A.
Δεν είναι εδώ πολιτεία με συνέχεια,
δεν είναι εδώ γωνιά ν' ακουμπήσεις.
Κακός ο αγέρας, κακός ο καιρός,
αβέβαιο το κέρδος, βέβαιος ο κίνδυνος.
Ω αργά αργά αργά, αργοπορημένος ο καιρός,
αργά πολύ αργά, και σάπιος ο χρόνος
ο άνεμος πονηρός, το πέλαγο πικρό,
και στάχτη ο ουρανός, στάχτη στάχτη στάχτη.
Ω Θωμά, γύρισε πίσω, Αρχιεπίσκοπε γύρισε,
γύρισε στη Γαλλία,
Γύρισε. Γρήγορα. Ήσυχα.
Κι άφησέ μας ήσυχα ν' αφανιστούμε.
Έρχεσαι με γιορτές, έρχεσαι με χαρές,
μα έρχεσαι φέρνοντας θάνατο στην Καντερβουρία:
μια μοίρα πάνω στο σπίτι, μια μοίρα πάνω σου,
μια μοίρα πάνω στον κόσμο.
Τίποτε δε γυρεύουμε να γίνει.
Εφτά χρόνια ζήσαμε ήσυχα, πετύχαμε
να μη μας προσέχουν, ζώντας και ψευτοζώντας.
Είχαμε τυραννία και χλιδή,
είχαμε φτώχεια και παραλυσία,
είχαμε ακόμη κάποιες αδικίες.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Κάποτε μας λείπει το σιτάρι,
κάποιες έχουμε καλή σοδειά,
τον ένα χρόνο έχουμε βροχές,
τον άλλο χρόνο αναβροχιά,
τον ένα χρόνο τα μήλα περισσεύουν,
τον άλλο χρόνο λείπουν τα δαμάσκηνα.
Ωστόσο πηγαίναμε ζώντας,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Γιορτάσαμε τις γιορτές,
πήγαμε στην εκκλησιά,
φτιάξαμε μπύρα και μηλίτη,
μαζέψαμε ξύλα για το χειμώνα
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του τζακιού,
κουβεντιάσαμε στη γωνιά του δρόμου,
κουβεντιάσαμε κι όχι πάντα ψιθυριστά,
ζώντας και ψευτοζώντας.
Είδαμε γάμους, γέννες και θανάτους,
Είχαμε σκάνδαλα λογής-λογής,
είχαμε φόρους που μας βασάνιζαν,
είχαμε γέλια και κουτσομπολιά,
εξαφανίστηκαν πολλές κοπέλες
ανεξήγητα, και κάποιες που δεν είτανε γι αυτά.
Όλοι μας είχαμε τους ατομικούς μας τρόμους,
τους ιδιαίτερους Ίσκιους μας,
τους μυστικούς μας φόβους.
Μα τώρα ένας μεγάλος φόβος έπεσε πάνω μας,
φόβος όχι του ενός μα του πλήθους,
ένας φόβος σαν τη γέννηση και το θάνατο,
όταν βλέπουμε τη γέννηση
και το θάνατο μόνους
μέσα σε ένα κενό, κατάμονους,
Φοβούμαστε ένα φόβο
πού δε μπορούμε να γνωρίσουμε
που δε μπορούμε ν' αντικρίσουμε,
που κανείς δεν καταλαβαίνει,
κι oι καρδιές βίας ξεριζώνονται,
το μυαλό μας ξεφλουδίζεται
σαν τις φλούδες κρεμμυδιού,
και ο εαυτός μας χαμένος χαμένος
-σ' έναν μελικό φόβο
που κανείς δεν καταλαβαίνει.
Ω Θωμά Αρχιεπίσκοπε,
Ω Θωμά Δέσποτα μας, άφησε μας
κι άφησε μας να μείνουμε
μέσα στην ταπεινή
την ξεθωριασμένη κορνίζα της ύπαρξης μας,
Άφησε μας μη μας ζητάς ν' αντισταθούμε
στη μοίρα του σπιτιού,
στη μοίρα του Αρχιεπίσκοπου,
στη μοίρα τον κόσμου,
Αρχιεπίσκοπε, σίγουρος
κι ασφαλισμένος για το πεπρωμένο σου,
άφοβος μέσα στους ίσκιους,
τάχα λογάριασες τι ζητάς
λογάριασες τι σημαίνει για το μικρό λαό,
τον τραβηγμένο μέσα στ' αχνάρι του πεπρωμένου.
το μικρό λαό που ζει μέσα σε μικροπράματα,
το τέντωμα του νου
τον μικρόν λαόν που αντιστέκεται
στη μοίρα του σπιτιού,
στη μοίρα τ' αφέντη του,
στη μοίρα του κόσμου;
Ω Θωμά, Αρχιεπίσκοπε, άφησε μας,
άφησε μας, άφησε το Λονδίνο το σκυθρωπό,
και κάνε πανιά για τη Γαλλία.
Θωμά Αρχιεπίσκοπε μας,
Αρχιεπίσκοπε μας έστω και στη Γαλλία.
Θωμά Αρχιεπίσκοπε, σήκωσε τ' άσπρο πανί
ανάμεσα στη στάχτη του ουρανού
και το πικρό το πέλαγο, άφησε μας,
άφησε μας για τη Γαλλία.
Β.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό!
Πλύνε τον άνεμο!
Χώρισε την πέτρα από την πέτρα και πλύνε τις.
Βρώμικη η γης, βρώμικο το νερό,
τα ζωντανά μας κι εμάς μας μόλεψε το αίμα.
Το αίμα βροχή μου τύφλωσε τα μάτια.
Πού είναι η Αγγλία ; Πού είναι το Κέντ;
Πού είναι η Καντερβουρία ;
Ω μακριά μακριά μακριά μακριά στα περασμένα
και πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο ξερά κλαδιά:
αν τα τσακίσω, ματώνουν..
πλανιέμαι σε τόπο γεμάτο πέτρες ξερές:
αν τις αγγίξω, ματώνουν.
Πώς, πώς θα μπορέσω να γυρίσω ποτέ
στις απαλές γαλήνιες εποχές;
Νύχτα μείνε μαζί μας, σταμάτησε ήλιε,
κρατήσου εποχή,
να μην έρθει η μέρα, να μην έρθει η άνοιξη.
Πώς να κοιτάξω τη μέρα και τα κοινά της αντικείμενα,
και να τα ιδώ βαμμένα στο αίμα, πίσω από το αίμα
που πέφτει σαν παραπέτασμα;
Τίποτε δε γυρέψαμε να γίνει.
Καταλαβαίναμε την ατομική καταστροφή,
την προσωπική ζημιά, τη γενική μιζέρια,
ζώντας και ψευτοζώντας τον τρόμο
τη νύχτα που τελείωνα στην πράξη την καθημερινή,
τον τρόμο τη μέρα που τελειώνει στον ύπνο
αλλά η κουβέντα στης αγοράς το χέρι στη σκούπα,
το νυχτερινό σώριασμα της στάχτης,
το ξύλο στη φωτιά την αυγή,
σ' αυτές τις πράξεις σταματούσαν τα βάσανα μας.
Είχε το σύνορο της κάθε φρίκη
είχε ένα κάποιο τέλος κάθε λύπη:
δε μένει καιρός στη ζωή να θλίβεσαι πολύ.
Μα τούτο, τούτο είναι έξω απ' τη ζωή,
έξω από τον καιρό, παρούσα αιωνιότητα
της αδικίας και του κακού.
Μας βρώμισε μια λέρα
που δε μπορούμε να καθαρίσουμε
μέσα στο υπερφυσικό σκουλήκιασμα,
δεν είμαστε μόνο εμείς, δεν είναι το σπίτι,
δεν είναι η πολιτεία μολεμένη,
ο κόσμος ολάκερος είναι βρωμερός.
Λαγάρισε τον αέρα ! Καθάρισε τον ουρανό!
Πλύνε τον άνεμο !
Χώρισε την πέτρα από την πέτρα
χώρισε το δέρμα από το χέρι
χώρισε το μυώνα από το κόκαλο,
και πλύνε τα, Πλύνε την πέτρα,
Πλύνε το κόκαλο, Πλύνε το μυαλό,
Πλύνε την ψ υ χ ή, Πλύνε τα... Πλύνε τα!
T.S. Eliot (Thomas Stearns Eliot, 26 Σεπτεμβρίου 1888 – 4 Ιανουαρίου 1965)
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης
Πηγή: «Δύο χορικά», Τα Νέα Γράμματα, αρ. 11, Νοέμβριος 1935, σσ. 607-611.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου