Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019

Velimir Khlebnikov-Άρνηση



Εκείνο που αγαπώ
είναι να κυττάζω τ' άστρα,
όχι να υπογράφω θανατικές καταδίκες.
Εκείνο που αγαπώ
είναι ν' ακούω τις ομιλίες των λουλουδιών
και μου φαίνεται πως ψιθυρίζουν: «Τούτος είναι!»
όταν περπατώ στον κήπο,
κι' όχι να βλέπω άρματα να σκοτώνουν
εκείνους που θέλουν να με σκοτώσουν.
Γι' αυτό λοιπόν
εγώ ποτέ των ποτών και τίποτα δεν θα κυβερνήσω!

.
Βελιμίρ Χλέμπνικωφ (1885-1922)

 μτφρ.: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος


Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Γιώργος Ιωάννου-Η μόνη κληρονομιά

     Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.

     Μιλούσαν και για τους άντρες τους καμιά φορά, τους παππούδες μου, μ’ όλον εκείνον τον εξαγνισμό που φέρνουν τα πολλά τα χρόνια κι ο θάνατος. Αν δεν ήταν τα παιδιά τους, θα ’λεγε κανείς πως σχέση ερωτική δεν είχαν αυτές με τους αντράδες τους. Κι όμως κάποιες κιτρινισμένες και σπασμένες στις άκρες φωτογραφίες, μέσα στις φτωχικές μαύρες τσάντες τους, μαζί με τρίμματα από αντίδωρο, σταυρολούλουδα και πενηνταράκια για το δίσκο της εκκλησίας, έδειχναν κάτι παλίκαρους, που θα πρέπει να ’χαν ξεσηκώσει στον καιρό τους ακατανίκητα πάθη και να ’χαν αποδώσει πολύ ερωτικά.

     Τους παππούδες μου δεν τους πρόλαβα εγώ. Ούτε με χάρηκαν ούτε κι ένιωσα ποτέ μου την ανάγκη να τους κλάψω. Είχαν πεθάνει κι οι δυο τους, αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Και θάνατος που δεν τον έζησες, δε σε πονάει. Μου δώσαν τ’ όνομα του ενός, αποκλείεται όμως να πήρα και τις χάρες. και δεν είμαι καθόλου βέβαιος, αν το τίμησα ως τώρα, όπως πρέπει. Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω. Εκτός κι αν βρεθεί κάποιος φίλος σπλαχνικός, που να μ’ αγάπησε πολύ περισσότερο απ’ όσο μπορώ εγώ να πιστέψω, και βάλει στο αγοράκι του τ’ όνομά μου, φέρνοντας στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή την ταλαιπωρημένη όσο κι αστεία ύπαρξή μου. Αλλά ποιος θα θελήσει να διακινδυνέψει τόσο πολύ για μένα;

     Θέλω να πω πως για να σε πουν παππού, πρέπει να σε πουν πρώτα πατέρα. Κι όταν δεν έχει γίνει το δεύτερο, και τα χρόνια έχουν κάπως περάσει, αποκλείεται φυσικά ν’ ακούσεις το πρώτο. Δεν είναι όμως ούτε και τότε τα πράγματα σίγουρα. Πολλοί είναι οι πατεράδες, που δεν προφταίνουν ν’ ακούσουν τη λέξη «παππού», κι όχι λίγοι εκείνοι, που δεν ακούν ούτε τη λέξη «πατέρα» – πεθαίνουν προτού γεννηθεί το παιδί τους. Αφήνω πια εκείνους, τους πάμπολλους, που τα παιδιά τους δεν παντρεύονται ή αποδεικνύονται στείρα. Οι δικοί μου πήγαν ίσως με το παράπονο πως πεθαίνουν νέοι και δεν πρόλαβαν. Μα κι αν ζούσαν, δεν επρόκειτο ν’ ακούσουν τίποτε παραπάνω. Ο θάνατος σώζει από πολλές πίκρες.

     Απ’ όσο ξέρω, ένας προπάππος μου πέθανε από καλαγκάθι, από κακό σπυρί. Γυρνώντας ξαφνικά απ’ τα πρόβατα κατακόκκινος απ’ τον πυρετό, έπεσε στο στρώμα. Φώναξε τη νύφη του να τον κοιτάξει στην πλάτη. Η γιαγιά μου ταράχτηκε βλέποντας στη λεβέντικη πλάτη το κακό σπυρί, που το γνώριζε κι από άλλες συμφορές, δεν είπε όμως λέξη. Έτρεξε, πήρε σκόρδο, το ’κοψε κόντρα στα δυο κι έτριψε μ’ αυτό, όσο μπορούσε πιο δυνατά, το αγριεμένο σπυρί για να το κάψει. Δεν κατάφερε όμως τίποτε. Ως το πρωί ο άνθρωπος τέλειωσε κατάμαυρος απ’ τη μόλυνση.

     Για τον άλλο προπάππο μου τα κουρελάκια της μνήμης μου είναι ακόμα πιο φτωχικά. Πήγε, πάντως, κι αυτός πολύ νέος. «Τον πόνεσε ξαφνικά η κοιλιά του», είπαν. Του έβαλαν κομπρέσες, σπιρτόπανα, του έδωσαν άφθονα ζεστά να πιει, μα εκείνος σε λιγάκι πέθανε κουλουριασμένος απ’ τους πόνους. Ένας θεός ξέρει τι ακριβώς είχε. Τώρα πια κάθε διάγνωση είναι μάταιη.

     Αυτοί τουλάχιστο πέθαναν στις πατρίδες τους, έγιναν ένα με το χώμα των προγόνων τους. Μα, για τα παιδιά τους, τους παππούδες μου, τι να πει κανείς, που πέθαναν ακόμα πιο νέοι και μάλιστα στην προσφυγιά; Ο ένας πέθανε γρήγορα γρήγορα, στο δρόμο της προσφυγιάς, προτού μπορέσει να εγκαταστήσει κάπου τη φαμελιά του, από τις κακοπάθειες μα κι απ’ το μαράζι. Δεν άντεξε στον ξεριζωμό και στην κλοτσοπατινάδα της αλλοσούσουμης κοινωνίας με την οποία ξαφνικά έμπλεξαν. Είχε πουλήσει όσο όσο τα πρόβατα, κτήματα και σπίτια στην Τουρκία κι έφυγε οικογενειακώς για να ησυχάσουν απ’ τις καθημερινές λαχτάρες. Οι άνθρωποι του γκουβέρνου τους πήγαν πρώτα στο Δεδέαγατς, τους έριξαν σε κάτι σιταποθήκες και τους παράτησαν. Οι ξενηστικωμένοι εκείνοι Ελλαδίτες ήταν αδύνατο να φανταστούν με τι ξεπεσμένους αρχοντάδες είχαν να κάνουν. Αυτοί έβλεπαν μονάχα τα τουρκομερίτικα ρούχα και μουρμούριζαν. Οι δικοί μας είδαν κι απόειδαν, ναύλωσαν ένα καΐκι, φόρτωσαν τα πράγματα και φύγανε για τη Σαμοθράκη. Στο ταξίδι έκανε ένα καιρό τρομαχτικό. Τέτοιο στράψιμο και τέτοιο μπουμπουνητό δεν είχε ξαναδεί αυτός κι ας ήταν χρόνια τσέλιγκας. Το καΐκι ήταν μικρό, αμπάρι δεν είχε. Σκέπασε παιδιά και γυναίκα με την κάπα του κι αυτός απόμεινε να τον δέρνει η βροχή και το χαλάζι. Στην πατρίδα, όταν ο κατακλυσμός τον έβρισκε μακριά από τη στάνη, έστρωνε την κάπα σε πουρνάρια χαμηλά, πλάγιαζε απάνω και σκεπαζόταν με την άλλη μισή. Έτσι ούτε φόβο να τον πάρει το νερό είχε ούτε να τον κάψει αστραπή. Εδώ όμως τι να κάνει, είχε και τα παιδιά. Η Σαμοθράκη έρημος τόπος, άγονος, καλός για αγριοκάτσικα. Πού μπορούσαν αυτοί να κάνουν, που είχαν έρθει απ’ τον παράδεισο. Άρχισαν τότε να καταλαβαίνουν για καλά, τι είχαν πάθει. Ο Τούρκος δεν ήταν το μόνο θεριό. Σαν καταλάγιασε ο αέρας, με το ίδιο αυτό καΐκι τράβηξαν για την Καβάλα. Ταχτοποιήθηκαν εκεί κάπως ανθρωπινότερα. Μα, δουλειά πουθενά. Άλλωστε, τι δουλειά μπορούσε να κάνει; Όσο έβλεπε τις μπαγκανότες να σώνονται απ’ το πουγκί, σώνονταν η ψυχή του. Πήγαινε απ’ τον καφενέ στο σπίτι κι απ’ το σπίτι στον καφενέ. «Δεν είναι ζωή αυτή, γυναίκα». Το τελευταίο Πάσχα έσφαξαν για τ’ αντέτι αρνί. Πού εκείνα τα γεροδεμένα αρνιά με τις παχιές ουρές, που είχαν στην πατρίδα. Ωστόσο κοίταξε ανόρεχτα την πλάτη του αρνιού για να προμαντέψει. Μόλις την εξέτασε στο φως, μουρμούρισε κατακίτρινος: «Πολλά έχεις ακόμα να τραβήξεις, γυναίκα». Και κατέβασε απελπισμένα μια κούπα με κρασί. Με αυτή τη φράση έκλεινε αργότερα τις διηγήσεις της η γιαγιά μου, όταν εξιστορούσε τα πάθια της. «Πολλές αμαρτίες είχα», έλεγε ταπεινά. Σαν να μην έφτανε ο ξεριζωμός, οι φιάκες που κυβερνούσαν το ρωμέικο, παράδωσαν την ανατολική μεριά της Μακεδονίας στους Γερμανοβουργάρους. Η πείνα απλώθηκε πέρα για πέρα. Το καλαμποκίσιο αλεύρι, αλεσμένο μάλιστα στο χερόμυλο, πήγε μια χρυσή λίρα το κιλό. Ο παππούς πήρε να καταρρέει. Απόφευγε, φαίνεται, και να τρώει, για να ’χουν κάτι παραπάνω τα παιδιά. Βγήκε κι εκείνη η πούντα της Σαμοθράκης κι έγινε γερός συνδυασμός. Έγειρε σε λίγο ο τσέλιγκας. Και πρέπει να τέλειωσε με τρόπο φριχτό, μα την περιγραφή αυτή ποτέ μου δεν την έχω ακούσει. Κι όμως λίγον καιρό πιο ύστερα τα πράγματα πήραν ν’ αλλάζουν. Οι Βούλγαροι έγιναν μαλακότεροι και τέλος, μια ωραία πρωία, χάθηκαν μαζί με τους συμμάχους τους από προσώπου γης. Είχε γίνει ανακωχή κι οι εχθροί μας διασκορπίστηκαν νικημένοι. Η χήρα ανάπτυξε τότε όλη της τη δραστηριότητα. Αποδείχτηκε πως κάτω από κείνο το φακιόλι κρυβόταν πολλή τόλμη και εξυπνάδα. Πήρε πρώτα τα κορίτσια της και τα πήγε στη Σαλονίκη. Αφού τα ταχτοποίησε κοντά σε πατριώτες, κίνησε με τα πόδια για την απελευθερωμένη πατρίδα. Φτάνοντας, βρήκε ευτυχώς, το σπίτι απείραχτο. Μια γειτόνισσα Τουρκάλα το προστάτευε. Δούλεψε εκεί για μήνες παλικαρίσια. Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια – χαμπάρι δεν είχε για τον κόσμο ούτε και την ένοιαζε. Πάει μια μέρα ένας ξάδερφός της και της λέει: «Γρήγορα, ξαδέρφη, έρχονται οι τσέτες». Δεν τον ρώτησε τίποτα. Φόρεσε τα ρούχα της τα καλά, έβαλε στις κότες νερό, έριξε μια ματιά στο στάρι και στο καλαμπόκι, που ανέβαινε ως το ταβάνι στα κάτω δωμάτια, και τράβηξε οριστικά την πόρτα. Ούτε ένα σπυρί δεν μπόρεσε να πάρει από κείνα τα αλησμόνητα πλούτη. Ήταν σπουδαία η σοδειά τη χρονιά της Καταστροφής. Έφερε το κλειδί του σπιτιού και το ’χουμε ακόμα κρεμασμένο στον τοίχο. Έζησε χρόνια και χρόνια, χωρίς να παραδεχτεί ποτέ της την εξαθλίωση. Σαν πέθανε, δεν ξέραμε τι ηλικία να βάλουμε στο μνήμα της, δεν είχε ποτέ της κανένα χαρτί, ούτε ήξερε πότε ακριβώς γεννήθηκε. Στην Τουρκιά δεν τους γράφαν σε κανένα τεφτέρι. Θυμηθήκαμε πως μας έλεγε ότι την είχε βαφτίσει ένας Ρώσος αξιωματικός, γι’ αυτό άλλωστε την έλεγαν και Μόσχα. Εμείς, βέβαια, τα εγγόνια της, πάντοτε Μόσχω τη δηλώναμε. Ανοίξαμε βιβλία για να δούμε πότε έγινε η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, τότε που το ξανθό γένος είχε κατεβεί μέχρι τα πρόθυρα της Βασιλεύουσας. Βγήκε ένα μεγάλο νούμερο, μα αυτό θα ’ταν η αλήθεια. «Τα χρόνια της να ’χουμε», είπαμε γελαστά. Πεθαίνοντας, θυμάμαι, τραγουδούσε σπασμένα: «Ο κυρ-Βοριάς παράγγειλε σε όλα τα καράβια…». Είχαμε ανοίξει τα παράθυρα γιατί ήθελε αέρα κι έβλεπε τις άσπρες κουρτίνες που πετούσανε μες στο δωμάτιο. Όχι· αυτά τα κόκαλα ήταν για άλλα χώματα, πιο δικά μας.

     Ο δεύτερος παππούς πέθανε λίγο αργότερα απ’ τον πρώτο. Δε συνδέονταν, βέβαια, ακόμα μεταξύ τους. Αυτό συνέβη μετά θάνατο. Με χίλια βάσανα είχε καταφέρει ν’ ανοίξει γιαουρτσίδικο στη Σαλονίκη, που γρήγορα έγινε ξακουστό μια κι έφκιανε γιαούρτι καλό, θρακιώτικο. Όσο να πει όμως «Δόξα τω Θεώ», έγινε η μεγάλη πυρκαγιά του δεκαεφτά και στάχτη το γιαουρτσίδικο. Ευτυχώς, καθώς η φωτιά ήταν ακόμα μακριά, αυτός πήγε κι έσωσε τα σύνεργά του. Άρχισε να πουλάει γιαούρτι στο δρόμο. Έβγαζε τις τσανάκες σε μια γωνιά κι έτρεχε η γειτονιά με τα πιάτα να πάρει. Καμιά φορά, όταν τον έπιανε το παράπονο, πήγαινε στο ρημαγμένο μαγαζί και κάτω απ’ τη μισοκαμένη ταμπέλα πουλούσε γιαούρτι στους λιγοστούς ανθρώπους εκείνης της γειτονιάς. Αυτουνού το όνομα έχω εγώ σαν πρωτότοκος. Ήταν πολύ ωραίος αυτός και με τα σημερινά κριτήρια ωραίος. Ένας τρυφερός ταύρος. Από κείνους που δεν πιστεύεις πως θα πεθάνουνε ποτέ. Κι όμως, αφότου έγινε η πυρκαγιά, τον πήρε το μαράζι και στο τέλος τον ξεκούνησε. Ούτε κι αυτουνού το τέλος γνωρίζω καλά. Κάτι τέτοιες περιγραφές πολύ αποφεύγονται στο σπίτι. Αυτοί που τα είδαν, τα κρατάνε για τον εαυτό τους. Χρειάζεται όμως να τα παλεύουν συχνά τις μαύρες νύχτες.

     Η γυναίκα του, η άλλη γιαγιά μου, έζησε τουλάχιστο σαράντα χρόνια ακόμα κι όταν έσβησε, κι εκείνο από αμέλεια δική της, τα τέσσερα αγόρια της είχαν προ πολλού πεθάνει. Δεν το ήξερε όμως αυτό, της το είχαμε κρύψει, από αγάπη, για να μην της κάψουμε την καρδιά. Εκείνη ήξερε μόνο για τους δυο πρώτους. Κι όχι πως ήταν καμιά αδύναμη γυναικούλα, κάθε άλλο. Για τα μάτια αυτηνής της νταρντάνας είχε γίνει το φονικό στην πατρίδα. Ο παππούς είχε μαχαιρώσει έναν Τούρκο, που τη γυρόφερνε άσχημα. Αυτό ήταν, άλλωστε, η αιτία που έφυγαν άρον άρον αποκεί. Μια φορά το συζητήσαμε αυτό, όταν είχαν αρχίσει αλλεπάλληλα χτυπήματα στην οικογένεια. Πάντως, ετούτη η γιαγιά όταν χήρεψε, αντιμετώπισε την κατάσταση πολύ καλύτερα απ’ την άλλη. Στη Σαλονίκη, άλλωστε, ήταν οι Αγγλογάλλοι, δεν υπήρχε αποκλεισμός, έπεφτε χρήμα. Οπωσδήποτε όμως θα ’ταν δύσκολα και γι’ αυτούς τα πράγματα, αν δεν είχαν διασωθεί πάνω στη φευγάλα, μέσα στα πλούσια στήθια της γιαγιάς, τα κοσμήματα της προγιαγιάς, εκείνης που ο άντρας είχε πεθάνει πρόωρα από κοιλόπονο. Της τα είχε χαρίσει ένας πασάς, όταν για ένα διάστημα την είχε κάνει ευνοουμένη του. Ομολογώ πως δεν εξέτασα, αν αυτό με τον πασά έγινε πριν ή μετά τη χηρεία της. Ούτε άλλωστε και με πολυνοιάζει.

     Απ’ τα παιδιά της γιαγιάς μου πρώτος πέθανε ο δευτερότοκος, γύρω στα πενήντα του. Πήγε από φυματίωση, μα έπινε κιόλας πολύ, μη ακούοντας ούτε τους συγγενείς ούτε τους ξένους. Δεν πήγα στο νοσοκομείο ούτε στην κηδεία. Ήμουν μικρός και ήθελαν να με προφυλάξουν από τα μικρόβια. Οι μεγάλοι φαντάζονται πάντοτε πολύ τρυφερά και αγνά τα παιδικά σπλάχνα. Κι όμως ο μακαρίτης μ’ αγαπούσε ιδιαίτερα κι από νωρίς φρόντιζε να με εμποτίσει με τις ιδέες του. Εγώ τον άκουγα με προσοχή κι αυτό τον γέμιζε ενθουσιασμό. Λίγο πριν το θάνατό του με είχε πάρει στην υποδοχή του βασιλιά, όταν ο τελευταίος αυτός είχε γυρίσει ύστερα από το σκάρτο εκείνο δημοψήφισμα. Ο θείος αυτός ήταν ο μόνος βασιλόφρονας στην οικογένεια και εκτός αυτού καθαρευουσιάνος. Ως τις τελευταίες στιγμές του δεν εννοούσε να παρατήσει την καθαρεύουσα, που την είχε μάθει στο δημοτικό. «Ζωμόν εξ όρνιθος» ζητούσε στο παραμιλητό του. Τρομάξαμε να καταλάβουμε τι μήνυμα θέλει να μας αφήσει. Αλλά και στην υποδοχή εκείνη ούτε είδα ούτε κατάλαβα τίποτα. Το μόνο που μου έμεινε στη μνήμη από τις ιστορικές εκείνες στιγμές ήταν τα καλοταϊσμένα άλογα του ιππικού, που ανασηκώνοντας λιγάκι τις ουρές τους αμολούσαν κάτι ξεγυρισμένες κοπριές ακόμα και μπροστά στους επισήμους. Γυμνασμένοι οδοκαθαριστές με σκούπες και φαράσια έτρεχαν σκυφτοί και μάζευαν τις κοπριές με βιασύνη. Με τα κατουρήματα όμως δεν υπήρχε τρόπος να γίνει τίποτε. Ο θείος, βέβαια, δεν έβλεπε τις καβαλίνες, αυτός κοίταζε ψηλά, ενθουσιασμένος που είχε επιστρέψει το ίνδαλμά του.

     Κάποτε, όταν συζητούσανε ζωηρά τ’ αδέρφια για τα κομματικά, άκουσα απ’ τον μεγάλο θείο μια φράση που μου έμεινε. «Οι τελευταίοι δικοί μας βασιλιάδες ήταν ο Σεύθης κι ο Σιτάλκης», έλεγε γελώντας τρανταχτά. Ενώ ο πατέρας μου, που υποκύπτοντας στις πιέσεις του δεύτερου είχε κρυφοψηφίσει «ναι» στο δημοψήφισμα, επαναλάβαινε συνεχώς για να ικανοποιήσει και τον πρώτο: «Ωχ, τι έχουμε να πληρώσουμε τώρα σε πρίγκιπες και πριγκιπόπουλα, τι έχουμε να πληρώσουμε!» Αργότερα διαβάζοντας τον Ξενοφώντα, που ο Σεύθης ήθελε να τον κάνει γαμπρό και να του δώσει για προίκα τον τόπο μας, πολύ σταμάτησα στη φράση: «Κλέαρχος επολέμει τοις Θραξί τοις υπέρ Ελλήσποντον οικούσι και ωφέλει τους Έλληνας…» Θαρρούσα πως άκουγα τις ιαχές των προγόνων μου. Ο καημένος ο μεγάλος θείος, σε πολλά είχε δίκαιο.

     Αυτός ο θείος πέθανε πριν απ’ τον πόλεμο και μάλιστα σε κάποιο ξερονήσι. Δεν ήξερα και πολλά γι’ αυτόν, τον κρατούσαν επίμονα κάπως μακριά απ’ το σπίτι, ώσπου μια μέρα, καθώς πήγαινα σχολείο, τον είδα λίγο πιο κει από τον Άγιο Δημήτρη, στο σταυροδρόμι, αλλαγμένο και νευρικό, να μοιράζει βιαστικά κάτι χαρτιά, μαζί με μια σβέλτη γυναίκα, στους εργάτες που κατέβαιναν κατά μάζες από τις πάνω συνοικίες για τις δουλειές τους. Οι εργάτες, κάνοντας τον αδιάφορο, έπαιρναν τις προκηρύξεις και τις έβαζαν αμέσως στις τσέπες τους. «Θείε, θείε», του φώναξα, μα δε με κοίταξε καθαρά, έκανε μόνο μια χειρονομία σαν να μ’ έλεγε να απομακρυνθώ αμέσως. Στάθηκα και τον καμάρωνα μέσα στο πρωινό φως, που ήταν ακόμα χρυσότερο απ’ τη σκόνη που σήκωνε με τα γρήγορα πόδια της η αμίλητη εργατιά, ώσπου ξαφνικά τον έχασα απ’ τα μάτια μου, καθώς και τη γυναίκα. Από ένστικτο δεν είπα τίποτε ούτε στο σπίτι ούτε σε άλλον κανένα.

     Τον είδα για τελευταία φορά, όταν με τις χειροπέδες τον πέρασαν ξαφνικά απ’ το σπίτι μας. Ήταν λίγο μετά τις μεγάλες απεργίες, τότε που σκοτώθηκαν πολλοί. Ο θείος είχε πρωτοστατήσει, είχε γίνει παρανάλωμα, στο τέλος κλείστηκε μαζί με άλλους μέσα στο καπνομάγαζο. Όταν αναγκάστηκαν να παραδοθούν, ήταν στημένοι διάφοροι ειδικοί στην εξώπορτα. «Εσύ φύγε, εσύ φύγε», λέγανε, καθώς οι εργάτες έβγαιναν ένας ένας. «Εσύ έλα δω» είπαν στο θείο και τον μπαγλάρωσαν. Πάλι καλά που δε σκοτώθηκε τότε. Θυμάμαι τους τάφους φορτωμένους μαγιάτικα τριαντάφυλλα, απ’ αυτά που κάμναμε γλυκό. Κρυφά απ’ τα σπίτια μας πήγαμε μια παρέα παιδιά στο νεκροταφείο λίγη ώρα μετά τις ομαδικές κηδείες. Στεφάνια άπειρα, χειροποίητα, με τριαντάφυλλα, ζαμπάκια, παπαρούνες, σκυλάκια και κατιφέδες ήταν κρεμασμένα ή ακουμπισμένα στα δέντρα. Όλα τους είχαν συγκινητικές επιγραφές με δοξολογίες ή κατάρες. Κανένας δε μας εμπόδισε να πλησιάσουμε τους τάφους, επικρατούσε σύγχυση.

Στοίβες από πέταλα λουλουδιών ήταν ανακατεμένα με το φρέσκο χώμα. Τα τσαλαπατημένα λουλούδια μύριζαν δυνατά. Μέσα απ’ τα δέντρα, απ’ τη μεριά του τμήματος των απόρων, έφτανε μισοσβησμένο το πένθιμο εμβατήριο. Μη ξέροντας τότε τι να κάνω και τι να προσφέρω, έγειρα το σταμνί και πότισα ορισμένους τάφους με «αθάνατο νερό», που το είχα πάρει λίγο πρωτύτερα απ’ την ομώνυμη κοντινή πηγή στη Βαγγελίστρα. Αυτή τη δικαιολογία, άλλωστε, είχα χρησιμοποιήσει για να μ’ αφήσουν να βγω έξω εκείνη την κρίσιμη ώρα. Το σταμνί, που βεβαίως το ξαναγέμισα, μου φάνηκε ιδιαίτερα βαρύ ώσπου να το πάω σπίτι. Απ’ το αθάνατο αυτό νερό εγώ δεν έπινα, έπινε κάποιος άλλος, που δεν έκανε να πίνει απ’ το νερό της βρύσης. Ακόμα και σήμερα, καθώς βαδίζω αφηρημένος με τη βαριά σαν τη μνήμη μου τσάντα, συχνά κυριεύομαι απ’ την ιδέα, πως κουβαλώ όχι την τσάντα, μα το σταμνί εκείνο με το αθάνατο νερό, απ’ το οποίο εγώ ποτέ μου δεν ήπια.

     Την εποχή εκείνη τους κρατούμενους, όταν τους μετάφερναν, δεν τους πήγαιναν με αυτοκίνητο αλλά με τα πόδια. Κι επειδή ακριβώς τους πήγαιναν περπατώντας, γι’ αυτό τους φορούσαν πάντοτε χειροπέδες, έστω κι αν ήταν χρεοφειλέτες απλοί. Αν τύχαινε να βρίσκεσαι στον τόπο σου, σε αναγνώριζε κόσμος και κοσμάκης και ύστερα είχε να το λέει. Αν ο χωροφύλακας ήταν μαλακός και είχε μόνο εσένα, μπορούσες να πιάσεις με τους γνωστούς σου και κουβέντα ακόμα. Έτσι κι ο δικός μας άνθρωπος, έπεισε το χωροφύλακα να περάσουν ένα λεπτό από το σπίτι. Μέναμε τότε σε ισόγειο κι είχαμε εκείνη την ώρα επισκέπτες, κάτι γνωστές μας κυρίες. Κάποια στιγμή ανασηκώθηκε από δυο ενωμένα χέρια η κουρτίνα, κι όλοι είδαμε στο ανοιχτό παράθυρο το θείο να μας φωνάζει γελαστά: «Γεια σας, με μεταφέρουν αλλού». Και προτού προλάβουμε ν’ αρθρώσουμε οτιδήποτε, η κουρτίνα έπεσε και μείναμε αποσβολωμένοι. Ασφαλώς θα ’φυγε γιατί είδε τον ξένο κόσμο. Εντούτοις σκάνδαλο μέγα δημιουργήθηκε, καθώς οι σουσουράδες εκείνες αποδείχτηκαν κορακοζώητες. Τα κόκαλα του ανθρώπου προ πολλού έχουν λιώσει, και τα κόκαλα των αντράδων τους έχουν λιώσει, ακόμα και των παιδιών τους, μα αυτές όταν συνάζονται την ορισμένη μέρα τους, εξακολουθούν να λένε: «Ακούς εκεί, ο αναρχικός, ο τεμπέλαρος!» Περιττό να πω πως ο μνημονευόμενος πέθανε σε λίγο από κάτι το στηθικό, πνευμονία ίσως. Έτσι μας είπαν. Δεν είχε δημιουργήσει οικογένεια κι έτσι ο σχετικός φάκελος μπήκε στο αρχείο.

     Ο τρίτος γιος πέθανε σ’ ένα τρελάδικο του Παναμά, όπου είχε μεταναστεύσει προτού εγώ γεννηθώ. Δούλευε σαν εργάτης ή επιστάτης εκεί στη διώρυγα – δεν ήταν ξεκάθαρος στα γράμματά του. Στον Παναμά φαίνεται ότι γινόταν κακό, όλη η άφρα της οικουμένης ήταν μαζεμένη. Γεγονός, πάντως, είναι πως μας έγραψε ότι θα στείλει λεφτά να πάρουμε ένα μεγάλο σπίτι για όλη την οικογένεια, μα ξαφνικά έπαψε ν’ απαντάει. Το γράμμα εκείνο ακόμα το ’χουμε και απορώ πώς δε το κάναμε κορνίζα. Μαζί με τη χαρά, μας είχε δημιουργήσει κάποια οικογενειακή αναταραχή, γιατί ο ξενιτεμένος, καθώς είχε ξεχάσει ή αγνοούσε μερικά θέματα, έθετε σαν όρο να συγκατοικούν στο σπίτι όλοι οι συγγενείς μαζί. Ίσως όμως να ήθελε να τους συμφιλιώσει. Και φαίνεται ότι τότε έλαβε μερικά γράμματα, κρυφά σταλμένα από ορισμένους, που φοβούνταν πως τελικά θα μείνουν έξω απ’ τον πύργο αυτό της Βαβέλ. Πάντως το γράμμα του είναι η μόνη απόδειξη πως πλησιάσαμε κι εμείς κάποτε τ’ όνειρό μας να ριζώσουμε στους νέους τόπους. Καθώς μάθαμε αργότερα, την εποχή εκείνη περίπου έβαλαν τον δόλιο το θείο στο τρελοκομείο, όπου και πέθανε. Τον έθαψαν στον Παναμά, στα χώματα της διώρυγας. Ήταν πολύ όμορφος και τον κυνηγούσαν ιδιαίτερα οι γυναίκες. Εδώ, πιστεύω, πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της τρέλας, της ερημιάς και του θανάτου του.

     Δεν πρόκειται να εξιστορήσω πώς πέθανε ο πατέρας μου. Πέθανε, βέβαια, νέος κι αυτός, αλλά ξαφνικά, πράγμα που είναι κάτι για μένα. Και ήταν απ’ όλα τ’ αδέρφια ο πιο καλά χρονολογημένος. Είχε γεννηθεί τότε που έγινε στην Τουρκία το «Χουριέτ». Ο κόσμος έξω αγκαλιασμένος τραγουδούσε «Γιασασίν Χουριέτ…» κι αυτός αγωνιζόταν να βγει στο φως: «Γουρλίδικο παιδί», είπαν όλοι.

     Τα παιδιά της γιαγιάς μου, λοιπόν, ακολουθώντας τους παππούδες και τον μπαμπά τους, πήγαν όλα από φυσικό θάνατο, με μια εξαίρεση ίσως. Και όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα. Ως τα πενήντα τους ήταν όλοι μια χαρά, από γιατρούς δεν ήξεραν. Μόλις όμως καβατζάρανε τον μισό αιώνα, άρχιζε ραγδαία η φθορά. Αν μερικοί τουλάχιστο είχαν πάει από βίαιο θάνατο, θα μου έμενε κάποιο περιθώριο να πιστεύω πως είχαν πολλή ζωή ακόμα μέσα τους, μα βγήκε εκείνο το καταραμένο δυστύχημα, η δολοφονία, ο ξυλοδαρμός, τα βασανιστήρια, και τους την έκοψε απότομα. Εδώ όμως τα πράγματα είναι σαφή· όλοι τους ανάμεσα στα πενήντα με εξήντα.

     Παλιότερα, οι πρόωροι αυτοί θάνατοι είχαν συναισθηματική μόνο σημασία για μένα. Κληρονομιές δεν είχαμε για να μαλώνουμε ούτε και να χαιρόμαστε. Κάτι βυζαντινές εικόνες που υπήρχαν, ούτε ξέρω τι απέγιναν τελικά. Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα; Από την άλλη κιόλας μέρα τα βιβλία και τα χαρτιά μου θα πεταχτούνε έξω απ’ το νοικιασμένο σπίτι. Μακάρι να ξαφριστούνε και μερικά από τίποτε νεαρούς. Θέλουν να πούνε, πως όταν κλέψεις εικόνα, αυτή αμέσως γίνεται θαυματουργή. Για να την κλέψεις, πάει να πει πως πολύ την αγαπούσες. Ίσως το ίδιο να γίνεται και με τα βιβλία. Βέβαια, τα παραπάνω είναι γνώμες των παλιών ανθρώπων.

     Περπατώ στους δρόμους και κοιτώντας τα ατέλειωτα σπίτια, τα άπειρα διαμερίσματα, όλο κάτι τέτοια συλλογίζομαι: «Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; και πώς, τέλος πάντων, τα έχουν αποχτήσει; και ποιοι είναι αυτοί οι ευτυχισμένοι, που θα τα κληρονομήσουν;» Εγώ για διαμέρισμα, ακόμα και ημιυπόγειο, έχω πια εντελώς απελπιστεί. Θα πρέπει να βάλω δάνειο, που θα εξοφληθεί στο διπλάσιο, μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια. Μα, πού να βρω τόσα λεφτά και προπάντων τόσα χρόνια; Κι αν με διώξουν απ’ τη δουλειά ή αν πάθω κάτι, ποιος θα το εξοφλήσει; Βλέπω ξεκάθαρα πως θα το καταπιεί και πάλι η τράπεζα και τα χαρτιά μου δε θ’ αποφύγουνε τη μοίρα του πεζοδρομίου. Ονειρεύομαι καμιά φορά πως έχω κτήμα. Κτηματάκι βαθυπράσινο, όπου αναπαύεται η ψυχή. Και σχηματίζεται στο μυαλό μου η γελοία σκέψη: «Κάτι κατέχω κι εγώ απ’ αυτόν τον πλανήτη». Σίγουρα είμαι για δέσιμο.

     Πηγαίνοντας για την Κασσάνδρα σε μια ήμερη πλαγιά είναι ένα υποστατικό γεμάτο μυγδαλιές και γύρω κυπαρίσσια. Κάτω απ’ τα δέντρα βρίσκεται ένας τάφος, αγνοώ τι γράφει η ταφόπετρα – πάντοτε τη βλέπω απ’ το λεωφορείο. Όταν διαθέτεις τέτοιο τάφο έχεις ηρεμία ψυχική. Μπορείς να είσαι σίγουρος όχι μονάχα για την αθανασία της ψυχής, μα ακόμα και για τη Δευτέρα Παρουσία. Θα χρειάζονται όμως διατυπώσεις για να ταφείς στο κτήμα σου. Τα σπουδαία πράγματα δεν είναι ποτέ εύκολα. Κι ύστερα, τι κάθομαι κα συζητάω; Στεγαστικά δάνεια για αγροκτήματα δε χορηγούνται.



     Είχα μυριστεί την κατάσταση και τις δυσκολίες. Ταράχτηκα εντούτοις πολύ, όταν πριν από καιρό έπιασα μια ακαδημαϊκή δήθεν συζήτηση μ’ ένα φίλο γιατρό, σπουδαγμένο στα ξένα. Απέξω απέξω έφερα την κουβέντα και στην κληρονομικότητα του θανάτου. «Τι να σου πω», μου είπε. «Τ’ αγόρια κληρονομούν συνήθως την ηλικία του πατέρα τους». Βουβάθηκα. Να, λοιπόν, η κληρονομιά μου. Και τα ’λεγε αυτά, και άλλα χειρότερα, με μεγάλη πεποίθηση. Αυτουνού ο πατέρας ζει ακόμα, ένα χούφταλο.

     Έφυγα κουρελιασμένος, μολονότι δεν περίμενα πολύ διαφορετική απάντηση. Έλπιζα πως θα μου έλεγε ότι μπορεί να κληρονομήσω τις γυναίκες, που είναι σχεδόν αιωνόβιες. Ένα πλήθος πράγματα, που δεν είχα την ετοιμότητα να τα ρωτήσω, έβραζαν μέσα μου. Το μόνο που γλύκαινε απαλά, ήταν πως εγώ δε θα κληροδοτούσα σε κανέναν τη λουλουδένια αυτή ζωούλα. Τη νύχτα με συνεπήρε ο θυμός για τη σιγουριά του γιατρού, μα και για τη δικιά μου ευπιστία. Πολλά παραδείγματα ανθρώπων, που οι πατεράδες τους πέθαναν νέοι, ενώ αυτοί έζησαν πολύ, χάιδευαν τρυφερά την ψυχή μου. Σε γενικές γραμμές όμως σαν να είχε δίκαιο ο φίλος γιατρός. «Καλύτερα ν’ αρχίσω να προετοιμάζομαι», συλλογίστηκα. «Να βάζω πάντα με το νου μου το χειρότερο, για να μην πέσω έξω. Οι πρόγονοί μου πέθαναν όλοι νωρίς και ήταν και λεβέντες. Εγώ τι πρέπει να πάθω, που ούτε πρόβατα βόσκησα, ούτε αμπέλια έσκαψα, ούτε καΐκια κυβέρνησα, ούτε καν κολύμπι ξέρω;»

     Μα, δε βαριέσαι, γίνονται καμιά φορά και θαύματα.
Πηγή:
https://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/iwannou_klhronomia.html

Γιώργος Ιωάννου-Η Σαρκοφάγος

Aνάμεσα στο παρθεναγωγείο και την έκθεση, σ' ένα δρομάκι πολύ στενό, μονοπάτι μάλλον, χρόνια βρίσκονταν παραπεταμένη -κατά την προσφιλή συνήθεια των αρχαιολόγων μας- μια θαυμάσια αρχαία σαρκοφάγος. Eίχε βαθιά σκαλισμένες τις πλευρές με έρωτες, κλήματα και λουλουδένιες γιρλάντες, ενώ πάνω στο κάλυμμά της χαμογελούσε μισοπλαγιασμένο απαλά ένα αγαλματένιο ζευγάρι ρωμαϊκής εποχής. Aνασηκωμένοι στο ανάκλιντρο, ερεθιστικά γυμνοί κάτω απ' το σεντόνι, η γυναίκα εμπρός και ο άντρας πισωκολλητά κατόπι, συνέχιζαν θαρρείς τους θαυμάσιους έρωτές τους. Mου άρεσε να τους κοιτώ, γι' αυτό, τις νύχτες ιδίως, περνούσα συχνά από κει. Mε αναπαύουν, άλλωστε, όλοι οι έρημοι και σκοτεινοί δρόμοι. Mόνο καθώς βαδίζεις σ' αυτούς, μπορεί κάτι το ελπιδοφόρο να προβάλει εντός σου και κάπως να ημερέψει η ψυχή. Πήγαινα και καθόμουν στο χείλος της μισοσκεπασμένης λάρνακας, σα να περίμενα ν' αναστηθεί το αντρόγυνο ή να έρθουν οι γλυκιές μυροφόρες για να τις αναγγείλω εγώ πρώτος την ανάσταση: ηγέρθησαν, ούκ εισιν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτούς. Συνήθως όμως ξεπρόβαλε ανάμεσα στ' αγριόχορτα και στα ψηλά σινάπια κάποιος που έρχονταν για ανάγκη του ή κανένας τύπος ύποπτος, μόνος του ή με παρέα. Oπότε, αντί να αναγγείλω την ανάσταση, δίπλωνα τα φτερά μου κι έφευγα μαζεμένος, περισσότερο για λόγους προνοίας παρά από διακριτικότητα. Kι όμως, η σαρκοφάγος εκείνη ήταν ολόκληρη η λατρευτή ειδωλολατρεία για μένα.
    Σε λίγο, με χαρά διεπίστωσα πως την είχε κάνει φωλιά του ένα ζευγάρι νεαρών εραστών. Mπαίναν μέσα απ' το λοξά τραβηγμένο καπάκι και ξαπλώναν πάνω σε στρωμένες εφημερίδες, κολλημένοι, βέβαια, σφιχτά σφιχτά. Ίσως να βγάζαν και τα ρούχα τους το καλοκαίρι. Kάτι μου φάνηκε κάποια βραδιά πως υπήρχε αφημένο στο χείλος. Πάντως, ακόμα και να 'βρεχε, προφυλάγονταν απ' το σκέπασμα αρκετά. Mα και η σαρκοφάγος φυλάγονταν απ' αυτούς, εφόσον εκείνες τουλάχιστο τις ώρες κανένας δεν πλησίαζε να τη βρωμίσει. Oι νεαροί, μόλις άκουγαν τα βήματά μου, σταματούσαν τους ψιθυρισμούς. Kι εγώ περνούσα γρήγορα και κρυφογελαστά, μια και μισώ τα κρυφακούσματα όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Δεν παρέλειπα όμως να χαϊδέψω λίγο πονηρά στο πλάι την τυχερή σαρκοφάγο.
    Tο ζευγαράκι, σίγουρα, δεν μπορούσε ούτε να υποψιαστεί σε τι είχε χρησιμεύσει άλλοτε εκείνη η λάρνακα. Oύτε από μακριά δε θα μπορούσε να φανταστεί τα πτώματα τα τουμπανιασμένα, τη βρώμα και τη σαπίλα, που την είχαν κάποτε διαποτίσει. Πολύ περισσότερο δε θα 'ξερε πως ήταν καμωμένη από πέτρα ειδική, που έχει την ιδιότητα να κατατρώγει πιο γρήγορα τις ανθρώπινες σάρκες. Ένας θεός μονάχα ξέρει, τι θα νόμιζαν πως ήταν εκείνο το κουβούκλιο.
    Yπήρξε όμως κάτι, που οπωσδήποτε θα 'πρεπε να τους ενοχλεί. Kι αυτό ήταν η στενότητα του χώρου. Tην είχα διαπιστώσει κι ο ίδιος μπαίνοντας κάποτε μέσα. Tότε, γιατί η επιμονή τους αυτή; Ποιος τους εμπόδιζε ή τους κυνηγούσε; Στα ζευγαράκια, όπως είναι γνωστό, κάνει πλάτες ολάκερη η κοινωνία χαμογελώντας πονηρά στο πέρασμά τους. Nα 'ταν καμιά άλλη περίπτωση, από κείνες τις κατακριτέες, να το καταλάβω. Aλλά εδώ ήταν αδύνατο λογικά να βρω άκρη. Θα 'πρεπε, πάντως, να τους άρεσε πολύ εκεί μέσα.
    Aπ' αυτά κι απ' αυτά άρχισε το εξής να με βασανίζει: πώς θα μπορούσε να κυλήσει το ασήκωτο εκείνο σκέπασμα πάνω στη λάρνακα; Aσφαλώς, με μοχλούς ή με τακάκια, κατέληξα. Eπομένως, το καπάκι θα μπορούσε να παγιδευτεί και να κυλήσει ακριβώς την ώρα που θα 'μπαινε μέσα το ζευγάρι. Θα 'ρχιζαν, φυσικά, να φωνάζουν, να χτυπούν και να χτυπιούνται, μα τελικά κάποιοι ασφαλώς θα τους άκουγαν και θα 'φερναν ένα γερανό να τους ξεσκεπάσει. Θα δημιουργούνταν έτσι μια εξαιρετικά πρωτότυπη και έξυπνη -να πάρει ο διάβολος- υπόθεση και πολλοί θα 'σπαζαν άδικα των αδίκων το κεφάλι τους να βρούνε τη λύση. Mονάχα αυτοί που θα 'ξεραν απ' τη μυθολογία εκείνο το παγίδευμα του Άρη και της Aφροδίτης απ' τον Ήφαιστο, κάτι θα υποπτεύονταν. Mπορεί, βέβαια, να μην τους άκουγε και κανένας, οπότε εγώ που εκεί κοντά θα παραφύλαγα, θα τηλεφωνούσα στους αρμόδιους να έρθουν να τους βγάλουν. Δε θα τους άφηνα να πάθουν τίποτε, απλώς θα τους βοηθούσα να ζήσουν έντονα κάτι. Ήθελα εξάλλου να ξαναζωντανέψω τη λάρνακα. Nα 'ναι πάλι κλειστή και πάλι με γυμνά νεανικά σώματα μέσα, που θα πετιούνταν όμως με λαχτάρα σε λίγο σα νεκραναστημένα. Σαρκοφάγος να ξαναγίνει επ' ουδενί λόγω θα της επέτρεπα.
    Aπάνω που ξαναμελετούσα την ένατη ραψωδία της Oδύσσειας κι έλεγα πια με αγαλλίαση να βάλω το σχέδιό μου σε εφαρμογή, άρχισαν τα εγκλήματα του δράκου. Kαι μολονότι δεν πίστεψα όλα εκείνα τα παραμύθια, από πείρα πικρή ανέστειλα αμέσως τις περιπολίες μου στα έρημα και στα σκοτεινά. Tο ίδιο, άλλωστε, θα 'κανε και το ζευγαράκι.
    Σε λίγο, πήρα των ομματιών μου και ξανάφυγα απ' την πόλη αυτή, όπου αναβλύζει, για μένα τουλάχιστο, σαν το μύρο η αγωνία. Όταν μετά από χρόνια ξαναπέρασα, ο τόπος ήταν αγνώριστος γύρω απ' το παρθεναγωγείο. Γκρεμίστηκαν τα πάντα κι απλώθηκε κι εκεί η λεγόμενη διεθνής έκθεση. Eίναι, μάλιστα, καθώς υπολογίζω, ένα από τα πιο φωτισμένα σημεία της το στενάκι εκείνο. Όσο για τη σαρκοφάγο την ξαναβρήκα προχτές, όχι χωρίς συγκίνηση, στον κήπο του μουσείου. Mου φάνηκε θλιβερή, σα να ξανάγινε τάφος.



(από το H Σαρκοφάγος, Kέδρος 1972)

Πηγή:http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=123&author_id=12

Γιώργος Ιωάννου-Ομίχλη

Δεν ξέρω πια τι γίνεται με την ομίχλη κι αν εξακολουθεί να πέφτει τόσο πηχτή ή μήπως χάθηκε ολότελα κι αυτή, όπως η πάχνη πάνω απ' τα πρωινά κεραμίδια. Bλέποντας την παρθενική πάχνη να γυαλίζει παντού, λέγαμε: "Eίχε κρύο τη νύχτα" ή "τα λάχανα θα γίνουν με την πάχνη πιο γλυκά· πρέπει να κάνουμε ντολμάδες".
Όταν ερχόταν ο καιρός της ομίχλης, είχα πάντα το νου μου σ' αυτήν. Mέρα τη μέρα περίμενα να με σκεπάσει κι εγώ να χώνομαι αθέατος μέσα της. Θλιβόμουν όμως πολύ, όταν έπεφτε τις καθημερινές, την ώρα που βασανιζόμουν με τα χαρτιά στο γραφείο. Παρακαλούσα να κρατήσει ώς το βράδυ, συνήθως όμως γύρω στο μεσημέρι διαλυόταν από έναν ήλιο ιδιαίτερα δυσάρεστο.
Mα, καμιά φορά, όταν ξυπνώντας τ' απόγευμα, την ώρα που έλεγα αν θα πάω στο σινεμά ή στο καφενείο, έβλεπα αναπάντεχα απ' το παράθυρο το απέραντο θέαμα της ομίχλης, άλλαζα αμέσως σχέδια και πορείες. Σήκωνα το γιακά της καμπαρντίνας, κατέβαινα με σιγουριά τα σκαλιά κι έφευγα για την παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ομίχλη είναι για να βαδίζεις μέσα σ' αυτήν. Διασχίζεις κάτι που είναι πυκνότερο από αέρας και σε στηρίζει. Aλλά και κάτι ακόμα· ομίχλη χωρίς λιμάνι είναι πράγμα αταίριαστο.
H ομίχλη ήταν ακόμα πιο γλυκιά, όταν την ψιλοκεντούσε εκείνη η βροχή, η πολύ ψιλή βροχή του ουρανού μας. Aυτή που δε σε βρέχει, μα σε ποτίζει μονάχα και φυτρώνουν πιο λαμπερά τα μαλλιά σου την άλλη βδομάδα. Kαι τότε έπαιρναν νόημα τα φώτα και τα τραμ και τα κορναρίσματα. Aκόμα κι οι πολυκατοικίες γίνονταν ελκυστικές μες στην αχνάδα.
Kι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που από χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Kι όταν δεν ήταν εκεί -και δεν ήταν ποτέ εκεί- καθόμουν ώρες και καρτερούσα. Πίσω απ' τα τζάμια διαβαίναν αράδα οι σκιές αυτών, που τώρα έχουν πεθάνει. Kολλούσαν το μούτρο τους για μια στιγμή στο θαμπό τζάμι κι άλλοι έμπαιναν μέσα, ενώ άλλοι τραβούσαν ανατολικά για τον Πύργο του Aίματος. Kι αν δε μου έγνεφε κανείς, έβγαινα κι ακολουθούσα μια σκιά, που ποτέ δεν μπορούσα να προφτάσω.
Δε θυμάμαι από πού ερχόταν εκείνη η ομίχλη· μάλλον κατέβαινε από ψηλά. Tώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά απ' τα όνειρα. Aυτά που χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ένα βαρύ καπάκι, που όμως πήρε απ' την πίεση για καλά να παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ομίχλη, γίνομαι ένα μ' αυτήν, και ξεκινάω. Aκολουθώ άλλες σκιές ονοματίζοντάς τες. Περπατώ κοιτάζοντας το λιθόστρωτο. Aυτό σε πολλούς δρόμους και δρομάκια ακόμα διατηρείται. Δεν υπάρχει, βέβαια, ανάμεσα στις πέτρες το χορταράκι, που φύτρωνε τότε. Όλα έχουν γκρεμίσει ή ξεραθεί. Kανένας θάνατος δεν είναι καλός. Ω, και νά 'ταν αλήθεια, αυτό που λένε, πως θα τους ξαναβρούμε όλους…
Aκολουθώντας τις σκιές μπαίνω πάντα στον ίδιο δρόμο. Tα δέντρα και τα φυτά θεριεύουν μες στη μοναξιά και τη θολούρα. Γίνονται σαν κάστρα τεράστια. Φτάνω στο αγέρωχο σπίτι το τυλιγμένο με κισσούς και φυλλώματα. Παρόλο που οι σκιές κοντοστέκονται και σα να μου γνέφουν, εγώ δεν πλησιάζω καν στην Πορτάρα. Θαρρώ πως μόνο αγαπημένο πρόσωπο θα με πείσει κάποτε να την περάσω.
Φεύγω και ξαναχάνομαι μέσα στα τραμ, τα φώτα και την κίνηση. O νους μου είναι κολλημένος στην ομίχλη και σ' όλα όσα είδα μέσα σ' αυτήν. Προσπαθώντας να ξεχαστώ περπατώ πολύ τις ομιχλιασμένες νύχτες. Aισθάνομαι κάποια ανακούφιση με το βάδισμα. Tα μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στο κορμί και διοχετεύονται απ' τα πόδια στο υγρό χώμα.



(από το H Μόνη Κληρονομιά, Kέδρος 1982)

Η ομίχλη [απόσπασμα - Γιώργος Ιωάννου]
Η ομίχλη: Ο Γιώργος Ιωάννου διαβάζει απόσπασμα από ομότιτλο γραπτό του.
(δίσκος: Πεζογράφοι αυτοανθολογούμενοι, Εν χορδαίς, 1998)

Γιώργος Ιωάννου -"Τζέλντεν"


Στον Χρήστο Ζιώγα, 
σύντροφο της ερήμου

Είχαμε πάλι διακοπές. Τώρα ήταν το μπαϊράμι τους. Γυρνώντας όλη μέρα στους δρόμους, τα παζάρια, το ζωολογικό κήπο, καθόλου δεν κατάφερα να βρω το κέφι μου. 'Αλλωστε έξω ούτε να φας ούτε να πιεις είναι εύκολο. 'Ετσι και μασουλάς ή καπνίζεις, οι αλαλιασμένοι απ' τη νηστεία μουσουλμάνοι σε κοιτούνε με μάτι σκοτεινό, όλο αποσταγμένο φανατισμό και απώθηση. Αν αποτελούν κοπάδι, καταλαβαίνεις ότι κάτι λένε μεταξύ τους για σένα. Σε βρίζουνε, χωρίς αμφιβολία. Το να γιορτάζεις και τις δικές σου και τις αράπικες γιορτές και να 'σαι μόνος εδώ πέρα, πάει πραγματικά πάρα πολύ. Κοίταζα στο δωμάτιο τα αραδιασμένα μπουκάλια με το ουίσκι -δώρα που βρήκα έξω απ' την κατάκλειστη πόρτα μου τη μέρα της γιορτής μου- και ήξερα πολύ καλά τι θα γίνει και πάλι. Τελικά, ψιθύρισα την απόφασή μου: "Ας πάω στο Τζέλντεν, στης ESSO τις πηγές". 
Το βραδάκι, κιόλας, την ώρα που τα μεγάφωνα του μιναρέ άπλωναν την ψαλμωδία του μουεζίνη στις γειτονιές κι οι αραπάδες έτρωγαν μέσα στα σπίτια τους αρπαχτικά σαν λύκοι, έτρεχα στο δρόμο το δυτικό όσο σήκωνε το δανεικό λαντρόβερ μου. 'Ετρεχα και σε λίγο έπιανα τον εαυτό μου να τραγουδάει ξέφρενα κάτι δικά μου επαναστατικά κι ύστερα μόρτικα τραγούδια. Η ανοστιά με ταχύτητα διαλύονταν. Ψυχή δεν ήταν στο δρόμο -τόσο το καλύτερο. 'Ολα τα τροχοφόρα σπεύδουν να εξαφανιστούν από τις αρτηρίες της ερημιάς πολύ προτού πλακώσει το σκοτάδι. Μοναχά τρελοί ταξιδεύουν αυτές τις ώρες. Η έρημος δεν είναι τόσο αθώα, όσο φαίνεται. 
Η άμμος ξάσπριζε συνέχεια στα πλάγια μου, καθώς την έπιαναν τα φώτα ξυστά. Χαμηλοπόδαρα ποντίκια και αλεπούδες μου 'κοβαν οι γρουσούζες διαρκώς το δρόμο. 'Οσες πρόφταινα, τις έλιωνα με ηδονή ερωτική σχεδόν. Εκείνος ο ηθοποιός -αλήθεια, πώς τον έλεγαν;- δεν έπαιζε και τόσο άσχημα τον Ρόμμελ. Μόνο που ο στρατάρχης ήταν όμορφος, σε τίποτα δεν θύμιζε αλεπού της ερήμου. 'Ομως τι φταίει ο ηθοποιός; Τους τίτλους τελικά άλλοι τους δίνουν. Για λίγο αφαιρέθηκα κι ύστερα πάλι πήρα ν' αμφιβάλλω, αν τρέχω ακόμη πάνω στη στενή άσφαλτο της εποχής του Ντούτσε. Ορισμένοι θέλουν να πουν πως ο ατέλειωτος αυτός δρόμος ένωσε τους αυτόχθονες σε ένα έθνος. Αυτό ίσως να 'ναι κάπως σωστό, όμως πιο σωστό είναι το άλλο. Ο ένδοξος -με τα φασιστικά μέτρα- στρατάρχης Γκρατσιάνι έριχνε συστηματικά δηλητήριο στα σπανιότατα πηγάδια της ερήμου για να κάμψει, λέει, την αντίσταση των εντόπιων. Πράγματα φοβερά έγιναν τότε γύρω απ' τα πηγάδια. Ομαδικές κραυγές, που δεν έφτασαν ποτέ πουθενά κι άγριες συστροφές πτωχών κορμιών πάνω στην καυτή άμμο. Για τους μάρτυρες αυτούς είναι στημένα σήμερα τα πιο ακριβά όσο και άκομψα μνημεία. Η έρημος με τα πηγάδια του πετρελαίου της χαρίζει τώρα άφθονα λεφτά, που ούτε στα παραμύθια δεν τα είχαν φανταστεί οι παλιότεροι. Κι όμως οι εντόπιοι όσο πάει χειροτερεύουν. 
'Ετρεχα, μα ο τελευταίος άνεμος κι ο χρόνος είχε καλύψει για καλά την άσφαλτο με μια άσπρη τριζάτη αμμούδα κι έτσι ο δρόμος δεν καλοξεχώριζε απ' την ατόφια έρημο. Με τέτοια ταχύτητα μπορείς κάλλιστα να ξεστρατίσεις, κι όταν συνέρθεις, θα έχει πια συμβεί το ανεπανόρθωτο βούλιαγμα. Εκτός αυτού, είναι μεγάλος φόβος να χωθείς με τη μούρη σε κανέναν αόρατο αμμόλοφο, που τον έχει σωριάσει πρόσφατα ο αέρας πάνω στη δημοσιά. Να χτυπήσεις ή να πυρποληθείς. 'Η απλώς να χαλάσεις και να σε βουτήξουν οι μυθικοί τουαρέγκ, κι αφού σου κάνουν όλα τα διαθρυλούμενα, να σου κόψουν μετά τα απαυτά σου, και να κάμνεις εφ' όρου ζωής αέρα στον αρχηγό τους. 
Παρ' όλα αυτά, πού και πού σταματούσα ν' αφουγκραστώ με απόλαυση. Απέραντη ησυχία, μεθυστική. Δεν ξεπέζευα όμως, έτρεμα τα πούμας. Σου ρίχνονται αιφνιδιαστικά με τα λαμπερά μάτια τους μέσα στο σκοτάδι. 
Στην Ατζεντάμπια, με αρκετή δόση αηδίας, ήπια έναν πηχτό χυμό, έβαλα κι άλλη μπενζίνα και ρίχτηκα ξανά προς τη δύση. Ζέστη φριχτή. Θέλεις όλο να τρέχεις για να σε φυσάει. 'Ετσι αποσυνθετικά, χαυνωμένα, είναι εδώ όλα τα χαμηλά μέρη, όταν μάλιστα απέχουν έστω και λίγο από τη θάλασσα. Πάλι ερημιές και πάλι μοναχά ο μονότονος δρόμος μπροστά μου. 
Στη Μάρσα Μπρέγκα, κουτσοχώρι παραθαλάσσιο, όλα ήταν θεοσκότεινα. 'Αραξα σύρριζα στο πεζούλι ενός βρωμερού αστυνομικού σταθμού για να τσιμπήσω κάτι. 'Ενιωσα τη μπαλαντέζα και το οδυνηρό λευκό φως της με ξέκοψε ολότελα απ' τα γύρω σκοτάδια. Βγήκε ένας γεροδεμένος χωροφύλακας -σαλάμ αλέκουμ- χαιρετιστήκαμε. Τους χώνεψα κάπως τους χωροφύλακες εδώ, μας φέρνονται πολύ με το γάντι. Δεν είναι όμως έτσι βολικοί και για τους ομοεθνείς τους -αιώνια ιστορία αυτή. Τους έχω με τα μάτια μου δει να δέρνουν στα μουλωχτά πολίτες στις γωνιές των νυχτερινών δρόμων. Κάτι του πρόσφερα από τα εδέσματα κι αυτός αμέσως βιάστηκε να μου κάνει το ορίστε, να κοιμηθώ εκεί. Αρνήθηκα. Δεν είχα καμία όρεξη να με φαν οι ψύλλοι. Αλλά, μαθημένοι όλοι τους, σ' όλα τα μήκη και πλάτη, να συμμαζεύουν τουρίστες. Θυμήθηκα έντονα έναν δικό μας στο 'Αγιον 'Ορος, που με ικέτευε ο καψερός να παίξουμε χαρτιά, τάβλι ή οτιδήποτε άλλο. Μισώ τα χαρτιά και το τάβλι. 
'Ετρωγα και τουρτούριζα. 'Επεφτε η περίφημη παγωνιά της ερήμου. Ας όψεται ο εξυπνάκιας ο πρεσβευτής που δεν είχα φέρει το ωραίο καμηλό παλτό μου απ' την πατρίδα. Στο υπουργείο Εξωτερικών, όταν τον ρώτησα αν έπρεπε να πάρω πανωφόρι, μου έκανε δηκτικά: "Αν έχετε...". Η ειρωνία αυτή, μαζί μ' εκείνα που μας έλεγε η δασκάλα, πως στην Αφρική ψήνει ο ήλιος το ψωμί, μ' έκαναν να παρατήσω το βαρύ πανωφόρι. Η ευπιστία μου μερικές φορές όρια δεν έχει. 
Βγαίνοντας απ' τη Μάρσα Μπρέγκα ξεπρόβαλε αριστερά μου ο δρόμος για την καρδιά της ερήμου, φαρδύς αυτός και κατάμαυρος. Ο ιδιωτικός δρόμος της ESSO. 'Εβαλα πλώρη για το νοτιά. 'Εβλεπα κιόλας δυο φαρδύτατους αγωγούς κι ένιωθα σίγουρος για την ορθή κατεύθυνση. Ο ένας τους κατεβάζει πετρέλαιο στο λιμάνι κι ο άλλος ρουφώντας φέρνει νερό απ' τη θάλασσα για να καλύπτονται, λέει, τα κενά, που δημιουργεί η εξαντλητική άντληση μέσα στης γης τα σπλάχνα. 'Ενας Θεός ξέρει τι προβλήματα θα δημιουργήσουν όλες αυτές οι επινοήσεις μετά απ' τα χρόνια μας. Δεξιά μου, ατέλειωτα τηλεγραφόξυλα χωρίς ακόμα σύρματα, ίδιες κρεμάλες. Ο ουρανός ασήκωτος, από ώρα ύφαινε κάτι. Το στομάχι μου κιόλας πονούσε. Κι αν πιάσει καμία από κείνες τις καταιγίδες τις τροπικές, τι γίνομαι ολομόναχος; Βέβαια, την άλλη μέρα ο ξερός τόπος ξαφνικά θα πρασινίσει και θ' ανθίσει. 'Εντομα κι άπειρα πουλιά θα εμφανιστούν. 'Ομως εσύ θα κείτεσαι κατακεραυνωμένος και μισός μες στο ρηχό χαντάκι. Τι τις ήθελα αυτές τις ερημιές; 'Ομως για να γυρίσω πίσω τώρα ήταν πολύ αργά. Πρώτα πρώτα δεν έφτανε η μπενζίνα. Κι ύστερα αυτό που ήθελα να ξεφύγω, οπωσδήποτε δεν θα το ξέφευγα.

Βαθιά, πολύ βαθιά, ο ορίζοντας ήρεμα και σταθερά ροδοκοκκίνιζε. Δεν ήταν η κροκόπεπλος εκεί, ούτε και το φεγγάρι. Μου ήρθε στο νου ο Καρκαβίτσας με την κατάλληλη πια μόνο για τα σχολεία Γοργόνα του. Ώρες ήταν ν' αρχίσω κι εγώ σαν εκείνον τα γελοία οράματα. Εντούτοις, η ανεξήγητη κοκκινίλα μου 'δωσε κάποιο κουράγιο και παρ' όλες τις βαριές σταγόνες, που μάζευε κιόλας το παρμπρίζ, μπόρεσα με ανακούφιση να ξεχωρίσω κάπου ένα μικρό άστρο. 'Ολα θα παν καλά -αναφτερώθηκα. 'Ετσι γίνεται πάντα. Στην αρχή μας απελπίζει ένα ασήμαντο σύννεφο και στο τέλος μας παρηγορεί ένα θαμπό άστρο. 
Κάποτε στα δεξιά μου ξεπετάχτηκε μια αμερικάνικη εγκατάσταση, κάποιοι μπράδερς. 'Εκανα όπισθεν κι ύστερα μπήκα θριαμβικά παρά τις φωνάρες και τις χορευτικές χειρονομίες ενός αράπη φύλακα με κελεμπίες και γκλίτσα. Τράβηξα για το μεγάλο τροχόσπιτο όπου έβλεπα φως. Η πόρτα του μισάνοιχτη. Καμιά δεκαριά θηριώδεις αμερικάνοι, αμίλητοι κι ανέκφραστοι, κάθονταν σε καρέκλες με ψηλά ακουμπιστήρια γύρω από ένα βαρυφορτωμένο με κονσέρβες και μπουκάλια τραπέζι. Τους χαιρέτησα κι αμέσως ζήτησα τον αρχηγό. Πήγαινα στα πετρέλαια κι ήθελα να κοιμηθώ κάπου, είπα. Απάντηση καμία ούτε καν βλέμμα. Ξαναμίλησα χαμογελαστά. 'Ενας δυο πήρανε τα βοδίσια μάτια τους απ' τον αφαλό τους και τα στρέψανε προς εμένα. Στο μεταξύ άρχισα να διακρίνω κι άλλα πράγματα. Πώς όμως να υποχωρήσω τώρα και πού να πάω με την κούραση αυτή και την καταιγίδα, που απειλεί να κορώσει τον αιθέρα; Ξυπνητός είμαι ή βλέπω πάλι κανέναν εφιάλτη; Τώρα θα με σφάξουν, τώρα θα με μακελέψουν και κανείς ποτέ δεν θα το μάθει.

'Ενα χέρι έπεσε πίσω στον ώμο μου μαλακά. 'Ηταν ένας αράπης -γκαρσόνι ή μάγειρας. Μ' έκαμνε χαμογελαστά με το δάχτυλο να σωπάσω. Λες να προσεύχονται; αναρωτήθηκα. Και ποιος άραγε θεός τους ακούει; Ο αράπης με πήγε στο τροχόσπιτό του, μ' έβαλε στο γιατάκι του και γυρνώντας σε λίγο μου κουβάλησε του κόσμου τα καλά. Θα ήμουν ψεύτης, αν έλεγα πως δε σιχαινόμουν. Πιάσαμε κουβεντολόι ψιλό, θα ήταν τρεις τη νύχτα. Μακριά βροντούσε απαίσια. Είχε μία αξιοζήλευτη κοψιά, σαν χωρικός δικός μας. Γελούσε με τους αμερικάνους πονηρά -ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα ματάκια- δεν ομολογούσε τίποτε όμως. Πάντως, μέσα σε μένα γύριζε και ξαναγύριζε, το τραγουδάκι:

"Κοίταξε τριγύρω οι μάγκες, 
κάνουν όλοι τουμπεκί..."

Το πρωί έγινα καπνός για το Τζέλντεν. Τώρα, συχνά πυκνά σταματούσα και κατέβαινα. Είναι συγκινητικό ν' αφήνεις κάτι απ' τον εαυτό σου στην έρημο. Μυστήριο όμως για πότε μαζεύονται εκείνες οι γυαλιστερές πράσινες μύγες. Θυμήθηκα το τροπάριο: "Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε...". Ο καθαρός μυρωμένος αέρας σχεδόν με ζάλιζε. "Καλόν εστι ώδε μείναι...". 'Οταν αρχίζει η βροχή, ποιος ξέρει τι μοσκοβολιά θα ξεσηκώνεται. Ο δρόμος λυγερός σα φίδι, όχι όμως άσφαλτος πραγματική. Είχαν πατήσει με οδοστρωτήρες την άμμο κι έριξαν πάνω της μετά μπόλικο μαζούτ. Φυσικά ήταν κατάμαυρος κι ας ήταν πασπαλισμένος με αμμούδα. Δε θα μπορούσε άραγε να γίνει κατακόκκινος μ' ένα σπίρτο; Σ' ένα σημείο ανηφορικό φαινόταν καθαρά πως είχαν ανοίξει τη δίοδο με μπουλντόζες και φουρνέλα. Αποκεί πάνω ξανοιγόταν ένα αχανές βαθύπεδο, τουλάχιστο όσο η Θεσσαλία. Καπνοί ξεχώριζαν στα βάθη, ομίχλες τοπικές -ζύγωνα στα πετρέλαια. Η έρημος είχε άλλη όψη τώρα. 'Αμμος σχεδόν πετρωμένη και λόφοι ξεκομμένοι σε αλλόκοτα σχήματα. Ο ζαρωμένος λαγός, το τεντωμένο πέος, η καθιστή πάπια, ο τουρλωμένος πισινός, η αφηρημένη γάτα και κάτι άλλοι σαν τεράστιες πυραμίδες κλιμακωτές, φαγωμένες απ' την άμμο και τη θύελλα. 'Αραγε αποδώ οι αρχιτέκτονες του Φαραώ είχανε πάρει τα σχέδιά τους; 
Πάντως, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους βραχώδεις λόφους, δέσποζε ένας πιο φαρδύς και πιο ψηλός, ίδιος με τραπέζι τεράστιο. "Το τραπέζι με τους αμερικάνους" συλλογίστηκα και έπαψα να θέλω να πλησιάσω. 'Αλλωστε, πυκνές φωτιές έκαιγαν σ' όλο το βαθύπεδο. 'Αλλες ψηλές σε καμινάδες κι άλλες πάνω στο έδαφος, στα ριζώματα ιδίως του τραπεζόμορφου βράχου. Αυτή λοιπόν ήταν η κοκκινίλα που τόσο με είχε παραξενέψει από μακριά. Θυμήθηκα τις δικές μας παρόμοιες φωτιές -σχετικά πολύ λίγες. Μία έξω από την Αθήνα κι άλλη μία στη Σαλονίκη μας. Στα γραφεία μου 'δωσαν και τον απαραίτητο έλληνα για ξεναγό, μάλλον όμως για επιτηρητή. Να με προσέχει να μη βάλω καμία φωτιά επίτηδες ή από λάθος. Ωραίο και τιμητικό να σε θεωρούν ύποπτο και ικανό για όλα. Πάντως, είδα πηγάδια σε λειτουργία, πηγάδια που τα καθάριζαν κι άλλα καινούρια, ακόμα αδάμαστα, απόπου πετιόταν σαν αρτεσιανό το πετρέλαιο. Κι εκείνα τα θεόρατα τρυπάνια που μ' ανοιχτά τα σκέλια βιάζουν βάναυσα τη γη. Ξαπλώθηκα ανάσκελα και τα φωτογράφιζα. Μ' έπιασε ναυτία, έκανα εμετό, το παν βρωμοκοπούσε γκαζίλα. Ο οδηγός μου είπε πως όταν αλλάζει ο αέρας και φέρνει όλα τα αέρια καταπάνω τους, πολλοί λιγοθυμάνε. 
Στο μεταξύ διάφοροι αγριάνθρωποι απ' το Τέξας περνούσαν με αλαζονεία από δίπλα μας. Κοιτάζοντας εγώ επίμονα χάμω, γρήγορα ανακάλυψα πως η άμμος ήταν παραγεμισμένη με απολιθωμένα ξύλα και βαριά κόκαλα. Τα ξύλα ιδίως έμοιαζαν πολύ πιο αληθινά απ' αυτά τα ξασπρουλιάρικα του καταληστεμένου δάσους της Μυτιλήνης. Θαρρείς και μόλις είχαν αποκοπεί από το δέντρο. Ψάρια μικρά και κογχύλια άπειρα κείτονταν δίπλα στα φρέσκα πηγάδια, χάνοντας από στιγμή σε στιγμή τη λαμπράδα τους. Τα είχαν τραβήξει απ' τα παρθενικά σπλάχνα της ερήμου, που όχι σπάνια αντί για πετρέλαιο αναβλύζουν κρυσταλλένιο νερό. Γελάω τώρα με τις εφημερίδες, όταν βλέπω να παρουσιάζουν για σπουδαίο νέο την ανακάλυψη απολιθωμένων ψαριών μέσα στην έρημο. Ποιος όμως δίνει λογαριασμό στους ταλαίπωρους δημοσιογράφους; 
Εκεί που με συγκίνηση συνάθροιζα άμμο κι απολιθώματα, ένας τεράστιος τεξανός με καπελαδούρα στάθηκε πάνω απ' το κεφάλι μου. "Από πού είσαι;" ρώτησε. "Από την Ελλάδα", είπα με λαχτάρα. "Και πού είναι αυτή η Ελλάδα;" έκανε και μου γύρισε τις πλάτες. Συνέχισα το μάζεμα, όμως τώρα μου φαινόταν πως μαζεύω τα ψίχουλα και τα κόκαλα από το τραπέζι των αμερικανών. Ακούς εκεί το γαϊδούρι! Τα ήπατά μου ήταν κομμένα, ο έλληνας δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί. "'Ισως να το 'κανε για πλάκα", μουρμούριζε μουδιασμένα. 
Δίπλα σ' ένα πηγάδι που το καθάριζαν βρίσκονταν στοιβαγμένα πολλά χάρτινα σακιά γεμάτα με κάτι. Δυο νεαροί της ερήμου, ψηλοί και στεγνοί σαν λελέκια, ακουμπούσαν με ύφος ταπεινό πάνω στα σακιά. Σίγουρα είχαν έρθει ως εδώ για να ζητιανέψουν. Είχαν τυλιγμένο το κεφάλι και σχεδόν όλο το πρόσωπο μ' ένα άσπρο πανί. Τουαρέγκ θα ήταν. Μόλις έκαμνα να τους πάρω φωτογραφία, αυτοί γύριζαν αυτομάτως αλλού. Στο τέλος απελπισμένος πλησίασα κι εγώ τα σακιά. ''Ηταν γεμάτα -και το γράφαν απέξω καθαρά- χώμα της Μυκόνου, κατάλληλο, λέει, για τρυπάνια. Δε φτάνει που δε μας άφησαν οικόπεδο για οικόπεδο στην πατρίδα, δε φτάνει που την καημένη τη Μύκονο την έχουν χέσει πατόκορφα, κουβαλούνε τώρα και το χώμα της στη Σαχάρα. 'Ετσι θα μας χώσουν κι εμάς καμιά μέρα, όταν τους χρειαστεί, όλους μας μές στη γη.

Το μεσημεράκι στο τροχόσπιτο του έλληνα δεν μπορούσα να βάλω τάξη στον εαυτό μου, παρόλο που ο φίλος έπιασε Αθήνα στο ράδιο για να μ' ευχαριστήσει. 'Ετσι θαρρούσε ο άνθρωπος. Του είπα καθαρά και ξάστερα ότι για την ώρα τουλάχιστο η Αθήνα εμένα δε μ' ενδιαφέρει και πολύ περισσότερο το ράδιό της. Είχα μαζί μου ένα τομίδιο με γραψίματα του Σκιαθίτη. Το άνοιξα κι αντί να διαβάσω, πήρα να προσεύχομαι: "...Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν, εναρμόνιον φύσημα της αύρας, της ορθρίας. Και η αγραμπελιά η χιονανθής, η λευκάζουσα και μυροβολούσα εις τους φράκτας, λευχείμων μυροφόρος, εορτάζουσα την Ανάστασιν, και ο κισσός και το αγιόκλημα, πλόκαμοι της ανοίξεως, διέχυνον ζωηροτέραν εν τη νυκτί την ευωδίαν των εις τον αέρα. Και η αργυρά αμμόκονις των άστρων..." 
Σηκώθηκα απότομα κι άρχισα να τα μαζεύω. Ο έλληνας ήταν απαρηγόρητος, το είχε δέσει κόμπο ο κακομοίρης πως θα μείνω τουλάχιστο εκείνο το βράδυ. Γιατί έφευγα; Μπορούσα να μείνω όσες μέρες θέλω. "Τι Μύκονος, τι Σκιάθος...", του πέταξα. Δεν με κατάλαβε. "Τόση ζέστα κι ούτε ένας τζίτζικας", ξαναείπα. Συμφώνησε απρόθυμα. Αλλού ήταν ο νους του. "Να χέσω τα λεφτά τους και τις μηχανές τους", κραύγασα κι έτρεξα στ' αμάξι. "Μα γιατί;" φώναζε ο φίλος το κατόπι μου. 
Και σ' όλο το γυρισμό έλεγα και ξανάλεγα: "Παναγίτσα μου, βάλε το χέρι σου να μη βρεθούν ποτέ πετρέλαια στην πατρίδα. Τότε είναι που δε θα ξανασηκώσουμε κεφάλι". 
  

(από τη συλλογή διηγημάτων "Η μόνη κληρονομιά", Κέδρος, 1982)

Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019

Γιώργος Χειμωνάς- «Ο Εχθρός του Ποιητή»(απόσπασμα)

«Από καιρό, από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκιπας του πολέμου.

Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Τη γενιά του το όνομά του το σκοπό του. Είναι πάντα μονάχος με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον ποιητή. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του μ’ αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία.
Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος.
Ο ποιητής δεν φοβάται το θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση είναι υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών.
Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο βασιλιάς είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει αποστολή κι υπόσταση να ταπεινώνει να τρομάζει. Να βασανίσει ν’ αφανίσει τον ποιητή.
Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό.
Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν.
Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τύφλωσαν. Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί.
Τον ήξερα από πάντα αυτόν το πρώτο νόμο της ποίησης…

Ότι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται ρημαγμένη από κάτι που δεν έχει αιτία. Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία.»

Γιώργος Χειμωνάς
«Ο Εχθρός του Ποιητή»,  Άπαντα Τα πεζά, Εκδόσεις Πατάκη, 2019.

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

Guillaume Apollinaire-Λου τριαντάφυλλό μου


Λου είσαι το τριαντάφυλλό μου
Τα οπίσθια σου τα υπέροχα δεν είναι το πιο
όμορφο τριαντάφυλλο ;
Τα στήθη σου τα στήθη σου τα αγαπημένα δεν
είναι κι αυτά τριαντάφυλλα ;
Και τα τριαντάφυλλα δεν είναι κι αυτά ωραίες
μικρές Λου
Που τις μαστιγώνουμε όπως το αεράκι
Χτυπά των τριανταφύλλων τα οπίσθια
Παραμελημένη
Λου τριαντάφυλλο μου
Μου έστειλες τα φύλλα σου
Ω μικρή θεά
Δημιουργείς τα τριαντάφυλλα
Φτιάχνεις τα φύλλα
Τριαντάφυλλα
Μικρές γυμνές γυναίκες που χορεύουν
Με ευγένεια
Πάνω σε κούνιες λικνίζονται
Με γυαλιστερά φουστάνια
Tραγουδούν το πιο όμορφο άρωμα το πιο δυνατό
το πιο γλυκό
Λου τριαντάφυλλό μου ω τελειότητά μου σ’ αγαπώ
Kαι είναι με χαρά που κινδυνεύω να τσιμπηθώ
Για χάρη της ομορφιάς
Σ’ αγαπώ σε λατρεύω δαγκώνω σιγανά τα φύλλα σου που βασιλεύεις στα λουλούδια Λου
βασίλισσα των γυναικών
Σε φέρνω στην άκρη των δακτύλων ω Λου ω
τριαντάφυλλο
Στην άκρη των δαχτύλων και σε κρατώ σφιχτά
Μέχρι που λιποθυμάς
Όπως λιποθυμά το άρωμα
Από τα τριαντάφυλλα
Σ’ αγκαλιάζω Λου και σε λατρεύω

Guillaume Apollinaire, «Στον έρωτα και στον πόλεμο»
(μτφρ. Κώστας Ριτσώνης)
Αναδημοσίευση από: poiein.gr/archives/16624

Κώστας Ταχτσής-Η Συμφωνία του «Μπραζίλιαν»



Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σ’ ένα φάκελο
δε θα σε δω να φεύγεις
ή να ’ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς
αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τ’ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μ’ ένα νεκρό
Τασία – έναν καφέ παρακαλώ
αν ξάφνου μ’ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν
η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών
Τασία – παρακαλώ έναν καφέ
Θ’ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται
η φράση «σ’ α γ α π ώ» - αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου
εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου
ο καφές σας κύριε
η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι
και είναι λ έ ε ι ποιητής
μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά
η ποίηση φίλε πέθανε
η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μ’ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα
η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής
ναι
είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο
η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών
βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφ’ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;
Π ρ ο σ ο χ ή! Κ ί ν δ υ ν ο ς  ζ ω ή!
σου’ λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σ’ ένα καλάμι θα’ δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου
για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό
δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών
οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μ’ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT
φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
σιωπητήριο
ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει
φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας
μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α
ο κύριος είναι κίναιδος
αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ
άνθρωπος
ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο
στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός
ο κύριος είναι κίναιδος
ά ν θ ρ ω π ο ς
χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τ’ αρνιέμαι
μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα
η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών
μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες
σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο
δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω
αντίο σας
φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τ’ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απ’ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές
δεν έχεις πια καμιά ελπίδα
δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απ’ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απ’ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απ’ τη ζωή
είμ’ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος
θ’ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες
κάτω απ’ τις ρόδες είν’ ο θάνατος
πάψε
δεν θέλω να σ’ ακούω
θα σ’ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στ’ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω
έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας
μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί
τι ωραίοι που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απ’ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο
μα ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θ’ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!
Πηγή: Πηγή: Η συμφωνία του Μπραζίλιαν με 12 ποιήματα (1991)

Εμμανουήλ Ροΐδης-Πάπισσα Ιωάννα (απόσπασμα)

Αλλά και τούτου δοθέντος, τίνα λογικόν σκοπόν είχον αι υμέτεραι απαγορεύσεις και τίνας ηλπίζετε δι' αυτών να προφυλάξετε; Ουχί βεβαίως τους μη γνωρίζοντας ν’ αναγινώσκωσιν, οίτινες ουδόλως εκινδύνευον, και έτι ολιγώτερον τους γραμματισμένους, των οποίων ο αριθμός και η περιέργεια δεκαπλασιάζεται διά των τοιούτων απαγορεύσεων. Ταύτα κάλλιον παντός άλλου εγινώσκετε, σεβασμιώτατοι Ιεράρχαι μου· αλλά συγχρόνως εγνωρίζετε ότι χάρις εις παντελή έλλειψιν χριστιανικής διδασκαλίας υπάρχουσιν ακόμη παρ' ημίν αναγνώσται της Α μ α ρ τ ωλ ώ ν Σ ω τ η ρ ί α ς, γραΐδια λιβανίζοντα την Αγ. Παρασκευήν και ευσεβείς προσκυνηταί νομίζοντες ότι η εν Τήνω Παναγία είναι ευσπλαγχνικωτέρα των αλλαχού, ως οι παρά Πλουτάρχω εκείνοι Μεγαρείς, οι ισχυριζόμενοι ότι η εν Μεγάροις σελήνη είναι μεγαλυτέρα της των Αθηνών. Τούτους ηλπίσατε διά των κραυγών υμών να εξεγείρετε κατά του συγγραφέως, την μάμμην, την τροφόν και τους υπηρέτας του! Υμείς τ ο φ ω ς τ ο υ κ ό σ μ ο υ εβασίσθητε επί του σκότους της αμαθείας, ίνα εκδικηθήτε διαβάλλοντες ως εχθρόν της θρησκείας, τον μόνας τας καταχρήσεις των ιερέων αποστραφέντα,
τα δε ευαγγελικά παραγγέλματα του Σωτήρος ημών μετά τοσαύτης
ευλαβείας ακολουθούντα, ώστε επί πέντε κατά συνέχειαν μήνας,
απειλούμενος, καταδιωκόμενος, ονομαζόμενος έ χ ι δ ν α, κ α κ ο ύ-
ρ γ ο ς, ό ρ γ α ν ο ν τ ο υ Σ α τ α ν ά, μ υ σ α ρ ό ς, α ν α -
τ ρ ο π ε ύ ς τ ω ν κ α θ ε σ τ ώ τ ω ν κ.τ.λ., ουδέ γρυ απεκρίθη
εις πάντα ταύτα, ενώ τόσον εύκολος ήτο η απάντησις. Δεν ενοώ
βεβαίως διά τούτου ότι ηδύνατο να διαγωνισθή προς τον Αγ.
Καρυστίας κατά την εύροιαν των υβριστικών επιθέτων, διότι ουδείς ο δυνάμενος ν' αμφισβητήση εις τους ρασοφόρους την δάφνην του είδους τούτου της φιλολογίας, αλλ' εις τας ύβρεις ταύτας ηδύνατο
απολογούμενος ν’ αντιτάξη πράγματα. Ότι π.χ. δεν ανήκει εις υμάς,
Σεβασμιώτατοι Ιεράρχαι μου, να κατηγορήτε τους άλλους ως
ανατροπείς των καθεστώτων, ενώ από τριών ήδη ετών ανατρέπετε και καταπατείτε τους τε θείους κανόνας και τους νόμους του Κράτους ζητούντες μεταθέσεις• ότι πολύ ολιγώτερον αρμόζει εις υμάς να κατηγορήτε τους άλλους ως ασεβείς, ενώ τόσον ολίγον σέβεσθε το όνομα του Κυρίου, ώστε τελείτε αντικανονικά μνημόσυνα τας Κυριακάς, τους δε Αγίους τόσον ολίγον τιμάτε, ώστε αλλάσσετε τα ονόματα αυτών κατά τας πολιτικάς περιστάσεις, καθιστώντες αυτούς οτέ μεν Οθωνιστάς ότε δε Επαναστάτας{108} και αυτό δε το αρχιερατικόν υμών ένδυμα τόσον ολίγον σέβεσθε, ώστε γράφετε εις τους ιδιώτας υβριστικάς επιστολάς, οσάκις ευρίσκετε ότι ούτοι, δεν επλήρωσαν αρκούντως υπηρεσίας τας οποίας αμισθί χρεωστείτε να προσφέρετε.

Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904)

Πάπισσα Ιωάννα

Μάρκος Βαμβακάρης-Κορόϊδο


Δεν γράφω για μια εκλεκτή μειοψηφία, που δε σημαίνει τίποτα για μένα, αλλά ούτε και για κείνη τη χιλιολιβανισμένη πλατωνική κατηγορία που είναι γνωστή ως “Οι μάζες”. Δυσπιστώ και στις δύο αυτές αφαιρέσεις τις τόσο προσφιλείς στους δημαγωγούς. Γράφω για τον εαυτό μου και για τους φίλους μου. Γράφω, ακόμα, για να κάνω ευκολότερο το πέρασμα του χρόνου.
Jorge Luis Borges 24 Αυγούστου 1899- 14 Ιουνίου 1986.

"Γράφω σημαίνει ανοίγω τον εαυτό μου σε υπέρτατο βαθμό. Γι' αυτό δεν μπορείς να είσαι αρκετά μόνος όταν γράφεις, γι' αυτό δεν είναι ποτέ αρκετή η ησυχία που σε περιβάλλει, η νύχτα δεν είναι ποτέ αρκετά νύχτα." (Κάφκα)

Γιώργος Θέμελης-Πυρπόληση

Αποτέλεσμα εικόνας για θέμελης γιώργος

Σκληρή μου στάθηκε η αγάπη
Σκληρή κι ανήλεη.
Από σκληρή στοργή,
Από πυκνή τρυφερότητα.
Έβαλε φωτιά να κάψει το σπίτι μου.
Μεγάλωσε η φωτιά,
Σηκώθηκε,
Σα μια φλεγόμενη σκιά,
Μια πυρκαγιά.
Καίγονται τα χέρια.
Καίγονται τα μαλλιά.
Φωτιά, φωτιά, στα παλιωμένα
Δάχτυλα, στ’ άχρηστα έπιπλα,
Στ’ άσαρκα μέλη μου,
Στα κόκαλά μου.
[Ποιήματα II 1970]

Γιώργος Θέμελης-Αγαπώ την ώρα



Αγαπώ την ώρα που έρχεσαι
Σαν ανοιχτή γαλάζια ημέρα
Μ' ένα στόμα σαν κρίνο

Τα δάκρυα ανοίγουν στο πρόσωπο
Όπως ένα ποτάμι
Τ' απέραντα μάτια

Τα χέρια σου ταξιδεύουν
Σα λευκά περιστέρια
Επάνω στα πράγματα

Δώσ' μου τη δύναμη να κοιτάζω τον ήλιο
Να βλέπω το πρόσωπό σου

Άστρα στολίζουν το μέτωπο
Βυθισμένο στο κύμα της εικόνας σου
Μακρινό καθρεφτισμένο πρωινό

Είναι ένα αίνιγμα
Ένα
Μυστικό

[Άνθρωποι και πουλιά 1947]

Γιώργος Θέμελης-Αλλιώς ωραίος



Αυτό που λέμε ο έρωτας, δεν είναι
Ο Έρωτας: ο Άγγελος με τ' ανοιχτά φτερά.

Αλλάζει όψη, μεταμορφώνεται,
Γίνεται ωραίος, αλλιώς ωραίος.

Δεν την αντέχεις την ομορφιά του.

Τα ζώα τον βλέπουν, κρύβονται
Στο δέρμα τους, σωπαίνουν τα πουλιά.

Τα σώματα σκεπάζονται τη σκιά τους.

Γίνεται αλλιώς ωραίος, φοβερά ωραίος,
Ως νάχει βγει απ' την έκλαμψη μιας πυρκαγιάς.

Δυνατός ως η θάλασσα, ως ο άνεμος.

Ισχυρός ως στήλη πυρός, ως όρος.

Μοναχικός ως ογκόλιθος, ως ακίνητος ποταμός.

Αθόρυβος ως ίσκιος πουλιού, ως χτύπος ονείρου.

Διαβρωτικός ως φλόγα, ως ποίημα, ως πυρετός.

Αναίσθητος ως λίθος, ως ξίφος γυμνό.

Άτεγκτος ως ζυγός, ζυγιάζοντας τα βάρη των ψυχών.

Γιώργος Θέμελης (23/8/190-17/4/1976)

[Το δίχτυ των ψυχών 1965]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΧΑΜΕΝΗ ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΟΣ



Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει
πέρα από τις Ριπαίες οροσειρές, όσο κι αν τα γλαυκά όριά της,
ανάλογα με τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις των γεωγράφων,
μετακινούνταν όλο πιο μακριά.
Σήμερα βεβαιώθηκε:
μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μάς ερχόντανε
οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες
Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς
τα πρώτα φρούτα της σοδειάς, προσεχτικά τυλίγοντάς τα
σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί.
Και τώρα αναρωτιόμαστε
πού τάχατε ν’ αποδημεί ο Απόλλωνας κάθε χειμώνα
με τ’ άρμα του που τό ’σερναν λάμποντες κύκνοι και γρύπες,
κρούοντας τη χρυσή του λύρα, όταν εμείς μήνες και μήνες
μάταια κατά το Μάρτη καρτερούσαμε το γυρισμό του
συντάσσοντας μέσα στο κρύο τούς γιορτινούς του παιάνες;
Ή μήπως πια ούτε Απόλλωνας ούτε και λύρα υπάρχει;

Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα
αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως
βρεθεί κανένα νέο και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,
πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,
μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.

Καρλόβασι, 7.VI.69

Από τη συλλογή «Επαναλήψεις, σειρά Τρίτη».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 88.

Αντρέι Ταρκόφσκι - Αποφθέγματα

  • Είναι φανερό πως η τέχνη δεν μπορεί να διδάξει τίποτε σε κανέναν, αφού εδώ και 4000 χρόνια η ανθρωπότητα δεν έχει μάθει τίποτα.
  • Όλα τα δάκρυα είναι εγωιστικά. Είναι η πραγματική ενσάρκωση του εγωισμού.

 [Αντρέι Ταρκόφσκι 1932 - 1986]

Νίκος Σπάνιας-Το τρίξιμο


.
Κάτι έτριξε μέσα στην κάμαρά μου.
Δεν ήταν το καθοριστικό τρίξιμο των επίπλων
ήταν ένα τρίξιμο ανεπαίσθητο σχεδόν,
όπως το θρόϊσμα που αφήνει η γλαυκή θωριά σου.
Με κοίταξες ορθός με κείνα τα πρασινωπά σου μάτια,
τα μάτια εξημερωμένου δράκου.
Απλώσαμε τα χέρια κι ένοιωσα
τη ζεστασιά της σάρκας σου όπως παλιά
κι ένοιωσα τον πυρετό του σώματός μου
να με τινάζει σαν οτρά στον άνεμο,
σαν άχυρο σαν πούπουλο σα φύλλο μες στους δρόμους.
Ύστερα ανακάθισα.
Αυτό το μαρτύριο δεν τελειώνει.

Νίκος Σπάνιας,Το Ράμφος της Αϋπνίας,εκδ Οδός Πανός,2001

Νίκος Σπάνιας-«Διονύσιος Σολωμός»


.
Συχνά το πρόσωπό του και τα μάτια του
ήταν κόκκινα απ’ το πιοτό.
Συχνά τον έπιανε μια απελπισία
τόσο μεγάλη σαν χάσμα σεισμού στο στήθος του
απ’ όπου τρέμανε δυο λουλούδια του Μαρτίου.
Η ειδή του ήταν τέλεια
κι ήθελε να αισθάνεται βαθιά
σαν την «ωδή εις την σελήνη».
Οι κίτρινες αχτίνες της τον έκαναν
ν’ αναστενάζει
και κολυμπούσε σε φεγγαρίσιο φως.[…]
Η Ζάκυνθος τον γέννησε και τον ανέθρεψε.
Πολεμούσε με τη γλώσσα καθώς ο ακονιστής σαν
ακονίζει το μαχαίρι του και κείνο εκπέμπει σπίθες.
Είδε καμιά όπερα του Μπελλίνι; Μάλλον…
Κατάλαβε όσο κανείς το χαρακτήρα του Έλληνα.
Γι’ αυτό χτυπούσε με άλγος το ΄να χέρι με τ’ άλλο.
Ο κόσμος δεν είναι πανηγύρι.
Κάποτε το πέλαγος του χαμογελούσε.
Κάποτε γινόταν άλογο αφηνιασμένο
κι αφηνόταν σε μια υπερκοχλάζουσα
ηδονή του θανάτου.
Έφυγε,τέλος,η ανασεμιά του
σαν λιγοστός καπνός κεριού.

Νίκος Σπάνιας,Το Ράμφος της Αϋπνίας,εκδ Οδός Πανός,2001

Κυριακή Καρσαμπά-H αμφιθυμία της μοναξιάς



Ακίνητη η νύχτα, ανύσταχτη
σαν κάτι να περιμένει.

Μπαίνει απ’ το παράθυρο η μοναξιά
με όψη δικαστή.
Θάνατος! λέει:
Αγάπησες, μα δεν διεκδίκησες.

Γρήγορα αλλάζει πρόσωπο ,
μου κλείνει πονηρά το μάτι
και:
Ξέρεις εσύ ..
Ζεις την άλλη ευτυχία την πρώτη
με την ψυχή ολόκληρη !
- Οι πιο πολλοί ξεχάσανε…
μου λέει ψιθυριστά.

Kυριακή Καρσαμπά

Πίνακας: Σωτήρης Λιούκρας

Nicanor Parra -Διακήρυξη

Αποτέλεσμα εικόνας για nicanor parra


Κυρίες και κύριοι
Αυτή είναι η τελευταία λέξη μας
-Η πρώτη και τελευταία λέξη μας-
Οι ποιητές κατεβήκανε απ' τον Όλυμπο.

Για τους παλιότερους
Η ποίηση ήταν ένα είδος πολυτέλειας
Για μας ωστόσο
Πρώτης ανάγκης είδος είναι:
Αδύνατο χωρίς αυτή να ζήσουμε.

Σ' αντίθεση με τούς παλιότερους
-Κι αυτό το λέω μ' όλο το σέβας-
Εμείς υποστηρίζουμε
Ότι ο ποιητής δεν είναι αλχημιστής
Ο ποιητής είν' ένας άνθρωπος κι αυτός
Ένας χτίστης πού χτίζει τον τοίχο του:
Ένας κατασκευαστής θυρών και παραθύρων.

Εμείς κουβεντιάζουμε
σε γλώσσα καθημερινή
Σύμβολα καβαλιστικά δεν θέλουμε.

Κι ακόμη κάτι:
Ο ποιητής είναι εδώ
Για να μη γενεί στραβό το δέντρο.

Αυτό είναι το μήνυμά μας.
Καταγγέλλουμε τον ποιητή δημιουργό
Τον Ποιητή Κελεπούρι
Τον ποιητή χαρτοπόντικα. [ . . .]

Νicanor Parra (1914-2018)

Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης(Απο δημοσιευση του βιβλιοπωλειου Πολιτεια)

Τόλης Νικηφόρου-ούτε ένα ξέφτι απ'’ το χαμόγελό σου


μου λείπει η άνοιξη
η άνοιξη μετά βαρύ χειμώνα
που πλημμυρίζει τον αέρα φτερουγίσματα
το φως μου λείπει
απ' τα γαλάζια μάτια σου
τις επτασφράγιστες τώρα μητέρα
πύλες του κόσμου

μου λείπει τ' όνομά μου στα δικά σου χείλη
αυτά που μόνο εσύ για μένα ήξερες

τώρα δεν μένει τίποτα
ούτε το θρόισμα από το φόρεμά σου
μια νότα απ' τη φωνή σου
μικρό ένα ξέφτι απ' το χαμόγελό σου
τώρα δεν μένει
παρά να σκεπαστώ μ' αυτό το τίποτα
και στο κενό βουβός να βλέπω
κάποιον που θα ‘λεγες πώς είμαι εγώ
σαν τον χλωμό αντικατοπτρισμό
μιας παιδικής φωτογραφίας σου

(από στη συλλογή Ξένες χώρες, 1991)

Γιάννης Ρίτσος-Κρυσταλλουργεία



Γυναίκες από κρύσταλλο σε αναπαυμένες στάσεις,
γυναίκες διάφανες. Το κέντρο του κενού αθέατο.
Ένα γόνατο λυγισμένο – όχι σε ικεσία·
δυό χέρια σταυρωμένα σε αυτάρκεια. Ο άερας
αν κινηθεί στα μακρινά ελατόδασα
θα χνωτιστεί το κρυστάλλινο πρόσωπο
– μια ξαφνική αναπνοή που τίποτα δεν προσδιορίζει,
η σκιά ενός πουλιού στα τζάμια· κι έφυγε. Τότε
εγκαθιδρύεται ξανά η σιωπή κι η προσπάθεια
να δώσεις κάποιο ρίγος στο δέρμα του κρύσταλλου.

Από την ποιητική συλλογή: «Χρωματικές λεπτομέρειες» (1960).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα Θ΄», Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 86.

Μίμνερμος- απ. 2 West


ἡμεῖς δ᾽, οἷά τε φύλλα φύει πολυάνθεμος ὥρη
ἔαρος, ὅτ᾽ αἶψ᾽ αὐγῆις αὔξεται ἠελίου,
τοῖς ἴκελοι πήχυιον ἐπὶ χρόνον ἄνθεσιν ἥβης
τερπόμεθα, πρὸς θεῶν εἰδότες οὔτε κακὸν
οὔτ᾽ ἀγαθόν· Κῆρες δὲ παρεστήκασι μέλαιναι,
ἡ μὲν ἔχουσα τέλος γήραος ἀργαλέου,
ἡ δ᾽ ἑτέρη θανάτοιο· μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης
καρπός, ὅσον τ᾽ ἐπὶ γῆν κίδναται ἠέλιος.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης,
 αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον ἢ βίοτος·
πολλὰ γὰρ ἐν θυμῶι κακὰ γίνεται· ἄλλοτε οἶκος
τρυχοῦται, πενίης δ᾽ ἔργ᾽ ὀδυνηρὰ πέλει·
ἄλλος δ᾽ αὖ παίδων ἐπιδεύεται, ὧν τε μάλιστα
ἱμείρων κατὰ γῆς ἔρχεται εἰς Ἀΐδην·
ἄλλος νοῦσον ἔχει θυμοφθόρον· οὐδέ τίς ἐστιν
ἀνθρώπων ὧι Ζεὺς μὴ κακὰ πολλὰ διδοῖ.

Μίμνερμος

...................................................................................

Εμείς τα φύλλα μοιάζομε, που η άνοιξη τ᾽ ανοίγει

και μεγαλώνει τα γοργός ο ήλιος απαλά,

μα τους ανθούς χαιρόμεθα της ήβης ώρα λίγη

χωρίς να δοκιμάσομε κακά μηδέ καλά.

Οι μαύρες Μοίρες καθεμιά φέρνει κακό δικό της·

η μια με τέλος τα φρικτά σιμώνει γερατειά

κι η άλλη με τον θάνατο! Πώς ο καρπός της νιότης

πώς ωριμάζει σύντομα στου ήλιου την φωτιά!

Μόν᾽ άμα ᾽ρθει το τέλος της και πάει κι ώρα τούτη,

καλύτερος ο θάνατος παρά να ζει κανείς·

χίλια κακά μάς έρχονται· άλλοτε παν τα πλούτη

κι η φτώχια είν᾽ ένα βάσανο π᾽ αδιάκοπα πονείς!

Πάλι άλλος ονειρεύεται παιδάκια αγαπημένα

και πάει στον τάφο του μ᾽ αυτόν τον πόθο τον πικρό·

άλλος αρρώστια έχει βαριά· και δεν θωρώ κανένα

που να μη δίνει του ο θεός κακά, σωρό, σωρό.

Μετάφραση: Σίμος Μέναρδος

ΜΙΜΝΕΡΜΟΣ- απ. 1 West (ελεγεία)


τίς δὲ βίος, τί δὲ τερπνὸν ἄτερ χρυσῆς Ἀφροδίτης;

τεθναίην, ὅτε μοι μηκέτι ταῦτα μέλοι,

κρυπταδίη φιλότης καὶ μείλιχα δῶρα καὶ εὐνή,

οἷ᾽ ἥβης ἄνθεα γίνεται ἁρπαλέα

ἀνδράσιν ἠδὲ γυναιξίν· ἐπεὶ δ᾽ ὀδυνηρὸν ἐπέλθηι

γῆρας, ὅ τ᾽ αἰσχρὸν ὁμῶς καὶ κακὸν ἄνδρα τιθεῖ,

αἰεί μιν φρένας ἀμφὶ κακαὶ τείρουσι μέριμναι,

οὐδ᾽ αὐγὰς προσορῶν τέρπεται ἠελίου,

ἀλλ᾽ ἐχθρὸς μὲν παισίν, ἀτίμαστος δὲ γυναιξίν·

οὕτως ἀργαλέον γῆρας ἔθηκε θεός.

 Μίμνερμος (Κολοφώνα c. 670-6ος αιώνας π.Χ.)
...........................................................................................................

Γλύκα η ζωή μας χωρίς τη χρυσήν Αφροδίτη δεν έχει.

Κάλλιο η ζωή μου ας σβηστεί, ξένα σα θα ᾽ναι για με

ο έρωτας, τα ηδονικά του σμιξίματα, οι κρύφιες χαρές του,

που είναι της νιότης οι ανθοί, μα τόσο εφήμεροι, αλί,

και για γυναίκες και για άντρες. Τα έρμα ως πλακώσουνε γέρα,

που κάθε αξιότη του αντρός λιώνουν και κάθε ομορφιά,

του τυραννούν ακατάπαυστα πια την ψυχή μαύρες έγνοιες,

δίχως καμιά πια χαρά του ήλιου αντικρίζει το φως·

δεν τον ψηφούν οι γυναίκες, κι οι νιοι τον σιχαίνονται. Τόσα

στα γερατειά απανωτά βάσανα ρίχνει ο θεός.


Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου


Πηγή: http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/anthology/poetry/browse.html?text_id=64

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Νίκος Ξυλούρης - Ακούς να λενε στα χωριά

Στίχοι: Κ.Χ Μύρης
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ακούς να λένε στα χωριά οι γέροντες τα βράδια
κάτι μυστήρια πράματα που χτίζουν τα σκοτάδια.
Λένε για της Υπαπαντής το μέγα πανηγύρι
πως το λιβάνι πέτρωνε πριν μπει στο θυμιατήρι.
Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ' αριστερό ψαλτήρι
κι απ' τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.

Λένε πως ψέλναν τα πουλιά στ' αριστερό ψαλτήρι
κι απ' τα πηγάδια φέρνανε κρασί οι καλογήροι.
Λένε για κάτι χαϊμαλιά που παίζαν στο μπαρμπούτι
κι ο γούμενος τα βάφτιζε με αίμα και μπαρούτι.
Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.

Λένε πως όποιος τα φορεί φτερά βγάζει στην πλάτη,
γίνεται αλαφροΐσκιωτος ψωμί τρώει κι αλάτι.
Ακούς να λένε στα χωριά πως και η ευχή του πιάνει
γιατί τα βόλια αίματα είχαν του Μακρυγιάννη.
Λένε πως ο φουστανελάς πληγές είχε σαράντα
γι αυτό κι αλαφροΐσκιωτοι είμαστε λίγοι πάντα.

από το δίσκο : " Του χρόνου τα γυρίσματα"

Γιώργος Ιωάννου-Να ΄σαι καλά δάσκαλε


         Το παρακάτω διήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1979 και προέρχεται από τη συλλογή Εφήβων και μη (1982), συνδέεται στενά με τις σχολικές εμπειρίες. Αναφέρεται στην αγάπη του φιλολόγου για τη λαϊκή παράδοση, στη διδακτική μεθοδολογία του και στις δραστηριότητες που αναθέτει στους μαθητές του με σκοπό να εφαρμόσουν στην πράξη τις θεωρητικές γνώσεις του μαθήματος, να έρθουν σε επαφή με την τοπική λαϊκή τους παράδοση και να την αγαπήσουν και εκείνοι.


Πρόπερσι που φοιτούσα σ' ένα Γυμνάσιο της επαρχίας μάς είχε έρθει ένας νέος φιλόλογος με πολλή όρεξη για δουλειά. Αγαπούσε πολύ το σχολείο και τους μαθητές και βλέπαμε ότι ήθελε να γνωρίσει όχι μονάχα τους κατοίκους του τόπου και τα ζητήματά τους, αλλά και καθετί που είχε συμβεί στον τόπο από παλιά. Με λίγα λόγια, ήταν ένας ζωντανός και αξιαγάπητος άνθρωπος και οι εντόπιοι αμέσως τον αγάπησαν.
          Καμιά φορά, όταν πηγαίναμε εκδρομή, έβαζε τα παιδιά που τον περιτριγύριζαν -και πάντοτε τον περιτριγύριζαν παιδιά- να λένε ιστορίες διάφορες από τον τόπο και κυρίως ιστορίες για το μέρος όπου είχαμε πάει εκδρομή. Ήταν ωραία μέσα στον καθαρό αέρα, στα λουλούδια και στα φυτά, ν' ακούς τις ιστορίες αυτές. Έλεγαν τα διάφορα ονόματα των χωραφιών, των βράχων, των πηγών, ακόμα και των μεγάλων δέντρων, κι εγώ τα άκουγα κατάπληκτος. Έλεγαν ιστορίες, παραμύθια, όμορφα ανέκδοτα, και προπάντων τραγουδούσαν δημοτικά τραγούδια. Αυτοί, φίλε μου, ξέρανε τη ρίζα τους και τη φύτρα* τους πάππου προς πάππου, ενώ εμείς καλά καλά ούτε τον παππού μας δεν ξέραμε. Και ο καθηγητής μέσα σ' όλα, κι ας έλεγε ότι είναι απ' την Αθήνα. Πώς τα ήξερε τόσα πράγματα; Ακόμα και τα ίδια τα παιδιά απορούσαν με τον εαυτό τους. Πώς έγινε και τα θυμήθηκαν όλα αυτά, από πού τα βγάζαν, πότε τα είχαν μάθει και δεν το ξέραν; Τ' άκουγαν, βέβαια, να τα λένε οι μεγάλοι αλλά μόλις τώρα, που χρειάστηκε να τα πουν κι αυτοί, έβλεπαν πως τα είχαν μάθει. Και μάλιστα τα είχαν μάθει όλοι τους και τώρα έπαιρναν απ' αυτά. Σαν ένας θησαυρός κρυφός και αλογάριαστος,* που ο ενθουσιασμός ενός ανθρώπου τον είχε ξυπνήσει.
          Ο καθηγητής μάς έλεγε πως αυτά τα πατρογονικά* έχουν μεγάλη σημασία, πρέπει να τα σεβόμαστε πολύ, να τα προσέχουμε σαν τα μάτια μας και προπαντός να τα τηρούμε. Είναι ο λαϊκός μας πολιτισμός, έλεγε. Αυτά που μας ταιριάζουν απόλυτα.
          Και σε λίγο καιρό, όταν στο μάθημα των Νέων Ελληνικών μπήκαμε στα δημοτικά τραγούδια, ο καθηγητής μας έφεγγε πια ολόκληρος. Μας έφερνε από το σπίτι του βιβλία διάφορα, μας διάβαζε από μέσα. Έφερνε δίσκους, μαγνητόφωνα, σλάιντς. Μόλις τελείωνε το μάθημα του βιβλίου, μας έκαμνε προβολές, για να μας δείξει τόπους, φορεσιές, σπίτια, και έβαζε σιγανά στο μαγνητόφωνο ή στο πικάπ δίσκους με δημοτικά τραγούδια ν' ακούμε. Μας παρακινούσε μάλιστα ν' ακολουθούμε κι εμείς σιγοτραγουδώντας και έδινε αυτός πρώτος το παράδειγμα. Τα παιδιά ξεφοβήθηκαν και ξεντράπηκαν. Και μερικά που είχαν καλή φωνή, ζήτησαν από μόνα τους να πούνε τραγούδια του τόπου. Ο καθηγητής κατενθουσιάστηκε. Μας φάνηκε μάλιστα για μια στιγμή σαν δακρυσμένος, μα ίσως και να μην ήταν. Όσο τα άλλα τραγουδούσαν, δυο τρία παιδιά, αγόρια και κορίτσια χόρευαν το τραγούδι μες στην τάξη σιγανά. Στο τέλος, χειροκροτήσαμε αυθόρμητα και μόνο τότε είδαμε τον καθηγητή μας κάπως στενοχωρημένο. «Θ' ανησυχήσουμε τους άλλους», μας είπε. Πού να ήξερε, τι γινόταν προηγουμένως, με κάτι άλλους καθηγητές. Τι φασαρία και τι κακό, κι αυτό χωρίς χορούς και τραγούδια.
          Και πραγματικά, βγαίνοντας διάλειμμα, από τις ερωτήσεις που μας έκαμναν τα άλλα παιδιά, διαπιστώσαμε πως μόνο το χειροκρότημά μας είχαν ακούσει. Τους εξηγήσαμε και μας κοίταζαν κατάπληκτοι. «Και δεν κάνετε μάθημα;», μας ρωτούσαν. «Μάθημα δεν είναι αυτό;», τους απαντούσαμε. «Εσείς, που κάνετε αλλιώτικο μάθημα, τι ξέρετε για δημοτικά τραγούδια, σκοπούς, ακόμα και χορούς; Ξέρετε αυτό, ξέρετε εκείνο, ξέρετε το άλλο;», τους αρχίσαμε. Δεν ήξεραν οι καημένοι τίποτα, περιττό να το πούμε. Αλλά ήξεραν πολύ καλά από κατάλογο, άγριες ή φαρμακερές φωνές και τρεμούλες.
          «Να 'σαι καλά, δάσκαλε!», του είπε μια μέρα μέσα στην τάξη ένας συμμαθητής μας που ήταν κομμάτι χωρατατζής* και είχε το θάρρος. «Μας έκανες και ξεφοβηθήκαμε. Εμείς, εδώ, ντρεπόμασταν ως τα τώρα για τα τραγούδια μας και τα εθίματά μας. Μας έλεγαν πως είναι παλιατσαρίες* και πως, αφού δεν τα τραγουδούν στις ντισκοτέκ, δεν θα 'ναι καλά». «Τι λες, παιδί μου;», είπε ο δάσκαλος και βούρκωσε.* Το είδαμε καθαρά. «Ποιος; Ποιος σας τα λέει αυτά; Η παράδοσή μας! Τα τραγούδια μας! Τα άγια των αγίων». Και ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε κάπως αγριωπό και απόμακρο σαν να'βλεπε στα βάθη έναν σιχαμερό εχθρό, κάποιο τέρας. Εμείς σωπαίναμε, μα νιώθαμε πως μέσα στην ψυχή μας αποτυπωνόταν η σκηνή αυτή.
          Σε μερικές μέρες, αφού μας έδωσε διάφορες οδηγίες, μας έβαλε να μαζέψουμε από τις γιαγιάδες, τους παππούδες και τις διάφορες θείες, τραγούδια, παραμύθια, εθίματα. Σε λίγο, το τι άρχισαν να φέρνουν εκείνα τα παιδιά, δε λέγεται. Ήταν τόσος ο ενθουσιασμός που σκορπίστηκε, ώστε όλο το χωριό αυτό συζητούσε. «Μπράβο στο δάσκαλο! Αυτός είναι δάσκαλος!», έλεγαν στο καφενείο. Και το θεωρούσαν τιμή τους, να καθίσει στο τραπέζι τους και να τον κεράσουν.
          Εμείς, στην τάξη, κάθε τόσο διαβάζαμε από αυτά, από τη συγκομιδή, που είχαν φέρει τα παιδιά, τα συζητούσαμε και μερικά, με τη βοήθεια των παιδιών, τα γράφαμε σωστότερα, γιατί ορισμένα παιδιά δεν τα είχαν καταγράψει και τόσο πιστά, είτε γιατί δεν μπορούσαν είτε γιατί ήθελαν να κάνουν τον εξευγενισμένο. Αν και ο δάσκαλος συνεχώς μας τόνιζε: «Πιστά, πιστά, όσο μπορείτε πιο πιστά. Δεν είναι δική σας δουλειά να τα διορθώσετε».
          Πάντως, η δική μου η θέση ήταν κάπως δύσκολη. Εμείς ήμασταν ξένοι προς τον τόπο. Ο πατέρας μου δημόσιος υπάλληλος. Τ' αγαπούσα πολύ αυτά τα πράγματα, αλλά τι να γράψω κι από πού; Τα παιδιά μπορούσαν να τα καταγράψουν εύκολα, όχι μονάχα γιατί είχαν συγγενικά τους πρόσωπα να τους τα πούνε, αλλά και γιατί τα μισοξέρανε κι έτσι αμέσως τα καταλαβαίναν. Αλλά εγώ πώς να μπω τόσο γρήγορα στο νόημα; Κι έτσι, ομολογώ ότι έκανα μια μικρή, υποθέτω, πονηρία, μόνο και μόνο για να παρουσιάσω κι εγώ κάτι στον καθηγητή. Βρήκα ένα άλλο, παλιό, αναγνωστικό και αντέγραψα αποκεί μερικά δημοτικά τραγούδια. «Αυτά δεν μπορεί να τα ξέρει ο καθηγητής», είπα μέσα μου. «Τώρα, αυτός, ένας ολόκληρος καθηγητής, παιδικά βιβλία θα θυμάται;». Κι έτσι τα αντέγραψα με ωραία καλλιγραφικά γράμματα. Ήταν κάτι πολύ ωραία δημοτικά τραγούδια, καλύτερα μάλλον απ' αυτά που έφερναν τα παιδιά.
          Όμως μ' έπιασε αρκετή ανησυχία, όταν μια μέρα είδα το τετράδιό μου, ανάμεσα στ' άλλα, πάνω στην έδρα. Ο καθηγητής, σαν ήρθε η σειρά μου, με κοίταξε κάπως γελαστός και μου λέει: «Ωραία τα τραγούδια του Νικολάου Πολίτη,* που μας έφερες. Κοίταξε, τώρα, να μαζέψεις και τίποτε από το χωριό. Καλό θα σου κάνει». Τα άλλα παιδιά χαμογελούσαν, ίσως και να μην κατάλαβαν. Πάντως, εγώ ντράπηκα. Πού το κατάλαβε όμως ο δάσκαλος αμέσως αμέσως;
           Αλλά σε λίγο παρηγορήθηκα, όταν ήρθε η σειρά της εργασίας ενός άλλου παιδιού, επίσης ξένου, από την πολιτεία. Ο καθηγητής πια εδώ δεν μπορούσε με κανένα τρόπονα συγκρατήσει τη σοβαρότητά του. «Μα, παιδί μου, τι είναι αυτά που έφερες; του λέει. Εσύ δεν κατάλαβες απολύτως τίποτα. Κρίμα, στα τόσα και τόσα που έχουμε πει ως τώρα!». Και τι είχε γίνει; Παρ' όλα τα μαθήματα, τους χορούς και τα τραγούδια, ο συμμαθητής μας αυτός, που ήταν και ο πιο φίλος μου -οι πατεράδες μας συνάδελφοι- είχε φέρει ως δημοτικό τραγούδι ένα τραγουδάκι του μουσικοσυνθέτη Αττίκ,* και συγκεκριμένα εκείνο που λέει: «Την ώρα που περνούσε τ' οργανάκι». Κι ενώ κρατούσαμε όλοι την κοιλιά μας από τα γέλια, μερικοί μάλιστα είχαν πάρει να σιγοτραγουδούν «το οργανάκι», ο δάσκαλος έλεγε και ξανάλεγε: «Μα, βρε παιδί μου, από πού και ως πού; Τουλάχιστο να έφερνες τη "Μαρία την Πενταγιώτισσα" ή το "Τάκου τάκου ο αργαλειός μου" να πω τα μπέρδεψες. Αλλά αυτό "Την ώρα που περνούσε τ' οργανάκι"; Από πού κι ως πού; Μυστήριο μέγα!».
          «Δεν είναι μυστήριο δάσκαλε. Η πολιτεία είχε κάνει έτσι το παιδί αυτό. Όχι μόνο να μην ξέρει το λαϊκό πολιτισμό, αλλά ούτε να μπορεί καν να τον μάθει. Και το ξανάκανε, δυστυχώς, όταν το ξαναπήρε».

Γ. Ιωάννου, Εφήβων και μη, Κέδρος

φύτρα: καταγωγή (μεταφορικά) * αλογάριαστος: αυτός που δεν τον υπολογίζουν * πατρογονικά: πατροπαράδοτα, προγονικά * κομμάτι χωρατατζής: κάπως αστείος * παλιατσαρίες: παλιά και άχρηστα πράγματα * βούρκωσε: συγκινήθηκε, έκλαψε *Νικόλαος Πολίτης: πολύ γνωστός λαογράφος (1852-1921), ο οποίος συγκέντρωσε δημοτικά τραγούδια και εξέδωσε τη συλλογή Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1918) * Αττίκ: πολύ γνωστός μουσικοσυνθέτης στην Αθήνα του μεσοπολέμου
ΚΝΛ, Β΄Γυμνασίου