαι μόνη σου;
Κυρίως, ναι.

Αλλά είσαι άτομο κοινωνικό με έναν τρόπο…
Βεβαίως, ναι.

Τι υπερτερεί;
Δεν υπερτερεί τίποτα. Υπάρχουν φορές που θέλω απόλυτη ησυχία, που θέλω να εξασφαλίσω μια ήρεμη μοναξιά. Σκέπτομαι, δουλεύω, ακούω πολλή μουσική. Με ενδιαφέρει η μοναξιά. Με ενδιαφέρει ένας άνθρωπος που ζει μόνος. Με ενδιαφέρει να φτάσει κάποιος στο ακραίο σημείο της μοναξιάς.

Αυτό προϋποθέτει μια αυτονομία;
Αυτό προϋποθέτει ένα θάρρος κατ’ αρχήν, βεβαίως αυτονομία, αλλά δεν λείπει η χαρά όταν βλέπεις τους άλλους, αλλά κατά βάθος θέλεις να είσαι μόνος.

Αυτό έχει σχέση με το ότι δεν έχεις παιδιά; Το σκέφτηκες ποτέ;
Όταν έφτασα στην ηλικία των σαράντα το σκέφτηκα. Δεν θα έκανα ποτέ, θα υιοθετούσα ίσως, το μωρό που του αλλάζεις πάνες, δεν με αφορά. 

Όμως έχεις σχέση με τους νέους ανθρώπους. Σου αρέσουν;
Αν είναι ενδιαφέροντες. Δεν μπορώ ούτε να σνομπάρω ούτε να υπερηφανεύομαι που είμαι μεγαλύτερή τους. Μπορεί να έχουν ένα πιο έξυπνο μυαλό από μένα, ένα πιο ευφάνταστο μυαλό και παίρνω από αυτούς. Οι νέοι, δεν ξέρω, με κυνηγάνε λίγο…

Γιατί έχεις ενδιαφέρον, δεν το ξέρεις;
Όχι, δεν το πιστεύω, ούτε το ξέρω.

Αυτό το λες γιατί δεν αγαπάς τον εαυτό σου;
Τον αγαπάω πολύ τον εαυτό μου. Δεν νομίζω όμως ότι έχω κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 

altΤι σημαίνει «ιδιαίτερο ενδιαφέρον» σε έναν άνθρωπο;
Μια παραξενιά που δεν την έχω. Δεν είμαι παράξενος άνθρωπος. Είμαι ένας άνθρωπος που κάθε μέρα υποφέρει.

Από τι; Από τον εαυτό του;
Και από το έξω και από το μέσα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω.

Τι είναι αυτό που σε ενοχλεί έξω;
Η ασχήμια.

Αισθητικά;
Ναι, εδώ είμαι απολύτως ελιτίστρια. Με ενδιαφέρει η ομορφιά. Και παράλληλα τη φοβάμαι. Ως κάτι εφήμερο.

Δεν πιστεύεις ότι η ομορφιά είναι κάτι διαρκές;
Όχι. Αυτό που αντικρύζω σαν ομορφιά είναι εντελώς εφήμερο και αυτή είναι η ομορφιά της ομορφιάς.

Αυτός όμως ο πίνακας απέναντί μας, που σου αρέσει, έχει μια ομορφιά που δεν τελειώνει.
Εδώ με αφόπλισες αλλά δεν μιλάω γι’ αυτήν, δεν μιλάω για την ομορφιά της τέχνης, μιλάω γιατί φοβάμαι την ομορφιά απέναντί μου, δεν μπορώ να τη χειριστώ. Όταν έρχεται κάποιος όμορφος δίπλα μου φεύγω, φοβάμαι.

Μου λες ότι η ομορφιά είναι δυσβάσταχτη. Και η ασχήμια;
Απαράδεκτη.

Τα κείμενα είναι ωραία;
Ναι, βέβαια, κάποια είναι ωραία.

Τα φοβάσαι;
Όχι. 

Άρα φοβάσαι έναν κόσμο… 
Που έχει ύπαρξη.

Ένα από τα πράγματα που με γοητεύει απίστευτα είναι η φωνή, μπορεί ν' ακούσω τη φωνή ενός ανθρώπου και να τον ερωτευθώ αυτόματα. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι άντρας ή γυναίκα, με ενδιαφέρει ότι άκουσα αυτήν τη φωνή. 

Έχεις κάνει μια προσπάθεια να νικήσεις αυτόν τον φόβο;
Έκανα προσπάθεια αλλά δεν κράτησε πολύ.

Ποιος είναι ο πιο ωραίος άνθρωπος που έχεις γνωρίσει;
Κάθε τόσο και αυτό αλλάζει με την ηλικία. Άλλο βλέπουμε στα είκοσι, άλλο στα πενήντα. Ένα από τα πράγματα που με γοητεύει απίστευτα είναι η φωνή, μπορεί ν' ακούσω τη φωνή ενός ανθρώπου και να τον ερωτευθώ αυτόματα. Δεν με ενδιαφέρει αν είναι άντρας ή γυναίκα, με ενδιαφέρει ότι άκουσα αυτήν τη φωνή. 

Γράφεις τώρα;
Ναι, θες να σου διαβάσω ένα; Γιατί προσπαθώ να γράψω κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτά που έχω γράψει μέχρι τώρα. 

Διαφορετικό ως προς τι;
Το ύφος, επαναλαμβάνω, είναι το περιεχόμενο. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό από ό,τι έχεις διαβάσει από εμένα. Δεν έχω ξαναγράψει τέτοιο.

ο χειρότερος εφιάλτης, είπε
φαντάσου, είπε, να μάθεις ξαφνικά
εκεί που κάθεσαι, να μάθεις
να σου πουν δηλαδή αυτοί οι καριόληδες
ότι οι πιο πολύτιμες στιγμές σου
τα μέρη και οι άνθρωποι
δεν έχουν φύγει 
ούτε πεθάνει
αλλά, χειρότερα,
δεν έχουν υπάρξει ποτέ
κόλαση, είπε
αυτό είναι κόλαση˙
αλλά και τώρα πάλι βλέπω πράγματα ανύπαρκτα
εκεί που κάθομαι τα βλέπω
τώρα
καταλαβαίνεις;
πέφτω στον πειρασμό να φαντάζομαι
τι βλέπεις; είπα, πες μου κάτι ανύπαρκτο που βλέπεις
να, είπε, έναν τάρανδο
έναν τάρανδο να κατεβαίνει τον δρόμο
και περασμένο στο αυτί του ένα σκουλαρίκι
α, είπα, εντάξει,
αυτό υπάρχει.

* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ είναι δημοσιογράφος.


Αναδημοσίευση από:https://bookpress.gr/sinenteuxeis/sinomilies/9763-2019-01-27-11-16-05