Πείτε μου, νάματα παραποτάμια, κάτω από σύσκια φυλλώματα
πυκνών πλατάνων, πίσω από θάμνους αρωματικούς,
πόσες Νηρηίδες
ήρθαν εγγύς το μεσημέρι να λουσθούν. Και το τραγούδι
των κρυστάλλινων φωνών τους,
που συμμιγνύετο, καθώς τον γλιστερό
δυο-δυο και τρεις-τρεις κατέβαιναν δασώδη λόφο,
με των νερών το γοργό ρεύμα και με των κρυμμένων
στα πυκνά φύλλα τραγουδιστικών πουλιών.
Πείτε μου, πως η παραποταμία έχταση
μεμιάς εξαίφνης κατοικήθη
από λευκότατα και ακτινοβόλα σώματα, που λάμψη
σκορπίσανε της πιο λαμπράς
που εμεσουράνησε Πανσέληνου,
στην υγρή, στη σκιώδην έχταση,
που ήλιο δεν γνώρισε πότες της,
και που η πλήθια πρασινάδα
σε μαυρίλα γύριζε σκοταδερή.
Τα γέλια εκεί αντηχούσαν δροσερότερα και από το ρεύμα,
των κοριτσιών,
που μ’ έκπληξην αντίκρυζαν η μια της άλλης
την εύμέλεια και τη γυμνότητα την ολυμπία.
Κάθε κορμός, κάθε φύλλωμα, κάθε θάμνος, ριγούσε
στο αγκάλιασμα η στο άγγιγμα των ανάγγιχτων παρθένων.
Πείτε μου, πως, ποια σκοτεινή ανδρική ορμή,
έστειλε πειρατείας βάρκες να σε πλεύσουν, ποταμέ,
οι ηρωικοί αγριάνθρωποι, που ονειρεύονταν
στην κάθε ποταμίσια αχτή που διάβαιναν,
όνειρα με παρόχθιες ακακίες, χιονισμένες με άνθη!
Πως οι κωπηλάτες παρατούσαν τα κουπιά
και αφήνοντο στο ρέμα
και τα δόρατα παρατούσαν οι Πολεμιστάδες
και τες σαγίτες,
στην έκσταση παραδομένοι ολότελα του θείου τους πλου.
Ωσότου ανάλαμψαν τα μάτια, στην καμπή του ποταμού,
στη σκοτεινήν, απόμερη μεριά, και ξαφνικά οι αχτίνες
τους θαμπώσαν του σεληνόλουστου μεσημεριού
κι’ ενώθηκαν σε μια κραυγή, σε ηρωικό παιάνα θριάμβου
με τη γαμήλιο συνοδεία των πουλιών, με τα χαμόγελα
του ανάλαφρου που φύσαγε και όλους εθώπευεν άνεμου,
ενώθηκαν σε μιαν ιαχή, και των Νυμφών η έκπληξη
και των ορμητικών ανδρών το πρώτο θάμπωμα.
Πείτε μου, πως, οι πριν πειρατικές Σχεδίες
με δώρα λαμπρά
των ανθισμένων παραποτάμιων φυτειών,
ανθώνες ταξίδευαν τώρα εν μέσω ποταμών
με το ρυθμό των τραγουδιών υπέρτατης χαράς,
Χαράς, που ήτο η Γοργόνα της κάθε Σχεδίας,
στο καταπληχτικό ταξίδι, που μετάθεσε γήινους ανθρώπους
απ’ το νεφέλωμα της τεφρής γης μας,
στον καταγάλανο, τον τρίτον Ουρανό, με την αιώνια
λάμψη καταμεσής του Υπέρτατου Ήλιου.