Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020

Ομήρου Ιλιάδα Ραψωδία ζ’ (απόσπασμα)


τὸν δ᾿ αὖ Ναυσικάα λευκώλενος ἀντίον ηὔδα:

«ξεῖν᾿, ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ᾿ ἄφρονι φωτὶ ἔοικας:

Ζεὺς δ᾿ αὐτὸς νέμει ὄλβον Ὀλύμπιος ἀνθρώποισιν,

ἐσθλοῖς ἠδὲ κακοῖσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ:

καί που σοὶ τάδ᾿ ἔδωκε, σὲ δὲ χρὴ τετλάμεν ἔμπης.

νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἡμετέρην τε πόλιν καὶ γαῖαν ἱκάνεις,

οὔτ᾿ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,

ὧν ἐπέοιχ᾿ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα.

ἄστυ δέ τοι δείξω, ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν.

Φαίηκες μὲν τήνδε πόλιν καὶ γαῖαν ἔχουσιν,

εἰμὶ δ᾿ ἐγὼ θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο,

τοῦ δ᾿ ἐκ Φαιήκων ἔχεται κάρτος τε βίη τε.»

ἦ ῥα καὶ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι κέλευσε:

«στῆτέ μοι, ἀμφίπολοι: πόσε φεύγετε φῶτα ἰδοῦσαι;

ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ᾿ ἔμμεναι ἀνδρῶν;

οὐκ ἔσθ᾿ οὗτος ἀνὴρ διερὸς βροτὸς οὐδὲ γένηται,

ὅς κεν Φαιήκων ἀνδρῶν ἐς γαῖαν ἵκηται

δηιοτῆτα φέρων: μάλα γὰρ φίλοι ἀθανάτοισιν.

οἰκέομεν δ᾿ ἀπάνευθε πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ,

ἔσχατοι, οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος.

ἀλλ᾿ ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνει,

τὸν νῦν χρὴ κομέειν: πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες

ξεῖνοί τε πτωχοί τε, δόσις δ᾿ ὀλίγη τε φίλη τε.

ἀλλὰ δότ᾿, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε,

λούσατέ τ᾿ ἐν ποταμῷ, ὅθ᾿ ἐπὶ σκέπας ἔστ᾿ ἀνέμοιο.»


Απόδοση στην Νεοελληνική (Αργύρης Εφταλιώτης)


Κι η ασπροχέρα η Ναυσικά του απολογήθη κι είπε•

«Ξένε, που μήτε ασύστατος μήτε κακός δε δείχνεις, —

στον κόσμο την καλοτυχιά μοιράζει την ο Δίας

και σε καλούς και σε κακούς, του καθενού όπως θέλει•

κι εσένα αυτά που σου 'δωσε χρωστάς να τα ποφέρνης.

Ως τόσο μιά και πάτησες σ' ετούτη μας τη χώρα,

δε θα σου λείψη φορεσά μήτ' άλλο που ταιριάζει

σε παθιασμένον που έρχεται με θερμοπαρακάλα.

Τήν πόλη θα σου δείξω εγώ, και ποιοί εδώ ζούν θα μάθης.

Αυτή την πολιτεία και γής οι Φαίακες την έχουν,

κι εγώ είμαι του τρανόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα,

που απ' αυτόνε η δύναμη κρεμιέται τώ Φαιάκων.»

Είπε, και τις ωριόμαλλες φωνάζει παρακόρες•

«Σταθήτε, ώ κοπελιές• γιατί σε όψη αντρού σκορπιέστε;

ή τάχα φοβηθήκατε πως είναι οχτρός ετούτος;

Δέ ζή στον κόσμο ο άνθρωπος, κι ούτε ποτές θα υπάρξη

που θα 'ρθη εδώ τον πόλεμο στους Φαίακες να φέρη•

γιατί εμάς οι αθάνατοι πολύ μάς αγαπάνε,

Απόμακρα στου πέλαγου την άκρη κατοικάμε,

και με τα μάς άλλοι θνητοί δε σμίγουν εδώ πέρα.

Άν ήρθε αυτός ο δύστηνος μες στα πλανέματά του,

να τον δεχτούμε πρέπει μας, γιατί ο Δίας μάς στέλνει

φτωχούς και ξένους• λιγοστό, μα αγαπητό 'ναι δώρο.

Μόν' δόστε του, κοπέλες μου, φαΐ πιοτό του ξένου,

και στο ποτάμι λούστε τον, σε απάνεμο έναν τόπο.»



Εικόνα:

Οδυσσέας και Ναυσικά

Joachim von Santart 1630-1688 Άμστερνταμ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου