Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Κατερίνα Θανοπούλου - Τρία ποιήματα

ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ ΤΩΝ ΥΔΑΤΩΝ

Έτσι,
όπως ξημέρωνε ζωγραφίζοντας χρώματα
ανάμεσα στα μαύρα σύννεφα
πάνω στις άκρες του κύματος
αφήσαμε τα χρόνια
Υπομένοντας
τους πόνους όλων εκείνων των στιγμών
που ζήσαμε
περπατώντας
σε λεωφόρους και σοκάκια
Πάνω στις άκρες του κύματος
γλείφοντας
με τα μικρά δάκτυλα των ποδιών
τους αφρούς
αφήσαμε
τα δάκρυα του έρωτα
Περιμένοντας
-ακόμα και μές στο νερό-
να μυρίσει το θυμάρι
των παιδικών μας χρόνων
Με κείνη την απίστευτη ορμή
του θράσους
της νιότης
Αφήσαμε μια μια
τις ρυτίδες
κάθε χεριού που χαϊδέψαμε
Χαιρετώντας όλους εκείνους
που μας συντρόφεψαν
Εκεί,
που βημάτιζε ο ήλιος
στο νερό,
γραμμές της ώχρας έρχονταν
ώς τους μηρούς
που χάνονταν αργά
Πάνω στο κύμα
φιλήσαμε ένα ένα
τα άνθη που μας χάρισαν
τα δέντρα που φυτέψαμε
Περιμένοντας
-ακόμα και μες στο νερό-
πότε θα γεμίσει
γαλάζιο φως η θάλασσα

Η ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ 
Οι ήχοι ακούγονται όλοι
πλέον·
ακόμα και της σιωπής
Οι προβολείς σβήνουν
Μένουν τα φώτα των σωμάτων στο σκοτάδι
Μπλε, κίτρινο, λευκό ή μόνο μαύρο
Με τη σκιά να πεταλώνει τη μνήμη
να πνίγει το έλασσον της αθωότητας
Στο χαρτί –ενίοτε- μπλοφάρεις
στη ζωή προσδοκάς
κείνους που δεν·
και συνήθως εκπλήσσεσαι δυσάρεστα.
Η ποίησις ως ρέον του λόγου
απίστευτα σκληρή
απίστευτα απέρριτη στη σκληρότητα της.

ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΔΕΝΔΡΟ

Τα δέντρα μνήμη
Τα δέντρα μυρωδιά
Τα δέντρα εικόνα
Τα δέντρα συντροφιά
Όπως οι άνθρωποι
Η συκιά του παιδιού
Η λεύκα της εφηβείας
Ο ευκάλυπτος της Χαλυβουργικής
Η μουριά της παρέας
Το πλατάνι του παππού
Το κυπαρίσσι του πένθους
Η ελιά της ειρήνης
Το γιασεμί του έρωτα
Το πεύκο της επανάστασης
και κείνο το δέντρο των ονείρων
που ποτέ δεν θα γίνουν ζωή.


Πηγή: Ζώσα μνήμη, Άπαρσις 2021.

Γιώργος Κεντρωτής - Μιλάει του Δαρείου το φάντασμα


(Αισχύλος, «Πέρσαι», σττ. 821-828 και 842)
Στον τάφο μου σε λίγο κατεβαίνω πάλι.
Τί νόημα έχει να καθυστερώ εδώ πάνω;…
Λοιπόν, μια λέξη λέω, πριν ξαναπεθάνω,
μια λέξη καθαρή, χωρίς χρησμών αιθάλη:
η αλαζονεία, σαν μεστώσει και σαν θάλλει,
καρπό πικρό, πολύκλαυτο θα δώσει. Κάνω
για σας μια σκέψη: Μη μετράτε παραπάνω
απ’ τον κανόνα! Το άμετρο θε να σας βγάλει
απέναντι απ’ τον Δία, τον κολαστή της πάσης
υπεροψίας και της άτης. Να μη χάσεις
ποτέ, άνθρωπε, το μέτρο εδώ που ζεις! Φιλί
να δίνεις στο φιλί, γλυκόν να τρως τον άρτο,
και ζωή για νά ’χεις πλούσια – κι όπως είναι πάρ’ το:
ὡς τοῖς θανοῦσι πλοῦτος οὐδὲν ὠφελεῖ.
Συλλογή: «ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ και ΚΟΘΟΡΝΟΙ « σελ. 100 Εκδόσεις GUTENBERG

Sylvia Plath - Αποφθέγματα

Βρέχει. Έχω την παρόρμηση να γράψω ένα ποίημα. Αλλά θυμάμαι κάτι σε ένα απορριπτικό σημείωμα: μετά από μια καταρρακτώδη βροχή, ποιήματα με τίτλο “βροχή” καταφτάνουν από κάθε γωνιά της χώρας.

Φίλησέ με και θα δεις πόσο σημαντική είμαι.

Αυτό που θέλω πίσω είναι αυτό που ήμουν.

Μιλάω στο Θεό αλλά ο ουρανός είναι άδειος.

Ίσως, όταν βρεθούμε στο σημείο να θέλουμε τα πάντα, να συμβαίνει επειδή βρισκόμαστε πολύ κοντά στο να μη θέλουμε τίποτα.

Η τελειότητα είναι τρομερή, δεν μπορεί να κάνει παιδιά.

Στο μόνο πράγμα που ήμουν καλή ήταν να κερδίζω υποτροφίες και βραβεία. Και αυτή η εποχή πλησίαζε στο τέλος της.

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Ποιήματα

 Έλκη


Γιατί η έκκριση του υγρού ανεξέλεγκτη


το οξύ πριν απ’ την ώρα του να καίει


σάλιο ή δάκρυ ποτέ την πρέπουσα στιγμή


γιατί το ερέθισμα καθυστερεί τη σκέψη μου


***


Τέχνη


Πάμε μαζί
μες απ’ τους ορεινούς σταυρούς κι από τα δάση


προς την πρωτεύουσα. Εκεί η νύχτα αναπνέει την πόλη


σαν συλλαβή υγρή μέσα στη λέξη, σαν παραθαλάσσιο μπαρ.


Πάμε μαζί να μελετήσουμε στους κήπους


τους ποιητές, τους γλύπτες και τους μουσικούς της


κάτω από τον ασπρογάλαζο νυχτερινό ουρανό


είναι ωραία η ζωή με τέχνη


***


Οι ξεχασμένοι ποιητές


Οι ξεχασμένοι ποιητές δεν έφυγαν, φυλλορροούν


σε όλες τις συνοικίες της πρωτεύουσας


στους κήπους της Δεξαμενής και στο Βοτανικό


και στους συνοικισμούς του Πειραιά μέχρι τα κρηπιδώματα

του λιμανιού, και στα παλιά διώροφα αργοσβήνουν


Οι ποιητές της σκοτεινής παράδοσης ενέδωσαν – εις πείσμα των καιρών


καταρρακώνουν τα καινούργια σχήματα


Και ταξιδεύουν προς την αντίθετη φορά


προς τους κατάφωτους συνοριακούς σταθμούς


στα ακραία φυλάκια


***


Ψευτίζοντας τον διορισμό


Το πρόβλημα δεν είναι αυτό που εκφράζεται


σε σπίτια ή εκκλησιές, σε σκέψη από κρύσταλλο


μες στο νερό ή πάνω στην καμένη γη


στη μουσκεμένη άσφαλτο προς τα χωριά


φώτα και μούχλα μες στις φυλλωσιές


της λασπωμένης γης, Βαγγέλη μου


του λέω


Ναυαγισμένος ουρανός που δεν νυχτώνει


τα μάτια σου χωρίς λεπτούς μηχανισμούς


απάντησε δακρύζοντας, κόβοντας τους πυράκανθους


αναπολώντας πιο τεχνητές κατασκευές


όχι πια πιστευτές, αληθινές τάχα


είμαστε αυτό σου λέω


Κοιτάζοντας ένα ερωτευμένο συντριβάνι

Μια νύχτα θα ταξιδέψω για πάντα.
Θ’ αγκαλιάσω με τα χέρια την πόλη
και θα πνιγώ στη δίνη των χρωματιστών νερών

Θάναι μια νάρκωση ή ο θάνατος,
δεν ξέρω να πω.
Μέσα στα δάκρυα δε θα καταλάβω πια
γιατί το θέλησα ούτε πού αστόχησα

Οι αποσκευές μου θα παρασύρουν
το σώμα μέχρι τη θάλασσα,
ως τους υφάλους, έξω απ’ τον παλιό σταθμό.
Άμμος και ξερολίθια

Σφυρίγματα των τραίνων κι ο κάμπος ολόγυρα
και δε θα μπορέσω να καταλάβω
γιατί ήσουν και καταδότης και συνεργός

Μες στη νεροσυρμή δε θα σε ξαναδώ ποτέ.
Μια νύχτα θ’αγαπηθούμε για πάντα.
Καθώς θάλασσα και ουρανός.

Η ποίηση δε μας αλλάζει

Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει

Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.

Τετράδια μουσικής

Τα ρούχα μας είναι γαλάζια
γαλάζια τα δέντρα κι ο άνεμος
μες στα μαλλιά σου, γαλάζιοι κι εμείς

Περπατούμε  ανάλαφροι κάτω απ’ τα δέντρα
τα φύλλα τραυλίζουν στα πόδια μας
όλα σχεδιάστηκαν καθώς λαχτάρησες
μες στο προαύλιο, μέσα στο ποίημα
της φυλακής.

Υστεροφημία

Είπες κάποτε αυτά τα ποιήματα θ’ αγαπηθούν πολύ
θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι.
Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη
θα διαβαστούν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις.
Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν
ή θα ταφούν σε ανήλια σπουδαστήρια – κι είπες πάλι
ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει.

Δήμητρα Αγγέλου - Χέρια παλίρροιας


Καθόμουν σ' ένα παγκάκι

Και το παγκάκι ήταν κλαδί

Και στις μασχάλες των δέντρων

Φώλιαζε ο χρόνος

Με τα θλιμμένα του χρώματα


Και τώρα θα φύγω

Όπως έκανα πάντοτε


Γιατί συνήθισα στον πυρετό

Δήμητρα Αγγέλου (1984 )

Πηγή: Χέρια παλίρροιας,  Εκδόσεις: Γαβριηλίδη, 2015

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

Έλένη Βακαλό - Στο νοσοκομείο


Το νοσοκομείο της πόλης που ιδρύθηκε πριν από τους
χρόνους της Ροδαλίνας, με εξήντα επί τόσο κρεβάτια και
βάλε, κάθε επέτειο που γιόρταζε, τους αρρώστους ετοί-
μαζαν να δεχτούνε την επίσκεψη της κυρα-Ροδαλίνας.
Τον ίδιο καιρό σε δοξολογία και μετά τελετή στον προ-
θάλαμο όπου και η εικόνα, αναγγέλλονταν σε ποσά και
εκτάρια -"ευδόκησε"- δωρεές και λοιπές αγαθοεργίες.
Ειπώθηκε πως μερικοί άρρωστοι έγειαναν κι ανακούφι-
ση ένιωσαν όταν στάθηκε επάνω τους, με ονόματα που
απ' το βύθος τους έσερναν και της έδιναν, οπτασία νομί-
ζανε είναι. Κι αυτό έγινε πάλι και φέτος.
Είπαν, τυφλοί την είδανε.
Μα η Ροδαλίνα φώτιζε αλλιώς το κάθε πράμα. Νοσοκο-
μείο σκέφτηκε, τι σήμαινε; Έρως ζωής μεγάλος.

Πηγή: ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΡΟΔΑΛΙΝΑΣ, ύψιλον/βιβλία, 1990

Πασκάλ Μπρυκνέρ - Ο Άγιος Ζιγκολό (απόσπασμα)

Ήμασταν τριαντάρηδες, η ηλικία των πρώτων απολογισμών, της κοιλίτσας που αρχίζει να φουσκώνει, της αρχόμενης φαλάκρας. Αρκετά νέοι ακόμα για να σπαταλούμε την ενεργητικότητά μας, αρκετά μεγάλοι για να ξέρουμε πως ορισμένοι δρόμοι ήταν πια κλειστοί. Μερικοί ένιωθαν ήδη ξεγελασμένοι από τη μοίρα, άλλοι πρόσμεναν την τύχη που θα τους αντάμειβε για τις θυσίες τους. Η ανεμελιά είχε περάσει πια, η αθωότητα δεν θα ξαναγύριζε ποτέ. Τριάντα χρόνια: είναι η στιγμή που οι αντροτραγανίστρες μεταμορφώνονται σε μητέρες και οι ρομαντικοί εξεγερμένοι σε γραφειοκράτες. Είτε το θέλουμε είτε όχι, η ηλικία είναι μια φυλακή που μας καταδικάζει σε μια εποχή, σε μια γλώσσα, σε ένα στιλ. Διαμορφώνει ένα κοινό έθνος, ένα σύνολο από πιστεύω που η επόμενη γενιά θα πρέπει να απορρίψει για να επιβληθεί. Τους λάτρευα αυτούς τους μυθικούς λεβέντες όλο μούσκλια και ευκινησία, αυτές τις γυναίκες που από πάνω τους πλανιόταν πάντα η υπόσχεση ενός αλλιώτικου κόσμου, κι αναρωτιόμουν πώς θα γερνούσαμε, με ποιον τρόπο ο χρόνος θα μας τσάκιζε ή θα μας φερόταν καλά.

Ο Άγιος Ζιγκολό

T. S. Eliot, "Ποιήματα του Άριελ"




Marina


Quis hic locus, quae
regio, quae mundi plaga?


Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γκρίζοι βράχοι και τι νήσοι
Τι νερό παφλάζοντας την πλώρη
Και οσμή του πεύκου και η κίχλη απ’ την ομίχλη ψαλμωδώντας
Τι είδωλα ξαναγυρνούν
Ω κόρη μου.

Αυτοί που ακόνιζαν το δόντι του σκύλου, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που αστράπτουν απ την δόξα του κεκράχτη, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που στέκονται στον σταύλο της αυτάρκειας, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, σημαίνοντας
Θάνατο

Έγιναν επουσιώδεις, ανάχθηκαν στον άνεμο,
Ένα χνώτο πεύκου και η δασολάλητη ομίχλη
Μ’ αυτή την χάρη, διαλύθηκαν κατάλληλα.

Τι πρόσωπο είν’ αυτό, πιο λίγο φωτεινό και φωτεινότερο
Κι ο παλμός στο χέρι, πιο λίγο δυνατός και δυνατότερος
Δοσμένο ή δάνειο; απώτερο από τ’ άστρα κι εγγύτερο απ’ το
   μάτι

Ψίθυροι και χαμόγελα μεταξύ φύλλων κι ανυπόμονων ποδιών
Υπό τον ύπνο, που όλα τα νερά έκβάλλουν.
Μποπρέσο σκασμένο από πάγο, σκασμένη από κάψα μπογιά.
Έκανα τούτο, ξέχασα
Και θυμούμαι.
Η αρματωσιά δειλή και σάπιο καραβόπανο
Μεταξύ ενός Ιουνίου κι ενός άλλου Σεπτεμβρίου.
Έκανα τούτο, ανήξερα, μισοσυνειδητός, αγνώριστος, δικό μου.
Το πίσω πέτσωμα διαρρέει, θέλουν στούπωμα οι αρμοί.
Αυτό το σχήμα, το πρόσωπο, η ζωή
Ζώντας να ζεις σ’ έναν κόσμο χρόνου πέραν μου· ας
Αποσύρω την ζωή μου για ζωή, την λαλιά μου για το αλάλητο,
Το ξυπνημένο, χείλη χωρισμένα, την ελπίδα, τα νέα πλεούμενα.

Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γρανιτώδεις νήσοι προς τα ξύλα μου
Και η κίχλη απ’ την ομίχλη προσκαλώντας
Κόρη μου.





Η καλλιέργεια των Χριστουγεννιάτικων
Δέντρων


Για τα Χριστούγεννα υπάρχουν άφθονες διαθέσεις,
Μερικές μπορούμε να τις αψηφήσουμε:
Την μουδιασμένη, την κοινωνική, την ισχυρώς εμπορική,
Την θορυβώδη (όπου οι ταβέρνες λειτουργούν ως τα μεσάνυχτα)
Την παιδική − όχι εκείνη του παιδιού
Όταν είναι άστρο το κερί, κι ο χρυσωμένος άγγελος
Απλώνοντας πτερά στην κορυφή του δέντρου
Δεν είναι απλώς διακόσμηση, μα ο άγγελος.
Θαυμάζει το παιδί το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο:
Αφήστε το να συνεχίζει με πνεύμα θαυμασμού
Την Εορτή σαν γεγονός, όχι δεκτή σαν πρόσχημα·
Ώστε η λάμπουσα έκσταση, η έκπληξη
Από το πρωτοθυμημένο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο,
Ώστε οι εκπλήξεις να γοητεύονται με νέες προσκτήσεις
(Η καθεμιά με την δική της ερεθιστική ευωδιά),
Την προσδοκία της χήνας ή του διάνου
Το προσδοκούμενο δέος στην εμφάνισή τους,
Ώστε το σέβας και η χαρά
Να μην λησμονηθούν στην ύστερη εμπειρία,
Την γνώση του θανάτου, την συνείδηση της πτώσης,
Ή την ευλάβεια του προσύλητου
Που μπορεί να χρωματίζεται από έπαρση
Δυσάρεστη προς τον Θεό και ασεβή προς τα παιδιά
(Κι εδώ μ’ ευγνωμοσύνη αναπολώ επίσης
Τα κάλαντα της Αγίας Λουκίας και το στέμμα της από φωτιά):
Ώστε πριν από το τέλος, στα ογδοηκοστά Χριστούγεννα
(Δια «ογδοηκοστού» εννοώντας οποιοδήποτε είναι το τελευταίο)
Οι αθροισμένες μνήμες μιας συγκίνησης ετήσιας
Ίσως συγκεντρωθούν σε μια χαρά μεγάλη
Που θα είν’ επίσης ένας μέγας φόβος, όπως επ’ ευκαιρία
Ο φόβος έρχεται σε καθεμιά ψυχή:
Διότι η αρχή θα μας θυμίζει το τέλος
Και η πρώτη παρουσία την δευτέρα παρουσία.





Από το βιβλίο, «Τ.Σ. Έλιοτ - Άπαντα τα ποιήματα»,
Ελληνική μεταγλώττιση - εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδ. Κέδρος, 4η έκδοση,
 1992.

Πηγή:https://ppirinas.blogspot.com/2019/01/t-s-eliot.html

William Shakespeare - Αποφθέγματα

τ' ωραίο πουλιέται με την κρίση του ματιού

δε διαλαλιέται με χυδαίες φωνές εμπόρων

Αγάπης αγώνας άγονος,Πράξη 2η,Σκηνή 1η

.................................................................................................................................................................

W.B. Yeats - Το ψάρι


Μπορεί στην πλημμυρίδα και στην άμπωτη να κρύβεσαι

κάποιας χλωμής παλίρροιας, σαν η σελήνη έχει χαθεί,

όμως οι άνθρωποι στο μέλλον θα το μάθουν -

πως έριχνα τα δίχτυα μου

και πως εσύ αμέτρητρες φορές πηδούσες

πάνω από τα μικρά, τ' αργυρά νήματα,

και ότι ήσουνα σκληρή και άκαρδη θα πουν,

και με πολλά λόγια πικρά, για σένα θα μιλούν.


μτφρ. Σπύρος Ηλιόπουλος

T. S. Eliot - Οι κούφιοι άνθρωποι

 


                                                             Ωχρά Σπειροχαίτη - Οι κούφιοι άνθρωποι



                                      Μια πεντάρα για τον Γέρο Τύπο

I

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι
Είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
Σκύβοντας μαζί
Κεφαλοκαύκι γεμισμένο άχυρο. Αλίμονο!
Οι στεγνές φωνές μας, όταν
Ψιθυρίζουμε μαζί
Είναι ήσυχες κι ανόητες
Σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
Ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί
Στο ξερό μας κελάρι.

Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα
Παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση·

Αυτοί που πέρασαν
Με ολόισια μάτια, στου θανάτου τ’ άλλο Βασίλειο
Μας θυμούνται – αν καθόλου – όχι ως χαμένες
Βίαιες ψυχές, μα μοναχά
Ως κούφιους ανθρώπους
Τους βαλσαμωμένους ανθρώπους.



II

Μάτια δεν τολμώ να δω στα όνειρα
Στου θάνατου τ’ ονειρικό βασίλειο
Αυτά δεν εμφανίζονται:
Εκεί, τα μάτια είναι
Ηλιόφως σε μια σπασμένη κολόνα
Εκεί, είν’ ένα δέντρο χορεύοντας
Και φωνές είναι
Στου ανέμου το τραγούδισμα
Πιο μακρινές και πιο τελεστικές
Από ένα μαραμένο αστέρι.

Ας είμαι όχι εγγύτερα
Στου θάνατου το ονειρικό βασίλειο
Ας φορέσω επίσης
Τόσο φρόνιμες μεταμφιέσεις
Αρουραίου τρίχωμα, κοράκου δέρμα, κουρελούδες
Σ’ έναν αγρό
Φερόμενος όπως φέρεται ο άνεμος
Όχι εγγύτερα–

Όχι αυτή την τελική συνάντηση
Στου λυκόφωτος το βασίλειο



III

Αυτή είναι η νεκρή χώρα
Αυτή είναι του κάκτου η χώρα
Εδώ τα πέτρινα είδωλα
Σηκώνονται, εδώ λαμβάνουν
Την ικεσία ενός χεριού νεκρού ανθρώπου
Κάτω από το σπίθισμα σβησμένου άστρου.

Αυτό είναι σαν αυτό
Στου θανάτου το άλλο βασίλειο
Ξυπνώντας μόνοι
Στην ώρα που είμαστε
Τρέμοντας με τρυφερότητα
Χείλη που θα φιλούσαν
Κάνουν προσευχές σε τσακισμένες πέτρες



IV

Τα μάτια δεν είναι εδώ
Δεν είναι μάτια εδώ
Στην κοιλάδα των άστρων που πεθαίνουν
Στην κούφια κοιλάδα
Το σπασμένο σαγόνι των χαμένων βασιλείων μας
Σ’ αυτό τον έσχατο απ’ τους τόπους συναντήσεων
Ψηλαφούμε μαζί
Κι αποφεύγουμε ομιλία
Μαζεμένοι στην όχθη του πρησμένου ποταμού

Αόμματοι, αν δεν
Τα μάτια μας ξαναφανούν
Όπως το αέναο άστρο
Του πολύφυλλου ρόδου
Στου θανάτου το λυκοφωτικό βασίλειο
Η ελπίδα μόνο
Των κενών ανθρώπων.



V

Εδώ πάμε γύρω απ’ την φραγκοσυκιά
Φραγκοσυκιά, φραγκοσυκιά
Εδώ πάμε γύρω απ’ την φραγκοσυκιά
Στις πέντε το πρωί

Μεταξύ ιδέας
Kαι πραγματικότητας
Μεταξύ κίνησης
Kαι δράσης
Πέφτει η Σκιά

                Διότι δικό σου είναι το Βασίλειο

Μεταξύ αντίληψης
Kαι δημιουργίας
Μεταξύ κίνησης
Kαι απάντησης
Πέφτει η Σκιά

                Η ζωή είναι πολύ μακριά

Μεταξύ πόθου
Kαι σπασμού
Μεταξύ δύναμης
Kαι ύπαρξης
Μεταξύ ουσίας
Kαι πτώσης
Πέφτει η Σκιά

                Διότι δικό σου είναι το Βασίλειο

Διότι Δική σου είναι
Ζωή είναι
Διότι Δική σου είναι η

Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
Αυτός είναι ο τρόπος που ο κόσμος τελειώνει
Όχι μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό.




Από το βιβλίο «Τ. Σ. ΈΛΙΟΤ, ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»,
Ελληνική μεταγλώττιση - εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης.
Εκδ. Κέδρος, δ΄ έκδοση.

Βερονίκη Δαλακούρα [II]


Στα δάση των βουνών, α, πόσο χαίρομαι
κάτι απέμενε, απ’ τα τόσα, που δεν γνώρισα.
Να χάνεις δίχως να είναι έρωτας
μα απομεινάρι ύπνου τριγωνικό!
Α, πόσο χαίρομαι, λέω, αγαπημένη κόλαση
που να μάθω έχω ακόμη!

(Μονάχα μια φορά δεν χάραξε
μονάχα μια φορά σου ζήτησα και δεν απάντησες
κρυμμένο σε βουνά δασών.
Άλλο τόσο χαμηλόφωνο δεν πρόκειται να υπάρξει που
το ψιθύρισμα στο φως του δρόμου να γίνει
φανός αντίθετης αγάπης.)


Πηγή: Ευφροσύνη: Ποιήματα για μικρά παιδιά, Εκδόσεις Κουκκίδα 2024.

Bertolt Brecht - [Δύο ποιήματα]


ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ
Θα γράφει τότε η τελευταία πινακίδα
Ρημαγμένα χωρίς αναγνώστες:
Ο πλανήτης θα τιναχτεί στον αέρα.
Τα δημιουργήματά του θα τον εξαφανίσουν.
Μαζί για να ζούμε, ανακαλύψαμε μονάχα τον καπιταλισμό.
Όταν τη φυσική ανακαλύψαμε, η σκέψη μας πήγε πιο μακριά:
Στον τρόπο για να πεθάνουμε όλοι μαζί.
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ
Τον πεινασμένο, που σ' άρπαξε
Το τελευταίο ψωμί, σαν εχθρό τον αντιμετωπίζεις.
Μα τον κλέφτη, που δεν πείνασε ποτέ του
Δεν ορμάς ν' αρπάξεις από το λαρύγγι.
Απόδοση: Νάντια Βαλαβάνη

Έκτωρ Κακναβάτος - [Άτιτλο]



Και βέβαια ναι... δε λέω!
Οι ομιχλώδεις εσοχές του αλαχίστου, ναι!
Και που μοιχεύεται ανευλαβώς
η Απολλώνεια συνάρτηση
Θες κι η ανεπίδοτη θηλύτητα του χρόνου;
               Βεβαίως ναι!
Κι ο πόνος τοκετού της ανεμώνας
               Ναι, όλα ετούτα ναι!
               Ωραία που είναι!

Μα εκείνο το Χαρμίδειο
το ανοιχτό μπλουζάκι της
                            τι ολοκλήρωμα σαρωτικό
                            τι τανυστής,     τι ρίγος!

Στα Πρόσω Ιαχής




'Εκτωρ Κακναβάτος - Φωνές

 Από πάχνη κοριτσιού είναι το σύννεφο
και μη σκιαχτείς που ακούς φωνές
θα'ναι της ρώγας του σταφυλιού
                                        που τη βατεύει ο ήλιος
Κι από το μπλάβο σύκο θα'ναι που
                     -λόγω ο τζίτζικας κι άι οι τρίλιες του-
λιγώθηκε και στάζει μέλι

Κι από της σαύρας θα'ναι τ'ανασήκωμα
                                    στα μπροστινά της
λόγω που όρθιο πάνω σε ύφαλο το πέλαγο
             απ'ανοιχτά κάνει σινιάλο στο λιοπύρι
Κι από το φιλιατρό κι από το άνεργο μαγκάνι θα'ναι
κι απ'το στεγνό σκοινί
                                    που τρελαμένες για σταλιά νερό
                                    γυροπετούν οι σφήκες
Κι από το σάλτο ρετσινιού που'δωσε μια και να
                                    πήρε φωτιάν ο πεύκος

Κι όι όι από ηδύ χειλόφωνο ανάμεσα μηρών
            κι από την κάψα κοριτσιού είναι
που κίνησε το σύννεφο και πάει σορόκο λεβάντε.

Πηγή: Έκτωρ Κακναβάτος, Ακαρεί, εκδ. Άγρα 2001

Sarah Vaughan - Whatever Lola Wants


 

Σταύρος Βαβούρης - Ό,τι θέλει η Λόλα


Whatever Lola
wants
Lola gets.

(Αμερικάνικο τραγούδι)


Έλα να χορέψουμε

το «ό, τι θέλει η Λόλα

η Λόλα πάντοτε το παίρνει»

Κι αν σ’ αρέσει, αν δεν προσβάλλεσαι

χόρεψε τη Λόλα συ.

(δεδομένου ό, τι σ’ αρέσει

πάντοτε να παίρνεις)

Εγώ, αναγκαστικά θα είμαι ο παρτενέρ.

Μ’ αν προτιμάς το ρόλο του

δε θ’ αποτελέσεις φυσικώ τω λόγω εξαίρεση.

Κι αφού θα είμαι η Λόλα

ότι σου ζητήσω

ό, τι τυχόν θελήσω να μου δώσεις

θαν το Δώσεις.


Σταύρος Βαβούρης

Από τη συλλογή Τα ακαριαία εμείς (1984)

αντλείται από: Πού πήγε, ως που πήγε αυτό το ποίημα 1940-1993, Ερμής, Αθήνα 1998.

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2024

Εκτωρ Κακναβάτος- Αυτασφάλιση

 

Μην τους ακούς που τάχα ολολύζουν

που παρότι

απολοφυράμενοι απέρχονται δακρύοντες

μην τους ακούς

που μυξοκλαίνε

Το ξέρουνε καλά που ο θάνατος

εξέχει από τον χρόνο ως ανθύπατος

όπως το δάχτυλο τους

από την τρύπια κάλτσα∙

ένας τέτοιος θρίαμβος.

Μποστ - Η μόνη σίγουρη οδός (παραγωγής ευπόρων)


 

Τίτος Πατρίκιος - Ερωτας και Πολιτική

 

'Ερωτας και Πολιτική, 1

Η πιο δημοκρατική στιγμή

είναι του αμοιβαίου οργασμού


Έρωτας και Πολιτική, 2

Η πιο δημοκρατική στιγμή

είναι του αμοιβαίου

ελάχιστα ετεροχρονισμένου

οργασμού



Γεώργιος Σουρής - Πέντε ποιήματα

 ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ

Ω Διογένη κυνικέ, σχίσε μου τα φορέματα…

Με την σπουδήν του σύμπαντος το σύμπαν δεν εννόησα…

Θ’ αυτοκτονήσω, βρε παιδιά… τελείωσαν τα ψέμματα.

Πολλάκις τ’ απεφάσισα, πολλάκις μετενόησα.


Μα τώρα, θα το κάνω

για να σας συγκινήσω…

Δεν θέλω να πεθάνω

χωρίς ν’ αυτοκτονήσω.


Ω φύσις όλη κάλλη,

συ μάγισσα μεγάλη,

πώς θέλεις να πονείς

και δεν αυτοκτονείς;


Γιατί μωρέ πλανήτη,

καρφώθης εδώ πέρα,

και με μακρύ κομήτη

δεν κουτουλάς μια μέρα;


Να λείψουν τόσ’ ανόσια,

να λείψει κάθε γέννα,

κι οικόπεδα δημόσια

και καταπατημένα;


Από σε τι βλέπομε;…

Σούτ, αποστομώσου…

Σε κοιτώ και ντρέπομαι

για λογαριασμό σου.



ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Ελλάς πατρίς μου, δεν σ’ αγαπώ,

για σε δεν καίω κι εγώ λιβάνι,

πάντα για σένα κακά θα πώ,

κι ούτε σου πλέκω ποτέ στεφάνι.


Όμως συγχώρει τον μισητόν,

πατρίς γλυκεία και τροφοδότις,

κι εις τόσο πλήθος πατριωτών

ας είναι κι ένας μη πατριώτης.



ΠΟΙΟΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ;


Τώρα κοντά ένας μακρύς

και με ψηλό καπέλο

με χαμογέλιο με κοιτά,

κι όπου με δει με χαιρετά,

χωρίς εγώ να θέλω.


Ποιος νάναι; Λέγω και μ’ αυτόν

την μνήμη μου σκοτίζω

και με κοιτά και τον κοιτώ,

και χαιρετά και χαιρετώ,

χωρίς να τον γνωρίζω.


Μην είναι μύωψ σαν κι εμέ

κι ευρίσκεται σ’ απάτη;

Μην είμαστε συμμαθηταί;

Μήπως εφάγαμε ποτέ

μαζί ψωμί κι αλάτι;


Μού είπαν όμως απ’ αυτόν

πως χαιρετιούνται κι άλλοι•

και αν κι εμένα χαιρετά,

κάλπη ο φίλος μελετά

για Δήμαρχος να βάλει.



ΚΑΗΜΟΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ


Κι εγώ για νύφη λαχταρώ,

μα ναύρω νύφη δεν μπορώ

του γούστου μου ακόμα.


Και δος του κι αρχαιολογώ,

κι αρχαίες νύφες κυνηγώ

να εύρω μες στο χώμα.


Μα τέτοιες νύφες δεν μιλούν,

ούτε το μάτι μού σφαλούν,

κι ούτε γαμπρό γυρεύουν.


Αχ! Τι τα θέλω όλ’ αυτά

τ’ αγάλματα τα λατρευτά,

αφού δεν ζωντανεύουν.


Ω! ας μπορούσε απ’ αυτές

τις νύφες τις καμαρωτές

καμμιά να ζωντανέψει!


Να παύσω ν’αρχαιολογώ,

νύφη αυτή, γαμπρός εγώ…

και ποιος δεν θα ζηλέψει;


Σαν τη Γαλάτεια κι αυτή

να γίνει νύφη ζηλευτή,

μα νάναι και με προίκα.


Κι όλοι τη νύφη να κοιτούν,

και να μην παύουν να ρωτούν

πού διάβολο την βρήκα!



ΜΕΣ ΣΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΝ ΚΟΠΟ


Μες στης ζωής τον κόπο

με σώμα κουρασμένο

ξανοίγω μπρός μου τόπο

με καύκαλα σπαρμένο.


Γελώντας τα πατώ,

τα πιάνω, τα κοιτώ,

τους κάνω τόσα χάδια…

Η μόνη των σοφία

είναι να μένουν άδεια

μες στα Νεκροταφεία.


*  από την έκδοση: Άπαντα τα καλύτερα (Εκδοτική Θεσσαλονίκης) 


Πηγή: http://dragonerarossa.gr/2016/03/09/%CE%B3%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B7%CF%83-1852-1919-%CF%80%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CE%BB%CE%B5%CE%B3%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%B1/

Joyce Mansour - Κραυγές (δύο αποσπάσματα)

 Ι.

Περίμενέ με.

Μόλις που νιώθω να δραπετεύει ο χρόνος 

από την κάμαρή μου, όπου 

τα κλάματά μου, στο κρεβάτι μου κοιμούνται.

Γνωρίζω το όλο γωνίες, κορμί σου 

που χοροπηδάει αδιάκοπα στων γέλιων μου τον ήχο.

Γνωρίζω το αμαρτωλό σου σώμα 

που άλλο δεν ποθεί πάρεξ τη λάβρα αυτών που ξεψυχάνε 

μέσα στα μπράτσα του, πάνω στο στόμα του, ανάμεσα στις 

      γάμπες του τις δασωμένες

Περίμενε να σβήσει ο πόθος μου, 

περίμενε να παγώσει το κορμί μου, να σκληρύνει 

πριν σε γλυκάνει.


ΙΙ.

Αφού σε προκαλούν τα στήθια μου

θέλω τη λύσσα σου

θέλω να δω τα μάτια σου να βαραίνουν

τα μάγουλα σου να ρουφιόνται να χλωμιάζουν

θέλω τ’ ανατριχιάσματα σου

ανάμεσα στα σκέλια μου θέλω να γενείς κομμάτια

πάνω στο καρπερό του κορμιού σου χώμα


οι πόθοι μου χωρίς ντροπή να εισακουστούνε. 


Μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος

Πηγή: Joyce Mansour Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1994

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Μίμης Σουλιώτης - Περί ποιητικής (ξδ')


Γράφει σαν βουβός εκ γενετής,

κάτι φαντάζεται, αλλάζει χέρι ή μολύβι,

πετάει τον κόπο του απογεύματος,

βγάζει νέο χαρτί για αλλιώτικους τόνους,

θα γράψει ή καλύτερα ή χειρότερα,

στην απλή τούτη τέχνη δεν ισχύει

το «κάθε πέρσι και καλύτερα».


Μίμης Σουλιώτης, Περί ποιητικής (1974-1999), 1999.

John Steinbeck - Τα σταφύλια της οργής (απόσπασμα)

 Η δυτική χώρα σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία σαν άλογα προτού ξεσπάσει η καταιγίδα. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες σε νευρική ανησυχία με το προαίσθημα μιας μεταβολής, μην καταλαβαίνοντας τίποτα σχετικά με τη φύση της μεταβολής. Οι μεγάλοι ιδιοκτήτες χτυπώντας τις άμεσες εκδηλώσεις, τις ολοένα μεγαλύτερες δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, την ολοένα μεγαλύτερη ενοποίηση της εργατιάς˙ χτυπώντας τους καινούργιους φόρους, τα οικονομικά μέτρα˙ μην καταλαβαίνοντας πως όλ’ αυτά είναι αποτελέσματα, όχι αιτίες. Αποτελέσματα, όχι αιτίες˙ αποτελέσματα, όχι αιτίες. Οι αιτίες είναι βαθιές και απλές – αιτίες είναι η πείνα ενός στομαχιού πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο, η πείνα μιας ψυχής, πείνα για χαρά και για λίγη ασφάλεια, πολλαπλασιασμένη στο εκατομμύριο˙ μυώνες και νους που λαχταρούν να αναπτυχθούν, να εργαστούν, να δημιουργήσουν, πολλαπλασιασμένοι στο εκατομμύριο. Η τελική καθαρά διαγραμμένη ανθρώπινη λειτουργία – μυώνες που λαχταρούν για δουλειά, νους που λαχταρά να δημιουργήσει πέρα από τις απλές ανάγκες – αυτό είναι ο άνθρωπος. Να χτίσει έναν τοίχο, να χτίσει ένα σπίτι, ένα φράγμα, και στον τοίχο, στο σπίτι και στο φράγμα να βάλει κάτι από το ίδιο το Ανθρώπινο Συνειδητό του, και το Ανθρώπινο Συνειδητό του να πάρει κάτι από τον τοίχο, από το σπίτι κι απ’ το φράγμα˙ ν’ αποχτήσει δυνατούς μυώνες από τη δουλειά, να πάρει την καθαρή γραμμή και την καθαρή μορφή από τη σύλληψη του σχεδίου. Γιατί ο άνθρωπος, αντίθετα με ό,τι άλλο οργανικό ή ανόργανο στον κόσμο, αίρεται ψηλότερα από το έργο του, ξεπερνά την κλίμακα των ιδεών του, προβάλλει πάνω από τα επιτεύγματά του. Να τι μπορεί να πει κανείς για τον άνθρωπο – ενώ οι θεωρίες αλλάζουν και καταρρέουν, ενώ οι διάφορες φιλοσοφίες, οι σχολές και στενοί και σκοτεινοί λαβύρινθοι της σκέψης, εθνικοί, θρησκευτικοί, οικονομικοί, ακμάζουν κι έπειτα παρακμάζουν, ο άνθρωπος τραβάει μπρος, προχωράει σκοντάφτοντας, με κόπο, κάποιες φορές και λαθεμένα. Αφού κάνει ένα βήμα, τυχαίνει να γλιστρήσει προς τα πίσω, μα μόνο μισό βήμα, ποτέ ολάκερο βήμα. Αυτό μπορούμε να πούμε και πρέπει να το νιώσουμε, και να το νιώσουμε βαθιά. Μπορείτε να το νιώσετε όταν τα μαύρα αεροπλάνα ζυγιάζουν τις μπόμπες τους πάνω σε άμαχους πληθυσμούς, όταν οι αιχμάλωτοι στοιβάζονται ίδια γουρούνια, όταν τα σακατεμένα κορμιά στραγγίζουν το αίμα τους ποτίζοντας τη γης. Έτσι μπορείτε να το νιώσετε. Αν δε γινόταν το βήμα, αν δεν ήταν ολοζώντανη η λαχτάρα για, έστω κλονιζόμενο, βήμα προς τα εμπρός, δε θα ‘πεφταν οι μπόμπες, δε θα πετσοκόβονταν οι άνθρωποι. Να φοβάσαι τη μέρα που θα πάψουν οι βομβαρδισμοί,

μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι βομβαρδιστές, γιατί η κάθε μπόμπα είναι μια απόδειξη πως δεν πέθανε το πνεύμα. Να φοβάσαι και τη μέρα που θα σταματήσουν οι απεργίες, μόλο που θα υπάρχουν ακόμα οι μεγάλοι ιδιοκτήτες – γιατί η κάθε μικροαπεργία που χτυπιέται, είναι μια απόδειξη πως έγινε το βήμα. Πρέπει κι αυτό να ξέρεις – να φοβάσαι τη μέρα που ο Συνειδητός Άνθρωπος θα πάψει να αγωνίζεται και να πεθαίνει για μια ιδέα, γιατί αυτή και μόνο η ιδιότητα είναι το θεμέλιο του Ανθρώπινου Συνειδητού, κι αυτή και μόνο η ιδιότητα κάνει να είναι ο άνθρωπός ένα ον ξεχωριστό μέσα στο σύμπαν.


Οι Δυτικές Πολιτείες σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Το Τέξας και η Οκλαχόμα, το Κάνσας και το Αρκάνσας, το Νέο Μεξικό, η Αριζόνα, η Καλιφόρνια. Μια οικογένεια υποχρεώθηκε να φύγει από τη γης. Ο πατέρας δανείστηκε από την Τράπεζα, και τώρα η Τράπεζα τη θέλει τη γης. Η Κτηματική Εταιρεία – η Τράπεζα, δηλαδή, αν τύχει κι έχει κτήματα δικά της – θέλει τρακτόρια στη γης, όχι οικογένειες. Είναι κακό ένα τρακτόρι; Βρίσκεται σε άδικο η μηχανική δύναμη που ανασκαλεύει τα μακριά αυλάκια; Αν το τρακτόρι αυτό ήταν δικό μας, θα ‘ταν καλό – όχι δικό μου, δικό μας. Αν το τρακτόρι ανασκάλευε τα μακριά αυλάκια της δικής μας γης, θα ‘ταν καλό. Όχι, της δικής μου γης, της δικής μας. Τότε θ’ αγαπούσαμε το τρακτόρι, όπως αγαπήσαμε και τη γης αυτή τον καιρό που ήταν δική μας. Μα το τρακτόρι αυτό κάνει δυο δουλειές – ανασκαλεύει τη γης και μας διώχνει από τη γης. Δεν έχει μεγάλη διαφορά ένα τρακτόρι από ένα τανκ πολεμικό. Και τα δυο τρομοκρατούν τον άνθρωπο, τον διώχνουν, τον χτυπούν. Πρέπει να σκεφτούμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.

Ένας άνθρωπος, μια οικογένεια διώχτηκε απ’ τη γης˙ αυτό το σκουριασμένο αυτοκίνητο που τρίζει πάνω στη δημοσιά τραβώντας δυτικά. Έχασα τη γης μου, ένα τρακτόρι μου πήρε τη γης μου. Είμαι ολομόναχος και σαστισμένος. Και μες στη νύχτα, μια οικογένεια κατασκηνώνει σε μια λακκούβα, κι έρχεται ακόμα μια οικογένεια και σβήνουν τα τσαντίρια τους. Οι δυο άντρες ανακαθίζουν πάνω στα μεριά τους και οι γυναίκες αφουγκράζονται μαζί με τα παιδιά. Εδώ βρίσκεται ο κόμπος – όλοι εσείς που εχθρεύεστε τις μεταβολές και φοβόσαστε την επανάσταση, θέλετε να χωρίσετε αυτούς τους δυο ανακαθισμένους άντρες˙ να τους κάνετε να μισούν, να φοβούνται, να υποψιάζονται ο ένας τον άλλον. Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας εκείνου που φοβόσαστε. Αυτός είναι ο άξονας. Γιατί εδώ, το «έχασα τη γης μου» παθαίνει μια μεταβολή˙ ένα κύτταρο χωρίζεται, κι από το κύτταρο αυτό ξεφυτρώνει εκείνο που φοβόσαστε: «Χάσαμε τη γης μας!». Εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος, γιατί δυο άνθρωποι μαζί δεν είναι πια τόσο μονάχοι και τόσο σκοτισμένοι όσο ο ένας άνθρωπος. Και από το πρώτο αυτό «εμείς» γεννιέται κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο: «το φαΐ μου είναι λίγο» συν «δεν έχω να φάω». Αν το πηλίκον σ’ αυτό το πρόβλημα είναι: «Το φαΐ μας είναι λίγο», το ζήτημα προχώρησε, η κίνηση έχει μια κατεύθυνση. Τώρα, ένας μικρός πολλαπλασιασμός, και η γης αυτή, το τρακτόρι αυτό, είναι δικά μας. Δυο ανακαθισμένοι άντρες μέσα σε μια λακκούβα, η μικρή φωτιά, το λαρδί που βράζει μέσα σε μια μοναδική χύτρα, σιωπηλές γυναίκες με πετρωμένη ματιά˙ πίσω τους, παιδιά που αφουγκράζονται με όλη τους την ψυχή λόγια που δεν καταλαβαίνει το μυαλό τους. Νυχτώνει. Το μωρό κρυολόγησε. Να, πάρε τούτη την κουβέρτα. Είναι μάλλινη. Ήταν της μητέρας μου – πάρ’ την για το μωρό. Αυτό να χτυπηθεί. Αυτό είναι η αρχή – από το «εγώ» στο «εμείς».

Αν μπορούσατε να το καταλάβετε όλοι εσείς που κατέχετε τα αγαθά που ανήκουν στο λαό, θα μπορούσατε ίσως να διατηρηθείτε. Αν μπορούσατε να ξεχωρίσετε τις αιτίες από τα αποτελέσματα, αν μπορούσατε να καταλάβετε πως ο Πέιν, ο Μαρξ, ο Τζέφερσον, ο Λένιν ήταν αποτελέσματα όχι αιτίες, θα μπορούσατε ίσως να επιζήσετε. Μα δεν μπορείτε να το καταλάβετε. Γιατί η πλεονεξία σας απολιθώνει μια για πάντα στο «εγώ» και μια για πάντα σας χωρίζει από το «εμείς».

Οι Δυτικές Πολιτείες βρίσκονται σε νευρική ανησυχία με τη μεταβολή που αρχίζει. Η ανάγκη σπρώχνει τον άνθρωπο να βρίσκει ιδέες, και οι ιδέες σπρώχνουν σε δράση. Μισό εκατομμύριο αναδεύονται σε όλη τη χώρα˙ άλλο ένα εκατομμύριο περιμένουν, έτοιμοι να ξεκινήσουν˙ και άλλα δέκα εκατομμύρια νιώθουν την πρώτη ανησυχία.

Και τα τρακτόρια, δώσ’ του κι ανασκαλεύουν την πληθύ τα αυλάκια στην ερημωμένη γης.


Μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης

Σαπφώ, 58D, 211P,

Θα πεθάνεις

και θα κείτεσαι,

και μήτε θ' απομείνει η θύμησή σου σε κανέναν,

μήτε και καημός για σέ,

τι οι Μούσες σου 'χουν αρνηθεί

της Πιερίας τα ρόδα,

κι έτσι στον Κάτω Κόσμο

ασήμαντη θα μείνεις,

με τις σκιές των πεθαμένων

σα βρεθείς.


Πηγή: Σαπφώ, 58D, 211P, μτφ. Ι. Θ. Κακριδής

Ντύλαν Τόμας - Το χέρι που έβαλε την υπογραφή

 Το χέρι που έβαλε την υπογραφή γκρέμισε μια πόλη
Πέντε ηγεμονικά δάχτυλα μπήχτηκαν στην αναπνοή,
Διπλασίασαν τη σφαίρα των νεκρών και κόψαν στη μέση μια χώρα
Οι πέντε αυτοί βασιλιάδες θανάτωσαν ένα βασιλιά.


μτφ. Λύντια Στεφάνου

Κωστής Παλαμάς - Σατιρική Γυμνάσματα (Δεύτερη σειρά [15]


                 Στο αίμα μου κρατώ κι από μια στάλα

                 ξένες κι οχτρές κάθε λογής πατρίδες.

                 Και βουργάρα η ψυχή μου και τουρκάλα


                Κούρδοι, Καραμανίτες, Οσμαλήδες.

                Τούρκοι, η σπάθα σ’ εσάς του Ταμερλάνου!

                Λύκοι, αραποβλογιά, πανούκλα, ακρίδες,


               καταπάνου μας όλοι, καταπάνου.

               Καψάλο η χώρα, το παλάτι αχούρι.

               Στ’ όνομα εγώ θα ομόνω ενός Σουλτάνου,


              και θα κρατώ ενός Τσάρου το τσεκούρι.

                  Όσο να βγει απ’ τη γη κανείς Μανιάκης,

                  κανείς Σκεντέρμπεης από το μνημούρι,


             κι απ’ το χαμό κανένας Καραϊσκάκης.

Κωστής Παλαμάς ( 1859 – 1943 )

Πηγή: Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τόμος Γ΄ , Εκδόσεις: ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ- ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2019 - ΑΘΗΝΑ

Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Μίλτος Σαχτούρης - Ο Kafka και τα ψάρια


Στη φωτογραφία του Κάφκα που έχω κολλήσει

στον καθρέφτη της κάμαράς μου, έβαλα δεξιά

κι αριστερά από ένα ψάρι.

Γιατί ο Κάφκα αγαπούσε τα ψάρια και δεν τα

έτρωγε.

Το χειμώνα μαζί με τα ψάρια έκανε μπάνιο

στο κρύο νερό μιας λίμνης, όπως κι ένας

άγιος πρόγονός του, που έσπαζε τον πάγο της

λίμνης κι έμπαινε μέσα.

Άλλωστε η αγάπη του για τα ψάρια φάνηκε

και στο θάνατό του. Τον τελευταίο καιρό

δε μιλούσε, έγραφε ό,τι ήθελε να πει κι ο θά-

νατός του έμοιασε με θάνατο ψαριού που το

βγάλαν στη στεριά.

Πέθανε γιατί δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει.

Κι ας είναι ευλογημένη η Dora Dymant.


Εκτοπλάσματα

Diego Rivera - My Art, my Life: an autobiography (απόσπασμα)


Απόσπασμα από το κείμενο του μεγάλου μεξικανού ζωγράφου Ντιέγκο Ριβέρα (περιέχεται στο My Art, my Life: an autobiography, Dover 1991), που αναφέρεται στην επίσκεψή του στο Βερολίνο του 1928 και τη «γνωριμία» του με τον Χίτλερ. 

Μια επιδημία τρέλας είχε εξαπλωθεί στη χώρα. Την αισθάνθηκα σε δύο ξεχωριστές, φαινομενικά άσχετες περιπτώσεις.

Μια νύχτα ο Μίντσενμπεργκ, μερικοί άλλοι φίλοι και εγώ μεταμφιεστήκαμε και, με πλαστά πιστοποιητικά, παρακολουθήσαμε την πιο εκπληκτική τελετή που έχω δει ποτέ. Πραγματοποιήθηκε στο δάσος του Γκρούνβαλντ, κοντά στο Βερολίνο.

Πίσω από μια συστάδα δέντρων, στη μέση του δάσους, εμφανίστηκε μια παράξενη πομπή. Οι πορευόμενοι άνδρες και γυναίκες φορούσαν λευκούς χιτώνες και στεφάνια από ιξό, το τελετουργικό φυτό των δρυίδων. Στα χέρια τους κρατούσαν πράσινα κλαδιά. Ο ρυθμός τους ήταν αργός και τελετουργικός. Πίσω τους, τέσσερις άνδρες μετέφεραν έναν αρχαϊκό θρόνο στον οποίο καθόταν ένας άνθρωπος που αναπαριστούσε το θεό του πολέμου, τον Βόταν. Ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Πάουλ φον Χίντεμπουργκ! Ντυμένος με αρχαία ενδυμασία, ο Χίντεμπουργκ ύψωσε μια λόγχη στην οποία ήταν χαραγμένα δήθεν μαγικά γράμματα του ρουνικού αλφάβητου. Το κοινό, εξήγησε ο Μίντσενμπεργκ, εκλάμβανε τον Χίντεμπουργκ ως μετενσάρκωση του Βόταν. Πίσω από τον Χίντεμπουργκ εμφανίστηκε ένας άλλος θρόνος, τον οποίο κατείχε ο Στρατάρχης Λούντεντορφ, ο οποίος εκπροσωπούσε τον θεό του κεραυνού, Τορ. Πίσω από τον «θεό» συνωστιζόταν ένας συρμός πιστών που αποτελούνταν από διακεκριμένους χημικούς, μαθηματικούς, βιολόγους, φυσικούς και φιλοσόφους. Όλα τα πεδία της γερμανικής «κουλτούρας» εκπροσωπήθηκε στο Γκρούνβαλντ εκείνο το βράδυ.

Η πομπή σταμάτησε, και άρχισε η τελετή. Για αρκετές ώρες, η ελίτ του Βερολίνου τραγουδούσε και κραύγαζε προσευχές και τελετές από το βαρβαρικό παρελθόν της Γερμανίας. Εδώ ήταν η απόδειξη, αν κάποιος τη χρειάζεται, της αποτυχίας δύο χιλιάδων ετών ρωμαϊκού, ελληνικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι αυτά που έβλεπα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.Κανείς ανάμεσα στους γερμανούς αριστερούς φίλους μου δεν μπορούσε να μου δώσει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την παράξενη αυτή διαδικασία. Αντ’ αυτού, προσπάθησαν να ξεμπερδέψουν κοροϊδευτικά, αποκαλώντας τους συμμετέχοντες «τρελούς». Ως σήμερα, προβληματίζομαι με τη συλλογική τους έλλειψη αντίληψης. Ενθυμούμενος αυτό το όργιο στεγνής μέθης και ντελίριου, στάθηκε αδύνατο να φανταστώ και τον ελάχιστα ευαίσθητο θεατή να αντιπαρέρχεται ό,τι είχα δει μόνο ως μια ακίνδυνη μασκαράτα.

Λίγες μέρες αργότερα, είδα τον Αδόλφο Χίτλερ να απευθύνεται σε μια μαζική συγκέντρωση στο Βερολίνο, δίπλα σε ένα κτίριο τόσο τεράστιο που καταλάμβανε το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου, τα κεντρικά γραφεία του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα προσωρινό ενιαίο μέτωπο ήταν τότε σε ισχύ ανάμεσα στους ναζί και τους κομμουνιστές, ενάντια στους διεφθαρμένους ρεφορμιστές και τους σοσιαλδημοκράτες.

Η πλατεία ήταν κυριολεκτικά πλημμυρισμένη με 25-30.000 κομμουνιστές εργάτες. Ο Χίτλερ ήρθε με συνοδεία περίπου χιλίων ανδρών. Διέσχισαν την πλατεία και σταμάτησαν κάτω από ένα παράθυρο, από το οποίο παρακολουθούσαν οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήμουν μεταξύ τους, έχοντας προσκληθεί από τον Μίντσενμπεργκ, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Στα αριστερά μου στάθηκε ο Τέλμαν, γενικός γραμματέας του Κόμματος. Ο Μίντσενμπεργκ εξηγούσε τα σχόλιά μου στον Τέλμαν, και μετέφραζε την ομιλία του Χίτλερ σε μένα.

Οι κομμουνιστές φίλοι μου έκαναν κοροϊδευτικές παρατηρήσεις για τον «αστείο ανθρωπάκο» που επρόκειτο να εκφωνήσει τον λόγο στη συγκέντρωση, και θεωρούσαν εκείνους που τον θεωρούσαν απειλή δειλούς ή ανόητους.

Καθώς ετοιμαζόταν να μιλήσει, ο Χίτλερ ορθώθηκε άκαμπτα, σαν να περίμενε να διογκωθεί και να γεμίσει το μεγάλο αγγλικό στρατιωτικό αδιάβροχό του ώστε να μοιάζει με γίγαντα. Στη συνέχεια, έκανε ένα νεύμα για να επικρατήσει σιωπή. Μερικοί κομμουνιστές εργαζόμενοι τον αποδοκίμασαν, αλλά μετά από λίγα λεπτά όλο το πλήθος σώπασε απολύτως.

Καθώς ζεστάθηκε, ο Χίτλερ άρχισε να ουρλιάζει και να κουνά τα χέρια του σαν επιληπτικός. Κάτι σ’ αυτόν ανατάραξε, φαίνεται, το βάθος της ψυχής των ομοεθνών του, γιατί μετά από λίγο ένιωσα ένα περίεργο μαγνητικό ρεύμα μεταξύ αυτού και του πλήθους. Ήταν τόσο βαθύ που, όταν τελείωσε, έπειτα από δύο ώρες ομιλίας, επικράτησε μια στιγμή πλήρους σιγής. Ούτε καν οι ομάδες της κομμουνιστικής νεολαίας, που είχαν εντολή να τον γιουχάρουν, δεν το έκαναν. Και τότε, η σιωπή έδωσε τη θέση της σε ένα τεράστιο, εκκωφαντικό χειροκρότημα από όλη την πλατεία.

Καθώς έφευγε, οι οπαδοί του Χίτλερ έκλεισαν τις γραμμές γύρω του με όλα τα σημάδια της αφοσιωμένης πίστης. Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γελούσαν σαν σχολιαρόπαιδα. Όσο για μένα, ήμουν τόσο χαμένος και προβληματισμένος, όπως όταν είχα δει το παρακμιακό τελετουργικό λίγες μέρες πριν στο Γκρούνβαλντ. Δεν μπορούσα να δω τίποτα για να γελάσω. Αισθάνθηκα πραγματικά βουτηγμένος στη θλίψη.

Ο Μίντσενμπεργκ, ρίχνοντας μια ματιά σε μένα, ρώτησε: «Ντιέγκο, τι τρέχει με σένα;».

«Αυτό που τρέχει», του είπα, «είναι ότι με κατακλύζει ένα προαίσθημα. Το προαίσθημα ότι, αν οι ένοπλοι κομμουνιστές άφηναν σήμερα στον Χίτλερ να φύγει ζωντανός, θα μπορούσε να ζήσει για να κόψει τα κεφάλια και των δυο συντρόφων μου σε λίγα χρόνια».

Ο Τέλμαν και ο Μίντσενμπεργκ γέλασαν δυνατά. Ο Μίντσενμπεργκ με επαίνεσε για τη ζωηρή φαντασία που είχα ως καλλιτέχνης.

«Θα πρέπει να αστειεύεσαι», είπε. «Δεν άκουσες τον Χίτλερ να μιλά; Δεν κατάλαβες, από όσα σου μετέφραζα, τι ανοησίες έλεγε;».

 Του απάντησα: «Μα αυτές οι ανοησίες γεμίζουν επίσης στα κεφάλια των ακροατών, αλαλιασμένων από την πείνα και το φόβο. Ο Χίτλερ τους υπόσχεται μια αλλαγή, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και επιστημονική. Λοιπόν, θέλουν αλλαγές, και μπορεί να είναι σε θέση να κάνουν ακριβώς ό,τι λέει, αφού έχει όλα το καπιταλιστικό χρήμα πίσω του. Μ’ αυτό μπορεί να δώσει τροφή στους πεινασμένους Γερμανούς εργάτες, να τους πείσει να πάνε με το μέρος του και να στραφούν ενάντια σε εμάς. Επιτρέψτε μου να τον πυροβολήσω εγώ τουλάχιστον. Θα αναλάβω την ευθύνη. Είναι ακόμα εντός εμβέλειας».

Μα αυτά τα λόγια μου έκαναν τους γερμανούς συντρόφους να ξεσπάσουν σε ακόμα δυνατότερα γέλια. Αφού ξεράθηκε στο γέλιο, ο Τέλμαν είπε: «Φυσικά, είναι καλύτερα να έχεις κάποιον πάντα έτοιμο να βγάλει από τη μέση τον κλόουν. Μην ανησυχείτε, όμως. Σε λίγους μήνες θα έχει τελειώσει, και τότε θα είμαστε σε θέση να πάρουμε την εξουσία».

Αυτό μου προκάλεσε μονάχα ακόμα μεγαλύτερη θλίψη, και εξέφρασα ξανά τους φόβους μου. Τώρα πια όμως ο Μίντσενμπεργκ δεν χαμογελούσε. Είχε παρακολουθήσει τον Χίτλερ, που βρισκόταν σχεδόν στην άλλη άκρη της πλατείας. Παρατήρησε ότι ο κόσμος τον χειροκροτούσε ακόμα. Πριν φύγει από την πλατεία, ο Χίτλερ έκανε το ναζιστικό χαιρετισμό. Αντί για αποδοκιμασίες, το χειροκρότημα γιγαντώθηκε. Ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ είχε κερδίσει πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους αριστερούς εργαζόμενους. Ο Μίντσενμπεργκ ξαφνικά έγινε χλωμός κι έπιασε το χέρι μου.

Ο Τέλμαν κοίταξε έκπληκτος και τους δύο μας. Χαμογέλασε αδύναμα και χάιδεψε το κεφάλι μου. Στα ρώσικα, που ακούγονταν βαριά με τη γερμανική προφορά του, είπε, «Νιτσεβό, νιτσεβό» (Δεν είναι τίποτα, απολύτως τίποτα).

Η τρελή φαντασία του καλλιτέχνη επιβεβαιώθηκε αργότερα πικρά. Τόσο ο Τέλμαν όσο και ο φίλος μου Μίντσενμπεργκ ήταν ανάμεσα στα εκατομμύρια των ανθρώπων που θανατώθηκαν από τον «κλόουν» που είχα παρακολουθήσει στην πλατεία εκείνη την ημέρα.

Μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής

Αναδημοσίευση από: https://tvxs.gr/istoria/taksidia-sto-xrono/berolino-1928-xitler-enas-klooyn-poy-ton-apotheonoyn-ta-plithi/