Διαδηλώσεις, λιτανείες, ναυάγια,
συνθήματα σεληνιασμένα
σταυροί και σφυροδρέπανα μπλεγμένα
στους δρόμους πάθη κολασμένα κι άγια.
Κάποια χρονιά, καθώς κοιμόμουν,
κάποιος που δεν περίμενα
πρόβαλε στο παράθυρό μου.
— Σήκω! Κι είδανε τα μάτια μου
φτερούγες και σπαθιά.
Πιο πίσω, βουνά και θάλασσες,
σύννεφα, κορφές και φτερά,
τα βασιλέματα, τις αυγές.
— Κοίτα την εκεί! Τ’ όνειρό της
κρεμασμένο στο τίποτε.
— Αχ, τρίσβαθε πόθε, στέρεο μάρμαρο,
στέρεο φως, στέρεα κι άπιαστα
νερά της ψυχής μου!
Κάποιος είπε: Σήκω!
Και βρέθηκα εκεί όπου ήσουν.
Μετάφραση: Κλείτος Κύρου
Κλείτος Κύρου, Ξένες φωνές, Κέδρος, Αθήνα 1979
Κατέληξα πως αν γινόταν να σταματήσει το στήθος της
ν’ ανεβοκατεβαίνει, θα μπορούσα να μαζέψω μερικά από
τα θραύσματα του δειλινού και στο σκοπό αυτό συγκέντρωσα
την προσοχή μου με εξαιρετική λεπτότητα.
(Μετάφραση: Β. Πολύζος)
Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο
Και πάνω στα ξεθωριασμένα φτερά μιας βεντάλιας,
Και πάνω στην άμμο των ποταμών και των θαλασσών,
Πάνω στον πάγο με πατίνια και πάνω στο γυαλί μ' ένα δαχτυλίδι,
Και πάνω στο φλοιό των αιωνόβιων δέντρων,
Και στο τέλος, για να το μάθουν όλοι,
Ότι αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες!
Και υπέγραφα τις λέξεις αυτές με ένα ουράνιο τόξο στον ορίζοντα.
μετάφραση: Μαριλένα Καρρά
Πηγή: http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2008/08/
Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,
Όλα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,
Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο
Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου.
Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος'
Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις,
Η φλόγα ξεπετάγεται όταν τροφοδοτείται από τέτοια πράγματα
Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη.
Τραγουδώ μόνο μέσα στη φωτιά, όπως και ο Φοίνικας.
Στηρίξτε γερά τη ζωή μου,
Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.
Έτσι, η νύχτα θα είναι διάφανη για σας.
Φωτιά από πάγο, πηγή από φωτιά,
Υψώνω ψηλά τη σιλουέτα μου,
Κρατώ ψηλά την αξιοπρέπειά μου
Με την υπόσταση της συνομιλήτριας και της κληρονόμου!
(Verstes II)
μετάφραση: Μαριλένα Καρρά
Μετάφραση: Μαριλένα Καρρά
Και ο άγνωστος εξακολούθησε να γυρεύει την αλήθεια δεξιά κι αριστερά. Τον είχα χάσει κάμποσες ημέρες. Προχθές η τύχη τον έβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε επιτύχει το σκοπό του.
-Τη βρήκατε; τον ερώτησα.
-Τη βρήκα επιτέλους… μου αποκρίθηκε και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. Τη βρήκα, αλλά δεν ήτανε γυμνή.
Απεναντίας. Φορούσε απάνω της του κόσμου τα κουρέλια. Το μόνο γυμνό μέρος του κορμιού της ήταν η μύτη της. Και προσπαθούσε να την κρύψει κι αυτή. Πώς να τη γνωρίσω; Δε θα τη γνώριζα ποτέ μου, αν δε με βεβαίωνε η ίδια πως είναι η Αλήθεια.
-Από πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά, την ερώτησα σαστισμένος. Σε ήξερα πάντα γυμνή.
-Λάθος κάνετε, κύριε… μου αποκρίθηκε. Ποτέ μου δεν παρουσιάστηκα γυμνή στον κόσμο.
-Από σεμνότητα;-Όχι από σεμνότητα, κύριε. Από υπερηφάνεια. Είμαι πάρα πολύ άσχημη και γριά, ώστε να παρουσιάζομαι γυμνή στον κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, όπως με βλέπετε.
-Ώστε η φήμη της περίφημης γύμνιας σας;
-Πρόληψη, καθαρή πρόληψη, κύριε.
-Κι εκείνοι που καυχιούνται πως σας παρουσιάζουν γυμνή;
-Απατούν τον κόσμο, απλούστατα. Ποτέ κανένας δε με παρουσίασε γυμνή. Μονάχα η Ψευτιά παρουσιάζεται γυμνή. Γιατί η Ψευτιά είναι πάντα ωραία και πάντα νέα. Αυτά μου είπε η Αλήθεια, κύριε. Και με ρώτησε να της πω τι θέλω απ’ αυτήν. «Θέλω, της είπα, να δω κι εγώ μια φορά γυμνή την Αλήθεια». Και την παρακάλεσα να γδυθεί. Εστάθηκε αδύνατο να την πείσω. «Ποτέ δε με είδε γυμνή ανθρώπινο μάτι… μου είπε. Αν μ’ έβλεπαν γυμνή οι άνθρωποι, δε θα μπορούσα πια να ζήσω. Και θα ήτανε το τέλος του κόσμου». Αυτή την καταπληκτική αποκάλυψη μου έκανε ο άνθρωπος που γύρευε να βρει την Αλήθεια γυμνή και τη βρήκε ντυμένη, εξαφανισμένη μέσα στα πιο βαριά και αδιαφανή ρούχα. Έτσι, μέσα στη θριαμβική γύμνια της εποχής μας, η μόνη γυναίκα που απόμεινε ντυμένη είναι, ως φαίνεται, η Αλήθεια. Ας μη δοκιμάσει κανένας να τη γδύσει. Θα πέσει νεκρός στα πόδια της.
Eduardo Galeano, Ένας κόσμος ανάποδα | μτφρ.: Γεωργία Ζακοπούλου | εκδόσεις Πιρόγα
για τον Philip Hobsbaum
Νάνα Βενετσάνου - Ήταν καμάρι της αυγής ( Ματωμένος γάμος)
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Ωδές στον Πρίγκιπα, εκδόσεις Ύψιλον, 1991
Τη νύχτα αυτή η αστυνομία
μάζεψε τους αλήτες απ’ το πάρκο
πλάκωσε το εκατό
κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα
φύγε φύγε όσο έμεινε καιρός
γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα
πως βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός
και το στόμα σου φαρμάκι απ’ τα τσιγάρα
το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ’ τα τζάμια.
Από όλα τα τραγούδια
αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά
η ζωή μου έχει αλλάξει
κι έτσι τώρα δε με ζαχαρώνουν πια
Το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω
σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό.
Όταν πέφτει το σκοτάδι
στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν
την αλήθεια ποιος θα μάθει
ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν
Η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά,
στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν
και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά
και το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι.
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου,
Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
το καλοκαίρι έχει τελειώσει
από καιρό έχει τελειώσει
τι ζητάς
στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά
κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια
μετανάστες ξαναγύρισαν εδώ
τρομαγμένοι φεύγουν απ’ τη Γερμανία
την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ.
Μην κοιτάς τους στρατιώτες
στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί
μου θυμίζουν επεμβάσεις
μου θυμίζουν δυσκολίες ΙΧ
την θυμάμαι ένα κάμπο να διαβαίνει
στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει
η συννεφούλα μου κερδίζει το παιχνίδι
τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλίδι
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω
τα ορφανά μου που κρυώνουνε
μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό
που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει,
όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό
στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό
οι γιατροί δε μας δίνουν σημασία
βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία
Η μποτίλια έχει αδειάσει
του μπάρμπα Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει
κι απ’ το πάρκο μέχρι εδώ
η σειρήνα του εκατό
ακούς ουρλιάζει
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
κι ο Τσιτσάνης μ’ ένα γιάλα με προγκάρει
αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά
δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να την ψάξεις
αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες
μια φορά όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις.
Mon cœur s’ est senti malade dans ma poitrine,
Depuis me premiers jours jusque à l’ heure présente.
Pantoum Malais
Όταν το μαύρον του κόρακος πτερόν εφώλευε υπό την ασελγή των βλεφαρίδων σου νύκτα, η ζηλότυπος χειρ της Λακμέ ηθέλησε να το σύρη μακράν. Ο Σίβας όμως ετίναξε επάνω εις τας παρειάς του όσον είχε απομείνει χρώμα, και εσκόρπισε εκεί τους μαύρους στήμονας ενός άνθους, το οποίον κοκκινίζει μαδημένον, και λιποθυμεί εις τα χείλη σου.
Είναι μαργαρίται μαύροι, τους οποίους θα συνάξω με κοράλινα δίκτυα, εις την επιφάνειαν μιας θαλάσσης από γάλα.
Μαύρα ριπίδια είναι, τα οποία ανοιγοκλείονται με ηδονικούς σπασμούς, επάνω από τους αργυρούς κάλυκας των τριανταφύλλων του Γάγγου, όταν η πεταλούδα απορροφά με λαγνείαν τα ολόγλυκά των φιλήματα.
Κάτω από την θλιβεράν κυπάρισσον μιας παγόδας από πορσελάνην, εκεί εις τα κρυστάλλινα νερά, με το οποία μοιρολογεί η πηγή των Βραχμάνων το αιματοκύλισμα της ροδοδάφνης, συνήντησα τους μαύρους των περιστερών οφθαλμούς, όταν εβόιζον και έτρεχον να δροσίσουν τα χιονώδη πτερά των.
Όπως οι μαύροι κύκνοι της Ωκεανίας, οι οποίοι κολυμβούν και διασχίζουν τους πορφυρούς κρίνους και τους ωχρούς λωτούς των μαγευμένων λιμνών, είναι οι μαύροι του προσώπου σου θρόμβοι.
Εις εν μαρμάρινον στερέωμα σβήνονται καθώς άστρα, τα οποία απηνθράκωσεν ο φλογισμένος των χειλέων σου γαλαξίας.
Είναι καθώς οι όνυχες της οδαλίσκης, βαμμένοι με κνα, όταν ταλαντεύη τους μαύρους των βοστρύχων της όφεις, και απλώνει με πόθον τα αλάβαστρα δύο λαξευτών βραχιόνων, εις το λευκόν σώμα του γυμνού ερωμένου της.
Ομοιάζουν προς το σκοτεινόν νέφος με το οποίον στρώνει ο ιδρωμένος χνους, την χλιαρότητα της μελιχρώδους μασχάλης των εφήβων του Ζάρο.
Μού ενθυμίζουν την πυκνήν, την βλάστησιν των εβένων, ήτις περιβάλλει τα μαρμάρινα άδυτα των σωμάτων.
Παν σώμα γυμνόν, είναι ναός ελεφάντινος.
Είναι ιερόν του Μίθρα ή της Αστάρτης, όπου η ψυχή τελεί Ελευσίνια.
Το πρόσωπόν σου έχει την κουρασμένην έκφρασιν του άνθους μανωλίας, όταν από το μετάξινον κύπελλον των πετάλων του μεθύσκονται οι λευκοί παπαγάλοι, με τας βαλαμώδεις των τροπικών ευωδίας.
Όταν.έκυψες δια να συνάξης τους σκορπισμένους καρπούς των βυσσίνων, εσύρθησαν αι μαύραι νεφέλαι της κόμης σου κάτω.
Δύο ηφαίστεια μαρμάρινα, ανεστραμμένα, είχον εκραγή επί του στήθους σου.
Εν μέσω του καπνού εκείνου παρετήρησα τας φλογεράς κορυφάς των, και τα χείλη μου εκάησαν από τας μαύρας ρανίδας της λάβας η οποία εσκορπίζετο πέριξ.
Αι τίγρεις της Βεγγάλης και οι πάνθηρες της Λαχώρας, αν συνενώσουν τας μαύρας φολίδας του χρυσομάλλου του δέρατος, δεν θα συμπυκνώσουν ποτέ τόσην νύκτα, όσην η δρόσος εσκόρπισεν εις μαύρας σταγόνας, κάτω από τους αιματωμένους μαστούς σου.
Θέλω τα χείλη μου να απλωθούν, όπως μαραίνονται και φυλλορροούν και χύνονται πέριξ τα δαντελλωτά πέταλα του οπίου.
Πυρακτωμένα θέλω τα χείλη μου να απλωθούν και να πυρπολήσουν τους μαύρους κόκκους της αλόης, η οποία θυμιάζει της σαρκός σου την δόξαν.
Η θρησκευτική ευωδία των Περσικών αγρών να υπνωτίση τας αισθήσεις μου θέλω, και να διαιωνισθή η πένθιμος ηδονή των οφθαλμών μου, εις την φλόγα των απηγορευμένων της Κίνας οπτασιών.-
Πλάτων Ροδοκανάκης : De profundis (επιλογή), εκδόσεις Στιγμή 1987, σ. 15-18.
Ο επιμελητής της έκδοσης Νάσος Βαγενάς σημειώνει (αυτόθι, σ. 65-67) : «(…) Ένας συγγραφέας που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος των υπερρεαλιστών μας – αδιάφορο αν αυτοί τον διάβασαν ή όχι – είναι ο λησμονημένος σήμερα Πλάτων Ροδοκανάκης του De profundis. (…) (Π)αράγει με τη μεταλλική και απαστράπτουσα καθαρεύουσά του μια στιβαρή φωνή, που απομακρύνει τα πεζοτράγουδά του από τον γλυκερό συναισθηματισμό των πεζοτράγουδων σε δημοτική. (…) Θα πρέπει σήμερα να δούμε το De profundis με καινούργια μάτια. Γιατί η υπερρεαλιστική εμπειρία μάς κάνει ν΄ ανακαλύπτουμε σ΄ αυτό ορισμένα στοιχεία που ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τα διακρίνει κανείς προηγουμένως. Η γλώσσα του De profundis, που δημοσιεύεται το 1908, μέσα στην ατμόσφαιρα των επινικίων της δημοτικής στην ποίηση, φαίνεται σήμερα λιγότερο σαν μια επιβίωση της ελληνικής ρομαντικής έκφρασης και περισσότερο η καταστρατήγηση μιας, ιστορικά αναγκαίας όμως κατά βάθος απλοποιητικής, γλωσσικής ορθοδοξίας, το προοίμιο μιας διάθεσης που θα ολοκληρωθεί αργότερα με την Υψικάμινο».
Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919)
Πηγή: https://www.sarantakos.com/kibwtos/rodokanakhs_maxaragias.html
Όπως μια κερασιά
που κρατά στην κορφή της
το τελευταίο της φρούτο
έτσι κρατώ κι εγώ στο κουρελιασμένο μου πουκάμισο
το τελευταίο και μοναδικό κουμπί
κάθε που χάνονται οι μνήμες και η ελπίδα
και το φορτίο γίνεται ασήκωτο
αγγίζω στο στήθος μου το κουμπί
που μου έχεις ράψει
παρ’ όλα τα χρόνια και τη πείνα
παρ’ όλο το χιόνι και τον ύπνο
μπάλωσες την τρύπια μου ζωή
με κλωστές αγαπημένες της αιωνιότητας
Η νύχτα νικά τη μέρα. Κοιτάζω
προς το μοναδικό φωτεινό παράθυρο.
Δεν είναι παράθυρο αυτό, αλλά η ζωή
που καίει πάνω στο στήθος μου, το κουμπί που μου χεις ράψει.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Βλέπω τὰ βουτυρόπαιδα νὰ γράφουνε ρετρὸ σονέττα
καθὼς νὰ πλέκουνε σεμαὶν οἱ κορασίδες.
Θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ, ἀκόμη μία, νέτα-σκέτα:
Δὲν γίνονται σ’ ὅλους, λέξεις οἱ Ἀτθίδες.
Σοῦ τό ’χα εἰπεῖ στὸ ≪Ἂχ-Βὰχ≫ καὶ στὸ ≪Ἅμα Λάχει≫
–κυρίως στὸ καρβουνάδικο τοῦ ὑλοτόμου–
πώς, κάμε ὑπομονή, κι ὅπως καὶ νὰ ’χει
νὰ τραγουδᾶς ≪μεγάλος πειρασμὸς ὁ ἑαυτός μου≫.
Doctores philosophiae et omnium rerum
(Utilium), χάσκουνε μὲ γουρλωμένα μάτια,
μπροστὰ σὲ μίμους φωνασκούς. Δὲν ξέρουν,
τὰ δάση μὲς στὴν θάλασσα καὶ τοῦ βουνοῦ τὸ ψάρι.
Βλέπω καλώδια κι ἱστοτόπους μὲ φωτογραφίες
νεκρῶν ποὺ ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἦρα εἶναι τὸ στάρι.
Βλέπω νὰ πνίγεσαι, σὲ βλέπω δίχως φράγκο,
σ’ ἕνα ντοβλέτι ποὺ τὸ ρήμαξεν ἡ φύρα.
Ξαναγυρνῶ στοὺς κοιμηθέντες. Τὸν σκοπό μου σφύρα.