Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020

Τάσος Λειβαδίτης: Νυχτερινός Επισκέπτης (Κέδρος, 1972) 2ο μέρος

 Η σκάλα


Σε κάθε σπίτι υπάρχει μια άγνωστη μυστική σκάλα, που θα σε πήγαινε, ίσως, μακριά. Αλλά τη βρίσκεις, όταν δεν έχεις πια σπίτι.


————–


Οικογενειακή αθανασία


Α’


Είχα χαθεί εδώ και χρόνια, μα ο αδελφός μου με βρήκε, “πώς με ανακάλυψες;” του λέω, εκείνος μου έδειξε το δεκανίκι του, “ο πατέρας θέλει να πουλήσει το σπίτι” μου λέει, “ποιο σπίτι, του λέω, εμείς δεν είχαμε ποτέ σπίτι, γι’ αυτό κιόλας ο πατέρας πέθανε”, “λάθος, μου λέει, είχαν γεμίσει το φέρετρο με παλιά ρούχα”, “μα, βέβαια, λέω, τι άλλο τα ‘θελε ο πατέρας τόσα αποφόρια που του ‘διναν”.


Β’


“Περάστε, περάστε”, έλεγα στον κόσμο που είχε μαζευτεί, “πού να μπούνε, σκέφτηκα, όλοι οι δικοί μου εκεί μέσα είναι νεκροί”, αλλά, ευτυχώς, θυμήθηκα ότι στο μοναδικό δωμάτιο, που ζούσαμε, έτσι γινόταν πάντα, όταν είχαμε καμιά επίσκεψη, αυτοί που κοιμόντουσαν ξυπνούσαν βιαστικά κι έφευγαν απ’ την πίσω πόρτα.


——————-


Το ημερολόγιο ενός υπηρέτη


Αιώνες τώρα χτυπάω τον τοίχο, μα κανείς δεν απαντάει. Όμως εγώ ξέρω πώς πίσω απ’ τον τοίχο είναι ο Θεός. Γιατί μόνον Εκείνος δεν απαντάει.


——————-


Γυμνά Χέρια


Κανείς δε θα μάθει ποτέ με πόσες αγρύπνιες συντήρησα τη ζωή μου,

γιατί έπρεπε να προσέχω, κινδυνεύοντας κάθε στιγμή απ’ την καταχθόνια δύναμη, που κρατούσε αυτήν την αδιατάρακτη τάξη, φυσικά, όπως ήμουν φιλάσθενος, τέτοιες προσπάθειες με κούραζαν, προτιμούσα λοιπόν, πλαγιασμένος να βλέπω κρυμμένο το μυστικό που φθείρουμε ζώντας, και πώς θα επιστρέψουμε με άδεια χέρια

και συχνλά αναρωτιώμουν, πόσοι να υπάρχουν, αλήθεια, στο σπίτι, καμιά φορά, μάλιστα, μετρούσα τα γάντια τους για να το εξακριβώσω, μα ήξερα πώς ήταν κι οι άλλοι, που πονούσαν με γυμνά χέρια, άλλοτε πάλι έρχονταν ξένοι που δεν ξανάφευγαν, κι ας μην τους έβλεπα, έβλεπα όμως, τους αμαξάδες τους που γερνούσαν και πέθαιναν έξω στο δρόμο,

ώσπου βράδιαζε σιγά σιγά, κι ακουγόταν η άρπα, που ίσως, βέβαια, και να μην ήταν άρπα, αλλά η αθάνατη αυτή θλίψη που συνοδεύει τους θνητούς.


———————–


Αυτός που έβλεπε


Είχε μια έκφραση μυστηριώδη, σχεδόν ανησυχητική, καθώς κοίταζε, μέρες τώρα, σ’ ένα σημείο μέσα στην κάμαρα, στάθηκα, λοιπόν, στη σκάλα και προσπάθησα να τραβήξω την προσοχή του κι όταν, ύστερα, χτύπησε την πόρτα και μπήκε, ήταν τόσο δυστυχισμένος, που η λάμπα πήγαινε μπροστά απ’ αυτόν, μόνη της, “μα δε βλέπετε, λοιπόν, πως κατοικεί μαζί μας;” είπε, οι άλλοι μιλούσαν δυνατά και γελούσαν (από φόβο, βέβαια) και μόνο το παιδί καθισμένο στην άκρη κοίταζε κι εκείνο θλιμμένα στο ίδιο σημείο,

και σκέφτηκα ότι αυτό που μας μεγαλώνει είναι, ίσως, η ίδια η παιδικότητα, που μας διώχνει, για να μην, τελικά, εννοήσουμε.


———————–


Ο ηττημένος


Γονάτισε κι ακούμπησε το μέτωπό του κάτω στο πάτωμα. Ήταν η δύσκολη ώρα. Κι όταν σηκώθηκε, το ντροπιασμένο πρόσωπό του, που όλοι ξέραμε, είχε μείνει εκεί, πάνω στις σανίδες, σαν ένα αναποδογυρισμένο άχρηστο κράνος.

Ο ίδιος γύριζε σπίτι του τώρα δίχως πρόσωπο – σαν το Θεό.


Πηγή: https://derlandstreicher.wordpress.com/2013/03/10/%CF%84%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BD%CF%85%CF%87%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%BA%CE%AD%CF%80-2/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου