Πιε στου γιαλού τη σκοτεινή ταβέρνα το κρασί σου,
σε μι’ άκρη, τώρα π’ αρχίσαν ξανά τα πρωτοβρόχια,
πιε το με ναύτες και σκυφτούς ψαράδες αντικρύ σου,
μ’ ανθρώπους που βασάνισε κι η θάλασσα κι η φτώχεια.
Πιε το. Η ψυχή σου αξένοιαστη τόσο πολύ να γίνει
που αν έρθει η Mοίρα σου η κακιά να της χαμογελάσεις,
καημοί καινούργιοι αν έρθουνε να πεις να πιουν κι εκείνοι,
κι αν έρθει ο Xάρος, ήσυχα κι αυτόν να τον κεράσεις.
(από το Nεοέλληνες Λυρικοί, Bασική Bιβλιοθήκη 29, «Aετός» A.E., 1954)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου