Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Antonio Porchia - Voces (αποσπάσματα)

 4


Ό,τι γεννιέται σ’ αυτό τον κόσμο κουβαλάει μαζί του τα γηρατειά αυτού του κόσμου.


21


Η ζεστασιά σου κράτησε τόσο λίγο που την ένιωσα κρύα.


76


Είναι πιο εύκολο να τη σηκώσεις άμα πέσει παρά να μην την αφήσεις να πέσει. Άφησέ την λοιπόν να πέσει και τη σηκώνεις.


216


Όταν ψάχνω για την ύπαρξή μου, δεν ψάχνω μέσα μου.


311


Και ν’ αποκοτούσα το αγαθό που δεν μου αξίζει, δε θα μπορούσα να το ζήσω͘  το αγαθό που μου αξίζει, ναι, θα μπορούσα να το ζήσω, ακόμα κι αν δεν το αποκτούσα.


386


Μ’ έμαθαν πάντα να κερδίζω, όχι να χάνω. Ευτυχώς που έμαθα, μόνος μου, να χάνω.


Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς


Πηγή: monocleread. gr


Μπάμπης Χαραλαμπόπουλος - Τρία ποιήματα

 1. Εξομολόγηση ενώπιον Ταϋγέτου


Κόκκινη σαϊτιά στο μάτι

κατρακυλά ο Οκτώβρης

στους δροσερούς μυώνες του βουνού


Λίγο να φταρνιστεί ο νήπιος βοριάς

κι ακούς το χειροκρότημα από τα φύλλα

αγγελικό παιάνισμα στο γύρω σύμπαν


Κίτρινη κλωστή δένει το φωτολόι

στο λαιμό της καρυδιάς

η μέρα χαϊδεύεται στον χρωστήρα ορίζοντα


Στο μπράτσο ένα μικρό κουνούπι

καλωσορίζει τη νύχτα που έρχεται

ανάφτει το φεγγάρι τη φωτιά του

βαμμένος χρώματα

αναπνέω τον άνθρωπο που είμαι.



2. Ό,τι αφήνουμε πίσω


Παλιές φωτογραφίες

κανείς δεν τις ψάχνει

έχουν το άσπρο

και το μαύρο του χρόνου

σαν τα ποιήματα

που δεν διαβάζονται

και γι’ αυτό

δε γερνάνε.


3. Τα ποιήματα είναι άνθρωποι


Τα ποιήματα είναι άνθρωποι

τα μάτια τους, τα μάτια του ήλιου

τον πόνο ζεσταίνουν

τις ασέληνες νύχτες πυρπολούν

με τις αγκαλιές τους χέρια



γροθιάζουν τις λέξεις μία- μία

πότε καρφώνουν ένα άγνωστο έψιλον

στα κουφάρια που σαπίζουν τα όνειρα

πότε κτυπούν στο δόξα πατρί

τα δύσκολα απογεύματα

μ’ ένα κατάπληκτο φι

πότε μ’ ένα ορμητικό ζήτα

πνίγουν τα καθάρματα εξάπαντος .


Τα ποιήματα είναι άνθρωποι

το χρόνο κλοτσούν στο κεφάλι

τις μαύρες πλερέζες του θανάτου ξεκοιλιάζουν


και σαν άνθρωποι

τα ποιήματα δε ντρέπονται ποτέ

όταν δεν πρέπει να σιωπήσουν.



Το πρώτο («Εξομολόγηση ενώπιον Ταϋγέτου») είναι δημοσιευμένο στην ποιητική συλλογή : «Κατάστηθα στο χρόνο» τα επόμενα δύο αδημοσίευτα.


Μίλτος Σαχτούρης - Η επίσκεψη


Εκείνο τ’ απόγεμα ξύπνησα με μιαν έντονη επιθυμία να κατέβω στον Πειραιά να επισκεφτώ την οικογένεια Κ. Με την οικογένεια αυτή, τα παλιά χρόνια, είχαμε πολλές φιλίες. Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, σιγά σιγά αραίωσαν οι συναντήσεις μας, ώσπου κατάντησε στο τέλος να μη βλεπόμαστε καθόλου. Θα ’χαν περάσει πέντε ‒ έξι χρόνια από την τελευταία συνάντησή μας.Αυτά σκεφτόμουν καθώς ξύπνησα εκείνο τ’ απόγεμα με την τυραννική, την έντονη κι επίμονη επιθυμία να κατέβω αυτό το ίδιο τ’ απόγεμα να επισκεφτώ τους Κ.Όταν βγήκα στο δρόμο κατάλαβα πως κάτι ασυνήθιστο μου συνέβαινε. Μι’ αφάνταστη γαλήνη, μι’ αλλόκοτη χαρά με είχε πλημμυρίσει. Μ’ αυτή τη διάθεση μπήκα στο πρώτο ταξί που βρήκα μπροστά μου και είπα:«Στον Πειραιά!».Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγεμα, ήτανε Μάρτης. Απ’ τα παράθυρα τ’ αυτοκινήτου, καθώς προχωρούσαμε, κοίταζα τα σύννεφα που κι αυτά είχαν πάρει κάτι από τη Χάρη, κάτι από την ελαφράδα που ένιωθα μέσα μου.Σαν φτάσαμε στον Πειραιά, τ’ αυτοκίνητο κατευθύνθηκε στην προκυμαία.Εκεί κατέβηκα μπροστά σ’ ένα πελώριο άσπρο πλοίο που σφύριζε κιόλας, έβγαζε καπνούς κι ήταν πλημμυρισμένο με κόσμο.Ανέβηκα πάνω και ζήτησα τον καπετάνιο.«Εντάξει», μου είπε χαμογελώντας, «φεύγετε επιτέλους, τα έξοδά σας είναι κανονισμένα για πάντα και για όποιο μέρος κάθε φορά βρισκόσαστε.»«Φεύγετε επιτέλους», επανέλαβε. Και πραγματικά καθώς έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο της καμπίνας, είχαμε βγει κιόλας έξω από το λιμάνι του Πειραιά.

Μίλτος Σαχτούρης - Άσπρα ωραία καράβια όπως μου άρεσαν πολύ



Άσπρα ωραία καράβια
όπως μου άρεσαν πολύ
Γεμάτο το λιμάνι του Πειραιά από μεγάλα
άσπρα καράβια σαν κι αυτό που μνημονεύω
στο τελευταίο ποίημά μου στα " Εκτοπλάσματα".
-Ναι, όλα τα έξοδά μου πληρωμένα -γελάω-
και για όποιον τόπο κι αν πάω πληρωμένα-
- γ ε λ ά ω-
Να πάω και να χαθώ μια για πάντα,
κόκκινε σκυλοκέφαλε καπετάνιε

να χαθώ μια για πάντα

Καταβύθιση, 1990

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Vincent Van Gogh - Κρανίο με αναμμένο τσιγάρο


 

Δημήτρης Δούκαρης - Ποιήματα


Αφού υπάρχεις εσύ

αφού υπάρχεις εσύ,
με τα μαλλιά σου απλωμένα στη θάλασσα,
με τ’ απέραντα κοκκινωπά μαλλιά σου
βυθισμένα στην απέραντη θάλασσα
το πρόσωπο μου στολισμένο στα μαλλιά σου,
τα δάχτυλα μου αναπτερωμένα στα μαλλιά σου ―
αφού υπάρχεις εσύ,
σαν επιθυμία και υπόσχεση,
όχι μονάχα ωκεανός,
όχι μονάχα ορίζοντας
με τα μαλλιά σου και με τα μάτια σου,
με τα σφιχτά κλουβιά, τα χείλια σου ―
δε θα τη νοσταλγήσω πια
εκείνη τη φυγή που γνώρισα,
πριν να γνωρίσω την υποταγή
μπροστά στα πόδια σου.

Στον λουτήρα

Ολόγυμνα τα σώματά μας στους ατμούς,
ο υδραυλικός δεν έφτιαξε ακόμη
καλά τη βρύση·
σ’ έψαχνα με τα μάτια μου
στις άδηλες λεπτομέρειες,
σχεδόν ψηλαφητά·
μ’ έψαχνες με τα μάτια σου υγρά
στις ανεπαίσθητες γωνιές·
μια ελάχιστη επαφή ακόμη
στους ατμούς,
το δυνατό φως,
«μη με κοιτάζεις έτσι» ―
ολόγυμνοι και πλήρεις
μέσα στους ατμούς.

Τα φιλιά

Το μόνο που θυμάμαι
είναι τα φιλιά,
όλες οι άλλες λεπτομέρειες
μου διαφεύγουν ―σώμα, κινήσεις,
διαγράμματα
και τα λοιπά.
Το μόνο που θυμάμαι
είναι τα φιλιά
στα χείλια,
σα χαρακιές στα χείλια ― το πάθος
αισθάνομαι ακόμη
πάνω στα χείλια·
σαν απόγνωση
τα φιλιά.

Η τεράστια νύχτα

Τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα
τριγύρω μου· και τα βήματά μου,
δίχως ίσκιους,
μέσα στη Νύχτα
θέλω να γράψω ένα ποίημα
τεράστιο σαν τη Νύχτα,
αλλά όμορφο σαν Εσένα·
ένα ποίημα για τα πειστικά
και καθαρά μάτια σου,
ένα ποίημα φανταστικό
σαν τα μαλλιά σου·
παντού αιωρούνται τα μάτια σου,
πάνω στα χείλια μου
ανεμίζουν τα μαλλιά σου·
τόσο τεράστια πάλι η Νύχτα
και τα ζωντανά σχήματα
της απουσίας σου, τεράστια
σαν τη Νύχτα.

Πηγή: https://edromos.gr/%CE%BC%CE%B5-%CF%8C%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-57/

Χρίστος Ρουμελιωτάκης -Ξένος Ειμί και άλλα Ποιήματα

 ΛΥΓΜΟΣ ’56

Το να μην ξέρω να κολυμπώ
το νιώθω
μα το να ξέρω
και να μη φτάνω έως απέναντι
με θανατώνει.

ΚΑΡΑΒΙΑ ’57

Θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φεύγουνε
με τα πανιά τους
γεμάτα γαλάζια μάτια

θέλω να μου πεις
για τα καράβια που φτάνουνε
με το κατάστρωμά τους
γεμάτο τροπικό ήλιο

εγώ θα σου μιλήσω
για τα καράβια που ακινήτησε ο άνεμος
δυό μίλια έξω απ΄ το λιμάνι.

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΄60

όταν θα στεγνώσουν τα δάκρυα
κι η μέρα θάναι μακριά και στέρεη
σαν καραβόσκοινο
θα συναντηθούμε πάλι
σε κείνο το υπαίθριο καπηλειό
κι όπως καπνίζοντας τον απολογισμό θα κάνουμε
θα πούμε πάλι για τους φτωχούς
και τους κατατρεγμένους
που κι αν δεν πέρασαν βέβαιο είναι πως σύντομα
στη σωτηρία θα περάσουν όπως βέβαιο είναι
πως μονάχα εμείς οι δύο
έξω από την πρόσκαιρη και την αιώνια σωτηρία
αναπολόγητα καταδικασμένοι θα τριγυρίζουμε.

ΑΕΤΟΙ ΄60

Της συνομοταξίας των αετών
αδόκητος κληρονόμος
εκείνων που στον ουρανό
τ΄ όνομά τους μ΄ αστέρια
έγραψαν
και στους τοίχους με αίμα
ελευθερία
στέκομαι τώρα και απορώ
στην καμπίσια ψυχή μου
τα φτερά τους πως θα μπολιάσω.

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΄61

Καθώς δεν είμαι πια παιδί
και καθαρό είν΄ εμπρός μου
ό,τι ερήμην μου
άγνωστοι θεσμοθέτες μου ορίσανε
διόλου δε σκιάζομαι και δεν ανησυχώ
όπως ο μακεδόνας στρατηλάτης ανησυχούσε
μη κι ο πατέρας μου
ολόκληρο τον κόσμο κατακτήσει
το πήρα πια απόφαση εκείνος
δεκαπέντε χρόνια πολιτικός εξόριστος
δεν άφησε τίποτε
να κατακτήσω εγώ για τη γενιά μας.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΕΦΤΑΣΕ ΝΩΡΙΣ

Σεπτεμβρίου δεκαεπτά μέρα Τετάρτη
ανοίγω το σάκκο με τα χειμωνιάτικα
το σακκάκι μου το παντελόνι μου
δυό πουλόβερ
στην εσωτερική τσέπη μια απόδειξη συστημένου
(η απάντηση δεν ήλθε ποτέ).

Ο χειμώνας έφτασε νωρίς φέτος απροσδόκητα.

ΑΛΛ΄ ΟΤΑΝ ΒΛΕΠΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ

΄Ολο το λέω εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας
αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
να χαμηλώνουν στο ίδιο συρματόπλεγμα
αλλ΄ όταν βλέπω τα μάτια σας
το νιώθω πως είμαστε από το ίδιο αίμα
εσείς κι εγώ σύντροφοι επαγρυπνητές.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

Δεν είναι τα όνειρα
αυτά και πότε ήταν
ούτε ο πρακτικός βίος που ανατράπηκε ξαφνικά
την μάνα μου συλλογίζομαι απόψε
στρατόπεδο παραμονή Χριστούγεννα
που θα γυρίζει μοναχή της μέσ΄ στο σπίτι
που θα κοιτάζει τα βιβλία μου
και θα κλαίει.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τώρα ο καθένας
ας απλώσει τη δική του τη θάλασσα
άλλη θάλασσα ας μη περιμένει
τώρα ο καθένας
ας ανοίξει τους δικούς του ασκούς
άλλος άνεμος δε θα υπάρξει
και πια τι να τις κάνουμε τις σάλπιγγες
τώρα που ο πόλεμος τελείωσε.

ΞΕΝΟΣ ΕΙΜΙ
Στον Τάσο Καπερνάρο

Ξένος ειμί και μισθοφόρος —
κάθε φορά που στη στροφή βλέπω τη θάλασσα
το νιώθω.

΄Ολη τη μέρα πολεμώ σε ξένο τόπο
τα βράδια, κάτω από το λύχνο,
καθώς με πιάνει η νοσταλγία της πατρίδας
συγγράφω την ανάβασή μου.

Ξένος ειμί και μισθοφόρος —
αν τη διαβάσετε να είστε επιεικείς,
στην εποχή μου
δεν υπήρχε άλλος τρόπος να πεθαίνεις.

ΜΟΝΟ Ο ΟΡΕΣΤΗΣ
Στην Ειρήνη Δάγλα

Το βλέπω τώρα
πάλι και πάλι που αναδιφώ το ίδιο μυθιστόρημα,
τα πρόσωπα αλλάζουν θέσεις συνεχώς,
έρχονται, φεύγουν, επιστρέφουν,
αποσύρονται —
μόνο ο Ορέστης μένει αμετακίνητος
σε χτυπημένα υπόγεια και συνελεύσεις
χωρίς νερό, χωρίς ψωμί,
χωρίς μαχαίρι,
όποια σελίδα της ζωής μου κι αν γυρίσω.

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ

Χ.Κ.Τ., ετών σαράντα, επίκουρος καθηγητής,
με ειδικότητα στο δίκαιο του ανταγωνισμού
και τη ναυαγιαίρεση.
Σπίτι στα βόρεια προάστεια,
σπίτι παραθαλάσσιο,
σκάφος αναψυχής
ή τρις εις θάνατον,
όπως προφητικά είχε προτείνει ο Επίτροπος
είκοσι χρόνια πριν,
όταν ολόφωτα σφυρίζαν τα καράβια στο λιμάνι.

ΤΟ ΣΚΥΛΙ

Μου λεν να πάρω ένα σκυλί —
καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ΄ αρχίσει πάλι ν΄ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θά ΄ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.

ΚΟΥΡΔΟΙ

Κούρδοι ή Κούδροι,
μερικές φορές τα χείλη μου μπερδεύονται.
όμως τα βράδια,
όταν στην πολιτεία απλώνεται η σιγαλιά
και τα τριζόνια του κήπου μου
μετασταθμεύουν στο μυαλό μου,
η ψυχή μου ένοπλη
ανηφορίζει στα βουνά σας
και ντουφεκάει
για τη λεφτεριά σας που ανατέλλει
και τη σκυλίσια μου ζωή
που ξημερώνει πάλι αύριο.

ΕΝΥΠΝΙΟΝ ΄88

΄Ηρθε ο πατέρας μου τη νύχτα
και με φώναξε
μαθαίνω πράγματα, μου λέει,
και φοβούμαι,
να πληρώνεις το νοίκι σου και τα κοινόχρηστα
και τα άλλα,
όπως συμφώνησες.
Μα πατέρα, του λέω,
εδώ δεν είναι το σπίτι μου, είναι η φυλακή,
δεν το βλέπεις;
κι αυτή δεν είναι η βρύση που στάζει,
είναι η ζωή μου
που στραγγίζει σταγόνα – σταγόνα..
Το ξέρω, μου λέει,
αλλά και συ το ήξερες και υπόγραψες
και τώρα οφείλεις να πληρώσεις,
όπως όλοι μας.

ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

Ξημερώματα της Παραμονής
η Μαρία, με το αίμα στο στόμα,
ανοίγει την πόρτα και χάνεται στο χιονιά
εμάς τους άλλους, μαύρη Μαρία,
θα μας προλάβει ο καινούργιος χρόνος.

ΣΑΡΛΟΤ ΚΟΡΝΤΑΙ
Στην ΄Ελσα Λιαροπούλου

Και τη Σαρλότ Κορνταί βοήθησε
να καταλάβει επιτέλους,
πως δεν μπορεί να αναβάλλει επ΄ αόριστον
αναζητώντας το κατάλληλο μαχαίρι
έτσι κι αλλιώς όποιο μαχαίρι κι αν διαλέξει
το κάρο έχει αρχίσει να κυλάει
και στα ωραία της μαλλιά στριφογυρίζουνε
προπαροξύτονοι της μοίρας οι άνεμοι.

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ

Πέρασαν τόσα χρόνια
κι όμως θυμάμαι ακόμη
τη μέρα εκείνη πάνω στη γέφυρα
φυσούσε ένας αγέρας απαλός
και συ έγερνες επάνω μου
και τραγουδούσες
αστέρι και φεγγάρι μου
ύστερα ο αγέρας δυνάμωσε
και ξαφνικά αρχίσαμε να πετούμε,
πετούσαμε χαμηλά
πάνω από τις στέγες,
πάνω από τα δέντρα,
πετούσαμε, πετούσαμε –
έτσι ήταν οι μέρες εκείνες
γεμάτες μικρά αλλεπάλληλα θαύματα.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΒΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει,
λέει πως είναι άγριος
κι ότι θα με φάει.

– Λύκε, λύκε που γυρίζεις
μοναχός στο χιόνι,
έχω τη μανούλα μου
και δεν είμαι μόνη.

΄Ενας λύκος κάθε βράδυ
μου τηλεφωνάει
και μου λέει παραμύθια
και μου τραγουδάει.

– Λύκε, λύκε δεν πιστεύω
ό,τι κι αν μου λες,
ξέρω ότι είσαι μόνος
και τα βράδια κλαις.

Ο ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Κάποτε ναι το πίστευα κι εγώ,
πως ο δεσμός που τόνε λένε γόρδιο
είναι αξεδιάλυτος
και μόνο το σπαθί του Μακεδόνα στρατηλάτη
δίνει τη λύση.

΄Ισως έτσι, ίσως αλλιώς, μικρή μου Μαρία,
μα τώρα ξέρεις
με το δικό σου στοχασμό και με τα δάκρυα
πως μόνο το σπαθί του Μακεδόνα στρατηλάτη
ή οποιοδήποτε σπαθί ή εγχειρίδιο
τον κόμπο που ανεβαίνει στο λαιμό μας,
όταν σφυρίζουν τα καράβια στο λιμάνι,
τον κόμπο το δικό μας,
δεν τόνε ξεδιαλύνει.

ΑΜΑ ΗΡΙ ΑΡΧΟΜΕΝΩ

Σ΄ αυτό τον κήπο άνθιζαν οι φίλοι,
πίναν κρασί και διασταυρώνανε τα ξίφη τους
με τον Μαρκήσιο, με τη Ρόζα, με το θάνατο.

Φύγαν οι φίλοι, τσάκισε ο Μαρκήσιος,
η Ρόζα πάλι στον τροχό
κι ο κήπος μου πάντα στην ίδια θέση.

Το βλέπω τώρα, ήρι αρχομένω,
καθώς εισβάλλουνε τα χρόνια κι ο καιρός
και το χειρότερο το γράφω.

΄Ετσι έγινε και έτσι θα γίνεται πάντοτε,
μικρή μου Μαρία,
με τον Μαρκήσιο, με τη Ρόζα, με το θάνατο.

Κι αλίμονο σ΄ εκείνον
που πατρίδα τώρα δεν έχει
και περιφέρεται σε στερεότυπα και ξένους ουρανούς.

Ο ΚΗΠΟΣ ΜΟΥ

Φτιάχνω την πέργκολα και απλώνω το γιασεμί μου
για νά ΄ρχονται τα χελιδόνια την άνοιξη
να χτίζουν τη φωλιά τους.

Ασπρίζω τους φράχτες μου και κλαδεύω το νυχτολούλουδο
για να λάμπει ο ήλιος τα μεσημέρια
και νά ΄ρχονται τα αηδόνια μεσάνυχτα.

΄Ετσι έγινε και έτσι θα γίνει, μικρή μου Μαρία,
και κράτησε γερά το σκοινί,
άλλο έλεος δεν υπάρχει.

ΣΕ ΒΛΕΠΩ

Σε βλέπω και θαρρώ πως είναι ψέμα,
είναι αυταπάτη και αντικατοπτρισμός,
σ΄ ένα φτηνό ξενοδοχείο,
νύχτα –
Τουλούζ Λωτρέκ ή άγγελος Κυρίου
ή της ζωής μου
ο έσχατος χρησμός;

ΞΕΡΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Ξέρω τα μάτια σου,
ξέρω τα χείλη σου, ξέρω τα μαλλιά σου,
ξέρω το σημαδάκι
που άφησε φεύγοντας ο κεραυνός –
θέλω να πω,
ίπταμαι πάλι επί πτερύγων ανέμων,
βαδίζω πάλι στα κύματα της θαλάσσης,
ξαναβάζω το αίμα στις φλέβες μου
και σ΄ αγαπώ.

Η ΑΧΙΒΑΔΑ

Προχθές
τραβώντας το κρεβάτι
βρήκα το χτενάκι σου,
σαν αχιβάδα,
που τραβήχτηκε η θάλασσα
κι έμεινε στη στεριά.
Και σκέφτομαι
αχ, έτσι γίνεται, Θεέ μου, πάντοτε,
η πιο μεγάλη θάλασσα
να καταλήγει σ΄ ένα ποίημα γλυφό.

ΒΑΡΟΥΤΗΝ ΧΑΝΟΜΕΘΑ
Μια λεπτομέρεια από τη ζωή του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
και μια εισήγηση του συγγραφέα περί του πρακτέου,

Κάπου βαθιά υπάρχουν στο μυαλό μου
ο βίος και τα κατορθώματα
του Αρχηγού Λυκούργου Λογοθέτη,
όπως συχνά τα χρόνια εκείνα
μου τ’ ανιστορούσε
ο φίλος μου Αλέξης Σ.
ο εκ Σαρακηνών.

Όμως απόψε δεν θ’ αναδιφήσω
τον βίο και τα κατορθώματα του—
άλλωστε αυτά τα γράφει ή ιστορία,
θα πω μονάχα και μʼ αυτό τελειώνω
μια λεπτομέρεια που κρίνω,
ότι μπορεί να ρίξει στη ζωή μας
λίγο φως.

Όλούθε, λέει, τον έζωναν οι εχθροί
κι ούτε ψωμί ούτε νερό
κι οι μέρες του
κι οι ώρες ίσως μετρημένες.

Εδώ ας ανοίξω μια παρένθεση
να πω, ότι στον βίο μας
έρχεται κάποια μέρα
που επιβάλλεται να πάρουμε αποφάσεις
κρίσιμες και για μας
και για τους άλλους πού σʼ εμάς προσβλέπουν-
τότε τα λόγια τα πολλά δεν ωφελούν,
δυο λόγια μόνο, ένα κίνημα της κεφαλής,
αυτό ταιριάζει.

Δεν είχε ή ώρα έλεος,
μέτρησε τους δικούς του, τους εχθρούς,
την κακοτράχαλη άνοιξη,
πήρε μολύβι και χαρτί και χάραξε (το μήνυμα)

Βαρούτην χανόμεθα

τίποτε άλλο.

Την ώρα εκείνη τον φαντάζομαι
να γράφει και να υπογράφει τη γραφή
και σαν λιοντάρι η ψυχή του να βρυχάται
βαρούτην χανόμεθα
Τίποτε άλλο.

Βαρούτην, λοιπόν, Αδελφοί, Βαρούτην
και το Μέγα Έλεος.

Δευτερολογία

Και κάτι ακόμη για να μη λυπούμαστε
όπως οι άλλοι,
που δεν έχουνε ελπίδα –
οι Έλληνες ήταν, όταν χάσανε το θάρρος τους,
αυτοί που αργότερα
τον ονομάσανε απόβλητον
και απαράδεκτον εις την πατρίδα
και τον εξόρισαν
όπως από παλιά το συνηθίζουν.

Ά, ναι, και ένα σκύλο και μια καρδερίνα
Και μία τίμια συμφωνία με το θάνατο.


Πηγή: https://www.poiein.gr/2005/10/15/nssooio-nioiaeeuoueco-dhiethiaoa-adhu-oi-iyiio-aeiss/

Γιώργος Σεφέρης - Στροφή


Στιγμή, σταλμένη από ένα χέρι
που είχα τόσο αγαπήσει
με πρόφταξες ίσια στη δύση
σα μαύρο περιστέρι.

Ο δρόμος άσπριζε μπροστά μου,
απαλός αχνός ύπνου
στο γέρμα ενός μυστικού δείπνου. . .
Στιγμή σπυρί της άμμου,

που κράτησες μονάχη σου όλη
την τραγική κλεψύδρα
βουβή, σα να είχε δει την Ύδρα
στο ουράνιο περιβόλι

Ενότητα: «Κοχύλλια σύννεφα» στη συλλογή Στροφή

Μίλτος Σαχτούρης - Ο σωτήρας



Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δώματα αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι


Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη


Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια ανοιχτή πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου


Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία


Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυχώρετη λησμονιά


Ξέχασαν τα δικά μου σ ά ρ κ ι ν α χέρια που κόπηκαν
την ώρα που μετρούσα την αγωνία τους


Η Λησμονημένη, 1945

Μίλτος Σαχτούρης - Για το έργο του



«Τα ποιήματά μου εγώ δεν τα γράφω κομματιαστά. Ούτε τα ανακαλύπτω σιγά-σιγά. Το είπα και άλλοτε, μου ξεπηδάνε από μέσα μου μονοκόμματα. Καμιά φορά δύσκολα, αλλά ολόκληρα. Άλλη ιστορία, αν μερικά τα παιδεύω και βδομάδες ολόκληρες, από δω και από κει. Είχα ταξιδέψει, θυμάμαι, ένα καλοκαίρι εκδρομή με τη Γιάννα. Εγώ κλείστηκα και δούλευα τρία ποιήματα μαζί: το “Κύριε”, το “Πράσινο απόγευμα” και το “Καφενείο”. Και τα τρία ταυτόχρονα. Ούτε κατάλαβα αν πήγα και που πήγα εκδρομή: Αίγινα; Πόρος;»«Τον ποιητή τίποτε δεν εγγίζει, ούτε ο χρόνος. Γιατί έχει μέσα του το παιδικό, το γεροντικό και το δαιμονικό συγχρόνως».

                                        *
Κάποτε, λέει, όταν ο Σαχτούρης βρέθηκε στον Πόρο και μπήκε σε ένα κατάστημα, η πωλήτρια μπέρδεψε νεκρούς με ζωντανούς και του απευθύνθηκε ως να ήταν ο άλλος, - "γεια σας, κύριε Εμπειρίκο. Πώς από τον Πόρο;" 
(...)Τα ’χασα και βγαίνοντας σ’ ένα πεζούλι ζαλισμένος κάθισα. Έγινε ή το φαντάστηκα; Κι όμως με είπε κυρ Αντρέα και Εμπειρίκο. Εκείνος από την Άνδρο κι εγώ από την Ύδρα, τι δουλειά έχουμε στον Πόρο; σκέφτηκα. Και ο Εμπειρίκος να ’ναι δέκα χρόνια πεθαμένος… Και την ώρα εκείνη πέρασε από μπροστά μου ένα σμάρι από σπουργίτια και πολύχρωμα ποδήλατα να περπατάνε. Έτσι πήγα κι έγραψα το ποίημα που φέρει τ’ όνομά του (...).

                                             *

.Και ο ρυθμός βρίσκεται τόσο στην ποιητική εικόνα, οπτική και ακουστική, όσο στην πραγματικότητα από την οποία πηγάζει η εικόνα. .......Μολονότι " η ποίηση είναι λέξεις", επικοινωνεί πριν από τις λέξεις. Η πιο μαγική, η πιο επικοινωνιακή μορφή λόγου είναι η ποιητική. Και επειδή ακριβώς στην ποίηση δεν ξεχνούμε ποτέ τον εξωλεκτικό κόσμο, η ταύτιση των σημάτων μπορεί να οδηγήσει στην ταύτιση των σημάνσεων.

 Ζωή Σαμαρά στην εισαγωγή της στην Ανθολογία: Φωνή από την άλλη ακρογιαλιά.

Μίλτος Σαχτούρης -Το γραμματόσημο

 

Κρύα βλαστάρια παράξενουθανάτουφύτρωσαν στον Ουρανό

ναι, δίχως ύπνο


κι ανοίγανε τα χέριακαι πέφταν και σκορπίζανεχιλιάδες τα μαργαριτάρια

αντίκρυ στέκοταν ένα μανιτάρι
δηλητηριασμένο και τα κοίταζε

το πιο ωραίο γραμματόσημο
Χρωμοτραύματα, 1980

Αλκίνοος Ιωαννίδης - Πάντα θα ξημερώνει

Αν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα. Αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα μέσα στη καταιγίδα… Θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες το μάτι, μέσα στ’ αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη, στη σιγουριά σου αγκίδα… Πάντα θα ξημερώνει. Σκοτάδι αν είσαι αφέγγαρο, λεπίδι δίχως πόνο, δύναμη δίχως όνειρο, ταξίδι δίχως δρόμο οργή χωρίς καθρέφτη… Θα γίνω μέρα που θα `ρθει κι άνοιξη στο λουλούδι μες το γκρεμό σου αντίλαλος και πιο βαθύ τραγούδι στη μαχαιριά που πέφτει… Πάντα θα ξημερώνει. Τι είναι Ζωή, τι μη Ζωή και τι τ’ ανάμεσό τους. Ένα φωσάκι αγέννητο μες την καρδιά του σκότους… Πάντα θα ξημερώνει !!!
 

Μίλτος Σαχτούρης - Ο πειρασμός


Πίσω από τις μαυροφορεμένες γριέςπίσω απ’ την πλάτη τουςτο άσπρο κρεβάτικαι πάνω καταμόναχο το μήλο
όπως και πριν από το μήλοκαταμόναχο ήταν το άνθος το λευκότο σκίσαν με μαχαίρια με ψαλίδιαμ’ αίμα το πότισανκαι τώρα πάνω στο κρεβάτι
κείτεται σάπιο μήλο

γι’ αυτό κι ο άγγελος στην άκρη κάθεται
του κρεβατιού
πίσω από τις μαυροφορεμένες γριέςπίσω απ’ την πλάτη τουςανοίγει τ’ άσπρα του φτερά
το χέρι απλώνει προς το μήλο
Τα Φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο

Μίλτος Σαχτούρης - Ο χορός


Από τις πόρτες έμπαιναν ευτυχισμένοι στολισμένοιάλλοι φορούσανε σπαθιά κι άλλοι μαχαίριακρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέριαόνειρα που έκαιγε ο πυρετός λουλούδια
πρόβαλαν στους καθρέφτες μενεξέδεςωραία πρόσωπα με σταγόνες ασήμιστο μέτωπο και στα μάγουλακόκκινα χέρια τριαντάφυλλα πηχτάο έρωτας που έκαιγε ψηλά στις καπνοδόχες
ο έρωτας που έσταζε στου δρόμου το αυλάκιο έρωτας που βογκούσε κάτω απ’ τα πατήματα
των παπουτσιών
ο ένας να κατέβει τρέμοντας ετοιμόρροπες σκάλεςο άλλος να τις ανέβει τρέχονταςγια να προφτάσουν το αίμα να μην παγώσει
και την καρδιά να μη σκιστείώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο άσπρες βάρκεςκαι μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί
Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο

Marina Cvetaeva - Προχωράς όμοιος με εμένα


Προχωράς όμοιος με εμένα,
Τα μάτια καρφώνοντας κάτω μπροστά σου.
Τα χαμήλωνα κι εγώ σαν εσένα!
Περαστικέ μου, στάσου!
Διάβασε − σαν έρθεις κοντά μου,
Έχοντας συλλέξει μια δέσμη λουλουδιών, −
Πως Μαρίνα ήταν το όνομά μου
Και πόσο ήμουν ετών.
Μην σκεφτείς πως εδώ είναι τάφος,
Πως απειλώντας σε θα εμφανιστώ!
Κι εγώ αγαπούσα με πάθος
Να γελάω, όταν δεν είναι συνετό!
Και το δέρμα μου αίμα πλημμύριζε,
Κι η μπούκλα μου στριφογύριζε!
Περαστικός υπήρξα κι εγώ!
Περαστικέ μου, στάσου εδώ!
Κόψε έναν άγριο βλαστό
Και τα μούρα μετά να γευτείς, −
Σαν του νεκροταφείου το χαμοκέρασο αυτό
Πιο χοντρό και γλυκό δεν θα βρεις.
Μην στέκεσαι κατηφής μονάχα,
Στο στέρνο χαμηλώνοντας το κεφάλι.
Εύθυμα σκέψου με τάχα,
Εύθυμα ξέχασε με και πάλι.
Η αχτίδα − πώς σε φωτίζει!
Είσαι ντυμένος με μια σκόνη χρυσή!
Κι ελπίζω να μην σε σαστίζει
Η φωνή μου κάτω απ΄ τη γη.

Πρωτότυπη μετάφραση, Ελένη Κουκουβίτη

Γ. Ξ. Στογιαννίδης - Τα παιδιά μας



Κάποτε τα παιδιά μας ξυπνούσαν νωρίς
και τραγουδούσαν τραγούδια του Μάη.
Τώρα τα παιδιά μας μεγάλωσαν
ξυπνούν το πρωί και δεν τραγουδούν.
Τα παιδιά μας είναι σαν τα άλλα παιδιά
που δεν έχουν τίποτα να πουν.

Τα λόγια τους λιγοστά
κι η μοναξιά θηρίο!

 Εν μέσω αλαλαζόντων, 1991

Yvan Goll - [άτιτλο]

 Οι βιολέττες ξέβαψαν με τη βροχή

οι μυοσωτίδες έχασαν όλα τους τα μάτια

αναζητώντας τον έρωτα 

γελασμένα από το ψεύτικο χορτάρι της αυγής

τα πουλιά γύρισαν

απελπισμένα

 η θύελλα τίναξε τον ουρανό σαν δυναμίτης

και η γη γυρίζει πάντα· που λοιπόν να ξαποστάσω;


Εμένα η καρδιά μου ήταν ήρεμη

 κλειστή σαν στρείδι

ανοίγοντάς την τη σκότωσες! 


Γκολ: Ποιήματα 1920-1950

Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2023

Yvan Goll - Μαλαισιακά τραγούδια (αρ. 15)

 Ψιθύρισε ποια είμαι,

ζάλισέ με με την ίδια μου την ομορφιά,

πλάνεψέ με με το δικό μου λάγγγεμα

αναστάτωσέ με με το κρυφό μου άρωμα

Η γυναίκα τη μέθη την πίνει

στο σιντεφένιο αυτί,

βρίσκει τον εαυτό της

μόνο βαθιά στους καθρέφτες της


Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς



Φωνή: Ρηνιώ Κουρδάκη Πιάνο: Λεονάρδος Βαλενστάιν Σύνθεση: Λεονάρδος Βαλενστάιν Ποίηση: Yvan Goll, Μετάφραση: Ε.Χ.Γονατάς από τη μουσική παράσταση "Πράξη ΙΙ" - μία παράσταση με μουσική και τραγούδια για τον έρωτα και την αγάπη, πάλι 7 Ιουλίου 2016 στο Κελάρι του Αtheaeum, Αθήνα

Yvan Goll- Μαλαισιακά τραγούδια (αρ. 6)



Από τότε που γεννήθηκα
είμαι στολισμένη για τον ερχομό σου

Δέκα χιλιάδες μέρες πέρασαν
κι όλο πηγαίνω να σε συναντήσω

Οι χώρες στένεψαν
τα βουνά χαμηλώνουν
τα ποτάμια λίγνεψαν

Το κορμί μου μεγάλωσε με ξεπέρασε
απλώνεται απ’ την αυγή ως το λυκόφως
σκεπάζει όλη τη γη
Όποιο δρόμο κι αν πάρεις
θα περπατήσεις επάνω μου

Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς

Yvan Goll - Μαλαισιακά τραγούδια (αρ. 30)



Ο εραστής μου ο ψαράς
μ’ αφήνει κάθε νύχτα
θαρρείς και μ’ απατάει.

Σκύβει στη χλωμή θάλασσα.
Τα κύματα έχουν κορμιά γυναικών
που φορούνε νταντέλες.

Τους απλώνει ώρες τα χέρια,
σκύβει όλο πιο χαμηλά.
Θα πέσει;

Μόλις χαράξει όμως η αυγή
σηκώνεται υψώνοντας στον ήλιο
τα χρυσόπλεχτα πανέρια του.

Έρχεται κι απιθώνει στα πόδια μου
όπως μιαν αγκαλιά λουλούδια
τα πιο ωραία του ρόδινα ψάρια.

Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς

Κόρε. Ύδρο. - Εδώ Μιλάνε Για Λατρεία


 

Γιώργος Χειμωνάς - Το υπερβολικό διήγημα VI



Μου πονάει το κεφάλι κι ο Πεισίστρατος κρατάει ένα μικρό τετράδιο που γράφει στο εξώφυλλο «τετράδιον καλλιγραφίας» και λέει

-Ο Ιππότης Λεονάρντος.

Ο Πεισίστρατος τυλίγεται σε μια γαλάζια κουβέρτα, την κάνει χλαμύδα, στέκεται όρθιος κι αρχινάει μ’ όλη του τη φωνή ακούστε αρχόντοι ετούτη την ιστορία οπούναι έξοχη κι αληθινή κι αν θέτε χαρίστε της την πρέπουσαν αξία κι αν θέτε εξακουλουθείστε τη γελαστή κουβέντα σας το κρασί θα διηγηθώ για τον ιππότη όπου τον εκαλούσαν λεονάρντο από γεννησιμιού του εχρίσθη ιππότης παρά τα νενομισμένα γιατί ήτανε από τρανή φαμελιά πλούτος και τιμή και δόξα πορφυρή μερικοί προγόνοι του του έξη ή εφτά μάλλον εφτά ήσανε βασιλιάδες ο άνθρωπος αυτός ήτανε παράξενος η παραξενιά του έγκειται στο γεγονός ότι μοιάζει με κυνηγημένον ή με κυνηγό δε μπορείς να ξεχωρίσεις όλο ζητούσε όλο ζητούσε ποιος ξέρει τι παιδί ανέγγιχτο από της εφηβοσύνης τις λαχτάρες έντεκα δώδεκα χρονώ χάθη αίφνης από του αρχοντικού τις αυλές αλλόφρων η μάνα και ο πατέρας αλλόφρων της χώρας έβαλαν κι έψαξαν κάθε σπιθαμή τι αναστάτωση και σα τόνε βρήκανε μεγάλως εκπλαγήκαν κι απορέσανε τόνε βρήκανε μες εις το δώμα ενούς διασήμου σοφού οπούτανε γιομάτο από τα βαριά χνώτα της γνώσης της πολλής κι ενμέσω σε πολλούς σοφούς ονόματα πασίγνωστα της επιστήμης και των γραμμάτων κείνη την ώρα έλεγε με την κοριτσίστικη φωνή του στους σκυθρωπούς γερόντους είναι ο πατέρας μου ο χρόνος κι η μάνα μου ύλη την λέγουν τότες αγανάκτησε η μάνα η μεγάλη κυρά είπε παιδί αλόγιαστο κι αχάριστο αχ πόνε των σπλάχνων μου και πόνε της ψυχής μου παιδί αστόχαστο κι ευλοημένο αχ γιατί τέτοια λύπηση μας έδωκες κι εμέ και τον κύρη σου κι αντείπε κείνος τι πήρατε λύπηση συ κι ο ρήγας μια κι άλλα είναι το γονικά τα δικά μου όμως δεν νοήσαν τα λόγια του τα θώρησαν απόχαζα ετούτα τα λόγια τ’ αγοριού βιαστικά τόνε συρομάλλιασαν σταρχοντικό αφήνοντας με καταφρόνια αγνοημένες τις μετάνοιες των σοφών κι όλα τα δουλοπρεπή φερσίματα των σοφών τα καταφρόνεσαν μονάχα η μάνα κατόπιν ετούτα τα λόγια βαθιά με πίκρα μες στην ψυχή της τάκλεισε καίτοι ακατανόητα με το καλό αντρώνεται ο λεονάρντος είναι το ίδιο αλλοπαρμένος και ρίχνεται στους δρόμους και με φαρδιές δρασκελιές γοργοπατεί τη γης κι αναρωτούνται μα τι τάχα τόνε κυνηγάει οι λαϊκοί ανθρώποι ελέγαν ίσως βουρκόλακα προγονικού σκιά ίσως αμέλησαν να χύσουν αίμα στο θεμέλιο του κάστρου του σογιού του ίσως αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα εζήτησε να ’βρει το τέρμα της πολλά ταραχώδους πορείας του της χαλεπής ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας τι γλυκό τέρμα έψαξε ανάμεσα στα σκέλια της θήλειας κι ηύρε μιαν ευχαρίστηση μικρή μηδαμινός ο χρόνος της αχτένιστη παράτησε την χορτασμένη ερωμένη με τα δαγκαμένα στήθη ανάσκελα πα στο κρεβάτι γλυκασμένη εκοιμόταν όταν ο άνδρας έφυγε μακράν στο τράχο των πολέμων επεχείρησε να ’βρει την χαράν εφόρεσε θώρακα στερρό με της ανδρειάς του τ’ατσάλι τ’ αχάραχτο καμωμένον μα σα πηδάκισε το αίμα από τα σκισμένα κορμιά τι μακάβριο σιντριβάνι σα του λέρωσε την όψη το αίμα κι ίσαμε την αγκώνα βαφτίστη στο αίμα όλα βαφτήκαν αίμα ως κι ο ιχθύς του μεσαίου αρκοσόλιου της τετάρτης κατακόμβης εβάφτη αίμα σημάδι θεόθεν ο λεονάρντος είπε πόσο άσκημο είν’ τούτο το κόκκινο χρώμα το αντιπαθώ ετούτο το ερυθρότατο πράμα τόσο χτυπητό δε τ’ ανέχεται της φύσης η αρμονία χρωμάτων και το θώρακα ξεντύθη και ρίχτη στους δρόμους όλο ζητούσε χωρίς ανασασμό χωρίς αναπαμό για να ’βρει την γαλήνη τάχα ή τίποτε άλλο μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο ζητούσε ανώνυμος χρονογράφος έγραφεν

εδιάβη προψές την πόλιν ο λεονάρντος

όμοιαζε με αγέραν φυσημένον από ποτάμιο στόμα τουρανού

εννοούσε τοπικόν άνεμο


της καλοσύνης την χαρά και της αγαθότητος την πραότη εβουλήθη να γευτεί ίσως εκεί κι έπραξε πολλά φιλάνθρωπα και αλτουιστικά έργα πτωχοκομεία σανατόρια λεπροστάσια σισσίτια προπαντός άλλωστε είχεν τόσο πλούτος όμως ήτανε αγιόμιστο της δυστυχίας το στομάχι ήσανε πολυπληθείς οι ζητιανεύουσες παλάμες ήσανε εκκωφαντικές οι ικέτιδες φωνές είπε αχ μα πώς να σας χορτάσω τόσοι που είσαστε είναι σα να μοιράζω πέντε κριθίνους άρτους σε πεντακισχιλίους νηστικούς μάταιο μάταιο μπρος στην θάλασσα της κακομοιριάς οπού εβοούσι κι άφριζε ίδια με την άλλη έπιασε το κεφάλι μ’ ανίκανα χέρια είπε δεν έχω εσυντρόφεψε φιλοσόφους στις μπερδεμένες κουβέντες των περί όντος και μη όντος όμως δεν καταλάβαινε την ορολογία και βαρέθη τους θεούς των τους ηύρε μακρινούς κι άφταστους και χωρίς κεφάλι χέρια και πόδια και για τούτο άφταστους δε μου χρειάζονται είπεν τέτοιοι θεοί απρόσωποι είναι υπερφίαλοι κι απαθείς εχώθη στα συμπόσια τα αμαρτωλά ίσως στ’ όργιο όμως καθώς τα κανάτια αδειάζανε χωρίς σταματημό σα πίθοι δαναϊδων βαθειάνιωσε την ματαιότην οπούναι το κατακάθι της τέτοιας πρόστυχης χαράς τραβά την λάμα και στη σειρά την μπήγει στα μεθυσμένα στέρνα των χαύνων συντρόφων ταυτοχρόνως δε έλεγε τα εξής η ζωή είναι ο ναός του πατέρα χρόνου και τόνε βεβηλώνουμε μ’ αδιαντροπιά κάμνοντες τέτοια απερίσκεφτα κι ανόσια είναι πλέον ασεβής η παραμονή μας εις τον ναόν κι αφού δεν μάθαμε να ψέλνουμε κι αφού δεν μάθαμε να κάνουμε τελετές ας φύγωμε από τον οίκον ετούτον εφόσον πώς να τόνε τιμήσωμεν δεν γνωρίζουμε μα σα την θανηφόρον κόψην του σπαθιού ενάντια στην ιδική του καρδιά έστρεψεν εδείλιασε και ποιανού πέστε μου καρδιά δε δειλιάζει σε παρόμοιες ώρες και ξαπλώθη καταγής κι έκλαψε γοερά ο δυστυχής οπού μ’ εγκάρδια λαχτάρα όλο ζητούσε μιαν συντροφιά μιαν γαλήνη μιαν ασφάλεια μιαν απόκριση ποιος ξεύρει τι κι οπού λέτε ήτανε ο πόνος του μέγας κι η απόγνωσή του ήτανε μεγάλη κι έριχνε βροχή από δάκρυο πάνω στο χώμα και τα στήθη του είχανε δυο χτύπους τον έναν από μέσα της πενθούσης καρδιάς και τον άλλο απόξω των χεριών των απελπισμένων του μεσ’ εις τα απόρθητα κάστρα της νύχτας οι βλοσυρές υφάντρες πλέκουνε όνειρα με κλωστές από έρεβο και ξημέρωσε μια μέρα βαριά κι ασήκωτη σκοτεινή δίχως ουρανό φανταστείτε μέρα δίχως ουρανό τι αποτρόπαιη θα ’ναι αφού ημέρα κι ουρανός είναι ένα και το αυτό εξημέρωσε μέρα σημαδιακή και σαν είδε ο λεονάρντος πως το δάκρυο και το χώμα έγιναν λάσπη άστραψεν εντός του ο ατραπός της λύτρωσης βούτηξε στην λάσπη τα χέρια και γιομίσανε τα χέρια του λάσπη γιόμισε το κορμί του ίδρω γιόμισε η καρδιά του ελπίδα γιόμισε το στόμα του κραυγή θριαμβική θα σε νικήσω αμαζόνα νυχτώ θα πλάσω τον θεό θα ’ναι δικός μου θεός θεός του πόθου μου του βαθέος θεός του πόνου μου του βαθέος θεός της προσφοράς θα ’ναι πλαστός μα έστω ψευδής θα ’να καρδιάς παρηγορία ψυχής αιμασσούσης βάλσαμο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί δεν τα βγάζω πέρα γιατί αλλιώς θ’ αποθάνω μέσα στη μοναξιά κι όταν περάσουνε χρόνια ίσως το ταχύτατο του χρόνου ελάφι το άπιαστο ίσως κάπου πετύχει μέσα σε ιερόν άλσος ή σε επιστημονικόν εργαστήριον μέσα κι αλλού δεν έχει σημασία κείνον ο που θα πει με σιγουριάν και τόλμη ας πέσουν οι θεοί στον ύπνο μας απ’ όπου τους σηκώσαμε τον νήδυμον ας βγάλουν τα περίτεχνα στολίδια των ας κατέβουν από τους όλυμπους κι από τα βάθρα των ναών ας αποβάλουν το γενναιόδωρο και καταδεχτικό των ύφος ας εμφανιστούν ως είναι παιδιά μας τερατώδη παιδιά αταίριαστα ισχνά στην κράσην την γερήν μας ας κυλήσει η πέτρα του τάφου επάνω εις τα κουφάρια των ναι μεν θα αισθανθούμε λύπη γιατί τόσο και τόσο καιρό τους είχαμε κοντά μας και μέσα μας κι είχαμε κρεμάσει τα σύμβολά των στους λαιμούς μας και πάνω απ’ τα κρεβάτια μας όμως θα τους ξεχάσουμε γιατί ήγγικεν η ώρα γιατί πλέον είμαι ο πρώτος άνθρωπος κι ο τελευταίος θεός όμως προσώρας μου φτάνει ετούτος ο θεός είπεν και με πρωτοφανές πάθος εβάλθη να χτίζει με την λάσπη τον θεόν όπου θα ευλογήσει με δροσερά χέρια το πυρωμένο μέτωπο της ανθρωπινής αγωνίας όσον ευλογήσει κι εγνώριζε πως θα ’ναι ψεύτικος και μόλον τούτο εχαιρόταν κι ευτυχούσε σχετικά αρχαίο βιβλίο επιγραφόμενον περί θεοπλαστικής αναφέρει τα κάτωθι και είπεν ο άνθρωπος ας κάμωμεν θεόν κατ’ εικόνα ημών καθ’ ομοίωσιν ημών και ας εξουσιάζει επί των ιχθύων της θαλάσσης και επί των πετεινών του ουρανού και επί των κτηνών και επί πάσης της γης και επί παντός ερπετού έρποντος επί της γης και επ’ εμού και εποίησεν ο άνθρωπος τον θεόν κατ’ εικόνα εαυτού κατ’ εικόνα άνθρωπον εποίησε αυτόν εστερέωσε πάνω σ’ ελεφαντινά ποδάρια για να κρατήσει καιρό και να μη πέσει ορθόστητο κορμό στην κορφή έβαλε κεφάλι ανθρώπινο δηλαδή έκφραση πόνον βαθέος όμως όλη την τέχνη την εκράτησε για το χέρι οπούπρεπε να ’ναι χέρι προσφοράς οπού δίνει γαλήνη και κουράγιο κι ελπίδα κι απόκρισην κι αφού η λάσπη ετελείωσε ένα χέρι κατάληξε να δώσει στον θεό με τι χέρι δυνατό προσφέρον χέρι οπού για δυο και παραπάνω κάνει χέρι οπού δίνει είναι ευνόητον μια και στην ανθρωπινή ψυχή του η ζήτηση κι η ρώτηση εκράζαν σαρκοβόρα πουλιά την τέχνην του όλη έβαλε κι εποίησε το χέρι με μεγάλη τέχνη μια και τ’ άλλα ήσανε απλώς διακοσμητικά κυρίως το χέρι επρόσεξε εποίησε το χέρι της προσφοράς σαν αληθινο με γενναιόδωρα δάχτυλα ήτανε ένα χέρι αριστουργηματικό σα κάτι να δίνει ύστερα εφύσηξε και το ζωντάνεψε με την πνοή του το χέρι οπόμοιαζε σα κάτι να δίνει έτσι κατάφερε λίγο πριν από την φυγή την τελευταία έτσι κατάφερε να ’βρει την ευτυχία και γαλήνεψε χάρις εις τον μονόχειρα θεόν οπούπλασε και λάτρεψε χάρις εις το χέρι έπειτα απόθανε ο λεονάρντος τα επιθανάτιά του λόγια ήσανε το χέρι σου το δυνατό να ’ταν δικό μου χέρι όμως αυτό δεν ενδιαφέρει κείνο οπού ενδιαφέρει είναι πως ο ιππότης λεονάρντος ευρήκεν επιτέλους την χαράν τη βρήκε επιτέλους μέσα εις την χούφτα της θείας χειρός της ελεήμονος οπούδινε πάντα ό,τι πεθυμούσεν εγκαρδιακά ο λεονάρντος ευτυχία γνώσεις τιμωρίες κουράγιο ελπίδες όνειρα κι ό,τι άλλο θες


Ο Πεισίστρατος έκλεισε το τετράδιο και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.

Σοφία Βέμπο -Καινούργια τώρα ζωή




Κοντά σου θα ‘ρθω κάποιο πρωί
φαντάσου τη νέα μας ζωή
στοχάσου πως είμαι δίπλα σου και πάλι
πως σου χαϊδεύω το κεφάλι
και πως σου λέω σιγανά

Καινούρια τώρα ζωή
ας ξαναρχίσουμε οι δυο μας
κι ας πούμε πως με πρωτόειδες αυτό το πρωί

Ας ξεχαστούν τα παλιά κι ας ξανακτίσουμε
πάλι τη γκρεμισμένη από χρόνια μικρή μας φωλιά
κι ας βάλουμε στο νου μας πως έτσι ήταν γραφτό
κι ας πούμε ότι ‘ναι αυτό το πρώτο ραντεβού μας

Καινούρια τώρα ζωή
ας ξαναρχίσουμε οι δυο μας
κι ας πούμε πως με πρωτόειδες αυτό το πρωί

Μίλτος Σαχτούρης - Σαν πέτρα

 


Η Άνοιξη είναι για τους ευτυχισμένουςτότε έλεγες

τώρα έγινες σκληρήσαν πέτρα.
Έκτοτε, 1996

Μίλτος Σαχτούρης - Η μάχη

Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σουστα μπαλκόνια βοηθούσες τους αρρώστουςνα κατεβαίνουνμε τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια
τα λουλούδια τους

ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυραόλοι πυροβολούσαν

Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σουόπου ψηλά βουνά κι όπου μεγάλοι δρόμοιμεγάλοι δρόμοι με φωτιές και με περίστροφα
μ’ ένα φτωχό που μοίραζε βίους αγίωνμε μια τσιγγάνα που ’θελε παράφορα ένα αβγόνα κάνει μέσα του την πλάση να στενάξει

Άπλωνες όλο άπλωνες το βήμα σουκαι μέσα στη βροχή στεκόταν Προσοχή
ο κρεμασμένοςμε τα χρυσά σιρίτια το βιολί και το μαντίλι τουμε δέκα σύννεφα από λάσπη μέσα στην καρδιά τουκι από τη λάσπη παίρναν τα μικρά παιδιάκαι χτίζαν δέκα πολιτείες ονείρου


Άπλωνες όλο άπλωνες τα χέρια σουκι οι άρρωστοι τώρα είχαν χαθεί κάτω στους
δρόμους
με τα μεγάλα μάτια τα λιγνά τους πόδια
τα τραγούδια τους
ενώ τριγύρω από τα σκοτεινά παράθυραόλοι πυροβολούσαν


Παραλογαίς

Γλυκερίας Μπασδέκη - Η ζωή του παιδιού

τέρμα Σκουφά μου σπάνε τα νερά

έτσι όπως πήγαινε το πράγμα
θα γεννούσα

σηκώνεται για τουαλέτα ο άνθρωπος

γυρίζει, του’χω το παιδί του
φασκιωμένο


μου λέει δεν είναι
συμπεριφορές αυτές,
θα εκτεθούμε στα γκαρσόνια

αρχίζει το μωρό μπαμπά μην τρέχεις
πιάνει και τις καμπάνες του ο δικαστής

γίναμε ρόμπα

Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Εκκοκκιστήρια Β´


Προχωρούσαμε με το Δημήτρη αμίλητοι προς το μικρό
σταθμό. Αφήναμε τη Βέροια πίσω μες στην καταχνιά
και κοιτάζαμε άφωνοι τους καπνούς στο μισοφώτιστο βράδυ

Εκεί, μες στην ερημωμένη έκταση, ακούγαμε τα εκκοκκιστήρια
να κελαϊδούνε. Υπόκωφη στην αρχή, η βουή
δυνάμωνε με τον καιρό, μας είχε σχεδόν παρασύρει.
Φώτα και μηχανές μεσ’ απ’ τα τζαμωτά μάς άφηναν
να ιδούμε τον αποχωρισμό. Ο καθαρός καρπός γλιστρούσε
και σωριάζονταν δίπλα μας μέσα σ’ ένα σύννεφο
άσπρης σκόνης. Ακόμα θυμάμαι τα μάτια του,
σα να είχαν δακρύσει

Τότε κατάλαβα πως πέρασε πια η εποχή της συγκομιδής.
Και πως ό,τι μπορούσαμε να δώσουμε το είχαμε
σχεδόν σκορπίσει


 Ο Δύσκολος Θάνατος, Νεφέλη 1985

Κ. Π. Καβάφης -Πλησίον παραθύρου ανοικτού

Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,πλησίον παραθύρου ανοικτού,εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.

Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτούεν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.Ανοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Αναμνήσεων ευόσμων,αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.Επί του παραθύρου μου πτεράκτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσεράεισέρχονται και με περικυκλούσι
κι εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.

Ελπίδας αορίστους και ευρείαςαισθάνομαι· κι εν τη σεπτή σιγήτης πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.

[1896*]

Βασίλης Στεριάδης - δραμαμίνη


 Ανντλήθηκε απ' το προφίλ της Γλυκερίας Μπασδέκη

Βασίλης Στεριάδης - Τρία Ποιήματα

 ο καβαλλάρης 


στη Γιολάντα 

Κάποιο είδος ανθρώπινο μού κατέστρεψε την έμπνευση. Έτσι
έκλεισα το κορίτσι στα σκοτάδια του Μεγάλου Σαββάτου.
Ύστερα κάθισα πιο αναπαυτικά στα ξερά δαφνόφυλλα.
Θέλησα να καπνίσω κι έβαλα εκείνο το πικρό πράμα στο στόμα μου.
Την επιούσα έφευγα πίσω από τις μάντρες, έβγαινα ενισχυμένος σαν
τον Τελαμόνιο, μοναχός ευαγγέλιο. Συνάντησα ανθρώπους
όπως άλλοτε στην Αθήνα, κάτω ήταν το κρύο κι η ψυχή τους
σύνολον ενιαίον, συναχώματα και τέτοια. Κάτι απότομα
τρυφερό και στο βάθος, όπως οι ταξιδεμένες μητροπόλεις
Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, η κοπέλα που διέκοψα μαζί της.
Στο μεταξύ όμως είχα γνωριστή με τα κουμπιά,
τα πλήκτρα και άλλα σύνεργα των γυναικών. Εκεί ήταν
και ο φίλος μου μονίμως καβάλα στο μαντρότοιχο
που αργότερο τον γέμισα κάτι περίεργες κουμπότρυπες
και τον έστειλα στον ουρανό. Εσύ το βιολί σου, μού έλεγε
γράφε ξερά κι ανυπόμονα, είναι θέματα αυτά,
ιστορίες μικρές για ένα άγριο παραθέρισμα. 

η αρραβωνιαστικιά μου 

Ο εξάδελφος Μανώλης
πιθανή συγγένεια με το γένος των ανθρώπων
σαν τους σιχαμένους. Ο μικρός το δέμας, ειδικός
επί των κυττάρων της προσόψεως. Μου έλειπε το πρόσωπο
και το έχασα στον πόλεμο τους είπα, φυσικά τους είπα
ψέματα. Η θεία μου ήτανε πεθαμένη στην αρχή της άλλης
πόλης. Το κατάλαβε πως άκουγα τη μουσική που ερχόταν
από σπάνιο ύψος κι έγραφα κι έβριζα τη Μαρία
και τη μάνα που με γέννησε. Στο γάμο μου έφεραν λουλούδια
κι αντικείμενα από μέταλλο. Ήμουν περίλυπος μ’ αυτή τη θεία
που πέθανε. Έβγαινε ο ήλιος τώρα κι έκανε στην πόρτα
μια λευκή κηλίδα. Άρχισα να διορθώνομαι λίγο-λίγο
σαν παιδί. Έβγαζα μάτια, δόντια και μαλλιά
ώσπου είδα πάλι στην πραγματικότητα την αρραβωνιαστικιά
μου· ερχόταν απ’ την άλλη πόλη με το φίλο της, όπως
κρατάμε τα σκυλιά στην αλυσίδα. Έκοψα το τηλέφωνο
κι έγινα ιατρός ψυχών. 

ο γάμος μου και τα πουρνάρια (Το ιδιωτικό αεροπλάνο, 1971)

Καρφωμένος στην πέτρα απόγευμα πάλι θαύμαζα τα χέρια μου
την ιστορία μου. Ιδίως το γράμμα Φ από τα φτερά μου.
Τη γυναίκα μου που έμεινε κι αυτή στο γύψο
με τις προσευχές της. Παξιμάδια έπεφταν στριφογυρίζοντας ολοένα
όπως το χιόνι σε εποχές εποχούμενες πάνω στο έλκυθρο.
Τέσσερις πέντε εμπειρογνώμονες φιλονικούσανε για τα συμπτώματα
και την ουσία μου. Τους ξεγέλασα όλους. Η Πελαγία, η μάνα μου
χάρηκε πολύ που έγινα γιατρός και τι γιατρός. Είμαι
οτιδήποτε χρειάζεται για ουράνια χώματα και χρώματα
και πτώματα, κυρίως για τενεκέδες. Ύστερα, ένα χρόνο αργότερα
πάνω στις δυσκολίες του βίου μου, θέλω να πω όταν πέθανα
βρήκα τη θεία μου που είχε πεθάνει το φθινόπωρο. Είχα
ησυχάσει τώρα και αλήτευα στα κράσπεδα, στην αρχή
της άλλης πόλης, μουρμουρίζοντας εορτολόγια
και βίους αγίων σαν υποκριτής, φερσίματα ελαφρά
όπως οι πρόστυχοι. 

Από το βιβλίο «Έξη Ποιητές» [Ιδιωτική Έκδοση, Αθήνα 3/1971]

Αναδημοσίευση από: https://diskoryxeion.blogspot.com/2012/12/blog-post_7.html