Τέλος, ένα βράδυ, φτάσαμε έξω απ' τη Μαγνησία. Εκεί ο κόσμος μάς περίμενε με
ρόπαλα στο χέρι φωνάζοντας:
—Αιχμάλωτοι έρχονται! Κι έτρεχαν κατά μας.
Ο λοχαγός τώρα τους έλεγε:
—Τραβηχτείτε μακριά! Όταν εμείς πολεμούσαμε, εσείς κάνατε τα κέφια σας.
Αυτοί τότε σκόρπισαν φωνάζοντας, πως μια μέρα πάλι θα μας χαλάσουν.
Ο λοχαγός θυμωμένος μας μάζεψε όλους, σαν τα πρόβατα στο μαντρί, κι έβαλε
γύρω σκοπούς να μας φυλάν.
Νερό, ψωμί, τίποτα.
Όσοι είχαν λεφτά, έδιναν στους σκοπούς κι έπιναν. Έδωσε κι η παρέα μας σ' έναν
αράπη και μας έφερε έναν ντενεκέ γεμάτο.
—Κάντε γρήγορα, μας λέει κι αυτός, ο λοχαγός δεν αφήνει.
Ήπια, ήπια... ο αδερφός μου με τράβηξε να πιει, ρίχτηκαν κι οι άλλοι στον κουβά,
και το νερό χύθηκε.
Την άλλη μέρα, νύχτα ακόμα, ο λοχαγός φώναξε:
—Ετοιμαστείτε!
Μπήκαμε στις τετράδες σειρά και κινήσαμε. Μας πήγε μέσα στη Μαγνησία. Εκεί
μας έκλεισε σ' ένα νοσοκομείο, που ήταν μέσα σε πεύκα, περιτριγυρισμένο με
κάγκελα, και μας παράδωσε στα χέρια ενός δεκανέα.
Από την κούραση πείνα δε νιώθαμε, μονάχα η δίψα μας έκοβε. Ξαπλωμένοι σαν
άρρωστοι κάτω απ' τα πεύκα, μασούσαμε τα χλωμά πούσια. Και σα φάνηκαν στον
ουρανό λίγα σύννεφα, παρακαλούσαμε να βρέξει. Αυτά άπλωσαν, σκοτείνιασαν,
κατέβηκαν χαμηλά, και πάλι σιγά σιγά χάθηκαν. Ο ήλιος έριξε την κάψα του τώρα
πιο πολλή, κι εμείς απελπισμένοι φωνάζαμε:
—Νερό! Νερό!
Μα κανένας δε μας άκουγε. Μετά πέντε ώρες, ήρθε ένας ξανθός, καλοντυμένος χότζας, κι εμείς όλοι με μια
φωνή τον παρακαλούσαμε:
—Χότζα, Αλλάχ ασκινά, διψούμε, νερό!
Σα να φχαριστήθηκε με τα χάλια μας, είπε:
—Έτσι θέλω να σας βλέπω, ως το τέλος, σαν τα φίδια να σερνόσαστε. Κι έφυγε.
Αυτός έφυγε, κι άλλος ήρθε με το αμάξι. Κι εμείς φωνάζαμε πάλι:
—Αλλάχ ασκινά, λίγο νερό, διψούμε, δεν αντέχουμε!
Σα μας είδε καλά καλά και κείνος, είπε:
—Το γούστο μου το έκανα.
Και διέταξε τον αμαξά να τραβήξει.
Εφτά μέρες περάσαμε έτσι. Όσοι είχαν λεφτά πίνανε, μα όσοι δεν είχανε πίνανε το
κάτουρό τους.
Πολλοί πέσανε ψάθα από πείνα και δίψα. Οι συνοδοί μάς είπανε να βγει από μας
αγγαρεία, να τους πετάξουμε. Κι εμείς μαλώναμε ποιος θα πρωτοβγεί, γιατί θα
'πινε νερό.
Βγήκαν καμιά κοσαριά νομάτοι με τα κάρα και τους πέταξαν μακριά έξω απ' την
πολιτεία…
Μέσα στο νοσοκομείο ήταν και Μαγνησαλήδες αιχμάλωτοι που μας έλεγαν πως το
συντριβάνι στην αυλή έχει νερό.
Εμείς τ' ακούγαμε και δεν το πιστεύαμε.
Τη νύχτα ξυπνήσαμε από φωνές και μάθαμε πως οι Μαγνησαλήδες έσπασαν το
κιούγκι κι ήρθε νερό. Τότε σηκωθήκαμε όλοι και χτυπιόμαστε ποιος θα πρωτοπιεί.
Απ' τις φωνές μας οι σκοποί πήρανε είδηση κι άρχισαν να πυροβολούν. Αφού
έπεσαν κάμποσα κορμιά, μας έκλεισαν σε συρματόπλεγμα. Εκεί μέσα παίρναμε
λάσπη και βυζαίναμε.
Και σ' εφτά μέρες απάνω έρχεται πάλι ο χότζας κι εμείς με φωνές τον
παρακαλούσαμε.
—Σωπάτε, μας λέει, γιατί θα φύγω αν φωνάζετε. Ήρθα, να σας σώσουμε.
Στο λόγο απάνω, έφεραν σε καλάθια κουραμάνες. Μας έβαλαν στο ζυγό δίνοντας
στους δυο νομάτους από μισή. Ύστερα με τη σειρά μας άφησαν στο συντριβάνι να
πιούμε νερό.
Εκείνη τη μέρα είχε έρθει άνθρωπος μεγάλος απ' το Αχμετλί, μας έλεγαν οι
στρατιώτες, κι από δω κι εμπρός θα περάσετε καλά.
Το βράδυ μας έγδυσαν! Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μας τα
πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μάς βγάλανε απ' το στόμα.
Το πρωί μας σήκωσαν. Κι όταν ετοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν απ' έξω οι ζεμπέκηδες,
με ζουρνάδες και νταούλια, και βγαίνοντας μας χτυπούσαν με τα όπλα τους. Εκεί
ήρθε άλλος αξιωματικός. Μας παρέλαβε και ξεκινήσαμε.
Έξω απ' τη Μαγνησία, μακριά τρεις ώρες, ήταν ένα μεγάλο αμπέλι, τριγυρισμένο
με φράχτη. Εκεί μας έκλεισε μέσα κι έβαλε σκοπούς να μας φυλάν ώσπου να
ξημερώσει.
Εμείς σκορπίσαμε στα τρυγημένα κλήματα και τρώγαμε φύλλα με την κουραμάνα.
Κι άμα νύχτωσε, δυο έκαναν να φύγουν. Οι σκοποί τους έπιασαν και μπροστά μας
τους σκότωσαν. Το πρωί μας έλεγε ο λοχαγός:
—Άπιστα σκυλιά! Εγώ σας κάνω καλό κι εσείς μου φεύγετε;
Και διέταξε να μας σηκώσουν.
Ώρες βαδίζαμε. Και κει που κάναμε στάση σ' ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι Τούρκοι
πολίτες, κι είπαν του αξιωματικού να τους αφήσει να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα
βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν.
—Ναι, τους λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε πάρτε τον.
—Άφεριμ, άφεριμ, είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο
περβολάρης του σταθμού.
—Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε.
—Τι θέλετε από μένα; τους είπε. Μια ψυχή έχω να παραδώσω.
Και με το κεφάλι ψηλά, σα να 'θελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας.
—Πάρτε τον! φώναξε ο λοχαγός.
Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον
πιάσει και με πάθος του δάγκωσε το λαρύγγι.
Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως· πρόφτασε μοναχά κι είπε:
—Κάντε με ό,τι θέλετε. Το αίμα μου το πήρα.
Αφήσαμε πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και
τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μας βάλανε.
Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα
μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό.
Στρατής Δούκας (Μοσχονήσια Μικράς Ασίας, 6 Μαΐου 1895 – Αθήνα, 26 Νοεμβρίου 1983)
Πηγή:http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2712/Neoelliniki-Logotechnia_G-Lykeiou-AnthrSp_html-empl/index_2_03.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου