Στο μόλο που αποκάρωσε στη θερινή τη λάβρα,
άχνες καυτές χοροπηδούν στον πυρωμένον άμμο
και τα μικρά τα σπίτια του, γυμνά κι ασβεστωμένα,
κάνουνε άσπρες πινελιές στη θάλασσα απάνω.
Τα πρασινόχρυσα νερά, διάφανα, ακινητούνε,
δείχνοντας βότσαλα ασημιά,
φιδοστριμμένα φύκια, άγκυρες που σκουριάζουνε
και τους μαβιούς τους ίσκιους που τ’ αραγμένα ρίχνουνε
τριγύρω τους καίκια.
Καμμιά ζωή.
Ενας ψαράς που ψάρευε στο μόλο,
αφού τα χέρια τέντωσεν οκνά εχασμουρήθη,
έγειρε μονοκόμματος στις πέτρες και κοιμήθη
και μοναχά ένας άγριος και μαυρομάλλης σκύλος,
σ’ ενός μεγάλου καϊκιού την πρύμη καθισμένος,
την παραλία τη νεκρή κοιτάζει—-νυσταγμένος.
Κώστας Ουράνης (1890-1953)
Ποιήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου