τοπίο γυμνό
πετρώδες
κάνει κρύο
φυσάει βοριάς
αόρατη γυναίκα
θα ξεπαγιάσεις έτσι
ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα
ν’ ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
κοιτάζω γύρω
δέντρο κανένα μόνο
μαύρες πέτρες
και πού κλαδιά και πώς
φωτιά ν’ ανάψω
κι’ ο τόπος σκοτεινιάζει
και κρυώνω
κλείνω τα μάτια βλέπω
περιστέρια
κι’ ακούω φωνές και γέλια
και σαλεύουν
πολύφυλλα κλαδιά στο μέτωπό μου
και λάμπει διάφανο στο φως
και λάμνει
σε βαθύσκια νερά γυμνό κορίτσι
κι’ αγέρας χλιαρός αναστατώνει
τ’ αρσενικά μου κύτταρα
κι’ ακούω
φιλιά κι’ ανάσες και
καλός ο πόθος
καλό το δάκρυ
το φιλί κι’ η σάρκα
και πιο βαθιά δεν έχει ο κόσμος λένε
κι’ η βάρκα με λικνίζει και ποιος είμαι
και πού πηγαίνω σκέφτομαι
και σβήνει
το φωτεινό κορίτσι
και κρυώνω
και να μαι πάλι κουρελής και μόνος
οδοιπορώντας έρημα τοπία
κι’ αόρατη γυναίκα ψιθυρίζει
χειμών δριμύς επέρχεται μικρό μου
μάζεψε τα ξερόκλαδα ν’ ανάψεις
φωτιά για τους νεκρούς
που ξεπαγιάζουν
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος, εκδ. Αστρολάβος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου