Αχ, κοριτσάκι μου, στα ρόδα ανάμεσα,
περιστεριών εσύ αστερώνα μου,
αχ, φυλακή πρωίας ψαριών, φαριών
κι ούλων των λούλουδων,
ειν΄ η ψυχή μου μπουκάλι γιομάτο διψαλέο αλάτι,
φρουτιέρα είναι με σταφυλόρωγες το δερματάκι σου.
Το μόνο, φευ, που μου ΄μεινε εμένα να σου χαρίσω τώρα
είναι τα νύχια μου, δυο ματόκλαδα μισογερτά
και λυωμένα μερικά κλειδοκύμβαλα,
αλλά και κάτι ανάρια όνειρα που, σιντριβάνια καθώς,
πηδάνε απ΄ την καρδιά μου, όνειρα σκονισμένα δρομαία
σα σκόρπιοι μαύροι καβαλλάρηδες,
όνειρα κατάφορτα ταχύτητες, αλλά και βαριές αλγηδόνες.
Μονάχα με φιλιά μπορώ να σ΄ αγαπάω,
μονάχα με ανεμώνες,
με φιόγκους μονάχα μουλιασμένους μες στ΄ αγιάζι,
να σ΄ αγαπώ
και να κοιτάω ίππους σταχτιούς, κίτρινους σκύλους.
Αλλά και με κύματα επ΄ ώμου να σ΄ αγαπάω μπορώ,
ανάμεσα σε κάτι ριπές θειαφιού ακαθόριστες
και σε νερά μαγνητισμένα,
να σ΄ αγαπώ
και να φτάνω με απλωτές στα κοιμητήρια κολυμπώντας
που σα σχεδίες σχεδόν ταξιδεύουν σε ποτάμια
έχοντας πάρει αντάμα τους κι όσα δροσόβρυτα βρύα
γλιστρήσαν απάνω σε τάφους θλιβερούς και κεκονιασμένους…
Να σ΄ αγαπώ και να φτάνω κολυμπώντας σε σένα μπορώ
και να ΄χω διαβεί ανάμεσα από ναυαγισμένες καρδιές
κι από άδεια κάτωχρα τετράδια κάτι παιδιών
που άθαφτα μένουν ακόμη απ΄ έξω.
Έχει θάνατο, θάνατο έχει πολύ,
πολλά είναι, πάμπολλα του πένθους τα τέρατα
και στα εγκαταλειμμένα μου πάθη απάνω
και στα φιλιά μου τα τόσο περίλυπα…
Κι όλο τρέχουν νερά, τρέχουν και πέφτουν στο κεφάλι μου,
κι όλο φουντώνουνε ζούγκλες τα μαλλιά μου,
νερά απαράλλαχτα σαν χρόνος,
νερά μαύρα νερά ακατάσχετα
τρέχουν και τρέχουνε με μια λαλιά νυχτίπολη,
μ΄ έναν κρωγμό πουλιού μέσα στη μπόρα,
σαν τον ατέρμονο ίσκιο μιας φτερουγίτσας απείρως κάθυγρης
που προστατεύει τα οστά μου,
όταν βάζω τα ρούχα μου,
όποτε κοιτιέμαι στους καθρέφτες και στα τζαμόφυλλα
κι άμα ακούω κάποιον να μ΄ ακολουθεί καταπόδι,
κάποιον με λυγμούς να μου φωνάζει,
κι ειν΄ η φωνή του θλιψερή
που απ΄ τον καιρό – δες – έχει πια για τα καλά σκεβρώσει.
Εσύ στέκεσαι ολόρθη απάνω στη γη,
όλη δόντια ντυμένη όλη αστραπές και πελέκια.
Σκορπάς φιλιά, τσαλαπατάς τα μυρμήγκια τα καημένα.
Κλαις από υγεία, κλαις από σκόρδα,
μα και από μέλισσες κλαις, λες και κλαις
που αμέλησες ορδές αλφαβητάρια πυρπολημένα.
Είσαι σα σπίθα αμφίστομη πράσινη και γαλάζια,
σ΄ αγγίζω κι είσαι κυματερή σάμπως ρεύμα ποτάμιο.
Βάλε τ΄ άσπρα σου,
βαλ΄ τα κι έλα κοντά μου, σαν κλωνάκι έλα
από ρόδα αιμάσσοντα και από τεφροδόχες,
έλα με τ΄ άλογο καβάλα σ΄ ενός μήλου τη σέλλα,
έλα γρήγορα εδώ που σε θέλω, έλα!,
γιατί γύρω μου έχω μόνο μια κάμαρα θεοσκότεινη
κι ένα σπασμένο μανουάλι σβηστό,
κάτι στρεβλές πολυθρόνες
που καρτερούν το χειμώνα να μπει
κι ένα νεκρό περιστέρι
- ένα περιστέρι έχω στο χέρι νεκρό
μ΄ έναν αριθμό στην κοιλιά του αποκάτω
φαρδιά-πλατιά και καθαρά γραμμένο.
PABLO NERUDA (12/7/1904 – 23/9/1973)
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου