Ο ΑΝΕΜΟΣ πού φυσάει στη Βόρεια Πύλη είναι γεμάτος άμμο,
Μονάχος από τότε πού άρχισε ο χρόνος μέχρι τώρα !
Τα δέντρα ξεριζώνονται και το φθινόπωρο η χλόη κιτρινίζει.
Από τη μια στην άλλη πολεμίστρα σκαρφαλώνω
τη γη για ν' αγναντεύω των βαρβάρων :
Κάστρο που ρήμαξε, ο ουρανός, η έρημος απέραντη.
Σε τούτο το χωριό δεν έχει μείνει λίθος επί λίθου.
Οστά πού ξάσπρισαν κάτω από χίλιες παγωνιές,
Ψηλοί σωροί, πού κρύβονται κάτω απ' τα δέντρα και τη χλόη·
Άραγε ποιός να σκόρπισε αυτό το χαλασμό;
Ποιός να 'χει φέρει πύρινη ως εδώ τη λύσσα του αυτοκράτορα;
Ποιός να κουβάλησε στρατό με κύμβαλα και τύμπανα;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Μια άνοιξη καλοσυνάτη, γύρισε σ' αιματόβρεχτο φθινόπωρο,
Το μεσιανό βασίλειο σκέπασε ο αχός των μαχητών,
Τριακόσιες εξήντα χιλιάδες,
Θλίψη· έπεσε η θλίψη σα βροχή.
Θλίψη να πας και θλίψη, θλίψη βαθιά για να γυρίσεις.
Έρημοι, ρημαγμένοι αγροί,
Χωρίς παιδιά πάνω τους να παλεύουν,
Ούτε άντρες πια για επίθεση ή για άμυνα.
Άχ, πώς θα μάθετε, λοιπόν, για κείνη τη θεοσκότεινη τη θλίψη στην
πύλη του Βορρά,
Εκεί πού δέ θυμούνται πια τ' όνομα του Ριχόκου*,
Και τους φρουρούς εμάς πού 'χουν κατασπαράξει οι τίγρεις.
Του Ριχάκου:* Στά κινεζικά Λί - Μού : περίφημος στρατηγός πού πέθανε το 223 π.Χ. πολεμώντας τους Ούννους.
Έζρα Πάουντ, Κατάη, μετάφραση: Τάκης Μενδράκος. Αθήνα: Εκδ. Άγρα, 1997, σ, 33.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου