Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Βύρων Λεοντάρης-Εκ Περάτων ΙΙ (απόσπασμα)



Διαδηλώσεις, λιτανείες, ναυάγια,
συνθήματα σεληνιασμένα
σταυροί και σφυροδρέπανα μπλεγμένα
στους δρόμους πάθη κολασμένα κι άγια.
Στην άκρη της κραυγής «ελευθερία»
γκρεμνός ανοίγεται. Και σκότος
εγένετο βαθύ μέσα στο σκότος
της πίστης...
Β. Λεοντάρης

Ραφαέλ Αλμπέρτι- Ο καλός άγγελος




Κάποια χρονιά, καθώς κοιμόμουν,

κάποιος που δεν περίμενα

πρόβαλε στο παράθυρό μου.


— Σήκω! Κι είδανε τα μάτια μου

φτερούγες και σπαθιά.


Πιο πίσω, βουνά και θάλασσες,

σύννεφα, κορφές και φτερά,

τα βασιλέματα, τις αυγές.


— Κοίτα την εκεί! Τ’ όνειρό της

κρεμασμένο στο τίποτε.


— Αχ, τρίσβαθε πόθε, στέρεο μάρμαρο,

στέρεο φως, στέρεα κι άπιαστα

νερά της ψυχής μου!


Κάποιος είπε: Σήκω!

Και βρέθηκα εκεί όπου ήσουν.


Μετάφραση: Κλείτος Κύρου

Κλείτος Κύρου, Ξένες φωνές, Κέδρος, Αθήνα 1979

T. S. Eliot -Υστερία



Καθώς ξέσπασε σε γέλια είχα την αίσθηση ότι έμπαινα
στο γέλιο της, ήμουν μέρος του, ώσπου τα δόντια της έγιναν
μόνο σκόρπια αστέρια με ροπή στην ομαδική άσκηση.
Με ρούφαγε με κοφτό λαχάνιασμα, με εισέπνεε σε κάθε
στιγμιαία ανάνηψη, χάθηκα τελικά στα σκοτεινά σπήλαια
του λαιμού της, μωλωπισμένος από τον σφυγμό αθέατων
μυώνων. Ο γηραιός σερβιτόρος με χέρια τρεμάμενα
άπλωνε βιαστικά ένα τραπεζομάντηλο μ΄ άσπρα και ροζ
καρό πάνω στο σκουρασμένο πράσινο σιδερένιο τραπέζι
μουρμουρίζοντας: «Αν η Κυρία και ο Κύριος επιθυμούν να
πάρουν το τσάι τους στον κήπο, αν η Κυρία και ο Κύριος
επιθυμούν να πάρουν το τσάι τους στον κήπο…».

Κατέληξα πως αν γινόταν να σταματήσει το στήθος της
ν’ ανεβοκατεβαίνει, θα μπορούσα να μαζέψω μερικά από
τα θραύσματα του δειλινού και στο σκοπό αυτό συγκέντρωσα
την προσοχή μου με εξαιρετική λεπτότητα.

(Μετάφραση: Β. Πολύζος)

Κλείτος Κύρου-Θα ξαναγυρίσουμε

του Γιώργου

Θα ξαναγυρίσουμε
Όταν οι ελιές θα ντύνουν στο χρυσάφι τα γέρικα όνειρά τους
Όταν τα μελτέμια θα κινούν να χαϊδέψουν τις εφήμερες πεζολογίες του νησιού
Όταν δυο μάτια σκοπελίτικα θα φωτιστούν απ’ τη χαρά του γυρισμού
Τούτο το καλοκαίρι είτε το άλλο που θα ’ρθει
Δεν έχει σημασία πότε
Κάποιο καλοκαίρι τέλος πάντων θα ξαναγυρίσουμε
Πιο δυνατοί πιο μεστωμένοι
Έχοντας συνοψίσει το νόημα της πρώτης προσπάθειας
Πειθαρχώντας στη νοσταλγία του Αιγαίου

Θα ξαναγυρίσουμε
Συνοδευόμενοι από γυναίκεια στήθια σ’ ενάντιον άνεμο
Κι από τον βασιλιά τον Στάφυλο με το αρχαίο σπαθί του
Ποιος θα βρεθεί να μας τον ιστορήσει
Πιο νέοι πιο ξανθοί πιο ακμαίοι
Χωρίς αυταπάτες μ’ αγκαλιές γιασεμιά
Να φυτέψουμε στου πελάγους τη ράχη
Τον σπόρο του έρωτά μας

Από τη συλλογή Αναζήτηση (1949)

Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Κλείτος Κύρου, εν όλω | Συγκομιδή 1943-1997 (εκδ. Άγρα, 1997)


 

Amy Levy--Ξημέρωμα



Τη νύχτα σ' ονειρεύτηκα'
όλος ο χώρος ήταν γεμάτος
από την παρουσία σου κι η διαπάλη
στην καρδιά μου είχε κοπάσει.

Όλη τη νύχτα σ' ονειρευόμουν'
Τώρα το πρωινό είναι γκρίζο
Πώς θα σηκωθώ και θ' αντικρύσω
την άδεια μέρα;

Amy Levy (1861-1889)

Μτφ: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
Πηγή: http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2008/08/

Marina Cvetaeva-[ Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο]

 Έγραφα πάνω σε μια πλάκα από σχιστόλιθο

Και πάνω στα ξεθωριασμένα φτερά μιας βεντάλιας,

Και πάνω στην άμμο των ποταμών και των θαλασσών,

Πάνω στον πάγο με πατίνια και πάνω στο γυαλί μ' ένα δαχτυλίδι,


Και πάνω στο φλοιό των αιωνόβιων δέντρων,

Και στο τέλος, για να το μάθουν όλοι,

Ότι αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες, αγαπήθηκες!

Και υπέγραφα τις λέξεις αυτές με ένα ουράνιο τόξο στον ορίζοντα.


μετάφραση: Μαριλένα Καρρά

Πηγή: http://authorsandwriterstooktheirownlives.blogspot.com/2008/08/

Marina Cvetaeva-[Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα]

 Όλα όσα κανείς δεν χρειάζεται, φέρτε τα σε μένα,

Όλα πρέπει να καούν στη φωτιά μου,

Τραβάω σαν μαγνήτης τη ζωή και το θάνατο

Για να τα προσφέρω, μικρό δώρο, στη φωτιά μου.

Στη φλόγα αρέσουν τα πράγματα που δεν έχουν βάρος'

Τα κλαδιά του περασμένου χρόνου, οι κορόνες, οι χαμένες λέξεις,

Η φλόγα ξεπετάγεται όταν τροφοδοτείται από τέτοια πράγματα

Και θα ξαναγεννηθείτε πιο καθαροί από τη στάχτη.

Τραγουδώ μόνο μέσα στη φωτιά, όπως και ο Φοίνικας.

Στηρίξτε γερά τη ζωή μου,

Καίγομαι στα σίγουρα, καίγομαι μέχρι να γίνω στάχτη.

Έτσι, η νύχτα θα είναι διάφανη για σας.

Φωτιά από πάγο, πηγή από φωτιά,

Υψώνω ψηλά τη σιλουέτα μου,

Κρατώ ψηλά την αξιοπρέπειά μου

Με την υπόσταση της συνομιλήτριας και της κληρονόμου!

(Verstes II)


μετάφραση: Μαριλένα Καρρά

Marina Cvetaeva-Κάποια μέρα αξιολάτρευτο πλάσμα


Κάποια μέρα, αξιολάτρευτο πλάσμα,
Δεν θα είμαι πια για σένα παρά μόνο ανάμνηση,
Χαμένη μέσα στην γαλανομάτα μνήμη σου,
Χαμένη, θαμμένη, τόσο μακριά, τόσο μακριά!
Θα ξεχάσεις το προφίλ μου με τη γαμψή μύτη,
Το στεφανωμένο από τον καπνό των τσιγάρων μέτωπό μου,
Το συνεχές γέλιο μου που εκνευρίζει τους ανθρώπους,
Και τα άπειρα ασημένια δαχτυλίδια πάνω στο φιλόπονο χέρι μου,
Και τη σοφίτα μας, που μοιάζει με καμπίνα πλοίου,
Και την ακαταστασία των χαρτιών μου.
Θα ξεχάσεις την τρομερή χρονιά, που την εξαΰλωσε η Δυστυχία.
Ήσουν τόσο μικρή κι εγώ τόσο νέα ακόμα!

Μετάφραση: Μαριλένα Καρρά

Γιώργος Βέης-Προοπτική


Μέσα στην αναστάτωση που φέρνει πάντα η πείνα
έχει μάθει να βλέπει
την αλλαγή των εποχών περίστροφο όρθιο
στραμμένα στα σύννεφα τα φορτωμένα επιταφίους
ψελλίζει απειλή, αλλά ακούγεται ωσαννά
ως εάν γαβγίζει θρόμβους
ένα τικ από παλιά στην αρτηρία
κάθε μήνας περνάει με εγκαύματα
κάθε μέρα ληστής των κυττάρων
μα βαστάει γερά του Χάρου το σκοινί
να κατέβει κι αυτός στο
μη με λησμόνει.
Γιώργος Βέης, Βράχια, ύψιλον,βιβλία, 2020

Mathurin Regnier, Epitaphe [Ματουράν Ρενιέ, Επιτάφιο



J'ai vécu sans nul pensement,
Me laissant aller doucement
A la bonne loi naturelle,
Et si m'étonne fort pourquoi
La mort daigna songer à moi,
Qui n'ai daigné penser à elle.

Περνούσε η ζωή μου, γλέντι αληθινό,
δίχως μετάνοια μήτε χαλινό,
κι επήγαινα παιχνίδι κάθε ανέμου.
Τώρα παραξενεύομαι γιατί
ο θάνατος να με συλλογιστεί,
που δεν τον συλλογίστηκα ποτέ μου.

Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

Πάυλος Νιρβάνας-αναζητώντας τη γυμνή αλήθεια

 Και ο άγνωστος εξακολούθησε να γυρεύει την αλήθεια δεξιά κι αριστερά. Τον είχα χάσει κάμποσες ημέρες. Προχθές η τύχη τον έβγαλε πάλι μπροστά μου. Φαινότανε ευχαριστημένος, σαν άνθρωπος που είχε επιτύχει το σκοπό του.

-Τη βρήκατε; τον ερώτησα.

-Τη βρήκα επιτέλους… μου αποκρίθηκε και το πρόσωπό του έλαμπε από χαρά. Τη βρήκα, αλλά δεν ήτανε γυμνή.

Απεναντίας. Φορούσε απάνω της του κόσμου τα κουρέλια. Το μόνο γυμνό μέρος του κορμιού της ήταν η μύτη της. Και προσπαθούσε να την κρύψει κι αυτή. Πώς να τη γνωρίσω; Δε θα τη γνώριζα ποτέ μου, αν δε με βεβαίωνε η ίδια πως είναι η Αλήθεια.

-Από πότε ντύθηκες, γλυκύτατη θεά, την ερώτησα σαστισμένος. Σε ήξερα πάντα γυμνή.

-Λάθος κάνετε, κύριε… μου αποκρίθηκε. Ποτέ μου δεν παρουσιάστηκα γυμνή στον κόσμο.

-Από σεμνότητα;-Όχι από σεμνότητα, κύριε. Από υπερηφάνεια. Είμαι πάρα πολύ άσχημη και γριά, ώστε να παρουσιάζομαι γυμνή στον κόσμο. Παρουσιάζομαι πάντα ντυμένη, όπως με βλέπετε.

-Ώστε η φήμη της περίφημης γύμνιας σας;

-Πρόληψη, καθαρή πρόληψη, κύριε.

-Κι εκείνοι που καυχιούνται πως σας παρουσιάζουν γυμνή;

-Απατούν τον κόσμο, απλούστατα. Ποτέ κανένας δε με παρουσίασε γυμνή. Μονάχα η Ψευτιά παρουσιάζεται γυμνή. Γιατί η Ψευτιά είναι πάντα ωραία και πάντα νέα. Αυτά μου είπε η Αλήθεια, κύριε. Και με ρώτησε να της πω τι θέλω απ’ αυτήν. «Θέλω, της είπα, να δω κι εγώ μια φορά γυμνή την Αλήθεια». Και την παρακάλεσα να γδυθεί. Εστάθηκε αδύνατο να την πείσω. «Ποτέ δε με είδε γυμνή ανθρώπινο μάτι… μου είπε. Αν μ’ έβλεπαν γυμνή οι άνθρωποι, δε θα μπορούσα πια να ζήσω. Και θα ήτανε το τέλος του κόσμου». Αυτή την καταπληκτική αποκάλυψη μου έκανε ο άνθρωπος που γύρευε να βρει την Αλήθεια γυμνή και τη βρήκε ντυμένη, εξαφανισμένη μέσα στα πιο βαριά και αδιαφανή ρούχα. Έτσι, μέσα στη θριαμβική γύμνια της εποχής μας, η μόνη γυναίκα που απόμεινε ντυμένη είναι, ως φαίνεται, η Αλήθεια. Ας μη δοκιμάσει κανένας να τη γδύσει. Θα πέσει νεκρός στα πόδια της.

Marina Tsvetaeva-Φαίδρα (απόσπασμα)


Η αγάπη δεν είναι δική μας ενέργεια. Ούτε πάθος. Ούτε επιλογή. Αν εμείς αγαπούσαμε όποιον εμείς θέλαμε, θα ήμασταν οι τελευταίοι παλιάνθρωποι. Εμείς αγαπάμε αυτόν που επιλέγει η αγάπη. Η θέλησή της καλεί την επιθυμία μας. Δοσμένο και ξεχασμένο. Ληφθέν και ξεχασμένο. Κανένας δεσμός. Καμία συγγένεια. Αφού αγαπήσω διαχωρίζω τις ευθύνες μου. Αφού αγαπηθώ διαχωρίζω τις ευθύνες μου. Δίχως συνέπειες. Αν υπήρχε εδώ κάποιος να του μιλήσω, τώρα που έμεινα ολομόναχη, ας ήταν οποιοσδήποτε, θα στεκόμουν απέναντί του ασυγκίνητη και θα τον κοιτούσα κατάματα για να του μιλήσω για το χάσιμο που γίνεται στον έρωτα, όταν δεν μπορείς παρά να χαθείς μέσα του, να γίνεις πια όλη εκείνος, ν' αφήσεις έξω καθετί δικό σου για να βρεθεί χώρος εντός σου ώστε να χωρέσει εκείνος απαράλλαχτος, να πάρει ό,τι θέλει από αυτά που είσαι, να πετάξει αυτά που δεν θέλει, και να τα αντικαταστήσει με όσα επιθυμεί... Η αγάπη πάντα συναινεί στην απώλεια. Η αγάπη δεν φέρνει αντίσταση καμιά. Η αγάπη δεν διασώζει τίποτα... Αγαπώ και χάνω. Αγαπώ και χάνομαι. Προτού σβήσουν όλα, κρατώ μια αμυδρή εικόνα από εκείνο το πρώτο χάσιμο στη φαντασία του έρωτα. Ούτε καν αυτό... Μόνο το χάσιμο... Αγαπώ και χάνομαι...

Μarina Tsvetaeva (8 Οκτωβρίου 1892 - 31 Αυγούστου 1941)
Φαίδρα, μτφρ.: Χρήστος Χρυσόπουλος, εκδόσεις Νεφέλη.

Joni Mitchell - Both Sides Now

 


Rainer Maria Rilke- Κι ὅταν κάποτε θα πρέπει να διδάξεις


Κι ὅταν κάποτε θὰ πρέπει νὰ διδάξεις
γιατὶ προσμένει νὰ τοῦ πεῖς, ἕνα παιδί,
ἢ γιατὶ ὁ ξένος σου
μπαίνει στῆς λάμπας σου τὸν κύκλο
σκοτεινιασμένος ἀπ᾿ τὴν ἄχνα τοῦ βραδιοῦ,
ἢ ποὺ τὸ βῆμα σου κάποτε ξαστοχᾶ
κι᾿ ὡσότου ξαναφέξει
πρέπει κι᾿ ἐσὺ σὲ φίλους νὰ σταθεῖς
ἢ ποὺ ἕνας φίλος περασμένος, ποὺ φοβᾶται
πὼς κλονίζεται ἡ φιλία πού ῾χε ἀρχίσει στὰ τυφλὰ
ἀπαιτώντας ἀπὸ σένα νὰ τοῦ γράψεις -
τότε πρέπει στὸν ἑαυτό σου νὰ τὸ πεῖς συνειδητὰ
τί σημαίνει «νὰ διδάσκεις»:
Μὲ λόγια ποὺ βαθιά σου τὰ γνωρίζεις
ἑκούσια νὰ πεῖς: ὑπάρχω ἐγώ.
Κι᾿ ἀκόμη πιὸ πολὺ
διδάσκω δὲν θὰ πεῖ: σὲ κάποιον
γιὰ τὴν σύμπτωση νὰ λὲς τῶν ἐποχῶν
πῶς συμβαίνει καὶ γιατί·
διδάσκω θὰ πεῖ: Γιὰ τὸν Ἕνα νὰ ρωτήσεις τὸν καθένα
ποὺ τοῦ μοιάζει στὴ σιωπή...
Ράινερ Μαρία Ρίλκε ( 1875 – 1926)

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

Rainer Maria Rilke-Το λαούτο


Το λαούτο, ναι, είμαι. Αν θέλεις, αν ποθείς να βάλεις
σε σκίτσο τις κυρτές μου ηδονικές καμπύλες,
να μου μιλάς σαν νά ’μαι σύκο, που ’χει κοίλες
τις γεύσεις μέσα του ώριμες. Και να υπερβάλλεις
τα σκότη που εντός μου βλέπεις, σα νά ’ναι δρόμοι
που παν στο σκότος της Τυλίας. Στο αιδοίο
δεν ήτανε πυκνό, αφού η φωτεινή της κόμη
σαν σάλα πάμφωτη ήταν. Κι έπαιρνε μιά-δύο
σταγόνες ήχο από την επιφάνειά μου
στην όψη της, για να μου τραγουδάει. Γνώστης
εγώ των αδυναμιών της, με δικιά μου
ευθύνη ωθούσα το δικό μου εντός εντός της.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Εδουάρδο Γκαλεάνο-Ένας κόσμος ανάποδα (απόσπασμα)

Όσοι δουλεύουν φοβούνται μη χάσουν τη δουλειά τους.
Όσοι δε δουλεύουν φοβούνται μη δε βρουν ποτέ δουλειά.
Όποιος δε φοβάται την πείνα φοβάται το φαγητό.
Οι οδηγοί αυτοκινήτων φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν τα αυτοκίνητα.
Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να τα πει.
Οι πολίτες φοβούνται τους στρατιωτικούς, οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων, τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων.
Ζούμε στα χρόνια του φόβου.
Φοβάται η γυναίκα τη βία του άντρα και ο άντρας την άφοβη γυναίκα.
Φόβος των κλεφτών, φόβος της αστυνομίας.
Φόβος της πόρτας χωρίς κλειδαριά, του χρόνου χωρίς ρολόγια, του παιδιού χωρίς τηλεόραση, φόβος της νύχτας χωρίς υπνωτικά χάπια και φόβος της ημέρας χωρίς διεγερτικά χάπια.
Φόβος του πλήθους, φόβος της μοναξιάς, φόβος απ’ όσα έγιναν και για όσα θα γίνουν, φόβος του θανάτου, φόβος της ζωής.

EDUARDO GALEANO, Ένας κόσμος ανάποδα, μετ. Γεωργία Ζακοπούλου

Eduardo Galeano, Ένας κόσμος ανάποδα | μτφρ.: Γεωργία Ζακοπούλου | εκδόσεις Πιρόγα

Seamus Heaney- Μαζεύοντας βατόμουρα

για τον Philip Hobsbaum

Όψιμος Αύγουστος, με δυνατές βροχές και ήλιο,
σε μια βδομάδα μέσα τα βατόμουρα ωριμάσαν.
Μονάχα ένα, στην αρχή, θρόμβος στιλπνός, μαβής,
μέσα σε κόκκινα και πράσινα σκληρά κομπάκια.
Αυτό το πρώτο έφαγες κι η σάρκα του γλυκιά,
σαν το πηχτό κρασί∙ μέσα του αίμα καλοκαιριού
που λέκιαζε τη γλώσσα, γέννησε τη λαχτάρα
να δρέψεις τον καρπό. Ύστερα και τα κόκκινα σκουρήναν∙ κι η πείνα
μάς έστειλε με κάδους, άδεια κονσερβοκούτια και βαζάκια του γλυκού,
εκεί που αγκύλωναν τα βάτα και το νωπό γρασίδι ξάσπριζε τις μπότες μας.
Στα σταροχώραφα, ανάμεσα στ' αραποσίτια και τις πατατιές
τρέχαμε και σοδιάζαμε, ώσπου οι κουβάδες ξεχειλίσαν,
πάτοι καμπανιστοί σκεπάστηκαν απ' τους χλωρούς καρπούς
και στην κορφή αστράφτανε σκούροι, μεγάλοι σβόλοι
σαν μια πιατέλα μάτια. Τα δάχτυλά μας έκαιγαν
από των βάτων τις ακίδες, κολλούσαν οι παλάμες μας, σαν του Κυανοπώγωνα.
Καταχωνιάσαμε τα ολόφρεσκα βατόμουρα στο στάβλο
μα όταν τα καλάθια μας είχανε πια γεμίσει, βρήκαμε ένα χνούδι
Μύκητες γκρίζοι, στο χρώμα του αρουραίου, είχανε τη σοδειά μας κατακλύσει
ώς κι ο χυμός τους έζεχνε. Κομμένα από το θάμνο,
τα φρούτα είχαν ξινίσει∙ η σάρκα, από γλυκιά, στυφή είχε γίνει.
Πάντα μού ερχότανε να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο
τα ωραία μας κοφίνια να μυρίζουν σήψη.
Kάθε χρονιά έλπιζα να κρατήσουν, και το' ξερα – ματαίως.
Από τη συλλογή Ο Θάνατος ενός φυσιογνώστη (1966)
μτφρ. Κατερίνα Σχινά

Τάσος Λειβαδίτης- Αντίο

Κάποτε μια νύχτα θ’ ανοίξω τα μεγάλα κλειδιά των τρένων για
   να περάσουν οι παλιές μέρες
οι κλειδούχοι θα ‘χουν πεθάνει, στις ράγιες θα φυτρώνουν
   μαργαρίτες απ’ τα παιδικά μας πρωινά
κανείς δεν έμαθε ποτέ πως έζησα, κουρασμένος από τόσους χειμώνες
τόσα τρένα που δε σταμάτησαν πουθενά, τόσα λόγια που δεν
   ειπώθηκαν,
οι σάλπιγγες βράχνιασαν, τις θάψαμε στο χιόνι
που είμαι; γιατί δεν παίρνω απάντηση στα γράμματά μου;
κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά
   απ’ αυτό το πάθος μας για κάτι πιο μακρινό
κι ο αγέρας που κλείνει απότομα τις πόρτες και μένουμε
   πάντοτε έξω
όπως απόψε σε τούτο το έρημο τοπίο που παίζω την τυφλόμυγα με
   τους νεκρούς μου φίλους.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα
   δε θα γραφτούν ποτέ…

Βιολέτες για μια εποχή,
 1985, 
Εκδόσεις Μετρονόμος, τ. 3, σ. 257.

Έκτωρ Κακναβάτος- Ούριος άνεμος


Είναι που τα μάτια μου
έρπουνε στο μελί κορμί σου
γεμάτο φυσαρμόνικες
κι ανοίγουν στράτες του χαμού και πάω'
χαμένος σε ντερβένια
όπως λιώνει πρωινή μοτοσυκλέτα
θωρώντας την Τριπολιτσά εν στύσει.

Τα μαχαίρια της Κίρκης, 1981.

Τα ποιήματα, τ. Β΄, Άγρα 1990.

Βασίλης Λαλιώτης- Εκπλήρωσις Ποιήσεως



Μνήμη Γιάννη Κακριδή


Χρόνια περνούσαν τα παιδιά τη σκάλα για το διάλειμμα
Φθείροντας με τα πόδια τους γράμματα ελληνικά
Αδιάβαστα αιώνες, του Αρχίλοχου (το γράφει
Ο φιλόλογος στο πώς ευρέθη το μάρμαρο της Πάρου).
Μ’ αρέσει αυτή η εικόνα μιας αυλής σχολείου
Με φωνές παιδιών και τρέξιμο κυνηγητού με πεδιλάκια
Που ανυποψίαστα προσφέρουνε χλωρές φωνές
Σε αρχαία μάρμαρα και μιλώντας την ανάγκη τους
Είναι σαν να επιστρέφουνε ζωή στην πέτρα.
Αυτή είναι μοίρα ελληνική, θα έλεγε ο Καβάφης,
Κι ακόμα εκπλήρωσις ουσίας της ποιήσεως.
Για τα γραμμένα λόγια να υπάρχουνε παιδιά
(στις εσχατιές του χρόνου εδώ, κι ακόμα πέρα)
Που θα περάσουν πάνω τους και θα τα φθείρουν
Με πεδιλάκια και φωνές χλωρές στα ελληνικά.

Λαλιώτης Βασίλης ( 1959 - )
 Ποιητική συλλογή: Τα μαύρα του Γκόγια, Εκδόσεις: Ενδυμίων  2017.

Πηγή: http://www.periou.gr/%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%85%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Pierre Reverdy-Διάδρομος



Είμαστε δύο
Ακολουθώντας την ίδια γραμμή
Μέσα στους μαιάνδρους της νύχτας
Δύο στόματα που δε συναντιούνται
Ένας θόρυβος βημάτων
Ένα ελαφρύ κορμί γλιστρά προς το άλλο
Μια πόρτα τρέμει
Ένα χέρι προβάλει
Θα θέλαμε νʼ ανοίξουμε
Η φωτεινή ακτίνα στέκεται όρθια
Εκεί μπροστά μου
Και είναι η φωτιά που μας χωρίζει
Μέσα στη σκιά όπου σαστίζει το προφίλ σου
Ένα λεπτό χωρίς να αναπνεύσεις
Η ανάσα σου περνώντας μʼ έχει κάψει.

Μετάφραση: Κώστας Ριτσώνης
Πηγή: http://www.poiein.gr/2012/12/20/pier-reverdy-1889-1960-dhiethiaoa-ioon-eae-adhssiaoni-ethooao-neoothico/

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Adam Zagajewski - Σαν βασιλιάς της Ασiνης



Σαν τον βασιλιά της Ασίνης στον Σεφέρη – σκέφτηκα,
ενθυμούμενος αυτό το εξαιρετικό ποίημα:
λιοπύρι, γαλήνια θάλασσα, κενό κάτω απ’ την χρυσή προσωπίδα,
δυο άτομα στο κανό, βουβά βράχια,
ογκώδης κόσμος, και από απέναντι μόνο
η «Ασίνη» και ο άρχοντάς της – μια μόνο λέξη
σ’ ολόκληρη την Ιλιάδα,
η πιο σύντομη αναφορά στον κατάλογο των πλοίων.
Κι εγώ πολλές φορές αναζητούσα τους απόντες –
σε τόσες πόλεις, στο αεροπλάνο, στα ερείπια
των ηττημένων εξεγέρσεων, συνομοσπονδιών,
στην αποτυχημένη εκδρομή στις Συρακούσες,
στις μακρινές βόλτες στο Παρίσι,
στην ακτή του ωκεανού, στον οποίο
θα βυθίζονταν ολόκληρη ήπειρος.
Σαν τον βασιλιά της Ασίνης στον Σεφέρη, σκέφτηκα –
τίποτα κάτω απ’ τη χρυσή προσωπίδα, ζωντανή απουσία –
μα το κενό αυτό κάθε στιγμή μπορεί
να γεμίσει, αφού μπορεί να συμβεί,
ο βασιλιάς ξαφνικά να γυρίσει και ο χρυσός να λάμψει θριαμβευτικά.
Στον κήπο κουνιούνται οι υγροί θάμνοι του φραγκοστάφυλου,
ο άνεμος φυσάει. Να ξέρεις πως περιμένουμε. Συνέχεια περιμένουμε.

[Από τη συλλογή Το αόρατο χέρι /Niewidzialna ręka, 2009/]

μετάφραση: Μπεάτα Ζουλκιέβιτς

Adam Zagajewski



(1945-2021). Ποιητής από την Πολωνία. Γεννήθηκε στο Λβοβ (σήμερα στην Ουκρανία) και το 1963 μετοίκησε στην Κρακοβία όπου σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Γιάγκελλον. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 έδρασε ως αντικαθεστωτικός και συμμετείχε στο αντιπολιτευτικό λογοτεχνικό κίνημα. Το 1979 έλαβε υποτροφία από το διεθνές Kunstlerprogramm του Βερολίνου και πέρασε δύο χρόνια σε αυτή την πόλη. Από το 1982 έζησε στο Παρίσι και το 2002 επέστρεψε στην Κρακοβία. Την άνοιξη του 1988 άρχισε να διδάσκει για ένα εξάμηνο ανά έτος στο πρόγραμμα Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου του Χιούστον. Το 2007 έγινε μέλος της Επιτροπής Κοινωνικής Σκέψης του Πανεπιστήμιου του Σικάγου, όπου δίδασκε λογοτεχνία για ένα τετράμηνο τον χρόνο. Έχει τιμηθεί με πολλές σημαντικές διακρίσεις όπως το Neustadt Prize (2004), το Ευρωπαϊκό Βραβείο Ποίησης του ιδρύματος Cassamarca (2010), το κινεζικό Βραβείο Ποίησης Zhongkun (2014) κ.ά. Το 2010 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Ήταν αντεπιστέλλον μέλος του ελληνικού Κύκλου Ποιητών. Έχει δημοσιεύσει αρκετές ποιητικές συλλογές και συλλογές δοκιμίων. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η συλλογή ποιημάτων του Μαθήματα πιάνου (2014).

Πηγή: https://booksjournal.gr/poiimata/3170-san-vasilias-tis-asinis

Federico Garcia Lorca - Μάνος Χατζιδάκις - Νένα Βενετσάνου-Ήταν καμάρι της αυγής

 

Νάνα Βενετσάνου - Ήταν καμάρι της αυγής ( Ματωμένος γάμος)


Φλέρυ Νταντωνάκη - Ήταν καμάρι της βροχής

Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις Στίχοι: Federico Garcia Lorca Μετάφραση: Νίκος Γκάτσος Ερμηνεία: Νένα Βενετσάνου Άλμπουμ:Η Νένα Βενετσάνου τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι – 1998

Ήταν καμάρι της αυγής και καβαλάρης όμορφος τώρα μια χούφτα χιόνι. Γύρισε κάμπους και βουνά και πανηγύρια πέρασε στην αγκαλιά των κοριτσιών. Ποιος το 'λπιζε να γίνουνε τα μούσκλια τα νυχτιάτικα στεφάνι στα μαλλιά του.

Νικηφόρος Βρεττάκος-Pietà


Στήν Καλλιόπη Νακοπούλου
Στόν ἀντίκρυ μου τοῖχο, ὅταν ἔσβυνε
τὸ φῶς τά μεσάνυχτα, δέσποζε
μιά εἰκονίτσα τῆς Παναγίας. Ἡ ἀστραπή στὸ παράθυρο,
μές στόν ὕπνο μου, νόμιζα πώς δέν ἦταν παρά
ἡ γλυκιά ἀντηλιά ἀπ’ τό ἐπίχρυσο χέρι της
πού τό σήκωνε στὸ σκοτάδι·
προσευχόταν στά τηλεφωνικά σύρματα νά μοῦ φέρουν
ἀπό μακριά μιά φωνή, στόν ταχυδρόμο στόν κύριο Πόρτουνιε
νά μοῦ φέρει ἕνα γράμμα, στόν κεραυνό ν’ ἀπομακρυνθεῖ.
Ἀλλά ἐκεῖ ποὺ δεότανε, κ’ ἔλπιζε,
θαρροῦσα πώς ἄκουγα γιομάτη ἀπό ἔντρομο
σπαραγμό τήν κραυγή της, μαζί μέ τόν πάταγο μιᾶς
χιονοστιβάδας πού ὀλίσθαινε, ἀθέατη, ἔφτανε,
γκρεμιζόταν ἀπανω μου καί μέ σκέπαζε.
[Το ποίημα πρωτοδημοσιεύθηκε στον 3ο τόμο της ΟΔΟΙΠΟΡΙΑΣ, 1972

Νικηφόρος Βρεττάκος-Παλαιοί μόνιμοι κάτοικοι


Ἐδῶ περιφέρονται κ’ οἱ σκιές τῶν προγόνων μου.
Κάποτε μάλιστα θαρρῶ πώς ἀνοίγει
τοῦ μεγάλου, ἀκατοίκητου παλιοῦ μας
σπιτιοῦ τό παράθυρο ὁ πατέρας μου.
Πώς βγάζει σιγά-σιγά τό κεφάλι, βγάζει
τό χέρι· μέ τό μεγάλο του δάχτυλο
μοῦ δείχνει στό βάθος κάτι
σάν ὄνειρο, κάτι σάν ἕνα περί-
πλανώμενο, ἄπιαστο, οὐράνιο
τόξο.
Τόν ρωτῶ
ἄν αὐτό πού βλέπει μπορεῖ νά εἶναι
ἡ ειρήνη. Μέ ἀκούει καί ἀθόρυβα,
χωρίς ν’ ἀπαντήσει, κλείνει σιγά-σιγά
τό παράθυρο πάλι ὁ πατέρας μου.
[Από το ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΔΩΡΕΑ, 1986]

Νόννος-Διονυσιακά (38, 108-135)



Την ομορφιά της βλέποντας ο φλογισμένος Ήλιος,
οπού για μήνες δώδεκα τον κόσμο στεφανώνει
και στον εφτάδιπλο ουρανό πορεύεται ένα γύρο,
ο κυβερνήτης της φωτιάς, γι’ άλλη φωτιά πονούσε.
Τη λάμψη των αχτίδων του, της άμαξας τη φλόγα
με τον πυρσό τους οι Έρωτες τα είχαν υπερνικήσει
την ώρα που ροδίζοντας του Ωκεανού τα πλάτη
το φλογισμένο του κορμί ξέπλενε, και την είδε.
Γυμνή, κοντά στο δρόμο του, ξάνοιξε την παρθένα
να κολυμπά στα πατρικά νερά τσαλαβουτώντας.
Καθώς λουζόταν άστραφτε· θαρρείς φεγγοβολούσε
ολόγιομη κι ολόλαμπρη στα νάματα η Σελήνη.
Έστεκε η κόρη απέδιλη, μισόφαντη ως τη μέση,
τα ροδαλά της μάγουλα τοξεύοντας τον ΄Ηλιο.
Καθρεφτιζόταν στα νερά το θώρι του κορμιού της·
δε σκέπαζε τα στήθη της κανένα στηθοπάνι,
κι η στρογγυλάδα των λευκών μαστών ροδοκοπούσε
σφαντάζοντας μες στα νερά, που λες κι αντιφωτίζαν.
Την πάντρεψε ο πατέρας της με τον ουρανοδρόμο,
κι οι Ώρες καλοπόδαρες τραγούδησαν το γάμο
τον φωτεινό του Ηλιάτορα, το γάμο της Κλυμένης.

Μετάφραση: Φάνης Κακριδής

Paul Valery -Η Λουόμενη


Καρπός σαρκός και λούζεται σε κάποια φρέσκια στέρνα
(γαλάζιο μες σε κήπους ριγηλούς) αλλά έξω απ’ το νερό
αυτόνομη μια κεφαλή απ’ τα σφιχτά της στέρνα
αστράφτει ολόχρυση σαν προτομή, σημείο θανατερό.
Το κάλλος εκκολάπτεται στο ρόδο και στ’ αγκάθι!
Από καθρέφτη εβγήκε, και της στάζουν τα κοσμήματα
αλλόκοτες φωτιές σπασμένες, και μι’ αγκάλη με άνθη
τ’ αφτάκι τής τσιγκλίζει με ό,τι λεν γυμνά τα κύματα.
Αόριστο ένα μπράτσο πνίγηκε στο διάφανο μη ον,
σαν πήγε μι’ άνθινη σκιά να δρέψει, πλην ματαίως –
κοιμάται, κυματίζει τώρα στο κενό των ηδονών·
και τ’ άλλο καμπυλώνεται σαν ουρανός ωραίος
στην πλούσια κόμη της και υγραίνεται στο ύψος του ώμου
πιασμένο στη χρυσότρελη πορεία ενός εντόμου.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής


 

Βαγγέλης Φίλος-Δοξαστικό


— Έτσι θα βαδίσουμε, ολημερίς θρηνώντας;
— Όχι!
Καθώς υγρό φιλί με άγγιξε, έδωσε ο λόγος βάθος στο
νόημα και διέγραψα όλο τον περασμένο χρόνο. Και είδα
παντού χέρι Θεού να σβήνει τις λύπες. Και μια δροσοσταλίδα ολόφωτη.
Και δεν είχα ξανά γνωρίσει τέτοια λάμψη. Και χαρά στο
μέσα στήθος άλλη, τέτοια, δεν είχα ματανιώσει.
Και η κληματαριά έσταξε βροχή χρυσή και τίναξα τα
φτερά μου στο ξέφωτο. Και ήμουν παιδί στην αλάνα. Και
ήταν απόγιομα. Και είχε ακόμα ο ήλιος χρόνο. Και σήκωσα την πέτρα ψηλά· και παίρνοντας φόρα, την τίναξα
μακριά. Κι αυτή σφύριξε παράξενα στον άνεμο και ύστερα
χάθηκε στον δρυμό. Και ήμουν ο νικητής στο παιχνίδι.
Και τα κορίτσια ήρθαν κοντά κι άπλωσαν τα κεντήματα.
Και ύστερα, σαν να μην έφταναν οι βελονιές, χαμογελούσαν· και είχε η κάθε μια στα μάτια της ζωγραφισμένη μιαν
υπόσχεση. Κι εγώ μεθούσα στην άργητα. Ώσπου να πάει
και να ’ρθει το βλέμμα και η απόκριση. Ώσπου ν’ ανέβει η
συστολή ψηλά, να προδοθεί στο άναμμα. Πώς να κρυφτεί
το αίμα που τινάζεται; Ο πόθος;
Ήταν απόγιομα και βράδυ δροσερό κι αυγούλα ρόδινη. Και είδα παντού χέρι Θεού να σβήνει τους θανάτους.
Και ύστερα με πήγε αλλού το στριφογύρισμα του χρόνου. Και ήταν εκεί Θεά. Και θυμάμαι ήμουν ακόμα άγουρος, όμως έμοιαζε όλα να τα ξέρω· και όσα συνέβησαν είχαν ξεχαστεί.
Και αυτή με κοίταζε. Μου είπε ότι ερχόταν από άλλη
χώρα, όπου ηχεί η ανατολή ίδια με το βασίλεμα και η νύχτα νανουρίζει όλες τις έγνοιες. Έβγαλα από την τσέπη μου
μια φυσαρμόνικα. Παίξε, της είπα. Κι έλυσε αυτή τα ξανθά
και με τα γαλανά με κοίταξε.
Ήταν πρωί κι έσταζε η φύση την ανάσα της· και τραγούδησε εκείνη. Κι έλαμπε το πρόσωπο, τα μάτια έλαμπαν, γιατί είχε περάσει από παντού η χαρά και η πένα αντί για λέξεις ζωγράφιζε άνθη. Και οι στίχοι όπως κυλούσαν γίνονταν παφλασμοί και θρόισμα. Και οι ήχοι γίνονταν εικόνες, κορίτσια γίνονταν και πουλιά, και μνήμες χαρμόσυνες, και φιλιά.

Βαγγέλης Φίλος
, Ολόριο, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2017

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου-Δύο ποιήματα

Προσευχή

Πρίγκηπα, χρειάζομαι χρήματα, κι άλλα χρήματα
Σ’ έναν κόσμο που αλλάζει αδίσταχτα χρειάζομαι χρήματα
Για να σε κερδίσω δε θα φτάναν όλα τα τραγούδια της γης
Χρειάζομαι πολλά, πάρα πολλά μπορώ να σου πω

Αυτά τ’ ανθοκήπια, κι αυτές οι πισίνες, κι αυτά τα υδρόβια
Μες στα δωμάτια που μας προσμένουν χρειάζονται χρήματα
Χρειάζομαι τόσα λεφτά για τσιμέντο και χάλυβα κι όλη τη θάλασσα
Χρειάζομαι φως από πικρό αμμοχάλικα, α, Πρίγκηπα
Κι είμαστε τόσο, μα τόσο φτωχοί

Χρειάζομαι χρήματα να γεννηθώ σαν και εσένα απαράλλαχτος
Το ήρεμο γαλάζιο τοπίο στα μάτια σου χρειάζεται χρήματα
Τα μισάνοιχτα χείλη σου και το άσκεφτο ανάβλυσμα
Η ανώφελη άγνοια χρειάζεται χρήματα
Να παγιωθεί

Άρχοντα, δε νιώθω πια τίποτε ούτε για σένα
Το παιχνίδι μας δεν αλλάζει τα καθορισμένα βήματα
Χρειάζομαι χρήματα για να μεταμορφώσω ένα χερσότοπο
Σε πανδαιμόνιο μουσικής.

Το παλιό σου κρασί

Το παλιό σου κρασί είναι βέβαια καλύτερο, Άρχοντα
Σπιθίζει τόσο όμορφα στα παθιασμένα σου χείλη
σιροπάτο από το άρωμα της οξιάς και της πεύκης
πιο ευγενές από το αθώο όλο μάλαμα χρώμα του
σωστό βάλσαμο για τις άδολες υπάρξεις

Αυτά σκεφτόμουνα, Άρχοντα, καθώς μαδούσα ένα τριαντάφυλλο
Περίλυπος μες στο τρεμουλιαστό σου φως και μονάχος
Σέρνοντας πόδια γυμνά στην ξεπλυμένη έρημο
Αυτά σκέφτομαι ξανά και ξανά στο ιδεόγραμμα
Μιας πόλης που χάνεται σιγά μες στη μνήμη μου
Καθάριο γυαλί χιλιάδων ωρών η μορφή σου

Γιατί τα δάκρυα δεν ωφελούνε σε τίποτε, Πρίγκηπα
Φώτα και στάχτη, ρόδο κι αγκάθια, σώμα και θρύψαλα
Γι' αυτό με τα χρόνια χάνω, σιγά κάθε νόημα
Αν όλ' αυτά γίνουν ξάφνου μια πένθιμη λάμψη.

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, Ωδές στον Πρίγκιπα, εκδόσεις Ύψιλον, 1991

Διονύσης Σαββόπουλος-Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη


Άλμπουμ: Δέκα χρόνια κομμάτια
Συνθέτης: Σαββόπουλος Διονύσης
Στιχουργός: Σαββόπουλος Διονύσης

Τη νύχτα αυτή η αστυνομία

μάζεψε τους αλήτες απ’ το πάρκο

πλάκωσε το εκατό

κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα

φύγε φύγε όσο έμεινε καιρός

γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα

πως βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός

και το στόμα σου φαρμάκι απ’ τα τσιγάρα

το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός

μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ’ τα τζάμια.


Από όλα τα τραγούδια

αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά

η ζωή μου έχει αλλάξει

κι έτσι τώρα δε με ζαχαρώνουν πια

Το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω

το δωμάτιο είναι κρύο και στενό

όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω

σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό.


Όταν πέφτει το σκοτάδι

στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν

την αλήθεια ποιος θα μάθει

ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν

Η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά,

στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν

και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά

και το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι.


Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω

Αλέξη πες μου,

Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι

το καλοκαίρι έχει τελειώσει

από καιρό έχει τελειώσει

τι ζητάς

στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά

κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια

μετανάστες ξαναγύρισαν εδώ

τρομαγμένοι φεύγουν απ’ τη Γερμανία

την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ.


Μην κοιτάς τους στρατιώτες

στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί

μου θυμίζουν επεμβάσεις

μου θυμίζουν δυσκολίες ΙΧ

την θυμάμαι ένα κάμπο να διαβαίνει

στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει

η συννεφούλα μου κερδίζει το παιχνίδι

τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλίδι

κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή


Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω

Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω

τα ορφανά μου που κρυώνουνε

μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό

που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει,

όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό

στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό

οι γιατροί δε μας δίνουν σημασία

βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία


Η μποτίλια έχει αδειάσει

του μπάρμπα Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει

κι απ’ το πάρκο μέχρι εδώ

η σειρήνα του εκατό

ακούς ουρλιάζει

το δωμάτιο είναι κρύο και στενό

κι ο Τσιτσάνης μ’ ένα γιάλα με προγκάρει

αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά

δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να την ψάξεις

αλλά εσύ που μ’ αγαπούσες

μια φορά όπως πριν έτσι και τώρα θα με νιώσεις.


Μιχάλης Κατσαρός-Η στάκτη


Μετά είναι η στάκτη
όσο είναι καιρός
αν είναι δέντρο
θα γίνει φλεγόμενο δάσος
Ανησυχώ για τους κατοίκους
της στάκτης
όσο ακόμα είναι καιρός
Η στάκτη μαζεύει

Πλάτων Ροδοκανάκης-Ο ύμνος του μαχαραγιά

Mon cœur s’ est senti malade dans ma poitrine,

Depuis me premiers jours jusque à l’ heure présente.

 

Pantoum Malais

 

 

            Όταν το μαύρον του κόρακος πτερόν εφώλευε υπό την ασελγή των βλεφαρίδων σου νύκτα, η ζηλότυπος χειρ της Λακμέ ηθέλησε να το σύρη μακράν. Ο Σίβας όμως ετίναξε επάνω εις τας παρειάς του όσον είχε απομείνει χρώμα, και εσκόρπισε εκεί τους μαύρους στήμονας ενός άνθους, το οποίον κοκκινίζει μαδημένον, και λιποθυμεί εις τα χείλη σου.

 

            Είναι μαργαρίται μαύροι, τους οποίους θα συνάξω με κοράλινα δίκτυα, εις την επιφάνειαν μιας θαλάσσης από γάλα.

 

            Μαύρα ριπίδια είναι, τα οποία ανοιγοκλείονται με ηδονικούς σπασμούς, επάνω από τους αργυρούς κάλυκας των τριανταφύλλων του Γάγγου, όταν η πεταλούδα απορροφά με λαγνείαν τα ολόγλυκά των φιλήματα.

 

            Κάτω από την θλιβεράν κυπάρισσον μιας παγόδας από πορσελάνην, εκεί εις τα κρυστάλλινα νερά, με το οποία μοιρολογεί η πηγή των Βραχμάνων το αιματοκύλισμα της ροδοδάφνης, συνήντησα τους μαύρους των περιστερών οφθαλμούς, όταν εβόιζον και έτρεχον να δροσίσουν τα χιονώδη πτερά των.

 

            Όπως οι μαύροι κύκνοι της Ωκεανίας, οι οποίοι κολυμβούν και διασχίζουν τους πορφυρούς κρίνους και τους ωχρούς λωτούς των μαγευμένων λιμνών, είναι οι μαύροι του προσώπου σου θρόμβοι.

 

            Εις εν μαρμάρινον στερέωμα σβήνονται καθώς άστρα, τα οποία απηνθράκωσεν ο φλογισμένος των χειλέων σου γαλαξίας.

 

            Είναι καθώς οι όνυχες της οδαλίσκης, βαμμένοι με κνα, όταν ταλαντεύη τους μαύρους των βοστρύχων της όφεις, και απλώνει με πόθον τα αλάβαστρα δύο λαξευτών βραχιόνων, εις το λευκόν σώμα του γυμνού ερωμένου της.

 

            Ομοιάζουν προς το σκοτεινόν νέφος με το οποίον στρώνει ο ιδρωμένος χνους, την χλιαρότητα της μελιχρώδους μασχάλης των εφήβων του Ζάρο.

 

            Μού ενθυμίζουν την πυκνήν, την βλάστησιν των εβένων, ήτις περιβάλλει τα μαρμάρινα άδυτα των σωμάτων.

 

            Παν σώμα γυμνόν, είναι ναός ελεφάντινος.

 

            Είναι ιερόν του Μίθρα ή της Αστάρτης, όπου η ψυχή τελεί Ελευσίνια.

 

            Το πρόσωπόν σου έχει την κουρασμένην έκφρασιν του άνθους μανωλίας, όταν από το μετάξινον κύπελλον των πετάλων του μεθύσκονται οι λευκοί παπαγάλοι, με τας βαλαμώδεις των τροπικών ευωδίας.

 

            Όταν.έκυψες δια να συνάξης τους σκορπισμένους καρπούς των βυσσίνων, εσύρθησαν αι μαύραι νεφέλαι της κόμης σου κάτω.

 

            Δύο ηφαίστεια μαρμάρινα, ανεστραμμένα, είχον εκραγή επί του στήθους σου.

 

            Εν μέσω του καπνού εκείνου παρετήρησα τας φλογεράς κορυφάς των, και τα χείλη μου εκάησαν από τας μαύρας ρανίδας της λάβας η οποία εσκορπίζετο πέριξ.

 

            Αι τίγρεις της Βεγγάλης και οι πάνθηρες της Λαχώρας, αν συνενώσουν τας μαύρας φολίδας του χρυσομάλλου του δέρατος, δεν θα συμπυκνώσουν ποτέ τόσην νύκτα, όσην η δρόσος εσκόρπισεν εις μαύρας σταγόνας, κάτω από τους αιματωμένους μαστούς σου.

 

            Θέλω τα χείλη μου να απλωθούν, όπως μαραίνονται και φυλλορροούν και χύνονται πέριξ τα δαντελλωτά πέταλα του οπίου.

 

            Πυρακτωμένα θέλω τα χείλη μου να απλωθούν και να πυρπολήσουν τους μαύρους κόκκους της αλόης, η οποία θυμιάζει της σαρκός σου την δόξαν.

 

            Η θρησκευτική ευωδία των Περσικών αγρών να υπνωτίση τας αισθήσεις μου θέλω, και να διαιωνισθή η πένθιμος ηδονή των οφθαλμών μου, εις την φλόγα των απηγορευμένων της Κίνας οπτασιών.-

 

 

Πλάτων Ροδοκανάκης : De profundis (επιλογή), εκδόσεις Στιγμή 1987, σ. 15-18.


Ο επιμελητής της έκδοσης Νάσος Βαγενάς σημειώνει (αυτόθι, σ. 65-67) : «(…) Ένας συγγραφέας που θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος των υπερρεαλιστών μας – αδιάφορο αν αυτοί τον διάβασαν ή όχι – είναι ο λησμονημένος σήμερα Πλάτων Ροδοκανάκης του De profundis. (…) (Π)αράγει με τη μεταλλική και απαστράπτουσα καθαρεύουσά του μια στιβαρή φωνή, που απομακρύνει τα πεζοτράγουδά του από τον γλυκερό συναισθηματισμό των πεζοτράγουδων σε δημοτική. (…) Θα πρέπει σήμερα να δούμε το De profundis με καινούργια μάτια. Γιατί η υπερρεαλιστική εμπειρία μάς κάνει ν΄ ανακαλύπτουμε σ΄ αυτό ορισμένα στοιχεία που ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τα διακρίνει κανείς προηγουμένως. Η γλώσσα του De profundis, που δημοσιεύεται το 1908, μέσα στην ατμόσφαιρα των επινικίων της δημοτικής στην ποίηση, φαίνεται σήμερα λιγότερο σαν μια επιβίωση της ελληνικής ρομαντικής έκφρασης και περισσότερο η καταστρατήγηση μιας, ιστορικά αναγκαίας όμως κατά βάθος απλοποιητικής, γλωσσικής ορθοδοξίας, το προοίμιο μιας διάθεσης που θα ολοκληρωθεί αργότερα με την Υψικάμινο».


Πλάτων Ροδοκανάκης (1883-1919)

 Πηγή: https://www.sarantakos.com/kibwtos/rodokanakhs_maxaragias.html 

Knuts Skujenieks-Το κουμπί

Όπως μια κερασιά

που κρατά στην κορφή της

το τελευταίο της φρούτο

έτσι κρατώ κι εγώ στο κουρελιασμένο μου πουκάμισο

το τελευταίο και μοναδικό κουμπί


κάθε που χάνονται οι μνήμες και η ελπίδα

και το φορτίο γίνεται ασήκωτο

αγγίζω στο στήθος μου το κουμπί

που μου έχεις ράψει


παρ’ όλα τα χρόνια και τη πείνα

παρ’ όλο το χιόνι και τον ύπνο

μπάλωσες την τρύπια μου ζωή

με κλωστές αγαπημένες της αιωνιότητας


Η νύχτα νικά τη μέρα. Κοιτάζω

προς το μοναδικό φωτεινό παράθυρο.

Δεν είναι παράθυρο αυτό, αλλά η ζωή

που καίει πάνω στο στήθος μου, το κουμπί που μου χεις ράψει.


Knuts Skujenieks ( 1936 - )
Mετάφραση: Νίκη Μαραγκού

Πηγή: http://www.poiein.gr/2011/03/23/aoeynuia-ooci-iyic-dhisscoc-adheiyeaea-aethnaio-iyanco-aiynio/

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Θάνος Ανεστόπουλος-Κάποτε τα δεσμά θα σπάσουνε


Κάποτε τα δεσμά θα σπάσουνε 
Κάποτε τα δεσμά που μας κρατούνε θα σπάσουνε από την εκκωφαντική λέξη της αλήθειας.
Κάποτε οι ρομαντικοί θα είναι περισσότεροι απ τις νιφάδες της μεγαλύτερης χιονόπτωσης του αιώνα
Κάποτε θα μάθει να απαντάει η ψυχή όταν την ψάχνεις ουρλιάζοντας να την έβρεις στο σκοτάδι
Κάποτε θα αποκρυσταλλωθούν τα δάκρυά μας
και οι κοιμισμένες μας φωνές θα ξεπαγώσουν
Κάποτε τα σύννεφα θα χρησιμεύουν μόνο σα βαμβάκι στα μαξιλάρια μας
κι όχι σαν σκηνικό της ήττας του φωτός
 
 
Κάποτε απ το ατσάλι δεν θα φτιάχνουν μόνο σπαθιά αλλά και καρδιές που θα αντέχουν στα τέλη
Κάποτε θα μου πεις πως μ’ αγάπησες…αληθινά
…και οι σιωπές θα γίνουνε κλειδιά
να ανοίξουνε τις φυλακές
που κρατάνε μέσα τους
την ματαιότητες των πράξεων και τον λόγων
που δεν μπορέσαμε να μην είχαμε κάνει
που δεν μπορέσαμε να μην είχαμε πει…κάποτε 

Πηγή:http://poihtikostayrodromi.blogspot.com/2016/09/blog-post.html 

Δημήτρης Κοσμόπουλος-Ο Ηλίας Λάγιος, Πρωτοχρονιά του 1895

ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ

 

Βλέπω τὰ βουτυρόπαιδα νὰ γράφουνε ρετρὸ σονέττα

καθὼς νὰ πλέκουνε σεμαὶν οἱ κορασίδες.

Θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ, ἀκόμη μία, νέτα-σκέτα:

Δὲν γίνονται σ’ ὅλους, λέξεις οἱ Ἀτθίδες.

 

Σοῦ τό ’χα εἰπεῖ στὸ ≪Ἂχ-Βὰχ≫ καὶ στὸ ≪Ἅμα Λάχει≫

–κυρίως στὸ καρβουνάδικο τοῦ ὑλοτόμου–

πώς, κάμε ὑπομονή, κι ὅπως καὶ νὰ ’χει

νὰ τραγουδᾶς ≪μεγάλος πειρασμὸς ὁ ἑαυτός μου≫.

 

Doctores philosophiae et omnium rerum

(Utilium), χάσκουνε μὲ γουρλωμένα μάτια,

μπροστὰ σὲ μίμους φωνασκούς. Δὲν ξέρουν,

 

τὰ δάση μὲς στὴν θάλασσα καὶ τοῦ βουνοῦ τὸ ψάρι.

Βλέπω καλώδια κι ἱστοτόπους μὲ φωτογραφίες

νεκρῶν ποὺ ἐπιμένουν ὅτι ἡ ἦρα εἶναι τὸ στάρι.

 

Βλέπω νὰ πνίγεσαι, σὲ βλέπω δίχως φράγκο,

σ’ ἕνα ντοβλέτι ποὺ τὸ ρήμαξεν ἡ φύρα.

Ξαναγυρνῶ στοὺς κοιμηθέντες. Τὸν σκοπό μου σφύρα.