Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες, καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ’ ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.
Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν’ αναγγελθεί η απόφαση:
«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διετρέχουμε —για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό— πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν’ απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν’ απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις».
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ’ επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι…»
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ’ αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.
Το άλλο πρωί, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτασε ναυαγός σ’ ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα. Ύστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.
Και το παραμύθι τέλειωσε μ’ αυτά τα λόγια:
«Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κάκου, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα… θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες, τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τι να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας… Εμείς θέλουμε να εξ…ξοντώσουμε και να συντρ…ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο το δαίμονα…» […]
Οι κάτοικοι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους κι η ζωή ξαναμπήκε αμέσως στο ρυθμό της. Ομάδες για πέτρα, ομάδες για σκάψιμο, οι χτίστες στα κάστρα και στα γεφύρια, οι χαμάληδες στο λιμάνι, οι σκαφτιάδες στους δρόμους και στους τάφους, οι καλλιτέχνες στ’ αγάλματα, οι κουβαλητές στην πέτρα, στο νερό, στον ασβέστη. Από σήμερα πρέπει να μαζεύεις και μύγες, το θύμισε πάλι ο ομιλητής: ο καθένας είκοσι! Τελειώνει το ξεφόρτωμα, τρέχεις ν’ ανεβάσεις στην κορυφή το βαρέλι με το νερό, αμέσως για τσιμέντο, να μεταφέρουμε μια ειδική πέτρα σα μάρμαρο για τις προσόψεις. Στη γέφυρα! Πλάκες για να στρωθεί ο δρόμος, λάκκοι να φυτευτούν καινούρια δέντρα, αψίδες και μνημεία για να δοξάζονται τα μεγάλα κατορθώματα. Μύγες, χιλιάδες μύγες βουίζουν παντού. Θα τις πιάσεις μόλις ακουμπήσεις τούτο το αγκωνάρι που σου κόβει την αναπνοή. Ήρθε η ώρα για νερό! Τρέχα. Πήραν μόνο όσοι πρόλαβαν. Να μεταφερθούν τάχιστα η άμμος και τα σίδερα. Θα μεταφερθούν. Φαγητό. Άρχισε η ομιλία! Διδαχές ηθικού, διδακτικού, φρονημαστικού περιεχομένου. Μετάνοιες, ομολογίες αμαρτημάτων, συντριπτικές εξομολογήσεις. «Πόσες μύγες μάζεψες; Μήπως ξέχασες το χρέος σου;» λέει κάθε τόσο το μεγάφωνο. Όχι, κανένας δεν το ξέχασε, αλλά πώς ν’ ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα όταν σπάει πέτρα; Όσοι κάνουν μια παράμερη ή στεκούμενη δουλειά, κάτι θα πιάσουν. Στα μαγειρεία, στα συνεργεία, οι φρουροί και οι αποθηκάριοι είναι τυχεροί. Εκεί βράζει σύννεφο η μύγα. Κι οι άλλοι που χτίζουν, που φτυαρίζουν, θα τις πιάσουν πιο εύκολα. Όταν όμως τρέχεις με την πέτρα στον ώμο περνώντας μπροστά από τους επόπτες, πώς είναι δυνατό; Θα καθυστερήσεις και θ’ αναγκάσεις κάποιον να σε μπάσει βίαια στο ρυθμό, σα να σκοτώνει κι αυτός τη μύγα του.
Ο περιδεής ψάχνει πάλι να βρει τον νυχτερινό συγκάτοικό του. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν στον τάφο του καινούρια πρόσωπα, άγνωστοι, και μένουν μόνο μια νύχτα. Νέες φάτσες, που τις ξεχνάς. Ο τρίτος όμως σηκώνεται πολύ νωρίς και όταν ξυπνήσουν οι άλλοι αυτός λείπει. Θα κάνει, φαίνεται, κάποια δουλειά πολύ πρωινή ή μισονυχτερινή. Κι έτσι, αφού το τρίτο πρόσωπο λείπει πάντα, σημαίνει ότι εδώ και πολλές μέρες είναι το ίδιο. Τον έχει δει μόνο μια φορά για λίγο, μόλις πρόφτασε να διακρίνει το μισό πρόσωπό του καθώς έβγαινε από το άνοιγμα. Είδε καλύτερα μια τρύπα στις σόλες των παπουτσιών του, ναι στο δεξί του παπούτσι. Και μια κάλτσα μάλλινη σκισμένη στη φτέρνα. Ήταν πράσινη. Τρύπιες σόλες θα έχουν πολλοί, πώς να τον ανακαλύψεις από τη μισή όψη του που πρόλαβες να δεις για μια στιγμή τα χαράματα; Πρέπει να πιάσεις τη μύγα σου, να βρίσκεσαι πάντα μακριά από την οργή των νόμων, να μη σε ξέρει κανείς για κακό ούτε για καλό.
Μερικοί πρόλαβαν, έκλεισαν για γούστο βιαστικά τις χούφτες τους και βούτηξαν δυο τρεις. Τις φύλαξαν προσεχτικά σ’ ένα κουτάκι των σπίρτων. Άλλοι έφτιαξαν χωνάκι. Όλοι είχαν ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό για την αυστηρότητα που δόθηκε σε μια τόσο αστεία διαταγή. Έχει πάρα πολλές. Μιλιούνια βουίζουν γύρω σου, παντού υπάρχουν μύγες. Δεν έχεις παρά ν’ απλώσεις το χέρι σου. «Σε τσάκωσα! Θα σε παραδώσω το βράδυ.» Κι ένας άλλος: «Αχ, μου ξέφυγε…» — «Νόμιζες πως θα μου γλίτωνες, ε:…» Κι έτσι, παίζοντας, οι πιο προνοητικοί μάζεψαν κάμποσες, αλλά χωρίς να δώσουν και μεγάλη σημασία στ’ αποκτήματά τους.
Άλλοι, πιο πειθαρχικοί, και μερικοί που κατάλαβαν περισσότερο το νόημα του παραμυθιού, κουνούσαν αδιάκοπα τα χέρια τους, για να πιάσουν τις μύγες και να ξενοιάσουν. Δε θα πρόφτασαν όμως, ακούστηκε γρήγορα πρόσκληση για συγκέντρωση.
Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και διάφοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις, καινούρια αναταραχή.
Ήρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.
«Ν’ αρχίσει η διανομή», πρόσταξε μ’ ένα νεύμα ο ελεγκτής.
Ξεκίνησε ο πρώτος. Έπρεπε να περάσει μπροστά από αυτόν.
«Τις μύγες σου», ζήτησε ο βοηθός.
«Ποιες μύγες;»
«Αυτές που έπρεπε να πιάσεις».
«Δεν έχω».
«Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες; Λέγε».
«Δεν πρόλαβα…»
«Περίμενε στην άκρη», πρόσταξε ο βοηθός.
Ήρθε άλλος.
«Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες; Κι εσύ εκεί. Όχι μαζί με τον άλλο, χωριστά».
Ένας έδειξε έντεκα, ήταν ο καλύτερος.
«Γιατί μόνο έντεκα;»
«Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα…»
Τον έστειλε σε άλλη σειρά.
Ένας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.
«Εύγε! Εξετέλεσες το καθήκον σου!»
Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε στις τριανταδύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του και απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει —ίσως να έβαλε και τα κλάματα— κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
Καθώς φάνηκε, η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχναν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπάστηκε καλά-καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μια ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ’ όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.
Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.
Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριανταδύο. Έτρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.
«Γράψτε τα ονόματά τους κατά κατηγορία», είπε ένας βοηθός στα όργανα.
Θ’ ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ’ ακολουθούν πάντα, για να μετριέται με μύγες η κακή σου συμπεριφορά.
Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του. Άπλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.
«Τι κάνεις εσύ;»
«Μια μύγα στον ώμο σας. Να την».
Άνοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.
«Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ’ εκείνη, την καλύτερη σειρά;»
«Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ήταν ασέβεια ν’ απλώσεις πάνω μου».
«Τώρα όμως έχω έντεκα…»
«Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες… Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμιά. Ήθελε να μετρήσει την προθυμία σας…»
«Σας χτύπησε κιόλας», πρόσθεσε ένας άλλος.
«Ναι, εδώ στο μάγουλο…»
«Φοβερό. Βγήκε απ’ τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση, να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ’ αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει…»
«Και τώρα τι να κάνω;» ρώτησε ο χαμένος. «Μήπως πρέπει να πεθάνω;»
«Όχι ακόμα. Θ’ αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια», είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός, και μόνο αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.
Όταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:
«Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω».
Ένας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χαθούν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.
Η ίδια φωνή συνέχισε:
«Οι άλλοι δείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά. Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει στίγμα, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής. Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επόμενη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επιεικώς, θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής».
Έτσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.
Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.
Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002)