Καθώς έγειρε ο Δίας και απέθανε
ο τελευταίος του σπασμός μετατράπηκε
στην πόλη που έμελλε να γεννηθώ.
Αργότερα στην κατοχή έπεσε μια βόμβα
πάνω στην ταράτσα μας όμως
το εικόνισμα της Παναγίας είχε χτυπήσει
η μάννα είχε φύγει έξω
και εγεννήθην κλεφτά της μοίρας
γεννώντας μαζί μου μεϊντάνια φόβου
τον Γκούλε της σιωπής τις τρεις καμάρες της ελπίδας
το βαλίδε τζαμί της μοναξιάς
την Ντία της αγάπης
απ’τη μέση και πάνω Μινώταυρος
απ΄τη μέση και κάτω Θησέας.
Και να 'μαι τώρα που περπατώ
σιωπηλός τα μικρά δρομάκια εντός σας
στρίβω τρεις αναμνήσεις
κι ανασαίνω τη μυρωδιά στα σιδεράδικα
ύστερα απ΄το φούρνο το ψητό
τα χαρούπια και τον αλάδανο από δίπλα
στρίβω τη γωνιά της περιέργειάς σας
και να μαι ξανά στο Λάκκο
οι πρώτες επαφές, το σώμα
οι πόρνες
οι πόρνες οι αναμνήσεις
εντός κι εκτός σας και
ξαπλώνω μπροστά σας
όπως στη Χανιόπορτα το καλοκαίρι η αργατίλα του αμπελιού
για να με πάρετε κι εμένα στον αγρό σας
σαν σε παραβολή του Ναζωραίου
να κλαδεύω τα τσαμπιά της ευλογίας σας
καθώς που ετάχθην.
Και σήμερα το Ηράκλειο
ένα σταυρόλεξο που εσείς καθέτως
κι εγώ οριζοντίως ζητούμε τις λύσεις της λύτρωσης
οριζοντίως καθέτως σαν το σταυρό του Μαρτινέγκου
και να που θα σηκωθώ και
θα αναφωνήσω τον αναστάσιμο λόγο
Θεέ δεύρο έξω
Μαρτινέγκο χίλια κομμάτια να σε δω
τους φίλους μου λευτέρωσε απ’τα βουβά σου έγκατα
Μα τίποτα. Ακούτε; Η ηχώ του τίποτα.
Μόνο τα τρωχτικά κάτω στους μπλόκους
του Γκούλε μασουλάνε την υπομονή μας
και οι καρίνες των πλοίων στο λιμάνι
ο σιδερένιος γερανός π’απλώνει το λαιμό του
δήθεν για να φάει το ψίχουλο της ποιήσης απ’τη χούφτα μου
Ο τουμπανιασμένος σκύλος της κοινής μας γνώμης
που γλυστράει απαλά πάνω στο νερό στη Γιόφυρο
εκείνο το μεταλλικό ροχάλισμα των ανονείρευτων
νεόπλουτων που όλο κερδίζουν στα χαρτιά μα χάνουν στην αγάπη
ο Θόλος του Αγίου Μηνά που σαν βεντούζα
με τραβάει στο παντοκρατορικό αιώρημα
κι εγώ αντιστέκομαι διαβάζοντας
συγκομιδές απόψεων ξεφλουδισμένων ιδεών
έτσι απλά σαν να μην τρέχει τίποτα
-ποιητική αδεία βλέπεις-
καθισμένος στο δεξί σας ώμο.
Άι Κρήτη, Κρήτη πέτρινο μαχαίρι
στο δεξί πλευρό μου που χαίνει
μόνο ένα νερό θανάτου
κι άι μες στο νερό γεννήθηκε η ζωή
για ν’αγαπά καθώς θα διασχίζει
μαζί μας τη φωταγωγημένη από μυθικά πρόσωπα
Λεωφόρο Καλοκαιρινού
την ατραπό εννοώ
ως τη Χανιόπορτα την έσχατη ωραία πύλη
του υπαίθριου ναού μας
γεμάτη φωνές κι ανεμελιά ως άλλοτε
-έρχεται έρχεται από τη γεωργική υπηρεσία-
ως άλλοτε λέω ο Καρνάβαλος που οι κάτοικοι εδώ
ο καθένας ντύνονταν τον εαυτό του άλλου
κι εμείς παιδιά ανιχνεύαμε το μέγιστο
μυστήριο του αγαπάτε αλλήλους
και προσευχόμαστε απόκριες να ‘ναι πάντα
κι ο άγιος Καρνάβαλος ο πολιούχος να μας φιλά
και μας και το Ηράκλειο και το Ρέθυμνο
και τα Χανιά και το Λασήθι και τη γη ολόκληρη.
Μα να, αυτό είναι που θέλω να σας πω:
Είμαι δημότης σ’ ένα Ηράκλειο
εντός πολύ εντός σας
κι εκεί τραβώ, χάνομαι εκεί παριπλανούμαι
μέσα στους ταρσανάδες και το παλιό
μπεγλέρισμα του ανέμου
αντεστραμμένο τείχος από το φως που σας περικυκλώνει
την καρδιά σαν φωτοστέφανο
κι ας μπουν οι βάρβαροι κι οι Ενετοί και οι εχθροί
έχω ένα Ψηλορείτη συμπόνια
κι είκοσι φαράγγια ελπίδα να μοιράσω
φτάνει σαν τον Ανταίο να πατώ σ’ αυτή τη γη
την αγιασμένη εντός σας
μα ξάφνου να ο Ποδιάς
βγαίνει μπροστά και με κοιτά
τι θέλει;
τούτη την αγιασμένη γη ξαναφωνάζω
για να ξεφύγω δήθεν
κι ας μας δουλεύει ανελλιπώς η ιστορία
στο κομμωτήριο αραγμένη
διαβάζουσα ωροσκόπια
σε μια χωριάτισσα νεόπλουτη
εδώ είναι λέω τα ιωβηλαία της αθανασίας
αυτοί οι δρόμοι οι αλάνες και τα μετόχια
κι να είναι να γενεί ανάσταση νεκρών αλλά και ζώντων
εδώ θα γίνει, μα ποιός θα κρίνει;
Θα πρέπει να εκλέξουμε τους δικαστές.
Τί όλοι εδώ είμαστε εντός των τειχών
αυτής της πόλης και τα τείχη μέσα μας
γι’αυτό σας πάω βόλτα και περίπατο
στα μέρη τα γνωστά για μιαν ανάσα
και να πάλι ο Ποδιάς και...
«καπετάνιο» του φωνάζω «δεν ξέρω καπετάνιο»
του φωνάζω κλείνοντας τα μάτια
κι αυτός γελάει
γιατί να μη γελάει; έχει θαρρείς την ιστορία με το μέρος του
μα εγώ έχω με το μέρος μου εσάς
γι’ αυτό είπα να πάμε μαζί μια βόλτα
στα μέρη τα γνωστά
στο Χάνδακα
στα χωριά
τις βιομηχανίες του φολκλόρ
εκεί όπου μπορεί να σπάσουν
τα διυλιστήρια και να ξεχυθεί
η αφράτη μπίρα με τεράστια κύματα
αφρισμένα σαν άλλη φαλκονέρα
και να μας πνίξει καημένοι συντοπίτες μου
να μας μεθύσει
και να μας πάει στο βυθό όπου οι καρχαρίες
και οι νεκροί του πλοίου Ηράκλειο αλυχτούν
να μας ρωτήσουν αν...
Αν λοιπόν σας φωνάζω
αν...καπετάν Ποδιά
Δεν ξέρω. Εγώ μόνο Ανταίος ήθελα
να είμαι, όχι Ηρακλής.
Σταματήστε αυτό το Ντάτσουν
που κατεβαίνει τις σκάλες για να μπει εδώ μέσα
και μεγαλώνει μεγεθύνεται σαν γκοτζίλας
Βάλτε ξανά σας ικετεύω τη Λερναία Υδρα στο κλουβί της
Ο καπετάν Μιχάλης ξύρισε το μουστάκι του
αγόρασε είκοσι διαμερίσματα
ένα διαμπερές χαμόγελο
Μπεμβέδες, μετόχια, μετοχές σε εταιρείες , τοπία, αρχαίους νάρθηκες
να τους πετάξει μες στη θάλασσα
και ένα φέρι μποτ μεταγωγό
για να μας κουβαλάει σαν έρμαια
γι’ αυτό σας λέω
γι’ αυτό σας τα’πα όλα αυτά
για να σας παίξω για λίγο με τις λέξεις
τον παλιό Καρνάβαλο
για να ντυθώ λίγο εσάς κι εσείς εμένα
κι αν είναι να πεθάνει ξανά ο Δίας
εμείς ν’αναστηθούμε σιωπηλά
χωρίς φανφάρες
σαν μικρά παιδιά που στο διπλανό δωμάτιο
ακούνε ξαπλωμένα το χαροκόπι των μεγάλων
νιώθοντας τη θλίψη και την ευτυχία συνάμα
ζώντας από πριν τη γέννησή τους
τη πατρίδα που ονειρεύτηκαν
στη ζοφερή μήτρα του όντος
Μα μια στιγμή ακόμη
Σςςςς. Μια στιγμή σιωπής τώρα.
Ακούστε τις καρδιές σας.
Φερέφωνες καμπάνες στα καμπαναριά του Αγίου Μηνά
Έγινε ξανά σας λέω θαύμα
Τα ρολόγια του Άι Μηνά δεν έχουν δείχτες
Ζήτω ο χρόνος ξεπεράστηκε
Μπορείς πια Θεοτοκόπουλε να γελάσεις πιο ελεύθερα
Κι εσύ Καπετάν Κόρακα
κι εσύ Βιτζέντζο Κορνάρο
κι εσύ Νίκο Καζαντζάκη
κι εσείς κύριε Κονδυλάκη με την πρώτη σας αγάπη
κι εσύ έσχατε Ανδρέα Σκουλικάρη Καραγκιόζη
πιέστε από το μπρούσκο της καρδιάς μου
κι αντίο
Οι ύλες είναι για να σήπονται
Για να θαφτούν
Το Ηράκλειο ίπταται πια
δεν έχει φόβο.
Μανώλης Ρασούλης
(Ηράκλειο Κρήτης, 28 Σεπτεμβρίου 1945 - Θεσσαλονίκη, 5 Μαρτίου 2011)Αναδημοσίευση: από τη σελίδα που έχει αφιερωθεί στη μνήμη του Μανώλη Ρασούλη στο fb.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου