Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Σαράντος Παυλέας-Μη μου αφαιρείτε

Σαράντος Παυλέας
Έχω ακόμα το παράπονο του πεύκου με τα χοντρά κλωνάρια, το αλύχτημα της αλεπούς στο σκοτεινό το δάσος που λες μοιάζει φώκιας φωνή σ’ ακρωτήρι αφροπεριχυμένο, έχω τ’ αλλάγματα του ποταμιού απ’ την πηγή ως την εκβολή του, τις πρασινοσπηλιές με τις νεροκοπέλες να υφαίνουν εκεί το εξαίσιο τους στημόνι, και στου χειμάρρου το γκρέμισμα να λούζονται, τη νύχτα να χορεύουν, έχω της ελπίδας το φως και του χελιδονιού το μουσικό πριόνι του αιθέρα, το μικρό έχω που παίζει στα τζάμια μου εφέτος πρωτοβρόχι κλαίγοντας σε φυλλοσυρμή ή σε φωλιά κενήν αφημένη. Έχω για να σώζομαι τα παιδικά σας μάτια.

Σαράντος Παυλέας (Πλάτσα Μεσσηνίας 1917 - Θεσσαλονίκη 2005) Από τη συλλογή Αναγωγή στη μονάδα (1965)

Πηγή: https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=8466.15

Thomas Newman - The Night Window (From the "1917" Soundtrack)


Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Μίλτος Σαχτούρης - Το χρυσάφι


Κάποτε
θα σταματήσουμε
σε μια γαλάζια άμαξα
μες στο χρυσάφι

δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
                                   άλογα
δε θα ’χουμε τίποτα ν’ αθροίσουμε
δε θα ’χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε


κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ’ απ’ τη μαύρη τρύπα
                                του ήλιου
που θα καίει


Τα στίγματα

Αντώνης Σαμαράκης-Ζητείται ελπίς


Όταν μπήκε στο καφενείο, κείνο το απόγευμα, ήτανε νωρίς ακόμα. Κάθισε σ' ένα τραπέζι, πίσω από το μεγάλο τζάμι που έβλεπε στη λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.
Σε άλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιά ή συζητούσανε.
Ήρθε ο καφές. Άναψε τσιγάρο, ήπιε δυο γουλιές, κι άνοιξε την απογευματινή εφημερίδα.
Καινούριες μάχες είχαν αρχίσει στην Ινδοκίνα. «Αι απώλειαι εκατέρωθεν υπήρξαν βαρύταται», έλεγε το τηλεγράφημα.
Ένα ακόμα ιαπωνικό αλιευτικό που γύρισε με ραδιενέργεια.
«Η σκιά του νέου παγκοσμίου πολέμου απλούται εις τον κόσμον μας», ήταν ο τίτλος μιας άλλης είδησης.
Ύστερα διάβασε άλλα πράγματα: το έλλειμμα του προϋπολογισμού, προαγωγές εκπαιδευτικών, μια απαγωγή, ένα βιασμό, τρεις αυτοκτονίες. Oι δυο, για οικονομικούς λόγους. Δυο νέοι, 30 και 32 χρονώ. O πρώτος άνοιξε το γκάζι, ο δεύτερος χτυπήθηκε με πιστόλι.
Αλλού είδε κριτική για ένα ρεσιτάλ πιάνου, έπειτα κάτι για τη μόδα, τέλος την «Κοσμική Κίνηση»: «Κοκταίηλ* προχθές παρά τω κυρίω και τη κυρία Μ. Τ. Χάρμα ευμορφιάς και κομψότητος η κυρία Β.Χ. με φόρεμα κομψότατο εμπριμέ και τοκ* πολύ σικ*. Ελεγκάντικη* εμφάνισις η δεσποινίς O. Ν.».
Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Έριξε μια ματιά στις «Μικρές Αγγελίες»:
ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευή αρίστη, εκ 4 δωματίων, χολ, κουζίνας, λουτρού πλήρους, W. C.

ΕΝOΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εις σοβαρόν κύριον δωμάτιον εις β΄ όροφον, ευάερον, ευήλιον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο προς αγοράν…
Σκέψεις γυρίζανε στο νου του.
Από τότε που τέλειωσε ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η σκιά του τρίτου δεν είχε πάψει να βαραίνει πάνω στον κόσμο μας. Και στο μεταξύ, το αίμα χυνότανε, στην Κορέα χτες, στην Ινδοκίνα σήμερα, αύριο…
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. Σκούπισε τον ιδρώτα στο μέτωπό του· είχε ιδρώσει, κι όμως δεν έκανε ζέστη.
O πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, οι αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»… Το πανόραμα της ζωής!
Δεν είχε αλλάξει διόλου προς το καλύτερο η ζωή μας ύστερ' από τον πόλεμο. Όλα είναι τα ίδια σαν και πριν. Κι όμως είχε ελπίσει κι αυτός, όπως είχαν ελπίσει εκατομμύρια άνθρωποι σ' όλη τη γη, πως ύστερ' από τον πόλεμο, ύστερ' από τόσο αίμα που χύθηκε, κάτι θ' άλλαζε. Πως θα 'ρχόταν η ειρήνη, πως ο εφιάλτης του πολέμου δε θα ίσκιωνε πια τη γη μας, πως δε θα γίνονταν τώρα αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, πως…
Σουρούπωνε. Μερικά φώτα είχαν ανάψει κιόλας στα μαγαζιά αντίκρυ. Στο καφενείο δεν είχανε ανάψει ακόμα τα φώτα. Του άρεσε έτσι το ημίφως.
Σκέφτηκε τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στον τομέα των ιδεών, σύγχυση στον κοινωνικό τομέα, σύγχυση…
Δεν έφταιγε η εφημερίδα που έκανε τώρα αυτές τις σκέψεις. Τα σκεφτότανε όλα αυτά τον τελευταίο καιρό, πότε με λιγότερη, πότε με περισσότερη ένταση. Σκεφτότανε το σκοτεινό πρόσωπο της ζωής. Την ειρήνη, τη βαθιά τούτη λαχτάρα, που κρέμεται από μια κλωστή. Σκεφτότανε τη φτώχεια, την αθλιότητα. Σκεφτότανε το φόβο που έχει μπει στις καρδιές.
Στον καθρέφτη, δίπλα του, είδε το πρόσωπό του. Ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δε μαρτυρούσε την ταραχή που είχε μέσα του.
Είχε πολεμήσει κι αυτός στον τελευταίο πόλεμο. Και είχε ελπίσει. Μα τώρα ήτανε πια χωρίς ελπίδα. Ναι, δε φοβότανε να το ομολογήσει στον εαυτό του πως ήτανε χωρίς ελπίδα.
Μια σειρά από διαψεύσεις ελπίδων ήταν η ζωή του. Είχε ελπίσει τότε… Είχε ελπίσει ύστερα…
Κάποτε, πριν από χρόνια, είχε ελπίσει στον κομμουνισμό. Μα είχε διαψευσθεί κι εκεί. Τώρα δεν είχε ελπίδα σε καμιά ιδεολογία!
Ζήτησε ένα ποτήρι νερό ακόμα. Αυτή η διάψευση από τις λογής λογής ιδεολογίες ήτανε βέβαια γενικό φαινόμενο. Και παραπάνω από τη διάψευση, η κούραση, η αδιαφορία, που οι πιο πολλοί, η μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστά στις διάφορες ιδεολογίες.
Κοίταζε τα τρόλεϊ που περνάγανε ολοένα στη λεωφόρο, το πλήθος… Μπροστά του, η εφημερίδα ανοιχτή. Όλα αυτά που είχε δει και πρωτύτερα: η σκιά του καινούριου πολέμου, η Ινδοκίνα, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, η «Κοσμική Κίνησις»…
– Τσιγάρα! ένας πλανόδιος μπήκε.
Πήρε ένα πακέτο.
Στις έξι σελίδες της εφημερίδας: η ζωή. Κι αυτός ήτανε τώρα ένας άνθρωπος που δεν έχει ελπίδα.
Θυμήθηκε, πριν από χρόνια, ήτανε παιδί ακόμα, είχε αρρωστήσει βαριά μια θεία του, ξαδέρφη της μητέρας του. Την είχανε σπίτι τους. Ήρθε ο γιατρός· βγαίνοντας από το δωμάτιο της άρρωστης, είπε με επίσημο ύφος:
– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Έτσι κι αυτός τώρα, είχε φτάσει στο σημείο να λέει:
– Δεν υπάρχει πλέον ελπίς!
Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα. Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!» Σαν να ήταν έγκλημα αυτό. Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε. Σαν να ήτανε γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει, δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του. Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία… Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε. Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα! Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Oύτε αριστερός ούτε δεξιός. Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε, και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό. Βέβαια, άλλοι θα 'χουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δεν μπορεί παρά να 'χουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα: η Ινδοκίνα, η «Κοσμική Κίνησις», το ρεσιτάλ πιάνου, οι δυο αυτοκτονίες για οικονομικούς λογους, οι «Μικρές Αγγελίες»…


ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει…
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός…
Έβγαλε την ατζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς
Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του. Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει, να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του, να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.
Α. Σαμαράκης, Ζητείται ελπίς,
Ελευθερουδάκης
*κοκταίηλ: (αγγλικά, cocktail) δεξίωση με ποτό και μεζέδες *τοκ (γαλλικά: toque) είδος καπέλου *σικ (γαλλικά: chic) καλόγουστο *ελεγκάντικη: (γαλλική: elegante) χαριτωμένη

Μανώλης Γλέζος-Το πλεούμενο της καρδιάς μας

στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο

Στα καρνάγια του νου το σκαρώσαμε.
Το καθελκύσαμε στη θάλασσα της ϕαντασίας
ν ᾽αρμενίσει στα Κυκλαδονήσια
στα πέλαα και στους ωκεανούς.
Η καρδιά μας στη λαγουδέρα,
μην αστοχήσουμε και πέσουμε έξω
σε βράχια, είτε σε άσκοπα ταξίδια,
να βλαστημήσουμε τα μαύρα σύννεϕα
που μας κρύψανε την Πούλια
και χάσαμε τη ρότα.
Ούτε ο σιρόκος θα μας πισωγυρίσει
ούτε η τραμουντάνα και το μελτέμι
θα μας μαδήσουν την απόϕαση.
Το ταξίδι θα γίνει,
το θέλουμε, το απαιτούμε,
με της καρδιάς μας το πλεούμενο
θα γίνει.

Μανώλης Γλέζος (Απείρανθος Νάξου, 9 Σεπτεμβρίου 1922- Αθήνα 30 Μαρτίου 2020)

Πηγή: Μανώλης Γλέζος, Στα Κυκλαδονήσια: Η Αίσθηση στο Φως. Αθήνα: Gutenberg 2015, σ. 34.

Μανώλης Γλέζος: Μόνο ο χρόνος τον νίκησε

Θανάσης Παντές-ΧΧ ( απόσπασμα ποιήματος )


XX

Πώς καταντήσαμε!
Ρακένδυτοι ονειροπόλοι
στην αύρα του τυχαίου.
Από την κλειδαρότρυπα να βλέπουμε το μέλλον
και να φοβόμαστε τις πολλαπλές εκδοχές του.

Πού καταντήσαμε!
Όλα αυτά να είναι τόσο συνηθισμένα,
που να μη μας εκπλήσσουν πια!
Να μη μας συγκινούν!
Και νά ‘ναι η ζωή μας ρούχο ψευδαισθήσεων,
γεμάτο κουρέλια από αναμνήσεις.

Πώς καταντήσαμε!
Ρακένδυτοι ηδονοβλεψίες
στην κλειδαρότρυπα του μέλλοντος.
Ρακοσυλλέκτες ψευδαισθήσεων
σε ένα αβέβαιο παρόν.

Πού καταντήσαμε!
Να μας χλευάζει η μοναξιά κατάμουτρα
και να μην τολμάμε να την κοιτάξουμε στα μάτια!

Πώς καταντήσαμε!
Πίσω ξαναγυρίσαμε,
στο ίδιο ποίημα για να κατοικήσουμε
κι ίσως μπορέσουμε να επιζήσουμε.

Λέμε λοιπόν πως ίσως έτσι είναι,
αλλά κανένας δεν μας λέει «Μείνε!».
Κι έτσι όλοι φεύγουμε εντός μας
και μπερδεύουμε αυτά που πια δεν έχουμε,
μα και ούτε τα αντέχουμε!

Όμως «Τυχαία δεν φτάσαμε ως εδώ!»
θα πούμε τώρα.
Πολλοί οι λόγοι ασφαλώς
και η αυτοκριτική αναγκαία.

Αυτά που ως τώρα ζήσαμε,
ίσως να ήταν δώρα από μια δύσκολη ζωή,
που όμως μένει ωραία.

Κλείνει το ποίημα,
με το απαραίτητο υστερόγραφο
σαν νότα αισιοδοξίας,
αναγκαία σε κάθε περίπτωση.

Πηγή: "ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΤΗΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ", εκδόσεις ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΝ, Καλαμάτα 2019, σελ.30-31.


Δημήτρης Αγγελής-[άτιτλο]



Οι μόνες υποσχέσεις της δημοκρατίας είναι οι τράπεζες.
Οι μόνες αποφάσεις της κυβέρνησης είναι για όπλα.
Κι εσύ έρχεσαι το λάθος Σάββατο να με βρεις
κρατώντας ρούβλια για να πληρώσεις τα ποτά μας
κι απαγγέλλοντας στίχους του Μαγιακόφσκι.

Απόψε, η παραμονή της πρωτοχρονιάς μαζί σου
δεν είναι γιορτή στη μεγάλη πλατεία. Είναι
οι τράπεζες που μας πνίγουν κι ένα σώμα-οδόφραγμα.
Είναι το μουχλιασμένο ψωμί της Αχμάτοβα.
Είναι κείνο το λευκό ελάφι που δακρύζει
πάνω στο κρεβάτι μου.

Πηγή: http://frear.gr/?p=15231

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Πατέρας Παναγιὠτης Καποδίστριας-Ποίηση σε καιρό λοιμού

DON GIUSEPPE
Αναπνευστήρα
δεν διαθέτουμε άλλον
για σε, άσημε
Giuseppe Berardelli,
ιερέα Casnigo.
Οι ενορίτες
τον αγόρασαν για σε.
Τι τον έδωκες
στον διπλανό σου κι εσύ
προτίμησες θάνατο;
(24.3.2020)

ΜΑΡΑΙΝΕΙ ΠΑΤΡΙΔΕΣ
Περιπέτειες
έχει το φως να κάτσει
στο τραπέζι μας
να στάξει τα χάδια του
στης καρδιάς τα πόμολα.
Το θανατικό
μαραίνει νοσταλγίες
πατρίδες γλυκές
Μάρτης εν τω μεταξύ
κοιλοπονά εκπλήξεις.
(16.3.2020)
ΑΓΑΛΜΑΤΑ
Ακινητοποιούνται
ασθενή τ’ αγάλματα
μες στο μουσείο.
Τους απαγορεύονται
οι μυστικές συμπτύξεις
τα θερμομετρούν
και δηλοί ο πυρετός
διαιώνιση
παθών κατεσταλμένων
και πόθο σαρκοφάγο.
(24.3.2020)


ΜΥΡΤΙΔΟΣ ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ

Χωράφι ψυχών η Αθήνα και προσώπων 
λιωμένων οικτρά
απ' το καύμα του λοιμού 
τις οιμωγές του φόβου.

Στις φλέβες ιός- 
ο γιος κ' η θυγατέρα θάμνοι στον γκρεμό. 
Αν τόσο σε πονάει το φως, ξεδόντιασέ το.

Συνεγείρεται όχλος βεβαιοτήτων 
και μας τρομάζει. 
Όσο κι αν ξοδεύτηκες ο κόσμος δεν άλλαξε.

Άπλωνες πρωί
τις νύχτες προς τον ήλιο ν' αεριστούνε 
ώσπου τα όνειρά σου αλληλοσκοτώθηκαν. 

Λάλει εκ νέου
σιωπηλότατη Μύρτις 
παραμυθάκια.
Μαζί σου πολεμάμε του λυγμού τους ελιγμούς.


(10-16.3.2020)

Πατέρας Παναγιὠτης Καποδίστριας

Αριάδνη Πορφυρίου-Ποιητές



Οι Κόρες μάς βρίσκουν στου δειλινού τ’ απόκαμα
Ή στης Σελήνης τους ασημένιους δρόμους
Τότε τα πέτρινα μαλλιά τους φεγγοβολούν πόνο
Κι από τ αραχνοΰφαντα χείλη οι ήχοι σωπαίνουν
Όσο ο Φαέθων οδηγεί το αρμα του κάθε μέρα
Πυρπολώντας τη γη των ανίερων ξανά και ξανά.
Μα οι ποιητές το δείλι και τη νύχτα ικετεύουν τον Δία
Υμνούν τους εραστές του μόχθου με λόγια λιτά
Όσο στις Πομπηίες οι γλεντοκόποι υβριστές κραυγάζουν.
Μ ανόσιες σπονδές και ψεύτρες ρίμες.
Τις γνώμες δεν αλλάζουν οι ακάματοι εργάτες
Οσες πολιτείες κι αν κάψουν οι Βεζούβιοι κι οι Φαέθοντες.
Για αυτό και οι χοροί τους αγκαλιάζουν τα δάση
Τα διάφανα χείλη φιλώντας της κόκκινης νιότης.

Αριάδνη Πορφυρίου "Ριζώματα" (υπό έκδοση)

Κώστας Καρυωτάκης-Άνοιξη

Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.

Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.

Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων


Βαγγέλης Δρόσος-[άτιτλο]

Φωτογραφικά γυμνάσματα

Πάρε τις λέξεις μου
Το σμήνος
Των ιπτάμενων κλειδιών
Τις έχω τόσα χρόνια
Καλογυαλισμένες
Κλεισμένες στη σοφίτα
Τα φτερά τους χλόμιασαν
Μα μόλις ελευθερωθούν
Θα σε κυνηγήσουν


Βαγγέλης Δρόσος, Φωτογραφικάγ υμνάσματα. Αθήνα: Εκδόσεις Ιωλκός

Ανδρέας Φραγκιάς- Ο Λοιμός


Εκείνο το καλοκαίρι, ο αέρας κόπασε για λίγο κι έπεσαν στον τόπο σύννεφο οι μύγες. Τσιμπούσαν τα μάτια, σούβλιζαν το πετσί, βούιζαν στη βαριά ζέστη κι άλλοτε σηκωνόταν ένας μαύρος γυαλιστερός κουρνιαχτός προς τη μεριά των αφοδευτηρίων. Παχιές, καλοθρεμμένες, καλοκαιριάτικες μύγες. Χρύσιζαν στον ήλιο, πάνω στους τοίχους και στα κατάλευκα ασβεστωμένα πεζούλια. Αλλά κι αυτές τις συνηθίζεις, λες και είναι ένα στοιχείο του τόπου, όπως ο άνεμος, τα βράχια, η ζέστη. Κανείς δεν τους έδωσε τότε σημασία. Όταν σ’ ενοχλούσαν τις έδιωχνες με μια κίνηση από τα μούτρα σου και τελείωνες.
Ένα μεσημέρι, όμως, τα μεγάφωνα σάλπισαν προσοχή, οι άσπρες μπλούζες σφύριζαν κι αλώνιζαν τον τόπο κι ερευνούσαν τους τάφους να μη μείνει κανείς μέσα. Όλα έδειχναν πως κάτι σοβαρό θ’ ανακοινωθεί. Καθετί, όμως, εδώ λέγεται πολύ σοβαρά κι έτσι, πάλι, κανείς δεν έδωσε σημασία. Καινούρια σφυρίγματα, προσταγές, θούρια και παιάνες για ν’ αναγγελθεί η απόφαση:
«Μπροστά στο φοβερό κίνδυνο που διετρέχουμε —για την υγεία, την καλή διαβίωση και τον πολιτισμό— πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τη φοβερή επίθεση, να εξοντώσουμε το μίασμα και ν’ απαλλάξουμε τον τόπο από την απειλή! Στον αγώνα αυτόν θα μετρηθεί η συμβολή εκάστου και θα αποκαλυφθούν οι αδιάφοροι. Πρέπει να εξοντώσουμε τις μύγες! Προς τούτο, έκαστος υποχρεούται, ως ελάχιστον αντίτιμο, για ν’ απολαμβάνει τα αγαθά του τόπου, να παραδίδει τουλάχιστον είκοσι μύγες την ημέρα. Οι απρόθυμοι θα υποστούν βαρύτατες κυρώσεις».
Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. «Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών». Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει «πρέπει».
Ένας ειδικός ομιλητής εξήγησε σ’ επίσημη συγκέντρωση, για τη μεγάλη σταυροφορία που θα φέρει στον τόπο την κάθαρση και την εξυγίανση. Τόνισε το βαθύτερο νόημα της ευγενικής αυτής προσπάθειας, την αέναη πάλη με τις δυνάμεις του κακού, μίλησε για τους φορείς των ζωικών και των ηθικών μολύνσεων, για την λυτρωτική διαδικασία και την κάθαρση, για τις συμβολικές προεκτάσεις ενός τέτοιου χρέους.
Μετά τις πρώτες φράσεις, κανείς πια δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Η φωνή του παλλόταν από συγκίνηση, καθώς μιλούσε για την «ηθική ανάπλαση, για τον εξαγνισμό των ψυχών από τις συντριπτικές αμαρτίες που βαραίνουν τις συνειδήσεις», και για την ανάγκη της καθημερινής εξιλαστήριας προσφοράς, «ώστε ύστερα από αρκετούς αιώνες δοκιμασίας να είναι δυνατόν μερικοί άξιοι…»
Μίλησε, πραγματικά, με μεγάλη έξαρση και ανάταση, λίγο ακόμα και θ’ αποκτούσε κι αυτός φτερά να πετάξει.
Το άλλο πρωί, πριν ξεκινήσει ο πληθυσμός για τις εργασίες τους, το μεγάφωνο είπε με γλυκιά φωνή ένα παραμύθι, σαν αυτά που λένε στα παιδιά πριν κοιμηθούν. Εδώ συνηθίζονται τα πρωινά παραμύθια, για να κρατάνε όλες τις ώρες. Αφηγήθηκε με λίγα λόγια την ιστορία κείνου του καλού βασιλιά που όταν έφτασε ναυαγός σ’ ένα έρημο νησί, βρήκε να το κατοικούν μόνο μερικά δαιμονισμένα τέρατα. Ύστερα, όμως, από πολλούς και σκληρούς αγώνες, ο καλός βασιλιάς νίκησε και υπόταξε τα κακά πνεύματα. Τα εξόντωσε, τα ημέρεψε.
Και το παραμύθι τέλειωσε μ’ αυτά τα λόγια:
«Καταλαβαίνετε, βέβαια, τι σημαίνει τούτος ο παλιός μύθος. Αυτοί που ενσαρκώνουν το πνεύμα του κάκου, είσαστε σεις! Το πνεύμα του καλού θα ασκήσει την αγαθότητα και την αμείλικτη δύναμή του για να υποτάξει τον δαίμονα… θα μπορούσε, βέβαια, να τον σκοτώσει, θα ήταν το πιο εύκολο. Υπάρχουν πολλά και αποτελεσματικά μέσα θανάτου, τα ξέρουμε όλα. Για τις μύγες, τα δραστικά φάρμακα, και για τις άλλες περιπτώσεις τα όπλα. Εμείς δε χρειαζόμαστε κι άλλους νεκρούς. Τι να τους κάνουμε; Δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή μας… Εμείς θέλουμε να εξ…ξοντώσουμε και να συντρ…ρίψουμε ουσιαστικά όχι τους ευτελείς φορείς, αλλά τον ίδιο το δαίμονα…» […]
Οι κάτοικοι ξεκίνησαν για τις δουλειές τους κι η ζωή ξαναμπήκε αμέσως στο ρυθμό της. Ομάδες για πέτρα, ομάδες για σκάψιμο, οι χτίστες στα κάστρα και στα γεφύρια, οι χαμάληδες στο λιμάνι, οι σκαφτιάδες στους δρόμους και στους τάφους, οι καλλιτέχνες στ’ αγάλματα, οι κουβαλητές στην πέτρα, στο νερό, στον ασβέστη. Από σήμερα πρέπει να μαζεύεις και μύγες, το θύμισε πάλι ο ομιλητής: ο καθένας είκοσι! Τελειώνει το ξεφόρτωμα, τρέχεις ν’ ανεβάσεις στην κορυφή το βαρέλι με το νερό, αμέσως για τσιμέντο, να μεταφέρουμε μια ειδική πέτρα σα μάρμαρο για τις προσόψεις. Στη γέφυρα! Πλάκες για να στρωθεί ο δρόμος, λάκκοι να φυτευτούν καινούρια δέντρα, αψίδες και μνημεία για να δοξάζονται τα μεγάλα κατορθώματα. Μύγες, χιλιάδες μύγες βουίζουν παντού. Θα τις πιάσεις μόλις ακουμπήσεις τούτο το αγκωνάρι που σου κόβει την αναπνοή. Ήρθε η ώρα για νερό! Τρέχα. Πήραν μόνο όσοι πρόλαβαν. Να μεταφερθούν τάχιστα η άμμος και τα σίδερα. Θα μεταφερθούν. Φαγητό. Άρχισε η ομιλία! Διδαχές ηθικού, διδακτικού, φρονημαστικού περιεχομένου. Μετάνοιες, ομολογίες αμαρτημάτων, συντριπτικές εξομολογήσεις. «Πόσες μύγες μάζεψες; Μήπως ξέχασες το χρέος σου;» λέει κάθε τόσο το μεγάφωνο. Όχι, κανένας δεν το ξέχασε, αλλά πώς ν’ ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντα όταν σπάει πέτρα; Όσοι κάνουν μια παράμερη ή στεκούμενη δουλειά, κάτι θα πιάσουν. Στα μαγειρεία, στα συνεργεία, οι φρουροί και οι αποθηκάριοι είναι τυχεροί. Εκεί βράζει σύννεφο η μύγα. Κι οι άλλοι που χτίζουν, που φτυαρίζουν, θα τις πιάσουν πιο εύκολα. Όταν όμως τρέχεις με την πέτρα στον ώμο περνώντας μπροστά από τους επόπτες, πώς είναι δυνατό; Θα καθυστερήσεις και θ’ αναγκάσεις κάποιον να σε μπάσει βίαια στο ρυθμό, σα να σκοτώνει κι αυτός τη μύγα του.
Ο περιδεής ψάχνει πάλι να βρει τον νυχτερινό συγκάτοικό του. Τις τελευταίες μέρες κατεβαίνουν στον τάφο του καινούρια πρόσωπα, άγνωστοι, και μένουν μόνο μια νύχτα. Νέες φάτσες, που τις ξεχνάς. Ο τρίτος όμως σηκώνεται πολύ νωρίς και όταν ξυπνήσουν οι άλλοι αυτός λείπει. Θα κάνει, φαίνεται, κάποια δουλειά πολύ πρωινή ή μισονυχτερινή. Κι έτσι, αφού το τρίτο πρόσωπο λείπει πάντα, σημαίνει ότι εδώ και πολλές μέρες είναι το ίδιο. Τον έχει δει μόνο μια φορά για λίγο, μόλις πρόφτασε να διακρίνει το μισό πρόσωπό του καθώς έβγαινε από το άνοιγμα. Είδε καλύτερα μια τρύπα στις σόλες των παπουτσιών του, ναι στο δεξί του παπούτσι. Και μια κάλτσα μάλλινη σκισμένη στη φτέρνα. Ήταν πράσινη. Τρύπιες σόλες θα έχουν πολλοί, πώς να τον ανακαλύψεις από τη μισή όψη του που πρόλαβες να δεις για μια στιγμή τα χαράματα; Πρέπει να πιάσεις τη μύγα σου, να βρίσκεσαι πάντα μακριά από την οργή των νόμων, να μη σε ξέρει κανείς για κακό ούτε για καλό.
Μερικοί πρόλαβαν, έκλεισαν για γούστο βιαστικά τις χούφτες τους και βούτηξαν δυο τρεις. Τις φύλαξαν προσεχτικά σ’ ένα κουτάκι των σπίρτων. Άλλοι έφτιαξαν χωνάκι. Όλοι είχαν ένα χαμόγελο κάπως κοροϊδευτικό για την αυστηρότητα που δόθηκε σε μια τόσο αστεία διαταγή. Έχει πάρα πολλές. Μιλιούνια βουίζουν γύρω σου, παντού υπάρχουν μύγες. Δεν έχεις παρά ν’ απλώσεις το χέρι σου. «Σε τσάκωσα! Θα σε παραδώσω το βράδυ.» Κι ένας άλλος: «Αχ, μου ξέφυγε…» — «Νόμιζες πως θα μου γλίτωνες, ε:…» Κι έτσι, παίζοντας, οι πιο προνοητικοί μάζεψαν κάμποσες, αλλά χωρίς να δώσουν και μεγάλη σημασία στ’ αποκτήματά τους.
Άλλοι, πιο πειθαρχικοί, και μερικοί που κατάλαβαν περισσότερο το νόημα του παραμυθιού, κουνούσαν αδιάκοπα τα χέρια τους, για να πιάσουν τις μύγες και να ξενοιάσουν. Δε θα πρόφτασαν όμως, ακούστηκε γρήγορα πρόσκληση για συγκέντρωση.
Την ορισμένη ώρα, όταν άρχισε το απόβραδο, ο κόσμος μαζεύτηκε, όπως πάντα, σκονισμένος και κατάκοπος για φαγητό. Τα αρμόδια όργανα επέμεναν να είναι τέλειες οι σειρές, να το βουλώσουν όλοι, να ξαναγίνουν τα μετρήματα. Άρχισαν να πληθαίνουν και οι άσπρες μπλούζες, στάθηκαν ανάμεσα στις ομάδες, τριγύριζαν στα πλάγια. Μαζεύτηκαν και διάφοροι βοηθοί, ελεγκτές κι ένα σωρό άλλοι σκουντούφληδες και βλοσυροί. Κανένας δεν έδινε το σύνθημα για τη διανομή. Πάλι μετρήματα και μετακινήσεις, καινούρια αναταραχή.
Ήρθε και κάποιος με σπουδαίες αρμοδιότητες. Μια βουβή παγωνιά απλώθηκε. Τοποθέτησαν κι ένα μεγάφωνο.
«Ν’ αρχίσει η διανομή», πρόσταξε μ’ ένα νεύμα ο ελεγκτής.
Ξεκίνησε ο πρώτος. Έπρεπε να περάσει μπροστά από αυτόν.
«Τις μύγες σου», ζήτησε ο βοηθός.
«Ποιες μύγες;»
«Αυτές που έπρεπε να πιάσεις».
«Δεν έχω».
«Το ξέχασες, δεν μπόρεσες ή δεν θέλησες; Λέγε».
«Δεν πρόλαβα…»
«Περίμενε στην άκρη», πρόσταξε ο βοηθός.
Ήρθε άλλος.
«Τις μύγες σου. Γιατί μόνο τρεις; Τόσα εκατομμύρια, δε βρήκες άλλες; Κι εσύ εκεί. Όχι μαζί με τον άλλο, χωριστά».
Ένας έδειξε έντεκα, ήταν ο καλύτερος.
«Γιατί μόνο έντεκα;»
«Στο νταμάρι φεύγουν όλες με τα φουρνέλα…»
Τον έστειλε σε άλλη σειρά.
Ένας από τα καλόπαιδα, τους ζητωκραυγαστές, από τους φανερούς κράχτες, είχε μαζέψει δεκαοχτώ.
«Εύγε! Εξετέλεσες το καθήκον σου!»
Περάσανε σιγά-σιγά όλοι. Μόνο ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι είχε τις περισσότερες. Μετρούσε, μετρούσε κι έφτασε στις τριανταδύο μύγες. Τις παρέδωσε όλες ο ανόητος, πήρε το φαγητό του και απομακρύνθηκε περήφανος. Σε μια στιγμή μάλιστα γέλασε και φάνηκαν μια σειρά ολόλευκα και γερά δόντια. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν σωστό να γελάει —ίσως να έβαλε και τα κλάματα— κι απομακρύνθηκε γρήγορα.
Καθώς φάνηκε, η προσπάθεια είχε γενικά αποτύχει. Στο άδειο κιβώτιο που έριχναν τις ψόφιες μύγες, δεν σκεπάστηκε καλά-καλά ούτε ο πάτος. Αυτοί που δεν είχαν πιάσει ούτε μια ήταν πολλοί. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται πάνω απ’ όλους. Ο πληθυσμός είχε δείξει μια εγκληματική αδιαφορία στους νόμους. Ακόμα κι η θάλασσα έγινε πιο μελανιά κι ακίνητη.
Ο ελεγκτής ανακοίνωσε την απόφασή του: Αυτούς που δεν είχαν ούτε μια, τους έστειλε μακρύτερα, κοντά στα βράχια. Σε άλλες σειρές κατέταξε τους υπόλοιπους, ανάλογα με τις μύγες που έφεραν.
Μόνος, χωρίς ταίρι και σειρά έμεινε το ανθρωπάκι με τις τριανταδύο. Έτρωγε έρημος, μα δεν κατέβαιναν οι μπουκιές.
«Γράψτε τα ονόματά τους κατά κατηγορία», είπε ένας βοηθός στα όργανα.
Θ’ ανοίξουν τώρα καινούριους λογαριασμούς που θα σ’ ακολουθούν πάντα, για να μετριέται με μύγες η κακή σου συμπεριφορά.
Την ώρα που γράφανε, κάποιος πλησίασε σιγά και πονηρά έναν επόπτη από πίσω. Είδε μια μύγα στον ώμο του. Άπλωσε την παλάμη του και όρμησε. Καθώς όμως περνούσε γρήγορα το χέρι του από το αυτί του, άγγιξε ξυστά το μάγουλό του. Ο επόπτης τρόμαξε.
«Τι κάνεις εσύ;»
«Μια μύγα στον ώμο σας. Να την».
Άνοιξε την παλάμη του κι έδειξε το ξεκοιλιασμένο ζώο.
«Τώρα έχω έντεκα, μπορώ να πάω σ’ εκείνη, την καλύτερη σειρά;»
«Είναι πια πολύ αργά, άρχισε η καταγραφή. Εξάλλου, η μύγα αυτή βρισκόταν στον ώμο μου. Ανήκει σε μένα. Ήταν ασέβεια ν’ απλώσεις πάνω μου».
«Τώρα όμως έχω έντεκα…»
«Ανώφελο. Ο ελεγκτής δε χρειάζεται μύγες… Αν ήθελε, θα έριχνε φάρμακο και δε θα έμενε καμιά. Ήθελε να μετρήσει την προθυμία σας…»
«Σας χτύπησε κιόλας», πρόσθεσε ένας άλλος.
«Ναι, εδώ στο μάγουλο…»
«Φοβερό. Βγήκε απ’ τη γραμμή του, έκανε μια ασεβή χειρονομία που κατέληξε σε επίθεση. Θέλησε, τώρα που τελείωσε η κρίση, να μεταπηδήσει πονηρά σε καλύτερη κατηγορία απ’ αυτήν που τον κατέταξε ο ελεγκτής και με μια μύγα που δεν του ανήκει…»
«Και τώρα τι να κάνω;» ρώτησε ο χαμένος. «Μήπως πρέπει να πεθάνω;»
«Όχι ακόμα. Θ’ αποφασίσω αργότερα για την τύχη σου. Να σταθείς χώρια», είπε ο επόπτης κι απομακρύνθηκε ικανοποιημένος, γιατί αυτός, και μόνο αυτός, θα καθόριζε την τύχη κάποιου άλλου.
Όταν τελείωσε η καταγραφή, ήρθε η ώρα για την τελική κρίση. Κομμένες αναπνοές, ακινησία, οι φρουροί στις θέσεις τους, τα κύματα στους βράχους. Μια φωνή απόκοσμη, που ερχόταν από πολύ μακριά, είπε:
«Θα λάβουν φαγητό μόνο όσοι εξεπλήρωσαν στο ακέραιο το καθήκον τους. Όσοι δεν έπιασαν καμιά μύγα, είναι δόλιοι και θα έχουν τη μεταχείριση που αρμόζει στους απείθαρχους, τους πείσμονες και τους υπονομευτάς. Χαθείτε, να μη σας βλέπω».
Ένας με άσπρη μπλούζα φρόντισε να χαθούν το γρηγορότερο, τους τράβηξαν για τη χαράδρα.
Η ίδια φωνή συνέχισε:
«Οι άλλοι δείξατε αδιαφορία, κακοήθεια, τεμπελιά. Περιφρονήσατε τις διαταγές. Η ασυνειδησία σας θα μείνει στίγμα, ώστε να ξέρετε τι σας περιμένει σε κάθε υποτροπή ανυπακοής. Από αύριο το έλλειμμα θα υπολογίζεται διπλάσιο, την επόμενη τριπλάσιο. Για σήμερα, λίαν επιεικώς, θα υποστείτε μόνο στέρηση νερού και τροφής».
Έτσι όλοι κατάλαβαν ότι οι μύγες είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Και τα μεγάφωνα σκούζανε συνέχεια για μολύνσεις που επεκτείνονται, για ανεπίτρεπτα συμπτώματα απειθαρχίας και για αμείλικτες τιμωρίες που, όσο βαριές κι αν είναι, δεν μπορούν να εξαλείψουν το φοβερό αμάρτημα.
Κι αμέσως μουσική και τραγούδια.
Αποτέλεσμα εικόνας για Ανδρέας Φραγκιάς
Αντρέας Φραγκιάς (1921-2002)

Ουμπέρτο Έκο-Φύλλο μηδέν

Εκείνη τη βδομάδα, η δουλειά προχωρούσε με μεγάλες παύσεις. Κανείς δεν έδειχνε να έχει ιδιαίτερη διάθεση να δουλέψει. Εξάλλου, τα δώδεκα φύλλα μέσα σ’ ένα χρόνο ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από το ένα φύλλο τη μέρα. Διάβαζα τα πρώτα κείμενα, ενοποιούσα το ύφος, προσπαθούσα να απαλείψω της εξεζητημένες εκφράσεις. Ο Σιμέι επικροτούσε: «Κύριοι, κάνουμε δημοσιογραφία όχι λογοτεχνία». […]
Εκείνη τη μέρα καταπιαστήκαμε με το να ξαναδιαβάσουμε ένα άρθρο που είχε διορθωθεί καταπώς έπρεπε και ο Μπραγκαντότσο παρατήρησε: «Η οργή της Μόσχας; Μα δεν είναι μπανάλ να χρησιμοποιούμε πάντα τόσο εμφατικές εκφράσεις, ο θυμός του προέδρου, η οργή των συνταξιούχων και ούτω καθεξής;».
«Όχι», απάντησα, «ο αναγνώστης περιμένει αυτές τις εκφράσεις, έτσι τον έμαθαν όλες οι εφημερίδες. Ο αναγνώστης καταλαβαίνει εκείνο που συμβαίνει μόνο αν του πεις είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, η κυβέρνηση αναγγέλλει δάκρυα και αίμα, ο δρόμος είναι ανηφορικός, η Προεδρία της Δημοκρατίας ετοιμάζεται για πόλεμο, ο Κράξι χτυπάει στο δόξα πατρί, δεν πρέπει να δαιμονοποιούμε, δεν υπάρχουν περιθώρια για υπαναχωρήσεις, φτάσαμε στο παραπέντε ή βρισκόμαστε στο μάτι του κυκλώνα. Και οι πολιτικοί δεν δηλώνουν ή ισχυρίζονται με θέρμη, αλλά μιλούν έξω απ’ τα δόντια. Και οι δυνάμεις της τάξεως δρουν με επαγγελματική συνείδηση».
«Πρέπει πάντα να μιλάμε για επαγγελματική συνείδηση;» διέκοψε η Μάια. «Εδώ όλοι δουλεύουν με επαγγελματική συνείδηση. […] Αυτή η επιμονή στις περιπτώσεις επαγγελματισμού, σαν να είναι κάτι εξαιρετικό, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εν γένει ο κόσμος κάνει τσαπατσουλοδουλειές».
«Πράγματι», συνέχισα εγώ, «ο αναγνώστης νομίζει ότι οι περισσότεροι δουλεύουν τσαπατσούλικα και πρέπει να υπογραμμίζουμε τις περιπτώσεις επαγγελματισμού· είναι ένας τρόπος να πούμε ότι όλα πήγαν καλά. Έπιασαν οι καραμπινιέροι τον κλεφτοκοτά; Επέδειξαν επαγγελματική συνείδηση». 
«Είναι κάπως σαν τον καλό πάπα. Προεξοφλεί ότι οι προηγούμενοι πάπες ήταν κακοί».
«Μα μπορεί ο κόσμος να το πίστευε, αλλιώς δε θα τον έλεγαν καλό πάπα. Είδατε ποτέ καμιά φωτογραφία του Πίου ΙΒ΄; Έχει φάτσα για αρχηγός της Σπεκτρ στις ταινίες του 007».
«Το γεγονός ότι ο Ιωάννης ΚΓ΄ ήταν ο καλός πάπας το έλεγαν οι εφημερίδες και ο κόσμος τις ακολούθησε».
«Ακριβώς. Οι εφημερίδες διδάσκουν στον κόσμο πώς πρέπει να σκέφτεται»,  διέκοψε ο Σιμέι.
«Μα οι εφημερίδες ακολουθούν τις τάσεις του κόσμου ή τις δημιουργούν;».
«Και τα δύο, δεσποινίς Φρέζια. Ο κόσμος στην αρχή δεν ξέρει τι τάσεις έχει, μετά του το λέμε εμείς και συνειδητοποιεί ότι όντως τις έχει. Ας αφήσουμε κατα μέρος τις φιλοσοφίες και ας δουλέψουμε σαν επαγγελματίες. Εμπρός, συνεχίστε, Κολόνα».
«Εντάξει», ξανάρχισα, «κλείνω τον κατάλογό μου: και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα αφάγωτη, η αίθουσα ελέγχου, κατεβαίνουμε στον στίβο, στο στόχαστρο των ανακριτών, φως στο τούνελ, αγκάθια στις διαπραγματεύσεις, συγκλονισμένη η διεθνής κοινή γνώμη, ο Μολώχ της ασφάλτου, η αστυνομία εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό, ο φόρος του αίματος, κρούω τον κώδωνα του κινδύνου, αλλαγή πλεύσης, η οργή του Εγκέλαδου, πέπλο μυστηρίου, σφίγγει ο κλοιός, αφουγκραζόμαστε την αγορά, στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, θα χυθεί άπλετο φως, άνεμος αλλαγής, άρχισε η ομαδική έξοδος… 
Ουμπέρτο Έκο, Φύλλο μηδέν, μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη εκδόσεις Ψυχογιός 2015: σελ. 107 – 112.

Μίλτος Σαχτούρης-Ο τρελός άνεμος Αγίρ

Ο τρελός άνεμος Αγίρχτυπάει τις πόρτεςτρίζει τις πόρτεςτρίζει το μυαλό μου
το γεμάτο ιστορίεςαπό έρωτεςαπό θανάτουςαπό ποιήματααπό ποιήματα πιο πικρά κι από θανάτους…

ο τρελός άνεμος Αγίρχτυπάει τις πόρτεςτρίζει τις πόρτες…

Παντελής Μπουκάλας-Τη γλώσσα μας τη φτιάχνουμε ελληνική

Μουντή η φετινή εθνική επέτειος, η τελευταία πριν από τα εμβληματικά διακόσια χρόνια της Επανάστασης. Μια 25η Μαρτίου απρόθυμη να ευαγγελιστεί οτιδήποτε. Τόσο κλειστή άνοιξη, με την κατάθλιψη να απειλεί να γίνει πάνδημη, δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ. Ας επιμείνουμε ωστόσο, προς παραμυθία, στο τότε, στο ’21. Που κι αυτό, άλλωστε, απείλησε να το ξαποστείλει στον οριστικό χειμώνα, προτού καρπίσει, η εμφυλιοπολεμική κατάθλιψη.

Το τελευταίο μου σεργιάνι στα παλαιοβιβλιοπωλεία, πριν κλείσουν κι αυτά, ξανάφερε στα χέρια μου ένα βιβλίο που το ’χα διαβάσει μια φορά κι έναν καιρό, είχα μάθει από αυτό, αλλά τα ίχνη εκείνης της πρώτης έκδοσής του, εν έτει 1971, τα είχα χάσει από χρόνια. Στον τίτλο του βιβλίου συστεγάζονται δύο από τα πάθη μου: «Η γλώσσα και το Εικοσιένα». Υπότιτλος: «Λογιώτατοι, φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες, τίτλοι, αξιώματα και προσαγορεύσεις». Συγγραφέας ο Κυριάκος Σιμόπουλος, το συνολικό έργο του οποίου (ανάμεσά τους και η πολύτομη προσφορά του για τους ξένους περιηγητές στη Ελλάδα και τη συγχρονική στάση των ξένων απέναντι στην Επανάσταση) ανατυπώθηκε από τις εκδόσεις «Στάχυ».

Διπλή, τι άλλο, η γλώσσα του ’21. Χονδρικά, η γλώσσα των πολεμιστών και η γλώσσα των πολιτικών. Των αγράμματων, που μιλούσαν όπως σκέφτονταν και με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να συνεννοηθούν μεταξύ τους, στα απλά και στα μεγάλα, και των σπουδαγμένων, που ήθελαν να φορέσουν χλαμύδα και στα λεγόμενα των καπεταναίων. Χαρακτηριστικό είναι το εξής επεισόδιο, στην περιγραφή του Σιμόπουλου:

«Ο Κολοκοτρώνης είχε πολλές φορές αγανακτήσει από τα πομπώδη και φλύαρα κείμενα των γραμματικών του. Κάποτε, λένε, περνώντας με τ’ ασκέρι του νύχτα κοντά στο μοναστήρι της Βελανιδιάς, πρόσταξε το γραμματικό του να γράψει ένα μήνυμα προς τον ηγούμενο για μερικά τουλουμοτύρια που χρειαζόταν το στράτευμα. Ο λογιώτατος γέμισε δυο κατεβατά. Με τα πανωγράμματα, τους τίτλους και τις δασκαλικές περιττολογίες. “– Ακόμα μωρέ;” τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης, βλέποντάς τον να πασχίζει, ιδροκοπώντας κάτω από το λύχνο. Κι όταν είδε τα κατορθώματα του γραμματικού έφριξε. Κόβει ένα κομμάτι χαρτί, μισή παλάμη, και γράφει ο ίδιος το λακωνικό μήνυμα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, στο μοναστήρι: “Γούμενε τυρί Κολοκοτρώνης”. Και το ’στειλε μ’ ένα φτεροπόδαρο παλικαρόπουλο».

Οι πολεμιστές –ο λαός– δεν είχαν λόγο καθημερινό και λόγο επίσημο, λερό και καθαρό, αυθόρμητο και επεξεργασμένο. Και στις κουβέντες τους χρησιμοποιούσαν φυσικά πολλές ξένες λέξεις, αρβανίτικες, τούρκικες, ενετικές, κατά την καταγωγή τού καθενός. Οι αιώνες της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας, καθώς και οι σχέσεις (ειρηνικές ή εμπόλεμες) με Αλβανούς/Αρβανίτες, είχαν αφήσει ευδιάκριτα ίχνη στη νεοελληνική, που προκαλούσαν την αποστροφή των λογίων, όπως βλέπουμε και στον «καθαρισμό» δημοτικών τραγουδιών. Το φετινό ημερολόγιο της Εταιρείας Συγγραφέων, με θέμα «Λογοτεχνία και Επανάσταση», είναι αφιερωμένο στο 1821. Στη μικρή μου συμβολή εκεί δοκίμασα, αντιστρέφοντας τη λογική του γνωστού «μανιφέστου» του Ξενοφώντα Ζολώτα, να γράψω μια «προκήρυξη» με λέξεις που δεν «μας δόθηκαν» ελληνικές, αλλά ξένες που έγιναν ελληνικές. Τις άντλησα από απομνημονεύματα αγωνιστών και από δημοτικά τραγούδια, κυρίως κλέφτικα (το «βρας» αναπαράγεται βέβαια από τον «Μπολιβάρ» του Νίκου Εγγονόπουλου· «το βροντοφώνησαν οι ναυμάχοι του 21 κι’ ο αείμνηστος κι’ ένδοξος ναύαρχος Κουντουριώτης στη ναυμαχία της Ελλης» σημειώνει ο ποιητής). Αρκετές από αυτές ξεχάστηκαν πια –  όταν έλειψαν και τα πράγματα που ονομάτιζαν, είδη όπλων λ.χ. ή καραβιών. Αλλες συνεχίζουμε να τις χρησιμοποιούμε απολύτως βέβαιοι για την ιθαγένειά τους, την ελληνικότητά τους. Ιδού η εσκεμμένα τραβηγμένη «προκήρυξη»:

«Στ’ άρματα, λεβέντες. Με τα λάβαρά σας, ασλάνια. Με τα φλάμπουρά σας, σαΐνια μου. Χουγιάξτε το ορέ. Ρίξτε τις μπαταριές σας σε κάθε μαχαλά. Ν’ ακούσει κάθε φαμελιά, κάθε κονάκι, κάθε οντάς. Να συναχτούν τ’ ασκέρια. Τα μπουλούκια. Οι ταϊφάδες. Σ’ όλα τα βιλαέτια, σ’ όλους τους καζάδες. Οχι χουζούρι πια. Οχι νταραβέρια με μουρτάτες. Νισάφι οι τεμενάδες κι οι ριτζάδες. Πόσο θα γκιζεράμε στα βουνά και στα ρουμάνια, κι ώς πότε θα νταγιαντούμε και θα μπεζερίζουμε. Ως πότε πια κιουλέδες των χαραμήδων. Να κινήσουν στο σεφέρι τους τα φουσάτα όλα. Να μάθει η κονιαριά, να μάθει η Πόρτα, το Ντοβλέτι, το Ντιβάνι κι ο σουλτάνος, αγάδες, ντερβισάδες και χοτζάδες να το μάθουν, κατήδες και τσοχανταραίοι, μπουλουκμπασήσες και πασάδες, βοεβόδες και βαλήδες, τατάρηδες, μπαϊρακτάρηδες και νιζάμηδες, οι ντουβλετήδες όλοι: Κάλλιο στη χάψη να μας μπουζουριάσουν, στο μπουντρούμι, κάλλιο στη φούρκα του τζελέπη ή και στη σούβλα του, παρά να μαγαρίζονται στα χαρέμια οι γυναίκες μας, παρά ν’ αρπάζουν τα κουτσούβελά μας απ’ τη σαρμανίτσα. Κουμάντο πια θα κάνει το μιλέτι μας. Τα μπουγιουρντιά τους κι οι μουρασελέδες τους, των σκυλιών μας.

»Τα καριοφίλια σας, ασίκηδές μου. Και το κουράγιο σας. Τα ντουφέκια σας. Τις μπιστόλες σας, καπεταναίοι. Τα κουμπούρια. Τα γιαταγάνια. Πάλες και παλάσκες. Και χαντζάρια. Και το χαρμπί του ο πασαένας. Το διμισκί σπαθί του. Και το λάζο του. Και τους σουγιάδες. Τρομπόνια. Μιλιόνια. Την μπαρούτη. Τα κουρσούμια. Τα φουσέκια σας στους ντεστέδες τους. Τα κανόνια, να κρεμάσουμε τα κλειδιά μας στην μπούκα τους. Τις μπόμπες. Τα φιτίλια. Τα τόπια. “Τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια, / τα τόπια δεξιά. Βρας! / Βρας, αλβανιστί φωτιά”.

»Τη φουστανέλα. Τον ντουλαμά. Το σελάχι. Τη φέρμελη. Τα τσαρούχια. Το φέσι με τη φούντα του. Το πόσι, να σκεπάζει τον τσαμπά. Τα τσαπράζια. Καπότες κι αντεριά. Και τις μπότσες με το ρακί. Και τις μποτίλιες το κρασί, τις νταμιντζάνες. Και το τάσι, να ’χουμε στο ορδί να πίνουμε και στα γιατάκια μας. Και τους ζουρνάδες. Πίπιζες και ταμπουράδες. Νταούλια, τουμπελέκια και μπουζούκια. Ούτι και νέι και λιογκάρι. Λαούτο, κίτελι και μπαγλαμά.

»Στο φαρί σας. Στο άτι σας, μπάλιο ή ρούσο. Στα χάμουρα το νου σας. Και στη σέλα. Στο μπρίκι. Στη γαβάρα. Στη γαλιότα. Στο τσαμπέκο. Στην κορβέτα. Στη φρεγάτα. Στο μπουρλοτιέρικο. Να πάει το αίμα ώς τα μπούνια. Στο καραούλι. Στην ντάπια. Στο μετερίζι. Στις βίγλες. Στα κάστρα. Στα καστέλια. Στους γουλάδες. Στα δερβένια. Στη βάρδια μας.

»Ανοίξτε όλοι το πουγκί σας. Τον μπεζαχτά σας. Ο,τι ρουμπιέδες κι ό,τι τάλιρα, ό,τι μαχμουτιέδες και τζοβαϊρικά και γρόσια, όσα καζαντίσατε, για την πατρίδα. Για τους λουφέδες των παλικαριών. Για τον ζαϊρέ και το μεϊντάτι μας.

»Γιουρούσι. Γιούργια. Ρεσάλτο. Τέρμα οι κιοτήδες, τα τσιράκια και τα τουρκοκόπελα. Η λευτεριά το ντέρτι μας και το μεράκι μας. Και το κιβούρι μας μόνος σεβντάς και μόνο κασαβέτι μας. “Να ’ναι μακρύ, να ’ναι πλατύ, για δυο, για τρεις νομάτους. / Να στέκω ορθός” - ».

Πηγή:https://www.kathimerini.gr/1070096/opinion/epikairothta/politikh/th-glwssa-mas-th-ftiaxnoyme-ellhnikh?fbclid=IwAR3WDMTqdNphDcSjIDZnsrmu92iLHs-pZqgllolLCT4U-oNm9qFoYIVZN7I

Γιώτα Αργυροπούλου, Άτιτλο

 Στη Φωκίωνος ο Μίλτος Σαχτούρης
 με το μαύρο του παλτό και το καπέλο 
χιόνι καυτό στα μάγουλα και άσπρο
και στο λαιμό το κόκκινο κασκόλ.

Έμπαινε
και έβαφε ασπρόμαυρο 
ολοκόκκινο μεμιάς
το καφενείο.

Ανέβαινα τη Φωκίωνος να δω γυμνά
τα δέντρα το χειμώνα 
να δω τον ποιητή. 

Γιώτα Αργυροπούλου

(Από τη συλλογή «Ποιητών και Αγίων Πάντων», εκδ. Μεταίχμιο, 2013)

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poems-about-miltos-sachtouris/6/ ]

Marc Chagall (1887-1985)- The Drunkard (Le saoul), 1912, oil on canvas. 85 x 115 cm. Private collection


Eugène Ionesco-Ρινόκερος (απόσπασμα)


Μπερανζέ: (Όπως κοιτάζεται πάντα στο καθρέφτη) Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημος ο άνθρωπος! Κι εδώ που τα λέμε φιλαράκο, συ δεν είσαι κι απ' τα πιο ωραία δείγματα! Πίστεψέ με Ντέζη (γυρνά να τη δει) Ντέζη, Ντέζη! Πού πήγες, Ντέζη; Δε γίνεται να σου πέρασε από το μυαλό να... (τρέχει προς τη πόρτα) Ντέζη! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο, σκύβει πάνω από το κάγκελο της σκάλας) Ντέζη γύρνα πίσω, πού πας; Γύρνα μικρή μου μη φεύγεις. Δε πρόλαβες να βάλεις μπουκιά στο στόμα! Ντέζη, μη μ' αφήνεις μόνο! Τί μου υποσχέθηκες πριν λίγο; Ντέζη! Ντέζη! (Σταματά να τη φωνάζει, κουνά τα χέρια του απελπισμένος και ξαναγυρνά στο δωμάτιο) Είναι φυσικό. Δε μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε. Ένα ζευγάρι που αποφάσισε να χωρίσει. Η ζωή μας έγινε ανυπόφορη. Αλλά, δεν έπρεπε να φύγει έτσι σα κλέφτρα, χωρίς να μου δώσει εξήγηση. (Κοιτά γύρω) Δε μου 'γραψε σ' ένα χαρτί ούτε δυο λέξεις. Δε φέρονται έτσι, όχι, δε φέρονται έτσι. Τώρα απόμεινα ολομόναχος. Έρημος! (Πάει και κλειδώνει τη πόρτα προσεχτικά, αλλ' αρκετά θυμωμένος) Εγώ δε θα γίνω σαν κι εσάς, όχι... (Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα) Δε θα με παρασύρετε, τ' ακούσατε; Ποτέ! (Απευθύνεται σ' όλα τα κεφάλια ρινόκερων) Δε θα σας ακολουθήσω ούτε θα γίνω σαν κι εσάς γιατί δε σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που 'μαι. Είμαι ανθρώπινο πλάσμα... άνθρωπος! (Πάει και κάθεται στη πολυθρόνα). Αφόρητη κατάσταση. Αφόρητη! Εγώ φταίω, φταίω που 'φυγε, εγώ! Ήμουνα γι' αυτή το παν, ο κόσμος ολάκερος! Τί θ' απογίνει τώρα; Δε φτάναν όλοι οι άλλοι, ήταν ανάγκη να βασανίζει τη συνείδησή μου κι αυτή; Τώρα περιμένω το χειρότερο. Τώρα πρέπει να περιμένω κάθε καταστροφή! Φτωχή μικρούλα! Χαμένη στο σύμπαν πλημμυρισμένο από τέρατα! Ποιός θα με βοηθήσει να τη ξαναβρώ; Κανείς! Βλέπεις, δεν απόμεινε ούτ' ένας... ούτ' ένας! (Νέα μουγγανητά, ποδοβολητά, τρεχαλητά και σύννεφα σκόνης) Δεν αντέχω να τους ακούω. Θα βουλώσω τ' αφτιά μου με μπαμπάκι. (Βάζει μπαμπάκι στ' αφτιά του και μιλά στον εαυτό του στον καθρέφτη) Δεν υπάρχει άλλη δυνατή λύση, θα πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω, για ποιό πράμα; Κι ύστερα, μπορούν άραγε να ξαναμεταμορφωθούν, να ξαναγίνουν άνθρωποι; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Αυτό θα 'ταν ηράκλειος άθλος ξεπερνά πολύ τις δικές μου δυνάμεις. Και πριν απ' όλα, για να τους πείσω, θα πρέπει να τους μιλήσω. Και για να τους μιλήσω, θα πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως, θα 'πρεπε να μάθουν αυτοί τη δική μου γλώσσα; Αλλά ποιά γλώσσα μιλώ εγώ; Ποιά είναι η γλώσσα μου; Η γλώσσα των μαύρων, των κιτρίνων, των λευκών; Μιλώ μιαν από τις γλώσσες των λευκών; Έτσι φαίνεται, αυτή τη γλώσσα μιλώ. Αλλά, τί θα πει μιαν από τις γλώσσες των λευκών; Μπορώ, μια χαρά, να πω ότι μιλώ μια γλώσσα λευκών, αφού δεν υπάρχει κανένας να με αντικρούσει! Απόμεινα μόνος που μιλά τούτη τη γλώσσα. Αλλά τί κάθομαι και λέω τώρα. Καταλαβαίνω αυτά που λέω, καταλαβαίνω τον εαυτό μου; (Προχωρεί προς το κέντρο του δωματίου) Κι αν όπως μου 'πε η Ντέζη, αυτοί έχουνε δίκιο; (Ξαναγυρνά στο καθρέφτη) Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι κάτι άσχημο, δεν είναι κάτι αποκρουστικό! (Κοιτάζεται ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του) Είναι πολύ αστείο! Αναρωτιέμαι, με τί πλάσμα να μοιάζω... με ποιόν; (Τρέχει σ' ένα ντουλάπι, βγάζει από μέσα φωτογραφίες που τις κοιτά) Φωτογραφίες, μάλιστα φωτογραφίες! Άραγε ποιοι να 'ναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ο κύριος Παπιγιόν ή τάχατες η Ντέζη; Μάλλον η Ντέζη. Κι αυτός εδώ είναι ο Βοδάρ, ο Ντιντάρ ή ο Ζαν; Αλλά μπορεί να 'μαι κι εγώ. (Ανατρέχει στο ντουλάπι από όπου βγάζει δυο-τρεις πίνακες) Ναι τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι 'γω, αυτός είμαι 'γω. (Κρεμά τους πίνακες στον τοίχο του βάθους, δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων) Αυτός είμαι 'γω, εγώ, εγώ! (Μόλις κρεμά τους πίνακες, ξεχωρίζουμε πως απεικονίζουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα κι έναν άλλον άντρα. Τα πορτρέτα είναι τόσο άσχημα, που 'ρχονται σ' αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που τώρα έχουνε γίνει πάρα πολύ όμορφα. Ο Μπερανζέ κάνει λίγο πίσω για να τα δει καλύτερα) Δεν είμαι όμορφος. Πάντα το 'ξερα, δεν είμαι δα και κανένας κούκλος (Ξεκρεμά τους πίνακες, τους πετά με λύσσα στο πάτωμα και ξαναγυρνά στον καθρέφτη) Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι! Είχα άδικο λοιπόν! Ω, πόσο θα 'θελα να 'μουνα σαν κι αυτούς! Κοίτα χάλια! Κέρατα, ούτε για δείγμα! Τί άσχημο που 'ναι το γυμνό αστόλιστο μέτωπο, χωρίς κέρατα. Ένα-δυο κερατάκια θα μου πηγαίνανε πάρα πολύ! Θα τονίζανε τα χαρακτηριστικά μου, που 'χουνε τάση να κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά ποιός ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορώ να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. Έλα όμως που δε λένε να φυτρώσουνε (Κοιτά τις παλάμες του) Για κοίτα χέρια... σα ζυμάρι! Άρα θα 'χω τη τύχη να βγάλουν αργότερα ρόζους, έστω λέπια, το ίδιο κάνει! (Βγάζει το σακάκι, ξεκουμπώνει το πουκάμισο και κοιτά το στήθος του στο καθρέφτη) Αηδία, σκέτη αηδία! Έχω τόσο πλαδαρό δέρμα, άσε, αυτή την αποκρουστική ασπρίλα με τις αραιές τριχούλες. Δεν ήταν να 'χα κι εγώ δέρμα σκληρό σα πετσί, μ' αυτό το υπέροχο βαθύ κιτρινοπράσινο χρώμα! Να 'χα την αμόλυντη κι άσπιλη γυμνότητά τους κι όχι αυτές τις απαίσιες τρίχες! (Ακούει τους βρυχηθμούς) Πάντως τα τραγούδια τους σε γοητεύουνε. Βέβαια είναι λίγο πρωτόγονα αλλά δε πειράζει, είναι τόσο σαγηνευτικά! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τραγουδώ σα κι αυτούς. (Προσπαθεί να τους μιμηθεί) Ααα... αμμ... Μουουουου... Όχι, όχι! Είμαι τόσο φάλτσος! Τραγουδώ τόσον υποτονικά. Μου λείπει ταμπεραμέντο κι η ζωντάνια τους! Δε καταφέρνω να μουγγανίσω σα κι αυτούς, τσιρίζω! Ααα...αμμ... μουου! Τσιρίζω σα μυξιάρικο... Άλλο να τσιρίζεις κι άλλο να μουγγανίζεις... Το μουγγανητό έχει άλλη χάρη! Ω! Τώρα ξανάρχισε να με τυραννά η συνείδησή μου. Τί βάρος! Έπρεπε να τους ακολουθήσω τη κατάλληλη στιγμή. Αλλά, πού νους! Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Αλίμονο... είμαι τέρας. Τί λέω; Τερατούργημα! Αλίμονο, ποτέ μου δε θα καταφέρω να γίνω ρινόκερος... ποτέ! Ποτέ! Θα το 'θελα τόσο! Θα το 'θελα ψυχή τε και σώματι αλλά δε μπορώ πια ν' αλλάξω, δε γίνεται. Τί ντροπή! Δε μπορώ πια ούτε στο καθρέφτη να κοιταχτώ. (Γυρνά τη πλάτη στο καθρέφτη) Τόση ασχήμια δεν υποφέρεται. Αλίμονο σε κείνο που θέλει με το στανιό να διατηρήσει την ιδιομορφία του. (Τινάζεται απότομα) Ε λοιπόν τόσο το χειρότερο! Θα πολεμήσω ενάντια σ' όλο το κόσμο. Η καραμπίνα μου, πού είναι η καραμπίνα μου; (Γυρνά προς το μέρος του τοίχου, που φαίνονται πάντα τα κεφάλια των ρινόκερων κι ουρλιάζει μ' όλη του τη δύναμη) Ενάντια σ' όλο το κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ' όλο το κόσμο... δε θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος... και μέχρι να 'ρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι δε θα συνθηκολογήσω!... ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΙ ΕΣΑΣ!
                                                  
 ΤΕΛΟΣ

Eugène Ionesco (26 Νοεμβρίου 1909 - 28 Μαρτίου 1994)
Ο Ρινόκερος (Rhinoceros), 1960
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=326

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Δημήτρης Λιαντίνης- [Θάνατος για τους Έλληνες]

«Θάνατος για τους Έλληνες εσήμαινε ανυπαρξία ατελεύτητη, και σκοτάδι για πάντα. Αυτή την οδηγία τους έδωκε η γλώσσα και η σοφία της φύσης. Όλα τα άλλα είναι γεννήματα του φόβου μπροστά στο θάνατο, και δουλειά της φαντασίας. Είναι το τι δεν αντέχουμε, το τι δε θα θέλαμε, είναι πλύση εγκεφάλου από την παράδοση και τη συνήθεια, και δόλος αβυσσαλέος.
Ξέρεις πόση απόσταση υπάρχει ανάμεσα σ’ εκείνον που τιμά τη φυσική γνώση πως όταν πεθάνει θα χαθεί, όπως χάνεται το φύλλο του δέντρου*, που λέει ο Όμηρος, και ανάμεσα σ’ εκείνον που τον έμαθαν να πιστεύει πως όταν πεθάνει, θα μεταναστέψει σε κάποια υπερουράνια Αμερική;
Υπάρχει τόση απόσταση, όση απόσταση υπάρχει ανάμεσα στο χαλίκι και στο διαμάντι των Ρομανόφ. Υπάρχει τόση διαφορά ουσίας και ποιότητας, όση διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ ̓ έναν κανίβαλο μάγο της φυλής των Παπούας και στο Ντίρακ που ανακάλυψε την αντιύλη.
Στο πρόβλημα του θανάτου, που για τον άνθρωπο είναι το πρόβλημα των προβλημάτων, και για τη φιλοσοφία ο μόνος δρόμος που οδηγεί στη γνήσια έρευνα και στην αληθινή γνώση για τη φύση και τη μοίρα του ανθρώπου**, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων, οι Έλληνες δεν καταδέχτηκαν να κοροϊδέψουν τον εαυτό τους. Αρνηθήκανε να αυτοεξευτελιστούν.
Και αφού δεν τον κορόιδεψαν εδώ, στον κίνδυνο και στον αγώνα τον έσχατο, είναι αυτονόητο πως δεν τον κορόιδευαν και σε τίποτα άλλο. Κυνήγησαν τον πάνθηρα δηλαδή,και θα κιότευαν μπροστά στους ψύλλους;
Αυτή η μοναδικότητα, αυτή η παλικαριά, και το σέβας των Ελλήνων στην αλήθεια της φύσης και στην αξία του ανθρώπου, του αδύναμου και τραγικού ανθρώπου, αλλά του αληθινού και εξαίσια ωραίου, πέρα από την επιστήμη και την πολιτική συνείδηση, γέννησε κυρίως την τέχνη τους. Ο καημός του θανάτου γέννησε στους Έλληνες την τέχνη. Εκεί που ο φόβος του θανάτου γέννησε στους λαούς τις θρησκείες.»

* Ομήρου Ζ, 146.
** Πλάτ., Φαίδων 67 e: "οἱ ὀρθῶς φιλοσοφοῦντες ἀποθνῄσκειν μελετῶσι, καὶ τὸ τεθνάναι ἥκιστα αὐτοῖς ἀνθρώπων φοβερόν."
Επίσης βλέπε το χωρίο στο Φαίδωνα 68 b-c: "ἀνδρός, ὃν ἂν ἴδῃς ἀγανακτοῦντα μέλλοντα ἀποθανεῖσθαι, ὅτι οὐκ ἄρ᾽ ἦν φιλόσοφος ἀλλά τις φιλοσώματος; ὁ αὐτὸς δέ που οὗτος τυγχάνει ὢν καὶ φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀμφότερα."

Δημήτρης Λιαντίνης