Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Mozart concerto for flute and harp-2.Mvnt.

 


Θωμάς Κοροβίνης - Ο θρύλος του Ασλάν Καπλάν (Απόσπασμα απ' το κεφάλαιο 1)

 ΦΩΤΙΑ ΣΤΟ ΓΙΛΑΝ ΜΕΡΜΕΡ

-Φτου! Ανανίν αμί! Το μουνί σου μάνας σου!, έριξε μια βρισιά στον αέρα, στα τούρκικα και στα ελληνικά μ' όλη του την ψυχή, ξέχασα τα κομποσκοίνια!
Μεγάλη και πολύ κακιά ήταν η φήμη που είχε αποκτήσει ένας θεωρητικός μα αψύς στον χαρακτήρα Αγιονορείτης μοναχός στις περισσότερες λαϊκές γειτονιές και στις πιάτσες της πόλης. Ο αδελφός Πανάρετος, κατά κόσμον Θεόφραστος, που μέσα κι έξω απ’ το Όρος τον προσφωνούσαν όλοι με το υποκοριστικό Μαύρος λόγω της έντονης μελαχρινάδας του, όμως στο κόσμο, οι πολύ δικοί του, τον φώναζαν χαϊδευτικά και Τάκη, θα έμενε πάνω από δυο μήνες στη Σαλονίκη. Καταχρηστικώς! Ο άγιος ηγούμενος της μονής Ιβήρων τον είχε συνοδεύσει μέχρι το λιμάνι της Δάφνης, απ’ όπου θα επιβιβαζόταν στο ατμόπλοιο «Βυζάντιον» που θα έφτανε απ’ την Καβάλα επιστρέφοντας απ’ το Ηράκλειο. Ήταν η πρώτη χρονιά που εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη-Κρήτη. Ο ηγούμενος τον είχε φορτώσει με εκλεκτή πραμάτεια που μπορούσε να πουληθεί άνετα στον ορθόδοξο πληθυσμό της πόλης : ξυλόγλυπτα γουδιά, εικόνες και εικονίτσες χειροποίητες, συναξάρια και βίους αγίων, θυμίαμα πρώτης τάξεως καμωμένο από χιώτικο γιασεμί και βουνήσιο τριαντάφυλλο. Τον είχε νουθετήσει όταν τον ξεπροβόδιζε στη σκάλα. –Έχεις ευλογία ξεχωριστή, τέκνον μου. Να μη γυρίσεις πίσω, αδελφέ, αν δεν ξεπουλήσεις τα πάντα. Το μοναστήρι έχει ανάγκες μεγάλες. Πρέπει να επισκευάσουμε την περιτείχιση, να διορθώσουμε τον αρσανά. Ας σου πάρει και μήνα, και χρόνο, που λέει ο λόγος, την έχεις την άδεια. Ευλογία! Ο Θεός μαζί σου, αδελφέ Πανάρετε!
Ο παμπόνηρος αυτός μοναχός δούλευε βάσει σχεδίου. Την Θεσσαλονίκη την ήξερε απέξω κι ανακατωτά. Απ’ τα χαράματα έπαιρνε τους δρόμους. Είχε σκαρώσει έναν πρόχειρο χάρτη και είχε σημαδεμένες με μια χοντρή βούλα από κάρβουνο όλες τις γειτονιές όπου οι χριστιανοί πλειοψηφούσαν. Πολύ ψηλά κατά την Άνω πόλη, στους τούρκικους μαχαλάδες δεν πολυανέβαινε, ενώ στο Χιρς, στο Ρεζί Βαρδάρ και τους υπόλοιπους εβραίικους συνοικισμούς του κέντρου δεν πατούσε σχεδόν καθόλου. Φόρτωνε τα συμπράγκαλά του σ’ ένα χοντρό και μακρύ τσουβάλι και το έριχνε στον ώμο του περπατώντας αγόγγυστα για ώρες. Ψημένος ήταν στην αγγαρεία, τον χαμάλη στο λιμάνι έκανε στην προηγούμενη ζωή του. Ήταν περπατημένος πολύ κι αθεόφοβος, μουρντάρης κι αρχικλέφταρος. Είχε κάνει και μισό χρόνο στο τούρκικο χαπίσι . Για λωποδυτιές. Κι όταν αρμένισε για τον Άθω, δεν ήταν για να σωθεί απ’ τ’ αμαρτήματά του αλλά για να κάνει την καλή του.
Στο μοναστήρι κάθε τόσο έρχονταν τα μαντάτα του, από επισκέπτες, ιερείς και κοσμικούς, πως ο πραματευτής μοναχός ο εντεταλμένος να πουλά την αγιωτική παραγωγή του στην άλλοτε Συμβασιλεύουσα με σκοπό να ενισχύσει τα οικονομικά της μονής επιδιδόταν σε όργια ψεύδους, κλοπής, μέθης και ακολασίας μα ο θεοσεβής και ευσπλαχνικός Ιβηρίτης ηγούμενος μάζεψε στο αρχονταρίκι τους υπόλοιπους αδερφούς της μονής και πάσχιζε να τον δικαιολογήσει. «Τον είχον συλλάβει κατά το παρελθόν εγώ ο ίδιος αμαρτάνοντα, κλέπτοντα οπώρας εκ του κήπου ή επαιρόμενον. Και τον είχον ψέξει αυστηρώς. -Διατί κλέπτεις ή τι παφλαγωνίζεις ανοήτως; αλλά τον είχον συγχωρήσει. Ο μισόκαλος διάβολος, ο αιέν κατεργαζόμενος μετά πανουργίας την πτώσιν του ανθρώπου εις τον βόρβορον έρριψεν εις την αγαθήν καρδίαν του τάλαινος χριστιανού τούτου τον σπόρον της φιλοχρηματίας και της φιληδονίας. Άμα τη επιστροφή του εις τον Άθω θα επαναφέρομεν τον πεπλανημένον αδελφόν μας εις την οδόν του Θείου Λόγου».
Απ’ τ’ άγρια χαράματα έπαιρνε τους δρόμους ο ανήσυχος και νευρικός καλόγερος, γιατί οι «δουλειές» του έτρεχαν συνέχεια. ...........................................................
Ξεκινούσε λοιπόν από χαμηλά, απ’ την Καμάρα. Έφτιαχνε μια ανοιχτή σπηλιά με τις παλάμες γύρω απ’ το στόμα του σαν χωνί, σήκωνε το κεφάλι ψηλά και περιφέροντάς το δεξιά και αριστερά διαλαλούσε τα προς διάθεσιν προϊόντα του.
–Ήρθε ο καλόγερος απ’ το Όρος. Ο καλόγερος ο Μαύρος. Εδώ τα ξυλόγλυπτα γουδιά τ’ αγιασμένα! Έχω ευλογημένο θυμίαμα, εικόνες, κομποσκοίνια απ’ το άγιο μοναστήρι των Ιβήρων! Η φωνή του ήταν καμπάνα.
Ο ψηλόλιγνος μελαψός τριανταπεντάρης με τη μπάσα φωνή, τα καρβουνιασμένα μάτια που δεν έκρυβαν ούτε στιγμή τον πόθο του για ασέλγεια, και την επιδεικτική αυτοπεποίθηση, κόλαζε τις στερημένες Θεσσαλονικιές νοικοκυρές. ................................................................ Αφού τις κανόνιζε κάνοντάς τους μανιασμένο έρωτα, -σ’ αυτή την επίδοση πια ήταν μαστοράντζα- που τους έμενε αξέχαστος και στη θύμησή του κολάζονταν, ξάφριζε ό, τι του είχε γυαλίσει από πριν. Πού να μιλούσαν οι άμοιρες και ποιόν να καταγγείλουν; Και σε ποιόν; Ένας Σαλονικιός μπογιατζής τις προάλλες έτρεξε να κάνει μήνυση για ληστεία που’ χε γίνει στο σπίτι του και βρέθηκε ο ίδιος μέσα στο Γεντί για κάτι ψιλά, κάτι παλιά χρεωστούμενα. «Ο καδής γαμάει τη μάνα μου», λέει, « κι εγώ πού θα πάω να κριθώ!».
..............................................................................
Θα κόντευε δύο το μεσημέρι. Καμιά ώρα πριν είχε πιεί βιαστικά δυο τσίπουρα συνοδεία φτηνομεζέδων σ’ ένα υπόγειο καπηλειό της Ερμού. Δυναμωμένος συνέχισε την περιοδεία του αλλάζοντας γειτονιές. Τώρα είχε πιάσει ένα συνοικισμό στις παρυφές της Άνω Πόλης. Περνώντας μπροστά απ’ το Σαατλί τζαμί, δίπλα στο Διοικητήριο, το βλέμμα του συναντήθηκε με την βιαστική, λάγνα ματιά μιας ψηλόλιγνης καλλονής, που ήταν ντυμένη σεμνά και σκεπασμένη με πολύχρωμη μαντίλα. Την λιγουρεύτηκε. –Μουσουλμάνα θα είναι, σκέφτηκε, πιο καλά, Τουρκάλα καυλομούνα, τις ξέρω αυτές τις καπακωμένες, είναι πιο εύκολες απ’ τις πεταχτές. Την ακολούθησε διακριτικά κατά πόδι. Εκείνη πήρε την κατηφόρα και κάθε τόσο στρεφόταν πίσω της, έβαζε την δεξιά παλάμη της πάνω απ’ τα μάτια δήθεν για αντήλιο ή σαν κάτι τάχα να ερευνούσε στο βάθος του ορίζοντα και συνέχιζε. Στρίβοντας την Ολυμπιάδος, μπήκε σ’ ένα μπακάλικο. Σε λίγο βγήκε, κρατώντας ένα σακί με πατάτες. Το ’ριξε στον ώμο της, περπάτησε τρία στενά πιο κάτω, έστριψε, έκανε καμιά τριανταριά βήματα και χώθηκε βιαστικά σ’ ένα δίπατο ξυλόσπιτο αφήνοντας μια ιδέα ανοιχτή την πόρτα.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Μαύρος έφτασε στο κατώφλι της. Μα η Θεσσαλονίκη δεν ήταν μια πόλη που μπορούσε κανείς να διαφυλάξει την ιδιωτική του ζωή. Ήταν τόσο πυκνοκατοικημένη που το παραμικρό γινόταν αντικείμενο θέασης ή ακρόασης από χίλιους δυο, γείτονες ή περαστικούς. Κάτι λίγο να τους ξένιζε μπορούσε να επισύρει τη χλεύη, το κάτι παραπάνω να φτάσει μέχρι την κατάρα, δεν ήταν δύσκολο η αποδοκιμασία να οδηγηθεί ως το γιουχάισμα και την πομπή. Γι’ αυτό όσοι ήθελαν να συνευρεθούν ερωτικά, για να φυλαχτούν απ’ τα κουτσομπολιά κατέφευγαν στις άκρες των μακρινών αραιοκατοικημένων συνοικιών, στην Καμουτσίδα και στην Καλαμαριά, και, στο Σέιχ Σου, που διέθετε τις καλύτερες καβάντζες, στα εβραίικα μνήματα ή πίσω απ’ τα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας.
Έτσι και τώρα, έκοψε την κίνηση απ’ το αντικρινό παραθύρι μια κοσμοκαλόγρια, από εκείνες τις στερημένες από ζωή χριστιανόπληκτες γεροντοκόρες που συνδυάζουν αρμονικά τη κατήχηση περί ηθικής με το αδιάκοπο κους κους. «Τς, Τς, Τς», ακούστηκε με νόημα στο άδειο καλντερίμι. «Βούλωσ’ το, μωρή κάργα, μην ανέβω επάνω και σε ψήσω ζωντανή», της αντιγύρισε ο Μαύρος, κι έπειτα πέρασε θαρρετά απ’ την πόρτα κι άφησε προσεκτικά να πέσει από μέσα το μάνταλο. Έριξε μια εξεταστική ματιά στο κάτω πάτωμα. Ερεύνησε δυο μεγάλους χώρους που επικοινωνούσαν μεταξύ τους κι ήταν γεμάτοι λογιώ λογιώ στοιβαγμένα υφάσματα, ένα μακρύ τραπέζι με καρέκλες τριγύρω του κι αραδιασμένα επάνω του κάμποσα ρετάλια, αλλά και κλωστές, βελόνες και δαχτυλήθρες. Συμπέρανε πως είναι μοδιστράδικο. Σ’ έναν τοίχο σταμπάρισε δυο μικρούς περίτεχνους τεγιαρισμένους καθρέφτες. Τους έβαλε στο μάτι, αν τον βόλευε, θα τους σούφρωνε αργότερα. Ανέβηκε ανάλαφρα τη σκάλα που τα σκαλοπάτια της έτριζαν απαίσια. Η όμορφη αρχοντοκυρά βγήκε ξεσκέπαστη στο κεφαλόσκαλο κα του ’κανε νόημα να περάσει.
–Αχ, γκιουζελίμ , σεκερίμ , αναστέναξε ο Μαύρος, μόλις την πλησίασε.
–Μίλα ελληνικά καλέ, Ρωμιά είμαι, του είπε η νοικοκυρά.
-Πως με γέλασες, μωρή καλτάκα !, μουρμούρισε ο καλόγερος.
Χωρίς να πει λέξη έβγαλε το ράσο και το αντερί του, την άρπαξε, την βούτηξε απ’ τα μαλλιά κι άρχισε να την φιλάει κα να την δαγκώνει στο λαιμό και στα στήθια ξεγυμνώνοντάς την ταυτόχρονα. –Σιγά μορφονιέ, θα φωνάξω, είπε εκείνη. Την έσυρε βίαια στην άκρη της καριόλας. Της κατέβασε γρήγορα το φουστάνι, της έκλεισε το στόμα, την ανάγκασε να σκύψει και μπήκε βιαστικά μέσα της από πίσω μουγκρίζοντας. Η κυρά άρχισε να σπαράζει βγάζοντας κραυγές λιγωτικές και λέγοντας «μ’ αρέσεις, μ’ αρέσεις, σε θέλω, έλα, άντρακλά μου, χρόνια σε λαχταρούσα, χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή», ενώ παράλληλα πέθαινε απ’ τον πόνο γιατί πρώτη φορά της παλούκωνε κάποιος τον πισινό. Πάνω στην πάλη τους κι ενώ ο Μαύρος κόντευε να τελειώσει ακούστηκαν επίμονα και δυνατά χτυπήματα στην πόρτα και λαχανιασμένες φωνές.
–Φεβρωνία, μωρή Φεβρωνία, έλα να ξεμανταλώσεις, άνοιξε. Ήταν η φωνή του άντρας της.
Η κυρά σηκώθηκε βιαστικά απ’ την καριόλα, έσπρωξε μαλακά τον καλόγερο και δίνοντας του τα ράσα του στο χέρι, «περίμενε εδώ δίπλα», του λέει, δείχνοντάς του ένα χώρισμα που έκρυβε ένα μικρό κελάρι, «να δούμε τι με θέλει, και θα τον ξαποστείλω αμέσως». Ο καλόγερος, ατάραχος, έμεινε με κατεβασμένη την σκελέα του χωρίς να ενδιαφέρεται για τον κατευνασμό της φλογισμένης του στύσης.
–Ντροπή, σου είναι ακόμα κορδωμένη, του είπε η κυρά.
–Ντύσου μωρή, αμά βλέπω τον κώλο σου γυμνό, δεν πέφτει! Ύστερα φόρεσε το λερό του ράσο με αργές, τελετουργικές κινήσεις, σα να ετοιμαζόταν για να τον χειροτονήσουν επίσκοπο. Η κυρά Φεβρωνία σκεπάστηκε πρόχειρα, έβγαλε το κεφάλι της απ’ το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο και,
-Τι θες, Γρηγοράκη, και φωνάζεις; ρώτησε σκύβοντας.
-Έλα μωρή Φεβρωνία, βιάσου, καιγόμαστε. Φωτιά, έπιασε φωτιά, πυρκαγιά, λίγο πιο ψηλά, κατά κει, στον συνοικισμό Γιλάν Μερμέρ, που λένε, κοντά στον Μεβλανέ. Έρχεται προς τα δω. Καίγεται η γειτονιά, καλέ, καίγεται η πόλη.
–Αμάν, πάλι φωτιά, κάθε τρεις και λίγο φωτιά, δε βαρέθηκαν πια να την καίνε τη Θεσσαλονίκη; φώναξε δυνατά η Φεβρωνία.
–Μωρή Φεβρωνία, βγες έξω, λέω, να σωθείς, η φωτιά ζυγώνει.
Ο Γρηγόρης βάλθηκε να εξηγεί στους περίεργους που όλο και συγκεντρώνονταν γύρω του τα καθέκαστα. Μια άμυαλη Οβριά είπανε, μια Ρωμιά προσφυγίνα είπανε, που να ξέρεις, πήγε να τηγανίσει μελιτζάνες, λέει, και δες τι ζημιά που έκανε! Από σπίτι σε σπίτι, λέει, κι από σοκάκι σε σοκάκι πήρε δρόμο η φωτιά κι ό, τι βρεθεί στο δρόμο της το κάνει στάχτη. Και φυσικά, καθώς οι πιο πολλές κατασκευές, σπίτια και μαγαζιά, είναι από ξύλο δε θα μείνει, καθώς φαίνεται, τίποτα όρθιο. Θα ψάξουνε πάλι να βρεθεί κάποιος φταίχτης, δε μπορεί! –Ε, πως! Δεν έπεσε απ’ τον ουρανό η φωτιά! Κάποιος θα την έβαλε! είπε μια γλωσσού γειτόνισσα. –Κυρά μου, ναι, απάντησε ο Γρηγοράκης, μα την άλλη φορά συκοφαντήσανε αθώους κάτι ψευδομάρτυρες. Και τους πήρανε στο λαιμό τους. –Έτσι γίνεται, μωρέ Γρηγοράκη, άμα δε σε γουστάρουνε, και σε βάλουνε στο μάτι, πληρώνεις του μαχαλά τα μαναφούκια, είπε ένας φίλος του.
.....................................................................................
Η Φεβρωνία σουλούπωσε κάπως τα μαλλιά της άρπαξε μια καλαθούνα, που χε μέσα τα λεφτά και τα τζοβαΐρια της και ξεχνώντας στο πανικό της τον καλόγερο έκανε να κατέβει τη σκάλα. Ο Μαύρος, την πρόλαβε, της έδωσε μια δυνατή σπρωξιά προς τα πίσω, της άρπαξε την καλαθούνα και σάλταρε προς την σκάλα που την κατέβηκε με πέντε έξι δρασκελιές. Ξεκρέμασε στο άψε σβήσε και τα καθρεφτάκια απ’ το ντουβάρι του κάτω δωματίου κι έκανε να βγει.
-Βοήθεια με κλέβουνε, έβαλε της φωνές η Φεβρωνία αψηφώντας το ρεζιλίκι της.
Μα ο χεροδύναμος λωποδύτης καλόγερος, άνοιξε γρήγορα το μάνταλο, και –χωρίς να κοιτάξει προς την Άνω Πόλη, όπου χαμηλά, στις παρυφές των Κάστρων της, έβγαινε από κάποιες γειτονιές καπνός- έδωσε μια σπρωξιά στον Γρηγοράκη ρίχνοντάς τον καταγής κι από κει ροβόλησε στους κάτω μαχαλάδες, ανακατεύτηκε μέσα στο σαλεμένο πλήθος που έτρεχε αλαφιασμένο άλλος προς την θάλασσα να σωθεί, άλλος προς τα πάνω να δει από κοντά τι συμβαίνει, και έγινε καπνός.

Θωμάς Κοροβίνης - Η φάτνη της «Σεχραζάτ»


-στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο-
«Πόσο σ’ αγάπησα, σκόρπισμα μιας ζωής ατέλειωτο»
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Κάνοντας να μπω φουριόζικα στο μαγαζί έδωσα μια γερή κουτουλιά στην κάσα της εξώπορτας. Και να ένα καρούμπαλο! Δεν έφταιγα μόνον εγώ, μ’ έσπρωξε άτσαλα κι ένας της παρέας, ο Λάκης ο «Φερέγγυος», -απ’ την καυχησιά του τού βγήκε το παρατσούκλι, έκανε όλο τον άνθρωπο της μπέσας και της φερεγγυότητας, ενώ ήταν ένας…… -Σιγά, ρε Λάκη, με σακάτεψες! ούρλιαξα. Τι να ’κανε κι αυτός, σκουντούσαμε ο ένας τον άλλο να χωθούμε μάνι μάνι μέσα στη «Σεχραζάτ» γιατί είχαμε γίνει παπί. Έβρεχε τρία μερόνυχτα! Βροχή της Σαλονίκης εκείνου του καιρού, Παναγία μου! Το νερό είχε περάσει μέχρι μέσα απ’ τα εσώρουχά μας!
Στη «Σεχραζάτ» ερχόμασταν για πρώτη φορά. Συστημένοι! Η σάλα του μαγαζιού ήταν πανύψηλη, γύρω στα έξι μέτρα, και τεράστια, μια απέραντη άπλα, να μην έπιανε ίσαμε διακόσια πενήντα τετραγωνικά; Παλιότερα, σκέφτηκα, πρέπει να χρησίμευε για βιοτεχνία. Σταθήκαμε δυο λεπτά στον προθάλαμο να βγάλουμε τα μουσκεμένα πανωφόρια μας, μα για να στεγνώναμε εκεί μέσα δεν επρόκειτο, αμφιβάλλω αν είχανε καν θέρμανση, την πούντα την είχαμε στο τσεπάκι, δεν το συζητάμε. Μου πονούσε και το καρούμπαλο, έτρεχε και λίγο αίμα, «τράβα στον πάγκο, ρε συ, μην κάθεσαι έτσι σε λέω, να σε βάλουνε τίποτα ιώδια», μου λέει ο «Σε λέ-Με λέ», χασαπόπουλο στο Καπάνι, που μιλούσε με βαριά θεσαλονικιώτικη προφορά. Αγαλμάτωσα δίπλα στο μπαρ κάνοντας χώρο για να περνούν τα γκαρσόνια, ενώ έψαχνα την ευκαιρία να απασχολήσω ένα πρόσωπο που έμοιαζε υπεύθυνο. Στον πλαϊνό τοίχο μου ’κανε παρέα μια μεγάλη ασπρόμαυρη αφίσα του Πρίσλει με κιθάρα και βαρβάτο φτιαχτό «πακέτο», παραφουσκωμένα δηλαδή με βαμβάκι γεννητικά όργανα. Δίπλα του ακριβώς είχαν στήσει ένα πρωτοποριακό εικονοστάσι : μεγάλων διαστάσεων, δαφνοστεφανωμένο, στο εσωτερικό του μια εικόνα του Αι Γιώργη του Δρακοντοκτόνου εξ ευωνύμων, μια εικόνα του Αι Νικόλα του Ασπρογένη εκ δεξιών, και στη μέση ένα πλαστικό εκμαγείο καθολικής Παναγιάς σε χτυπητό πορτοκαλί χρώμα. Το σύνολο φωτιζόταν από μικρά παρδαλά εορταστικά λαμπάκια που αναβόσβηναν εκνευριστικά, κρεμασμένα κάτω απ’ την κορνίζα του εικονοστασίου σα ντούμπλες σε νυφικό γιορντάνι. Πιο χαμηλά, ένα αλουμινένιο καντήλι καρφωμένο στον τοίχο έφεγγε με κανονικό φιτίλι, όπως στις εκκλησιές. Μόνο ένας τύπος στο πνεύμα του Άντυ Γουόρχολ, και στο πιο προχωρημένο, σκέφτηκα, θα μπορούσε να προτείνει τέτοιο μούλτι κούλτι ψυχεδελικό ποπ ντιζάιν. Καθώς το πρόσωπο του μπαρ με περιποιούνταν δεόντως, η ματιά μου αιχμαλωτίστηκε από ένα άλλο μικρότερο αγιωτικό σύνολο, που είχαν τοποθετήσει λίγο πιο πέρα, μια χρωματιστή φάτνη από χαρτί, από εκείνες της σειράς που αγοράζονται κατά κόρον τις παραμονές των γιορτών, με τον γνωστό χριστουγενιάτικο θίασο σε απαρτία: το νεογέννητο Χριστό, την Παναγιά, τον Ιωσήφ, τους αγγέλλους, τους ποιμένες, τους μάγους και τους αμνούς. –Αυτή η φάτνη θα είναι το γούρι μου γι’ απόψε, μουρμούρισα κάνοντας στα μουλωχτά το σταυρό μου, η φάτνη της «Σεχραζάτ».
Η παρέα έκοβε κίνηση, όλοι όρθιοι, το μαγαζί ήταν πίτα. Παρασκευή βράδυ, παραμονή Χριστουγέννων του ’90. Ο φίλος μου ο Άλεξ, ένας παίδαρος σουβλατζής απ’ τη Χαλκηδόνα, που είναι μάνα στο νόστιμο σουβλάκι, παίδαρος-παμπαίδαρος, είχε σταμπάρει ένα άδειο τραπέζι, το μοναδικό, κοντά στην πίστα. Έπιασα απ’ το χέρι ένα γκαρσόνι που περνούσε τυχαία από μπροστά μου και του το υπέδειξα. Με κοίταξε κάπως στραβά. –Οκτώ άτομα είμαστε, καρντάση, ίσα ίσα χωράμε εκεί πέρα, κάνε κάτι να μας βολέψεις. –Εντάξει, μου λέει, βαριεστημένα. Αμάν, αδερφέ μου, πολύ βαρύς κι ασήκωτος, κι είχε ο δερβίσης κάτι μυρωμένα χυτά ολόξανθα μαλλιά, «μαλλιά αγγέλου», -αυθόρμητα άρχισα ν’ απαγγέλλω χαμηλόφωνα τους πρώτους στίχους απ’ τον «Ορέστη» του Βάρναλη : «Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα, λύσε τα να φανείς ως είσαι ωραίος…..», κι είχε ο άτιμος ένα πρόσωπο, γλυκό μέλι, ίδιος ο κινηματογραφικός Τάτζιο του Βισκόντι ήτανε, -μου ’ρθε στο νου η θανάσιμη αγωνία του Ντερκ Μπόγκαρτ κάθιδρου, κατασπαραγμένου στο ψυχορράγημά του από έναν οίστρο αλγολαγνείας. -Χάρισέ μου, σε παρακαλώ, τ’ ονοματάκι σου, να ξέρω πώς να σε προσφωνώ για τις παραγγελίες. –Κλήμης, μου λέει κοφτά, κι αποχωρεί. Μόνο που δε μας έδειρε, α μπα, δεν ταίριαζε καθόλου η φάτσα του με το τσαμπουκάλεμά του· ούτε τ’ όνομά του βέβαια που ξυπνούσε μαθησιακές μνήμες βιβλικών αναγνωσμάτων. Κλήμης. ε; Θανατηφόρος φαίνεσαι κι εσύ, αγόρι μου, ψυχή τε και σώματι, τι Τάτζιο, τι Κλήμης, τι «Θάνατος στη Βενετία», τι «Θάνατος στη Σαλονίκη», το ίδιο κάνει.
Ζούσαμε ακόμη εποχές ευγαμίας. Μπορεί ο άνθρωπος να είχε πετάξει προ πολλού στη σελήνη αλλά ούτε το καταραμένο το έιτζ είχε κάνει τότε την ολέθρια επέλασή του, και μπορεί ο όρος «στυτική δυσλειτουργία» να είχε ανακαλυφθεί μα δε χρησιμοποιούνταν ακόμη ως βολικό υποκατάστατο της αναπηρίας και του απέραντου ψυχικού κενού, μιας σχεδόν συνολικής ακύρωσης της αντρικής προσωπικότητας.
Οκτώ αγόρια ήμασταν, τι αγόρια, άντρες ολόκληροι, από είκοσι πέντε μέχρι τριάντα τριών χρονών, ευειδείς και ρωμαλέοι, ερωτιδείς αθεράπευτοι, θανατηφόροι κι εμείς, αλλά τότε δεν το ξέραμε, ή μάλλον -παρόλο που ήμασταν υποψιασμένοι- δεν αφήναμε το φαρμάκι του ναρκισσισμού να μας διαβρώσει εντελώς, από ένστικτό μάλλον αυτοπροστασίας, προτιμούσαμε να σταλάζει μέσα μας αργά αργά, για να ζήσουμε πιο αυθεντικά τη νιότη μας, «χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε», συμπεραίνει σοφά ο Καρούζος. Ωραίοι με την έννοια που δίνουν οι αρχαίοι στη λέξη, στην ώρα μας δηλαδή, αλλά και αγόρια, με την έννοια που δίνουν πάλι οι αρχαίοι στη λέξη, άγουροι, άωροι, ανώριμοι ακόμα, κι ας είχαμε φορτωθεί μέχρι τότε μ’ ένα σωρό ερωτικές περγαμηνές, για τις ομολογημένες μιλώ, για τις ανομολόγητες, «θου, Κύριε…..», κι όλοι μας σχεδόν «άντρες με βίτσια», θα ’λεγε ψευτοευγενώς κάποιος από εκείνες τις σιγανοπαπαδιές, τους επιμελώς συγκαλυμμένους νοικοκυραίους, -ενδημικό συμπλεγματικό φρούτο κι αυτό που κατά καιρούς παίρνει διαστάσεις επιδημίας- από τους πουριτάγκες δηλαδή χωρίς, υποτίθεται, βίτσια. Και ψάξε τώρα εσύ να αποκρυπτογραφήσεις τα βίτσια και τις αποχρώσεις τους. Των δικών μου πάντως οι λαδιές είναι ανεξίτηλες.
Ο Καπετανγιάννης ήταν ο μικρότερος κι ο πιο μπερμπάντης της παρέας και παιδί της αμαρτίας απ’ τις πρώτες πρώτες καύλες του, είχε λογοδοθεί με μια εγχειρισμένη, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερή του, τη Μαριλού, έλεγε «η αρραβωνιαστικιά μου» κι έλιωνε, απορώ τι της εύρισκε, δε φτάνει που ήταν μπροστά του γριά, ήτανε και στρίγγλα κι άχαρη, -«πάρε τα μάτια μου και δες την» σου λέει ο λαός-, υπάρχουν στη ζωή καλλιμάρτυρες, υπάρχουν και τερατολάγνοι, τι να πει κανείς, εκείνος ήτανε μινιόν, μπισκετάκι τρέλα, ένας μελαψός Ερμής τσέπης, δούλευε λαμαρινάς δώδεκα ώρες την ημέρα στον Εύοσμο κι –αντί να της τα παίρνει- της τ’ ακουμπούσε ο χάφτας μέχρι δεκάρας, κρίμα το ασικλίκι του.
Την έκανε κατσίκα η Μαριλού, «πάω, μωρό μου, για δουλειές στην Αθήνα», δουλειές να τις κάνει ο Θεός, το ’χαψε ο βλάκας και φυλάει κάθε απόγεμα, μόλις σχολάσει, στο σαλόνι, πάνω απ’ το μαύρο τηλέφωνο, να χτυπήσει, ντριν ντριν ντριν, για να σαλιαρίσει με τη λάμια· «μαναράκι μου», ξερογλείφεται εκείνη, «καϊνάρα μου» μουγκρίζει σιγανά ο δικός μας- κρυφά απ’ τη μάνα του, που κάθε τόσο βάζει τις φωνές απ’ την κουζίνα «αχ, θα σε φάνε από τόσο νωρίς αυτές οι πουτάνες οι γυναίκες, πρόσεχε την καύτρα του τσιγάρου σου, βρε μπουνταλά, προχτές βρήκα μια γόπα και θυμιάτιζε, μου ’καψε το καρό το σεμεδάκι μου, αφηρημένε, το χαράμισες και το ’χω απ’ την προίκα μου».
Μια χαρά μας χώρεσε το τραπέζι, είχε ένα κλαδί από γκι χριστουγεννιάτικο στη μέση, είχε κι ένα φαναράκι μ’ ένα χοντρό κερί, που βοηθούσε να διακρινόμαστε μέσα στο μισοσκόταδο. Σιγοντάριζε την αίσθηση παρανομίας και την καυλιάρικη προδιάθεσή μας ο χαμηλός φωτισμός. «Το ημίφως έχε το τσιράκι των δαιμόνων» είχε αποφανθεί κάποτε ο αδελφός Αγάπιος, Αγιορείτης μοναχός απ’ τη Μονή Κουτλουμουσίου, τυραννισμένο θύμα συνωμοσίας των ερωτικών δαιμονίων της νύχτας κι εκείνος ο μακαριστός.
Ο Λόης ο Σερραίος, ο φροντιστής, ο Κότσος ο Πόντιος, ο μυταράς απ’ το Κιλκίς κι ο Ηρακλής, που τον φώναζαν «Πρωτευουσιάνο» μα δεν ένιωθε Αθηναίος, αφού ήταν απ’ τη Δραπετσώνα και έβριζε κάθε τόσο «άι γαμήσου στα Σούρμενα» ήταν οι άλλοι τρεις της παρέας.
Έσταζε από ψηλά το ταβάνι, κόντρα πλακέ ήτανε, τι να σου κάνει, δεν είχε απόψε η βρόχα σταματημό, κάλλιο να χιόνιζε, θα ήταν πιο υγιεινά και πιο ατμοσφαιρικά χρονιάρες μέρες, μα πού τα χιόνια, ξεχάστηκαν φαίνεται στην κορυφή του Ολύμπου.
-Μπορεί ν’ αρρωστήσουμε αλλά αξίζει τον κόπο, είπε ο «Σε λε-Με λέ», έχει νταλαβέρι εδώ μέσα, καλό νταλαβέρι. Είχε κόψει κίνηση κι είχε μυριστεί διάφορα ψηστήρια από γύρω.
Πέρασε ο Κλήμης μια στιγμή βιαστικά από δίπλα μας, ενώ απ’ το ολόφωτο πάλκο εκτελούσαν το εποχιακό σουξέ «Ξανθέ μου άγγελε, με βασανίζεις, στο πέρασμά σου με συγκλονίζεις», ασορτί για την περίσταση, αμάν, μας πήρανε πρέφα, σκέφτηκα, όμως «Κλήμη, Κλήμη», φώναξα, «πέφτουν επάνω μας τα νερά, κάνε κάτι», -τι μιλάς τζάμπα, ρε βλάκα, αφού στάζαμε ολόκληροι, «ο βρεμένος τη βροχή δεν τη φοβάται», και σάμπως μπορούσε να σώσει την κατάσταση το παιδί, σ’ όποιον δεν άρεσαν τα βρεγμένα κωλάδικα, ας πήγαινε στην κεντρική σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, που είναι προφυλαγμένα και στεγνά, να ’βλεπε την Αντιγόνη Βαλάκου στην «Επιστροφή της γηραιάς κυρίας», αλλά μπορεί να ’σαι καυλοράπανο και να κάνεις πιάτσα σε χώρους ντεκαβλέ;-. Όμως να, έτσι κάτι για να του πω, ν’ ακούσω τη φωνή μου να τον καλεί, «Κλήμη, Κλήμη», σημασία όμως ο λεγάμενος, δεν του ξαναδίνω πρόσωπο, είπα, μ’ έχει γραμμένο στ’ αρχίδια του κι ας άφριζα μέσα μου, όσο τον χάζευα από μακριά τόσο με ταξίδευε ανέξοδα σε τεχνητούς παραδείσους, δε χρειαζόμουν αφιόνια σαν του Μπωντλαίρ, αρκούσε μόνο ο κολασμένος φωτοστέφανος του Κλήμη για να φτάσω στην απογείωση. Κατέφτασε οσονούπω ένα άλλο γκαρσονάκι, πολύ πρόθυμο, και μας σέρβιρε τα ουίσκια μας που αρχίσαμε να τα ρουφάμε γιαβάσικα και να το διασκεδάζουμε αλλά το μάτι γύρω τριγύρω μας γαρίδα.
Μια αλλοπρόσαλλη κομπανία είχε αναλάβει να παρουσιάσει –όπως κάθε Παρασκευοσάββατο, μας είπαν- ένα πλουραλιστικό ρεπερτόριο, που ξεκινούσε με ελαφρά, περνούσε σε λαϊκά και σε βαριά λαϊκά, κορυφωνόταν με σκυλάδικα και οργίαζε στο φινάλε με καρσιλαμάδες και μπέλυ ντανς για να καταλήξει προς το χάραμα σε λάγνα ταγκό και βαλσάκια. Στο πάλκο στημένα στη σειρά, δυο μπουζούκια, δυο κιθάρες, ένα ακορντεόν, ένα βιολί, ένα ντραμς κι ένα ντέφι. Έπαιζε η ορχήστρα εκείνη την ώρα αλέγκρα και πιο σέρτικα λαϊκά εναλλάξ για να κάνει κλίμα. Νταβραντισμένος πρώην οικοδόμος ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, η Γκλόρια. Δεν πλησιαζόταν, αν σε παρεξηγούσε, λέει, μπορεί, σε στιγμή εξοργισμού, να σε καθάριζε. Κάθε εικοσάλεπτο άλλαζε τραγουδιστής, ο Τζίμης ο Καλύβας με το μουστάκι ταβανόβουρτσα, ο Βάσος ο Γιαχνής με την κόμη τη σγουρή την ακαζού καλλιεργημένη τεχνηέντως ως την κωλοτρυπίδα, η Ζαργάνα η κοκαλιάρα ή Στέκα, η «μυαλό κουκούτσι» Ραδίκω, η άλλη η Σουρτούκω, που δε μαζευόταν απ’ τα σοκάκια, και η Κλάρα Μπελ, χοντροκομμένη και ασουλούπωτη σαν την συνονόματή της αγελάδα, τη γκόμενα του Γκούφυ στις ιστορίες του Ντίσνεϋ.
Λίγο πριν τις δώδεκα είπε σύσσωμη η ορχήστρα –με τη συνοδεία και τις επευφημίες όλων των θαμώνων– τα κάλαντα των Χριστουγέννων και ακολούθως, προς έκπληξίν μας, το «Σάιλεντ νάιτ» στα αγγλικά και τα ελληνικά, και «Το έλατο» στα Γερμανικά και στα ελληνικά, μιξτ γκριλ.
-Μέρι κρίσμας του γιού-, μου ευχήθηκε αγγλιστί απ’ το αντικρινό τραπέζι μια γνωστή μου, η Μαϊλού, σιτεμένη μα καλοστεκούμενη Γαλλίδα ζωγράφος, μέγας ηδονοθήρας, που παρεπιδημούσε τότε στη Θεσσαλονίκη, όπου είχε ανακαλύψει το ελιξίριο της νεότητας ρουφώντας κάθε νύχτα, ως βαμπιρέλα του σεξ, εκλεκτό αρρενωπό συνοικιακό νέκταρ νέας εσοδείας. –Μπον αννέ, μάι σουίτ Μαϊτού, αντευχήθηκα αγγλογαλλιστί κι εγώ σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι.
Μπορεί ο Κλήμης – Τάτζιο να μη μου ’ριχνε ούτε ματιά μα ο φίλος μας ο Πόντιος έκανε σβέλτα κονέ με τη Σουλτάνα, μια μπάνικια τρανς, σε δυο λεπτά βγήκε έξω και γύρισε μετά από ένα δεκάλεπτο. –Τι έγινε, μορφονιέ, τα ψήσατε; ρώτησε ο «Σε λέ Με λέ». –Τι να ψήσουμε, ρε συ; Καμιά ρέγγα; Είπαμε τα δέοντα, παίξαμε και λιγάκι. –Δηλαδή; -Χαμουρευτήκαμε, κάναμε κι ένα βιαστικό πλακοψώλι πάνω απ’ τα ρούχα. –Τι είναι ρε το πλακοψώλι; ρώτησε ο Σερραίος ο φροντιστής που ήταν ο πιο άβγαλτος. –Κατά το πλακομούνι, Λόη μου, και το πλακοψώλι. Ξέρεις τι μεγάλη κάβλα είναι! Ξιφομαχία! Δυο σηκωμένες πούτσες διασταυρούμενες να πιέζει η μια την άλλη, ν’ αλλάζουν θέση μάχης και να παλεύουν ποια θα βγει νικητής. Αφού, δες, πασαλείφτηκα, έχυσα ένα μαστραπά! Α, είμαι πολύ τυχερός απόψε, είπε ενθουσιασμένος ο Πόντιος˙ το παιχνίδι θα έχει και συνέχεια, άφτερ μιντνάϊτ. –Με την τραβεστί, ρε συ, έκανες τέτοια τζιβιτζιλίκια; απόρησε ο Άλεξ. -Ναι, φίλε μου, κι είχε μια ψωλή παλούκι. –Αδικία, μεγάλη αδικία, διαμαρτυρήθηκε ο «Σε λέ Με λέ». Αυτός ο Θεός δεν ξέρει τι κάνει! Βλέπεις έναν ντερέκι δυο μέτρα, καλλίγραμμο και μπρατσαρά, και την έχει μπάμια κι έρχεται μια λούγκρα καλιαρντή και σου πετάει ένα λοστάρι, κάτσε καλά! –Και τι να το κάνεις; Μήπως έχει και τόση σημασία το μέγεθος; είπε ο «Πρωτευουσιάνος», αυτό που έχει αξία είναι η τέχνη. -Η τεχνική, θες να πεις, πετάχτηκε ο Άλεξ. –Άλλο τέχνη και άλλο τεχνική; Τέλος πάντων. Εγώ ένα ξέρω! Τι λέει ο λαός; -Τι; -«Άμα σε γαμήσει κανείς να ’ναι μάστορας». –Ε ρε, κουβέντα που πιάσατε χριστουγεννιάτικα, πετάχτηκε ο Λάκης ο «Φερέγγυος» κοιτώντας προς τη φάτνη, μας ακούει κι η Παναγιά απέναντι. –Το ίδιο κι ο Χριστός! Μας ακούει και μας βλέπει. Όμως ολόκληρος ο άνθρωπος, -ο κάθε άνθρωπος- κι όλα τα όργανά του βέβαια, και προπαντός τα γεννητικά, είναι ιερά, ό, τι πιο ιερό υπάρχει, χώθηκε η αφεντιά μου. Άγια είναι τ’ αρχίδια μας, άγιοι είναι κι οι κώλοι μας.
Εκεί πάνω θυμήθηκε ο Λόης ο Σερραίος, ο φροντιστής, που ήταν ο πιο διστακτικός, τη μάνα του και αναφώνησε : -Α, ρε μάμυ, τι γιο έκανες! Τα σωστά παιδιά τ’ αφήνουν τέτοιες μέρες όλα πίσω και κάνουν Χριστούγεννα στο πατρικό τους. -Σιγά, μωρή παρθενορραφή, και τι θα πάθει η μάνα σου, θα γιορτάσει με καμιά γειτόνισσα, είπε ο Καπετανγιάννης, ο μελαψός Ερμής τσέπης, -εγώ, αν ήταν εδώ η κούκλα μου και δεν έλειπε στην Αθήνα για δουλειές, θα την είχα βγάλει έξω, μέρα που είναι, να το κάψουμε, ως το πρωί. Ξίνισα τα μούτρα μου, η Μαριλού, η μικρανεψιά του Φρανκενστάιν και κούκλα! -Έπρεπε να κατέβω στη Δραπετσώνα κι εγώ, είπε ο Ηρακλής ο «Πρωτευουσιάνος», θα περνούσα ζάχαρη σε κανένα κουτουκάκι ζόρικο με τα παλιά φιλαράκια. -Εσύ μη μιλάς, πετάγομαι εγώ, γιατί έχεις μεγάλο γκελ και θα σου φέξει απόψε. -«Άει γαμήσου στα Σούρμενα» μου αποκρίθηκε ο «Πρωτευουσιάνος». Τώρα γιατί στα Σούρμενα και όχι στα Σεπόλια, τρέχα γύρευε. Ο «Σε λέ-Με λέ» τι να ’λεγε ο καημένος, ήταν πεντάρφανος, μια γιαγιά τον μεγάλωσε που την είχε χάσει κι αυτήν τελευταία. Κατέβασε το κεφαλάκι του λυπημένος. –Ε φίλε, εντάξει, του κάνω, και του χαϊδεύω το κεφάλι, άντε, «Καλές γιορτές», και τσουγκράμε τα ποτήρια. -Όσο για μένα, είπε ο Λάκης ο Φερέγγυος, όπου με βγάλει, «είμαι το παιδί του δρόμου εγώ», να αυτό ακριβώς που λέει το τραγούδι. Κι ακούγονταν πράγματι εκείνη την ώρα απ’ τα μικρόφωνα το σπαραχτικό λαϊκό άσμα του Μητσάκη :
«Τα καρδιοχτύπια μου και τα ξενύχτια μου
μου ’χουνε φάει τη ζωή μου τη μισή,
είμαι το παιδί του δρόμου
και στενάζω απ’ τον καημό μου
και για όλα, και για όλα φταις εσύ»
Ο Άλεξ ο παμπαίδαρος δε μίλησε καθόλου. Σαν τι να πει άλλωστε! Απ’ τη μια ήταν αναίσθητος, δεν του καιγόταν καρφί για τίποτε κι απ’ την άλλη ήταν γόης ακαταμάχητος, το δαχτυλάκι του να κουνούσε, θα έκανε μπροστά του παρέλαση όλη η Θεσσαλονίκη, αρσενικά και θηλυκά. Όσο για μένα, δεν ήθελα να ’μαι πουθενά αλλού, βρισκόμουν στον Παράδεισο.
Έπαιρνε το αυτί μου από γύρω μαζί με τις χριστουγεννιάτικες ευχές και κάμποσες κουβέντες αλλόκοτες. Δυο φανατικοί, ένας νεοδημοκράτης κι ένας πασοκτζής μάλωναν δυνατά. –Θα φύγω, ρε αρχίδι, είπε στο τέλος ο πασοκτζής. Και τι θα κάνεις, βρε μαλάκα, θα πας σπίτι σου να δεις τσόντα, πώς γαμάει ο Αβέρωφ τον Κουτσόγιωργα; Δυο άλλοι, σουρωμένοι πίτα, εκεί που καβγάδιζαν, τα εύρισκαν ξαφνικά και φιλιόντουσαν στο στόμα. Μια κωλοπετσωμένη τραβέστω δήλωσε μεγαλόφωνα στους συμπότες της «εγώ δεν χάνω διαδήλωση για διαδήλωση, είμαι κομμουνίστρια απ’ τα γεννοφάσκια μου». –Κοφ’ το, καλέ, της τη βγήκε ένας πολιτικοποιημένος κουλτουριάρης, πούστης και κομμουνιστής ίσον θάνατος, δεν είδες τι έπαθε ο Παζολίνι που ήτανε κι αντρούκλα;
Όλο ξαφνικά έσκασε μύτη ο Κλήμης –ώρα την ώρα ο μπαγλαμάς ομόρφαινε περισσότερο, αφού «είναι του ματς, του ματς» σχολίασε ο Λάκης για την καλλονή του και κουνήσαν κι όλοι οι άλλοι το κεφάλι τους- μα πλησίασε με άλλο ύφος τώρα το παιδί, ευγενικό και τρυφερό, τι μεταμόρφωση είν’ αυτή, είπα, για να δούμε πού το πάει ο τζόβενος, μα «φύλαγε τα ρούχα σου», παιδάκι μου, ωστόσο έσκυψε απροσδόκητα προς το αυτί μου κι εγώ, σαν έτοιμος από καιρό, «ακούω» είπα κάνοντας κάπως τον αδιάφορο, «μήπως οι κύριοι επιθυμούν και δεύτερο γύρο ποτά;» ρώτησε κι η φωνή του μέλι έσταζε αυτή τη φορά, «ναι, φίλε Κλήμη», απάντησα σοβαρά, «έφτασεεεεε!», είπε κι έστριψε χαμογελώντας μου πονηρά. Ατένισα ενστικτωδώς προς την είσοδο του μαγαζιού και καρφώθηκα στη φάτνη, «έλα Χριστέ μου, σήμερα που ’χεις και τα γενέθλιά σου, κάνε το καλό», προσευχήθηκα.
Στο μεταξύ σιγά σιγά όλοι οι φίλοι, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, βολεύονταν. Ο Ερμής τσέπης, όλα κι όλα, παιδί της καρδιάς, έμεινε πιστός στην απουσιάζουσα «μορφονιά» αρραβωνιαστικιά του, και γύρω στη μία πήρε ένα ταξί και αποχώρησε. Ο μάγκας ο Πόντιος, ο Κότσος ο μυταράς, είχε καψουρευτεί τη Σουλτάνα που τον περίμενε απέξω στις δυόμιση ακριβώς, την φόρτωσε στο αμάξι του και φύγανε για άλλες τρέλες. Ο «Σε λέ - Με λέ», ο Σαλονικιός, τακίμιασε μ’ ένα κιμπάρικο παλικαράκι απ’ το απέναντι τραπέζι, τα κουβεντιάσανε και αποχώρισαν μαζί λίγο πιο πριν. Εκεί γύρω στις δύο, έφυγε και ο Άλεξ ο παμπαίδαρος με μια τσίφτισσα, μια κουκλάρα συνοδευόμενη, το μόνο γνήσιο θηλυκό του μαγαζιού –πλην της παροπλισμένης Μαϊτού-, παράτησε η θεά τον παρτενέρ της και ακολούθησε το τορνευτό κορμί του δίμετρου σουβλατζή, μετά από ένα σύντομο φλερτ με τα μάτια, σαν πιστό σκυλάκι. Τον Ηρακλή τον «Πρωτευουσιάνο» τον κόλλησε πάνω στο ζεϊμπέκικο που χόρευε ένα παιδί, κάτσε καλά, να το φας ολόκληρο, μπουκιά και συχώριο, θα πέρασε κατόπι μέγκλα, όπως είχα προβλέψει. Ως και ο Λόης, ξέχασε τα μιξοπαρθενίστικα και βολεύτηκε κι αυτός με μια βιτριολική σεξουάλα του μαγαζιού.
Αχ, και τι να ’χουν γίνει εκείνα τα ωραία απελευθερωμένα αλάνια, μας έριξε η ζωή σ’ όλες τις άκρες του πλανήτη, σαν τα σκοτωμένα πουλιά στην ανεμοδούρα σκορπίσαμε, άλλος εδώ κι άλλος εκεί! Και κανένα χαμπέρι! Μα ίσως καλύτερα.
Είχα απομείνει στο τραπέζι ολομόναχος. Όμως εκεί που κόντευε να με πάρει το παράπονο, έτσι που ’χα μείνει ξεροσφύρης και μπουκάλα, νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου, γυρίζω, ήταν ο Κλήμης ουρανοκατέβατος. –Καλά Χριστούγεννα, φίλε. Δε βαρέθηκες ακόμη; Εγώ μόλις σχόλασα, η ώρα πήγε τρεις, άγόρι μου, είσαι για μια τσάρκα; με ρώτησε κοιτώντας με κατάματα. Και, πριν προλάβω να πω λέξη, με κράτησε απ’ τη μασχάλη και «πρόσεξε, ήπιες πολύ, γιαβρί», λέγοντάς μου τρυφερά, μου έριξε την πρότασή του : «το εργαλείο μου αναμμένο μας περιμένει απέξω, έλα να το καβαλήσουμε, ο καιρός καθάρισε, πάμε στο λιμάνι να πάρουμε φρέσκο αέρα και να ρομαντζάρουμε, φαίνονται γυαλί ο Μακρύγιαλος και η Μεθώνη κατάφωτα, μέρα που είναι το γλεντάνε κι οι απέναντι». Σηκώθηκα και «ό,τι πεις, καλέ μου Τάτζιο» ψελλίζοντας βγήκα και σάλταρα στην πεντακοσάρα του Κλήμη μαγεμένος.
Το γούρι της βραδιάς μου, η χριστουγεννιάτικη φάτνη της «Σεχραζάτ» είχε κάνει το θαύμα της.

Συλλογή αφηγημάτων Τι πάθος ατελείωτο

Αρλέτα - Είχα ένα αγόρι


Αρλέτα-Είχα ένα αγόρι

Είχα ένα αγόρι, ένα άγριο άνεμο,
Είχα ένα αγόρι, ένα άγριο άνεμο,
Ένα ποτάμι που έγινε αναφιλητό,
Ένα ποτάμι που έγινε αναφιλητό.

Τώρα δυο ηλιοτρόπια
Τα μάτια του που τόσο είχα φιλήσει,
Τώρα τα όνειρά του
Γίνανε δυο σταλαγματιές πικρή δροσιά,
Τώρα τα όνειρά του
Γίνανε δυο σταλαγματιές πικρή δροσιά.

Την Τρίτη μέρα δεν αναστήθηκε,
Την Τρίτη μέρα δεν αναστήθηκε.
Είκοσι μέρες κοιμάται κάτω απ’ τη βροχή,
Είκοσι μέρες κοιμάται κάτω απ’ τη βροχή.

Τώρα μια παπαρούνα
Σημάδεψε τη θέση της καρδιάς του,
Τώρα είναι η φωνή του
Ένα σπουργίτι που πετάει για τον νοτιά,
Τώρα είναι η φωνή του
Ένα σπουργίτι που πετάει για τον νοτιά.

Είχα ένα αγόρι, ένα άγριο άνεμο,
Είχα ένα αγόρι, ένα άγριο άνεμο,
Ένα ποτάμι που έγινε αναφιλητό,
Ένα ποτάμι που έγινε αναφιλητό.


Στίχοι: Παυλἰνα Παμπούδη
Μουσική / Ερμηνεία: Αρλέτα
'Αλμπουμ: Στον ρυθμό του αγέρα

Θωμάς Κοροβίνης - Περί Ετερότητος

«Παν το ανόμοιον ακοινώνητον»

Αίσωπος

"Όλοι χωράνε στο τραπέζι, και τα όρνια, και τα σπουργίτια"

Τόμας Έλιοτ

Παρά τις πάμπολλες αιτίες στις οποίες μπορεί να οφείλεται η μισαλλόδοξη, συμπλεγματική αντίληψη και συμπεριφορά σεβαστού μέρους των συμπατριωτών μας, άλλες εύλογα προσλήψιμες και εξηγήσιμες και άλλες σκοτεινότερες και δυσερμήνευτες, η αιτιολόγηση ενός ψυχολογικού «χρυσαυγητισμού», της εμπεδωμένης αλλά αβασάνιστης παράδοσης να απομονώνουμε,  να στιγματίζουμε, να βασανίζουμε, να εξορίζουμε ή και να δολοφονούμε με την έμπρακτη συμμετοχή, επιβράβευση ή και ένοχη ανοχή τον υποτιθέμενα «διαφορετικό» από μας θα έπρεπε να είναι ανυπόστατη στον τόπο αυτόν, όπου η έννοια της ελευθερίας σε όλα τα μέτωπα έκφρασής της παίχτηκε πολλές φορές στα ζάρια  και στο τέλος έβγαινε πάντα νικητής. Ήρθε ο καιρός που η επίκληση του αρχαιοελληνικού κάλλους, της κληρονομημένης φιλοσοφίας και τέχνης και της αυτοδιαχείρησης του ελεύθερου και ελευθέριου βίου αδυνατεί να στηρίξει το ευτελές παρόν καθώς κατάντησε  ένα σαθρό άλλοθι στείρας προγονοπληξίας και κομπαστικής κενοδοξίας. Οι  ηπιότερες σε σχέση με άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς παραδόσεις της ορθοδοξίας που μπολιάστηκαν με ισχυρές δόσεις απελευθερωτικού παγανισμού δεν επέτρεψαν να στηθούν εδώ μεσαιωνικές καρμανιόλες. Παρά τις λίγες εξαιρέσεις. Η διδαχή της αρμονικής συνύπαρξης των ποικίλων ετεροτήτων στα μέρη μας είχε βρει ιδανικό εκφραστή ιδίως στη Σμύρνη. 'Όλους τους χωρούσε η Ανατολή" έλεγε η δασκάλα μας Διδώ Σωτηρίου. Όμως το νεοελληνικό ταμπεραμέντο μπολιάστηκε δυστυχώς και με βαρβάτες δόσεις αχώνευτης και αταίριαστης προτεσταντικής ψευτοηθικής. Τα καρτάλια του συστήματος καθυπόταξης και επικαθορισμού της προσωπικότητας και των ομάδων που διεκδικούν και ευαγγελίζονται την ηθική ενός μέλλοντος χωρίς διακρίσεις έχουν άριστα ασκηθεί στην αφομοίωση και την ακύρωση –είτε διά  του εναγκαλισμού και της περιέξεως είτε διά της συκοφαντίας και  του εξοστρακισμού- κάθε γνήσιας, ανυπότακτης, ανθρώπινης –και άρα επαναστατικής- φωνής που απαιτεί την κατάργηση των ορίων ανάμεσα στο θεωρούμενο ως «ομαλό» και το αμφισβητούμενο ως «ανώμαλο». Μπορεί η επίσημη ιστορία του κόσμου, που δεν είναι τίποτ’ άλλο από μιαν ατέρμονη ροή άδικου αίματος να στέκεται προκλητικά περήφανη απέναντι στα σκήπτρα των ισχυρών (κανονικά θα ’πρεπε να διαβάζεται απ’ την ανάποδη) αλλά η υψηλή λογοτεχνία από τον Ευριπίδη μέχρι τον Ουγκώ, τον Ντίκενς, τον Ντοστογιέφσκι, τον Καβάφη, τον Ρεμπώ και τον Ζενέ ανέδειξε το «αγγελικό και μαύρο φως» που αστράφτει στο μισοσκόταδο γύρω απ’ τη ζωή των κολασμένων και των αποκλινόντων από την «μέση οδό». Ο ψυχασθενής, ο τυφλός, ο σακάτης, ο πόρνος, ο αλλόδοξος σε όλες τις εκφάνσεις της διαφορετικότητας είναι ένας από μας. Οι σκέψεις αυτές γίνονται με την ελπίδα ότι κάποτε η ανθρωπότητα, μέσα σε συνθήκες ιδεατές, που θα διαμορφώσουν άλλους συσχετισμούς δυνάμεων στο πεδίο της κοινωνικής ζωής, αίροντας νόμους και ξεπερνώντας τα σημερινά εμπόδια και τις προκαταλήψεις θα κατορθώσει να φτάσει σ’ ένα ανώτερο επίπεδο δικαιοσύνης και ηθικής τελειότητας, όπου όλες οι περιπτώσεις  θα αντιμετωπίζονται με ίσα κριτήρια και όλοι ανεξαιρέτως θα έχουν ίσα δικαιώματα.


Αντλήθηκε απ' το προφίλ του συγγραφέα στο fb.

Mina - Lacreme napulitane (1974)


 

Διώνη Δημητριάδου - Λήθη


Πανίσχυρη λήθη
εργατική.
Λειαίνει καρτερικά
όλες τις κοφτερές γωνίες
καταργεί μεθοδικά
όλα τα αποθηκευμένα
για ώρα ανάγκης.
Σε καιρό ξηρασίας
θα βρεθούμε ολόστεγνοι.

Λέξεις απόκρημνες

Οδυσσέας Ελύτης — «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα»

 


Ι
ΚΟΚΚΙΝΟ

Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας
Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού
Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης
Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα
Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη
Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα.

Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει
Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθια
Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια
Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.
Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια
Της κλώστρας κοπελιάς
Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω»
Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου
Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι
Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά.

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας
Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς
Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου
Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

II
ΠΡΑΣ1ΝΟ

Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά
Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου
Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα

Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα
Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων.

Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη
Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι
Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά
Πιο χαμηλά

Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου
Όταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

Χόρτο στρωτό κρεβάτι
Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα
Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο
Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ
Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει
Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού.

Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται
Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα
Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα!

III
ΚΙΤΡΙΝΟ

Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές
Φωνές και χρώματα ηχερά
Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε...
Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος
Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!
Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια...

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω
Με αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυ
Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο

Τρεις τέσσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό
Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας
Παν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ' αλώνια
Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη
Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πια
Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει
Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο...

Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ' αηδόνια!
Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές!
Πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη
Κορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως!                                     

IV
Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝ1Α
Στον Αντρέα Καμπά

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου
Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει
Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!

Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί
Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα
Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές
Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές
Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια
Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν
Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια!

Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος
Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει
Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια
Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές
Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι:

Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια!
Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει
Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός
Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά
Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

V
ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ

Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό
απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας
απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι
Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη
Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.
Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει

Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας
Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα
Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει
Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα
Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς
Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα.

Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα
Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα
Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους.

Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ' το γλαυκό
Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση
Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά
Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα
Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά.

VI
ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ

Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού
Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες
Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού
Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου
Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο
Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές
Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν
Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα
Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς
Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο

Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία
Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου
Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά
Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα
Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια.

Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί
Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου
Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή
Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

VII
ΜΕΝΕΞΕΛΙ

Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός
Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του
Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα.
Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας
Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες
Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια
Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών
Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...

Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της
Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά

Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της:
Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων
Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού
Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι
Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά
Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.
Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό
Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της
Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

από τη συλλογή «Ο ήλιος ο πρώτος»

Γιάννης Ρίτσος - Δύο Ποιήματα


Απολογισμός
Κάθεται στο κονάκι του. Χειμώνας καιρός. Κουβεντιάζει μονάχος.
Απ΄ όξω είναι τα σύγνεφα, οι φραγκοσυκιές, οι κότες, το σκοινί της μπουγάδας.
Ο σκύλος και τ΄ άλογο απ΄ την άλλη μεριά, - ταϊσμένα. Τριγύρω τα χωράφια.
Το σπόρο μας – λέει – τον ρίξαμε στη γης. Μήτε που ξέρουμε τι θα βλαστήσει κι αν ποτές βλαστήσει.
Καθόμαστε στο σκαμνί. Περιμένουμε. Λογαριάζουμε. Όλα τα λογαριάσαμε.
Τα μάτια μας στραμμένα ταπεινά στο χώμα, σαν το λιοτρόπι στον ήλιο.
Τον τελευταίο μας σπόρο τον κρατήσαμε στη φούχτα μας. Με σέβας μεγάλο τον ξετάσαμε.
Ύστερα τον καταχωνιάσαμε στην τσέπη μας. Και, ξάφνου, κει που συλλογιόμασταν,
ένα φτερό σε χτυπάει από κει μέσα˙ - φυτρώνει ένα πουλί˙ βγαίνει απ΄ την τσέπη σου˙ φεύγει˙- δικό σου πουλί˙ κι έχει πετάξει˙ -
το ΄δες με τα μάτια σου έτσι να πετάει - το ΄δες με τα ίδια σου τα μάτια. Κρίμα που δεν το ΄δαν κι οι γειτόνοι.
*************
Η παρουσία του ανθρώπου
Ήταν ωραίο το τοπίο στο λιόγερμα. Οι κορμοί των δέντρων,
βρεγμένοι, σκοτεινοί, μενεξεδένιοι, ορθώνονταν
πάνω απ΄ το στρώμα των χρυσών και κόκκινων φύλλων
κατάντικρυ στον ρόδινο ουρανό της εσπέρας
μες στις δοξαστικές χειρονομίες των χρωμάτων, που δεν ήξερες
αν χαιρετούσαν ή αποχαιρετούσαν. Ωστόσο κάτι έλειπε˙ το ΄νιωθες˙ κάτι έμενε ασυντέλεστο μέσα στην εκθαμβωτική απεραντοσύνη, εξαντλημένη στον εαυτό της, ώσπου, μακριά, στο βάθος, φάνηκε το στίγμα ενός ανθρώπου σαν μαύρη τελεία στην άκρη του εξαερωμένου πάγχρυσου δρόμου
δίνοντας νόημα στο εξαίσιο δειλινό που βυθιζόταν στο αιώνιο.

Ποιήματα, Τόμος 9

Νίκος Καρούζος - Κρώξιμο σ΄ ένα σπουδαστήριο



Η ατελής υπόσταση του φάντη στη βρομιάρικη τράπουλα
ζήτημα ζωολογικής διαφοράς μονάχα
τα δικά μου απ' τα δικά σας βιώματα/
γκρινιάρα ειμαρμένη καθιστή στο μπαλκονάκι βράδυ
κατάστιχα γυαλιστερά του χάροντα/
βατραχοσύναξη και τούτη στου Όμηρου τα τροχίσματα
κουλτούρα θυμοληπτική στα ψευτοσαλόνια σας
χαλκοδεκάρες πεταμένες έτσι σε κωφάλαλα συρτάρια
/παραχώρηση το διάβασμα στους πονεμένους/
γονυκλισίες από κοριτσόπουλα στα θέσφατα των εφημερίδων
/ευλογία Κυρίου τα μυδράλια
η λεπταίσθητη Ρόζα Λούξεμπουργκ
αυτή η άγια γυναίκα με την άγια βαρβαρότητα.../.
Να ρίξεις ολάκερη τώρα τη ζωή σου
στην πλάστιγγα τ' ουρανού την ανάστροφη στα μάτια.
Διωγμένος εγώ από κάθε προϋπόθεση να αναβλύζει το γέλιο μου
θα 'θελα λίγο δυναμίτη θα 'θελα μιαν έκρηξη
που να σκορπίσει το χειρότερο θάνατο στα βολέματά σας.
Τυραννήθηκα την τελευταία εβδομάδα
για νά βρω τη σώψυχη ειρηνοφόρα λύση.
Τα νεροπαίχνιδα στη ρεματιά-,
τι ναν τα κάνω τ' άλλα.

Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ-ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

Τάσος Λειβαδίτης - Αιωνιότητα

 Βραδιάζει. Κι ο άντρας κ΄ η γυναίκα τρέχουν να πλαγιάσουν μαζί.
Το κρεβάτι μας είναι καράβι που πάει στο αύριο
χωρίς
εμάς.

Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση 1: 1950-1966, εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα 2015, σελ. 371

Κωστής Παλαμάς - [Σιγά…]


«—ΣΙΓΑ. Μην τρέμεις. Είμαστε των τραγουδιών οι Μοίρες,
φτερά αρμονίας φέρνουμε
στα ψυχομαχητά,
κι αγνάντια στα χαροπαλέματα
τα μουσικά ανυψώνουμε παλάτια,
και με φιλιά σα ροδοστάματα
γλυκά τα παραδίνουμε τα μάτια
στην αξημέρωτη νυχτιά.
Φως και φυτό, την κάθε υπέρτατη
λαχτάρα, που έφεξε και βλάστησε
μες στην καρδιά
κι έπνιξε γύρω της και θάμπωσε
κάθε άλλο βλαστομάνημα,
κάθε άλλη αστροφεγγιά,
τη μια λαχτάρα την υπέρτατη,
η θάλασσα του Τίποτε προτού να σε σκεπάσει,
φτωχή ζωούλα, που έζησες και τώρα σιγοσβείς,
πιοτό σού την εκάμαμε.
Στο διαμαντένιο τάσι
τον ουρανό σού φέρνουμε
για να τον πιεις.

Ξένε, σκληρά σού αυλάκωσε ο καιρός
τα μάγουλά σου,
κι είσαι σα βράδυ, ξένε, και λαμποκοπάς
από το χιόνι απάνου στα μαλλιά σου.
Ξένε, ταράζει ο βόγκος σου,
ξένε, σπαράζει το ξεψύχισμά σου·
του Ύμνου με τα χίλια στόματα
η γόησσα βρύση
από ποιό στόμα της ποθείς
να σε ποτίσει;

Του κόσμου το πολύβοο
τραγούδι θέλεις;
Ή το τραγούδι της ολύμπιας ομορφιάς,
που λάμπει αθάνατη στην πέτρα της Πεντέλης;
Του κάμπου θέλεις του κατάσπαρτου
το καταπράσινο τραγούδι;
Ή το τραγούδι του σπιτιού του ειρηνικού,
ή το τραγούδι της βροντής και των ανέμων,
ή το τραγούδι της κορφής που ξεχωρίζει,
ή το τραγούδι των ηρώων και των πολέμων;
Το τραγούδι διψάς του ωκεανού,
ή το τραγούδι του ωκεάνιου νου;
Μη θέλεις το τραγούδι
κάποιου παράδεισου αποπέρα,
γιά κάποιας γης αποδώ κάτου;
Ή το τραγούδι της ζωής
ή το τραγούδι του θανάτου;»

«—Τραγούδι τραγουδήστε μου χιλιοτραγουδημένο
τραγούδι και χιλιόκαλο,
με το πανάρχαιο το βιολί το μεταχειρισμένο,
με το γλυκό γλυκό βιολί.
Της Νιότης τραγουδήστε μου το αφρόντιστο τραγούδι,
και το τραγούδι των ολόχλωρων καρδιών·
τα μάτια, ω Μοίρες, κλείστε μου
με το βιολί των είκοσι χρονών…»


1902
Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΗ (1904)

Γιάννης Ρίτσος - Χρυσόθεμις

 (Ήσυχο απομεσήμερο στα τέλη του καλοκαιριού. Λιακάδα. Αραιά σύννεφα. Κάτι σαν πρώτη πνοή φθινοπώρου. Μια νεαρή δημοσιογράφος, σταλμένη από ’να μεγάλο συγκρότημα εφημερίδων, ανηφορίζει τον αρχαίο, μυθικό λόφο, περνάει τα αφρούρητα τώρα προπύλαια, ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλιά και χτυπάει το ρόπτρο του μισοερειπωμένου αρχοντικού. Στην παλάμη της ένιωσε τη ζέστη του μετάλλου. Η ίδια η γηραιή Δέσποινα κατέβηκε να της ανοίξει. Την οδήγησε σ’ ένα μεγάλο σαλόνι που μύριζε σκόνη, μαραμένα τριαντάφυλλα, μουχλιασμένο βελούδο και μετάξι. Η νέα της μιλάει με πολύ σεβασμό. Της εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής της, — κάποια συνέντευξη, λέει. Κάτι είπε ακόμα για την "καθάρια, σιωπηλή, μοναχική της ελευθερία". Η Δέσποινα, φανερά συγκινημένη, μ’ ένα παιδιάστικο ρόδισμα ρυτιδωμένο πρόσωπό της, στριφογυρίζει με τον αντίχειρα και τον μεσαίο του δεξιού χεριού, ένα παράξενο δαχτυλίδι που φοράει στον παράμεσο του αριστερού. Την ακούει μ’ ευγενική προσοχή, όπου μόλις διαφαίνεται κάποια αφαίρεση, κάποια αμηχανία και κάποια αόριστη προετοιμασία. Σιωπή. Τα σκονισμένα κρύσταλλα του πολυελαίου αστράφτουν πότε πότε. Έξω, στον κήπο, ακούστηκε ήμερη η φωνή του γερο-κηπουρού, — ίσως μιλούσε μ’ ένα πουλί, μ’ ένα σκυλί ή μ’ ένα λουλούδι. Αμέσως ύστερα ακούστηκαν τα τζιτζίκια σε άξαφνη παραφορά. Τότε, η γηραιή Δέσποινα, σαν ενθαρρυμένη και προστατευμένη απ’ αυτόν τον συγκεχυμένο θόρυβο, άρχισε να μιλάει σ’ έναν τόνο μετρημένο που, ωστόσο, δεν καλύπτει κάποια απόχρωση μακρινής, ανεξήγητης ευδαιμονίας. Ένα πουλί στάθηκε στο περβάζι του παράθυρου. Συγκατάνευσε. Έφυγε).


Πώς έγινε και με θυμήθηκαν; Εμένα κανένας ποτέ δε με θυμάται. Κανένας
ποτέ δε με πρόσεξε. Παράπονο δεν έχω. Καλά μου ήταν όλα,
κι ίσως καλύτερα έτσι.
Ξέρετε, στο πέρασμα του χρόνου,
τα πάντα, όσο πικρά ή και τρομερά, μας φαίνονται σαν απαραίτητα,
σαν χρήσιμα κι όμορφα μάλιστα. Και τούτο το τραχύ βουνό από πάνω μου
ήταν μια συντροφιά —μια προστασία σχεδόν,— ντυνόμουν τον ίσκιο του.

Λοιπόν, μέσ’ από την αφάνειά μου, χαιρόμουν να βλέπω και ν’ ακούω. Μπορούσα
να ονειρεύομαι ελεύθερα. Ήταν όμορφα, αλήθεια — σα να ’ζησα
έξω απ’ την ιστορία, σ’ έναν δικό μου ανέγγιχτο, απόλυτο χώρο,
προφυλαγμένη, και παρούσα ωστόσο.
Ώρες ολόκληρες παρατηρούσα
το αποκλεισμένο νερό μες στο ποτήρι με τους σάπιους μίσχους
από λουλούδια ξεχασμένα εκεί· — κάτι βελούδινο και γλοιώδες
έμενε στο ποτήρι, απλωνόταν στην κάμαρα, σ’ όλο το σπίτι —

Κι εκείνη η κούραση κι η αναβολή —γεμάτη ευγένεια—
να μην μπορείς να πάρεις τα λουλούδια να τα ρίξεις έξω απ’ το παράθυρο, στον κήπο,
να πλύνεις το ποτήρι· —γιατί τάχα;— Το σάπιο στεφάνι
θα ’μενε πάλι μυστικά μες στο ποτήρι, μες στο σπίτι, ολόγυρα στα μέτωπά μας —
κάτι βαθύ και τρομερό, που δεν του ’λειπε ωστόσο κάποια χάρη.

Προς τί, λοιπόν, η επέμβασή μας; Πολύ νωρίς διδάχτηκα
πως τίποτε κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει. Τα βράδια
το ζεστό χνότο απ’ τους τοίχους των σπιτιών ξεχύνεται στο δρόμο·
η σκιά ενός πελώριου αλόγου ατμίζεται στο φεγγαρόφωτο. Αν τούτο δεν είναι
απάντηση σε τίποτε, θαρρώ πως δεν υπάρχει απάντηση.

Μεγάλα φέρετρα περάσαν από τούτη την πύλη — μεγάλα σαν καράβια·
νεκροί με επίσημες στολές, με ψηλά κράνη, σκεπασμένοι με σημαίες και λουλούδια,
κι άλλοι γυμνοί, ντυμένοι μόνο την ωχρότητά τους και την απορία τους,
κι ένα σφαγμένο κορίτσι, μ’ ένα τεράστιο, κάτασπρο πέπλο· ο αέρας
ανέβασε ψηλά το πέπλο, το ’δεσε πάνω σ’ ένα σύννεφο ανοιξιάτικο
κι έμεινε εκεί, να κυματίζει ερημικό, φέγγοντας πότε πότε
με γαλανές ανταύγειες το προαύλιο και τη σκάλα. Ίσως και να ’ταν
ανταύγειες απ’ τους χαρταϊτούς που υψώνανε στο διπλανό χωράφι
οι συνομήλικοί της, γιατί άλλαζαν κάθε τόσο τα χρώματα· — τα έβλεπα
στους μηρούς και στα στήθη ενός αγάλματος έξω στον κήπο. Μα πάλι
δεν ήταν παρά μόνο οι γαλανοί κυματισμοί του άσπρου πέπλου.

Έφυγαν. Τίποτα δεν έχει μείνει. Όλα τα ξόδεψαν για το όνομά τους
κι όχι για τον εαυτό τους — (μήπως τάχα κι εμείς;). Δε μετανιώσαν.
Άλλωστε ήταν αργά κάθε φορά να μετανιώσουν. Δε χρειαζόταν.

Στο γυρισμό απ’ το κοιμητήρι, όλοι κοιτούσαμε κάτου στο χώμα.
Γινόταν μια μεγάλη παύση τόσο που θα νόμιζε κανένας
πως όπου να ’ναι θα σκεφτόμαστε κάτι επιτέλους.
Κι άξαφνα
ακούγονταν χιλιάδες δυνατές οπλές κάτω στον κάμπο και στους δρόμους —
οι καβαλάρηδες ξεπρόβαιναν πίσω απ’ τις λεύκες· κλείναν τα περάσματα·
σημαίες μεσίστιες κι άλλες αναπεπταμένες μες στο ντουφεκίδι.

Δεν ήξερες ποιοί φτάναν και ποιοί φεύγαν — τί γινόταν. Άλλοι τρέχαν,
άλλοι κρυβόνταν, άλλοι κάτι γράφανε στο γόνατό τους, άλλοι αυτοκτονούσαν,
άλλοι εκτελούνταν τα χαράματα μπροστά στο γυμνό τοίχο του τουβλάδικου,
άλλοι συνεργάζονταν με τα δυο κουμπιά του γιλέκου τους ξεκούμπωτα ακόμη.

Παρατημένες αγελάδες σεργιανούσανε στην αγορά περίσκεπτες,
κοιτούσαν τα ρολόγια, τους καθρέφτες, τις βιτρίνες των καταστημάτων
σα να ’ταν ν’ αγοράσουνε καινούρια γούνα. Μια παλιά ζυγαριά
ήταν πεσμένη ανάσκελα στη μεγάλη αποθήκη. Την έστησαν πρόχειρα
κι άρχισαν πάλι να ζυγιάζουν τσουβάλια, βαρέλια, κασόνια,
καλάθια, ντενεκέδες, νταμιτζάνες. Άλλοι ζυγιάζαν τα μικρά παιδιά τους.
Κάποιος έφερε να ζυγιάσει ένα πουλί. Το πουλί πέταξε· βγήκε απ’ την πόρτα.
Εκείνος φώναξε: «Δεν έχει βάρος, δεν έχω βάρος, δεν έχουμε βάρος·
χανόμαστε· χαθήκαμε· χάσαμε το βάρος μας· πετάμε» —
κι άνοιγε διάπλατα τα χέρια του σα να ’ταν όντως να πετάξει.
Το γέλιο του ακουγόταν πέρα απ’ τα μεσάνυχτα, κοντά στο ποτάμι.

Ύστερα τίποτα. Μήτε κατάρες πια και μήτε επευφημίες. Μόνη μορφή ελευθερίας
απόμεινε η σιωπή. Στα εγκαταλελειμμένα περιβόλια
θεριεύαν οι τσουκνίδες, τα σπερδούκλια και κάτι παράξενα αγκάθια
με άγνωστα χρυσαφιά λουλούδια σαν αστέρια ερήμωσης. Τα πηγάδια στερέψαν —
αν έριχνες μια πέτρα χτυπούσε στην πέτρα, κι ο ήχος συνεχιζόταν
σ’ ένα ατελεύτητο βάθος ώς την άλλη μεριά. Κι αν κοιταζόσουν μέσα,
ένα μονάχο μάτι, σκοτεινό, χωρίς τσίνορα, σε κοιτούσε κατάματα,
κάνοντας κοίλο ολόκληρο το πρόσωπό σου σα μια ξέβαθη τρύπα.

Αργότερα έπιασαν μεγάλα κρύα. Κοπάδια λύκοι κατεβαίναν
στα χωριά και στην πόλη. Όλοι κλειδώνονταν στα σπίτια. Χιόνισε κιόλας.
Ένα απερίγραπτο άσπρο είχε σκεπάσει τις στέγες, τα δέντρα, τη μνήμη,
σαν ευλάβεια, σαν άφεση, —καθώς εκείνο το πέπλο που σας έλεγα—
και πίσω του διακρίνονταν όλο το μαύρο, ατεμάχιστο, ανώδυνο, ήρεμο.

Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,
κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.
Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,
κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου
ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και να ’ταν
αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι
ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια· — η φωνή του και το άρωμα
από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,
στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι
αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,
πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη.

Φώναξα τότε τη μεγάλη αδελφή μου. «Κοίτα, κοίτα», της είπα. Μετρούσα:
«δυο, τρεις, εφτά, δεκάξι, δεκαεννέα», τους ανεμόμυλους. Εκείνη
στράφηκε προς τα εκεί· δεν είδε τίποτε· γύρισε και με κοίταξε
κι αμέσως έφυγε οργισμένη. Εγώ λυπήθηκα σα να ’χα φταίξει.
Έσκυψα πάλι απ’ το παράθυρο. Τίποτε, αλήθεια. οι ανεμόμυλοι είχαν φύγει.

Εκείνο τον παλιό καιρό, μια μέρα, κάτω στον κήπο, —θυμάμαι—
η μουσική των τζιτζικιών, όπως απόψε περίπου, κατέβαινε απ’ τα πεύκα
μέσα στο θορυβώδες φως, το διακοπτόμενο κάποτε
απ’ την πνοή μιας αύρας. Και τότε τα φύλλα των ευκάλυπτων
αγγίζαν στιγμιαία τη σιωπή. Οι σκιές στο χώμα
γίνονταν χρυσογάλανες, σκοτεινές, επιμήκεις. Σε λίγο
έσβηναν πάλι τα πάντα. Όμως εκείνη η ελάχιστη σιωπή
απόμενε σαν μια μαβιά κηλίδα στον κατάφωτο αέρα. Θυμάμαι
τις ψάθινες πολυθρόνες του κήπου, ζεστές απ’ τον ήλιο, να στέκουν
εμπεριστατωμένες, θετικές, αξιόπιστες, στα τέσσερα πόδια τους. Αυτό μονάχα.

Κι εκείνη η κηλίδα, σαν από τζάμι μακρινού παραθύρου,
μετατοπίζονταν απ’ τις πλεχτές πολυθρόνες στο τραπέζι, κι εκεί σταματούσε
πλάι στα ασημένια κουταλάκια. Τα ποτήρια του προγεύματος κάτω απ’ τα δέντρα
γίνονταν τότε γαλανά με πράσινες κουκκίδες. Μια μέρα
χύθηκε το νερό στο φόρεμα της αδελφής μου, —
μια λουλακιά ζωγραφιά σχεδιάστηκε πάνω του. «Δωσ’ το μου να στο πλύνω», φώναξα.
«Δεν είναι τίποτα, —λέει·— το νερό δε λεκιάζει». «Δώσ’ το μου, δώσ’ το μου»,
φώναξα πάλι. Όλοι με κοίταζαν. Σώπασα. Κι η ζωγραφιά μεγάλωνε,
γέμιζε ολόκληρο το φόρεμα, τα χέρια της, τα πόδια της, το πρόσωπό της —
η αδελφή μου είχε γίνει γαλάζια· μόνο η άκρη απ’ το ένα της σαντάλι
απόμεινε λευκή. Κανείς δε βλέπει τα ολοφάνερα. Τα άλλα —
ω, τα άλλα —ποιά;— μετακινήσεις, ασχολίες, χειρονομίες
μες στο αμετάβλητο και αμετακίνητο, που λένε. Δε βλέπουν καθόλου.
Καλύτερα τάχα; Χειρότερα; —Ποιός ξέρει;— Δε βλέπουν.

Αποτραβήχτηκα εδώ πέρα. Είναι ήσυχα. Μήτε ο απόηχος δε φτάνει
απ’ τις γεννήσεις, τους γάμους, τους θανάτους. Κουράστηκα. Τα ίδια και τα ίδια —
άλλοι ανεβαίνουν, άλλοι κατεβαίνουν — ίδιοι οι πρώτοι κι οι δεύτεροι κι οι τρίτοι,
(κι οι πιο καλοί, σαν φτάσουνε στην εξουσία — ξέρετε). Ένας τοίχος
με σκουριασμένους γάντζους ώς επάνω ψηλά, μες στη νύχτα. Ποτέ μου
δεν κατάφερα να πιαστώ σ’ ένα γάντζο ν’ ανέβω — δεν προσπάθησα, βέβαια·
ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας ένα άστρο διαλυμένο στο νερό σα μια σταγόνα λεμόνι
μέσα στο τσάι, — ξάνθαινε κάπως το σκοτάδι. Όλοι φοβόμασταν. Κι ίσως πιότερο εκείνοι.

Ωστόσο αυτή η κουραστική επανάληψη, στο τέλος τέλος, σαν να μεταλλάζει
σε κάτι ωραίο και σχεδόν υγιεινό· — σου δίνει την εντύπωση, έτσι κάπως,
του φευγαλέου και του ανεξάντλητου ταυτόχρονα —μια γαλήνια διάρκεια,
κάτι άγνωστο και οικείο, —σε αλαφρώνει·— μια ιδέα τρομερής αιωνιότητας —
αιωνιότητας ωστόσο.
Ένα ήσυχο χαμόγελο κρέμεται μέσα μας,
όπως κρεμάμε σ’ ένα έρημο δωμάτιο έναν πίνακα — μιαν αρχαία ναυμαχία
σε σκοτεινό πράσινο χρώμα, νύχτα, με χρυσά και κόκκινα στίγματα· στην άκρη,
μπροστά, στην αμμουδιά, διακρίνεται ένας γέρος χωλός ναυτικός· έχει ανάψει
λίγη φωτιά κι έχει στημένη σε δυο πέτρες τη χύτρα του —
έτσι μονάχος, έτσι απόμαχος, σαν έξω απ’ τον κόσμο,
στεριώνοντας τον κόσμο πάνω σε δυο πέτρες καπνισμένες.
Αισθάνεσαι μια μυρωδιά ψαρόσουπας σ’ αυτόν τον πίνακα,
μια μυρωδιά ταπεινοσύνης και βουβής ελευθερίας — της μόνης.
Το σάλιο σού γεμίζει το στόμα· —νιώθεις πάλι να πεινάς— και σ’ αρέσει.

Για τ’ άλλα — μήτε μάθαμε τί φταίει, ποιός φταίει. Από τα πριν τραβηγμένος ο κλήρος.
Δε μ’ άρεσαν τα τυχερά παιχνίδια, οι λοταρίες. Δεν έπαιξα ποτέ μου. Κάποτε, η μητέρα
τράβηξε στ’ όνομά μου ένα λαχνό. Μου ’πεσε τότε
ένα μεγάλο κινέζικο βάζο· — βρίσκεται ακόμη
σ’ εκείνο το δωμάτιο των αχρήστων. «Παράξενο»,
είπε η μητέρα, «να ’χει τύχη ετούτο το παιδί. Παράξενο», είπε πάλι.

«Παράξενο, παράξενο». Κι εγώ χαμογελούσα. Με τα χρόνια,
όλοι το ξέχασαν. Εγώ το θυμόμουν. «Έχω τύχη, έχω τύχη»,
έλεγα και ξανάλεγα καθώς κατέβαινα τη μέσα σκάλα, το βράδυ
ή καθώς πλάγιαζα με σβηστό φως, παρατηρώντας, κολλημένο στο τζάμι,
το ρόδινο φρύδι του νέου φεγγαριού· — «έχω τύχη, έχω τύχη». Και τότε,
ένα λεπτό κοριτσίστικο γέλιο χυνόταν σα νερό από στενόλαιμο λαγήνι
ψηλά, από κάποιο φωτισμένο παράθυρο, στο σκοτεινό θερινό κήπο.

Ω, ναι, στάθηκα πάντα τυχερή· — παράξενο. Ούτε η ίδια
δεν ήθελα να το πιστέψω. Παραξενεύομαι ακόμη και τώρα· —
γι’ αυτό και η συστολή κι η ευγνωμοσύνη μου σαν τύχαινε κάποιος
παιδαγωγός, μουσικός, ή ο κηπουρός να μου απευθύνει
μια «καλησπέρα» ή «καληνύχτα». Γύριζα γύρω με προφύλαξη το βλέμμα
να δω μήπως και χαιρετούσαν κάποιον άλλο. Ένα χαμόγελο τεράστιο
μου γέμιζε το πρόσωπο, ξεχείλιζε απ’ τ’ αυτιά μου· — ήταν άπρεπο —το ξέρω—
δοκίμαζα να το περιορίσω· πάσκιζα· δεν το μπορούσα· —
μονάχα σφίγγοντας τα φρύδια του μπορεί κανείς να περιορίσει
ένα χαμόγελο, (κι ίσως και να ’χουν δίκιο αυτοί που λένε:
οι συνοφρυωμένοι είναι οι πιο πράοι, οι πιο γλυκείς και ταπεινόφρονες
και δυνατοί μαζί, πολύ δυνατοί, — μπορεί να ’χουν δίκιο), εγώ δεν το μπορούσα.

Αργά το απόγευμα, χειμώνα καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι
ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω γύρω,
σα να ’ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ’ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ’χε τύχει
να ’ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιός είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.

Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου· κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κι έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: «Με ποιόν κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα· «δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως η γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει το ’να χέρι της σελήνης) — κι η μητέρα με πίστεψε.

Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τί να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους —αφανείς κι αυτούς— καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κι η γάτα.

Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία — καλοκαίρι·
ολάνοιχτα παράθυρα· τραβηγμένες κουρτίνες), η μητέρα
φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ο πατέρας, κι η μεγάλη αδελφή μου·
μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι· πότε πότε
φωτίζονταν απ’ τις λυχνίες η γλώσσα τους σα να πασκίζαν
να καταπιούν μια γουλιά φως· δεν τα κατάφερναν· πνιγόνταν·
έπνιγε ο ένας τον άλλον. Τους κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.

Κείνη την ώρα μπήκε απ’ το παράθυρο μια νυχτερίδα
κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,
δυο φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα
ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα που το άστρο των ποιμένων
τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο
που τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας
απ’ τ’ άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους
να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σωπάσαν.

Μπορεί και ν’ αφουγκράστηκαν κείνο το βέλασμα. Μπορεί να φοβηθήκαν
το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, η μητέρα
άρπαξε μια πετσέτα απ’ το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα·
παρά λίγο να σβήσουν κι οι λυχνίες.
Πολύ την αγάπησα
σ’ αυτή τη στάση τη μητέρα — παρότι και πάλι
αγέρωχη, επιθετική, επιβλητική, — με την άσπρη πετσέτα ν’ ανεμίζει
στο ’να της χέρι — σα μονόφτερο πουλί, και δεν μπορούσε να πετάξει. Στα μεγάλα της μάτια
σπίθιζε μυστικά η επιθυμία να φύγει μες στη νύχτα, μέσα σ’ όλη τη νύχτα.

Πήρα τότε κι εγώ μια πετσέτα και την έβαλα σα δεύτερο φτερό στ’ άλλο της χέρι.
Εκείνη χαμογέλασε συνένοχα· κι ύστερα, αμέσως:
«Τρελάθηκες, λοιπόν;», είπε οργισμένη. Η νυχτερίδα είχε φύγει·
είχε φύγει μαζί και το ποτάμι· — πρόφτασα κι είδα
το φωτεινό διασκελισμό του ποταμιού στο περβάζι. Η κουβέντα
ξανάρχισε πιο δυνατή. Δε μ’ ένοιαζε. Ήμουν ήσυχη. Τους λυπόμουνα μόνο.
Είχα κι εγώ τους μυστικούς συμμάχους μου, —σας το ’πα,—
ώς κι ένα δεύτερο φτερό μέσα στα μάτια της μητέρας.

Εκείνο το «δεν εννοείς να μεγαλώσεις», είχε πάψει από καιρό να με πικραίνει —
το ’νιωθα μάλιστα, έτσι κάπως σαν προνόμιό μου — η άλλη μου όραση, η κρυφή χαρά μου. Τα χαράματα
έβγαινα μόνη μες στην εύπιστη δροσιά του κήπου. Καθόμουν
και κοίταζα ώρες τα πουλιά.
Πολύ συχνά, κάποιο σπουργίτι
κατέβαινε στη γη και περπατούσε αστεία, μιμούμενο με ακρίβεια
τα κορίτσια στο πρώτο ραντεβού τους· — δεν το ’πα στα κορίτσια
μη και θυμώσουν με όλα τα πουλιά· παρότι πολύ το λαχταρούσα
ν’ ανακοινώσω αυτή την ανακάλυψή μου, ή κι αποκάλυψη μπορείς να πεις —γιατί όχι;—
έτσι πίστευα τότε (ίσως και τώρα·) — κάτι τέτοια ασήμαντα πράγματα
φτιάχνουν καμιά φορά το πρόσωπό μας και τον κόσμο, — έτσι δεν είναι;

Αυτό μπορεί να το γνωρίζουν τα πουλιά, κι ίσως γι’ αυτό κι εκείνα
δεν εννοούν να μεγαλώσουν πολύ — μπορεί να φυλάγονται, μπορεί να φοβούνται·
αλλάζουν χρώματα, κρύβονται μέσα στα φύλλα. («Η αφάνεια», έλεγε
ο γέροντας παιδαγωγός μου, «είναι το προσωπείο του βάθους»). Το τραγούδι τους, όμως,
α, δεν αντέχουν να το κρύψουν ώς το τέλος· και τότε
όλα τα βέλη κι οι σφεντόνες στρέφονται προς τη φωνή τους, — προδίδονται μόνα.

Στα παιδικά μου χρόνια, ποτέ δε μου χάρισαν κι εμένα στη γιορτή μου μια κούκλα.
Μάζευα τις σπασμένες κούκλες της μεγάλης αδελφής μου. Τους κολλούσα πάλι
τα χέρια, τα πόδια, τα μαλλιά, τα μάτια. Τους έφτιαχνα καινούρια ρούχα·
τις χτένιζα· — γίνονταν όμορφες· — πιο όμορφες από πριν. Η αδελφή μου τις ζήλευε·
μου τις έπαιρνε πάλι. Λυπόμουνα. Δε θύμωνα. Πιότερο απ’ όλα
λυπόμουνα την αδελφή μου· — δεν της έφτανε τίποτα.
Μια μέρα
χάθηκε το ’να μάτι της πιο όμορφης κούκλας — ένα μεγάλο καταγάλανο μάτι.

Σας έτυχε ποτέ να δείτε μια μονόφθαλμη κούκλα; — Μια τρύπα· ένα χάσμα· —
μέσ’ από κει μας κοιτάει κάτι αόριστο, απόμακρο, δικό μας· —
μ’ αυτή ακριβώς την τρύπα με κοιτούσε, με εμπιστεύονταν η κούκλα·
ήταν το αληθινό της μάτι. Γίναμε φίλες.
Ύστερ’ από χρόνια,
μετά το μεγάλο ταξίδι του πατέρα, βρήκα εκείνο το μάτι
σ’ ένα μαύρο βελούδινο κουτί. Δεν είπα τίποτα της αδελφής μου.
Το ’βαλα σ’ ένα δαχτυλίδι μου δαχτυλιδόπετρα· — δεν το κατάλαβε κανένας·
όλοι θαυμάσανε την ασυνήθιστη πολύτιμη πέτρα.

Γι’ αυτό σας έλεγα —ω, ναι, τα πάντα ήταν όμορφα— ποιό νόημα τάχα
να ’χει κι η θλίψη κι η χαρά μες στο αδιαίρετο τίποτα; — ποιά σημασία
μέσα σ’ αυτό το ευτυχισμένα αδιάφορο τοπίο, —όχι αδιάφορο—
ένας απέραντος ευδιάθετος θάνατος· — και λέω «ευδιάθετος»
ίσως μεταβιβάζοντάς του τη δική μου πρόσκαιρη διάθεση
αυτού του αποψινού περίλαμπρου λυκόφωτος —τί χρώματα, θε μου—
ή παίρνοντας εγώ τη θέση του (τη βολική, πραγματική μου θέση),
έτσι σα να ’ναι ο μυστικός καθρέφτης μας που μας δείχνει αδιάψευστο,
ολόκληρο το πρόσωπό μας, καθάριο, αδιάπτωτο, ωραίο,
σχεδόν αθάνατο —μα τί σχεδόν;— πράγματι αθάνατο.

Μέσα σε μια μεγάλη κάμαρα ακατοίκητη, κρεμόταν από χρόνια,
ένας παλιός καθρέφτης με χρυσή κορνίζα. Στην κάμαρα εκείνη
δεν έμπαινε κανείς. Πετούσαν ανάκατα εκεί μέσα
ό,τι άχρηστο και παλιωμένο — λάμπες, πολυθρόνες, κηροπήγια, τραπεζάκια,
πορτρέτα πατρογονικά κι άλλα καθαιρεμένων στρατηγών, ποιητών, φιλοσόφων,
ανθοδοχεία κρυστάλλινα με παράξενα σχήματα, τρίποδες, μπρούντζινα μαγκάλια,
μεγάλες προσωπίδες, γύψινες, μετάλλινες, κι άλλες μικρές από μαύρο βελούδο,
ταριχευμένα κεφάλια ελαφιών κι άγριων ζώων, ταριχευμένα
πολύχρωμα πουλιά, γαλάζια και χρυσά, με γαμψά ράμφη —τ’ όνομά τους δεν το ’ξερα—
κρεμάστρες, πανοπλίες, κονσόλες και βαριά παραπετάσματα
σε πορφυρό συνήθως ή βαθυπράσινο χρώμα. Ήταν εκεί το καταφύγιό μου.

Μύριζε σκοροφαγωμένο ρούχο, σκόνη και δροσιά. Λοιπόν, ο καθρέφτης,
κρεμάμενος ψηλά στον τοίχο, συγκέντρωνε ολόκληρο το φως — ήταν το μάτι
της τυφλής, πολυδαίδαλης κάμαρας.
Το μάτι εκείνο
βασίλευε ήρεμο, αβασίλευτο, πάνω απ’ την αχρηστία και την ερήμωση,
την αθανάτιζε μάλιστα· — μνήμη ιερή σε βαθειά λησμοσύνη. Κάποιο δείλι,
ανέβηκα σ’ ένα σεντούκι και κοιτάχτηκα μες στον καθρέφτη· —τίποτα δεν είδα—
τίποτα, μόνο φως, — ένα φως σκοτεινό, σα να ’μουν η ίδια
ολόκληρη από φως — κι ήμουν, στ’ αλήθεια. Κατάλαβα, τότε,
(ή, μάλλον, θυμήθηκα) πως πάντοτε ήμουν φως. Μια αράχνη
σεργιάνιζε στο φέγγος του καθρέφτη και στο πρόσωπό μου. Δεν τρόμαξα διόλου.

Η αράχνη δεν ήμουν εγώ. Ένα ξένο, λεπτότατο σώμα γλιστρούσε
πάνω στο κρύσταλλο, με αμέτρητα, γωνιώδη πόδια, — τα ’βλεπα μεγεθυσμένα
με τις αργές αιχμές τους. Σε κίνηση αργή, σε χρόνο αργό, σχεδόν ακίνητον. Λίγο λίγο
ξεχώρισα και το υλικό μου πρόσωπο, ρόδινο και μαβί, σκιώδες·
τα μάτια ένα πράσινο θαλάσσιο, εκστατικό, και γύρω μου πάντα
το ακαθόριστο φως, — φωτοστεφανωμένη μες στην παραμέληση, μέσα στη μοναξιά μου,
μες στην αφάνειά μου. Δεν μπόρεσα ν’ αντέξω
τούτη τη μυστική ευτυχία: να ’μαι ολόφωτη, μ’ ένα λεπτό προσωπείο πραγματικότητας
τριανταφυλλένιο και μαβί. Πήδηξα κάτω απ’ το σεντούκι,
άρπαξα ένα παμπάλαιο κλειδί παρατημένο σε κάποιον μαρμάρινο νιπτήρα,
το ’σφιξα και το φίλησα. Και τότε, στον πυλώνα απέξω, αντήχησε το κέρας
των κυνηγών, περίεργα μελαγχολικό και κουρασμένο — τελεσίδικο.

Βράδιαζε αργά, κι έφεγγε πάντα ο καθρέφτης στον τοίχο.
Η αράχνη είχε φύγει. Αισθανόμουν ακόμη να φέγγω απ’ τα μέσα,
μοναχική, ταυτισμένη μαζί του, ερωτευμένη,
κρατώντας το κλειδί του υπογείου στα δυο μου χέρια.
Για τούτο
σας έλεγα πως παίρνω τη θέση του (την πιο πραγματική μου θέση)
τη θέση του θανάτου μου — δηλαδή του θανάτου.
Τώρα γνωρίζετε
πως ήμουν προνομιούχος. Ναι. Γι’ αυτό ντρεπόμουν, είχα τύψεις,
ντρέπομαι τώρα ακόμη πιο πολύ που το εξομολογούμαι. Τί προνόμια τάχα;

Γνώρισα την ωραία ματαιότητα, την ήρεμη, την περίπου χαρούμενη·
ξάπλωσα μέσα της ή πάνω της, όπως το καλοκαίρι σε μια θημωνιά, παρατηρώντας
το βραδινό ουρανό, τα δάση, τα γαλάζια βουνά, μυρίζοντας άπληστα
τη ζεστή δρόσο, το θυμάρι, το άχυρο, το μακρινό ποτάμι,
την ευωδιά των θερισμένων σταχυών — όχι καθόλου με την έννοια
του ψωμιού, του νερού, της χρησιμότητας, — με την έννοια μονάχα
ενός γενικού θερισμού, πραϋντικού, ενώ από λόφο σε λόφο,
από αμπέλι σε αμπέλι, τα σκυλιά των γεωργών και των βοσκών αλυχτούσαν
μια ολόλευκη παντάνασσα πανσέληνο με σταυρωμένα χέρια, δίχως βρέφος.

Ήταν μια γεύση —δεν ξέρω— από βαθύ γαλάζιο διαλυμένο —
μια γεύση υπαρκτής ανυπαρξίας, υπογραμμισμένης κάποτε
από τη μετακίνηση κάποιου πουλιού στον ύπνο του· —μια σιγαλιά πολύβοη—
κι εγώ ήμουν ολόκληρη η σιωπή και μέρος της σιωπής. Δάγκωνα ένα μυρτόκλωνο
μη και φωνάξω. Γιατί το ’νιωθα: το στόμα μου μεγάλωνε
θαυμαστικό, για μια μεγάλη κραυγή, και τα δόντια μου
αραίωναν κι αυτά, χωρίζονταν, για ν’ αφήσουν διέξοδο
σ’ εκείνη την κραυγή. Την κράτησα. Διαλύθηκε εντός μου.
Αυτή ’ταν η σιωπή. Κι εγώ ήμουν αέρινη — μπορούσα να πετάξω.

Θυμάμαι στην κηδεία της μητέρας, — μια βελούδινη μαύρη πεταλούδα
με στίγματα πορτοκαλιά, πέρασε ανάερη, ζυγιάστηκες στο φέρετρο· — α, εκείνη
η μυστική ελαφρότητα, — σήκωσε ολόκληρο το βάρος μας,
αλάφρωσαν τα πράγματα, αλαφρώσαμε. Τότε μονάχα
μπόρεσε να πετάξει και το φέρετρο· — κι ήταν βαρύ, φορτωμένο
λουλούδια και μαργαριτάρια· έξι δεκάδες άλογα το σέρναν,
κι αργούσε μέσα στο λιοπύρι. Ιδρώναν άλογα κι άνθρωποι. Μονομιάς κατάλαβα
πως όλα τα στολίδια είναι βαριά — και τ’ άνθη ακόμα. Η πεταλούδα,
μαύρη, σας λέω, με στίγματα πορτοκαλιά, πήρε στους ώμους της το φέρετρο κι εχάθη.

Όλα είχαν σβήσει μες στο φως. Μονάχα ένα άσπρο σύννεφο
στεκόταν ήρεμο στο λόφο, κοιτώντας αλλού — το ’δα κι αυτό. (Παράξενο να βλέπεις
με τόση ακρίβεια — κι ευφροσύνη μάλιστα, σε τέτοιες ώρες). Γυρίζοντας σπίτι,
μας πήρε η μυρωδιά από σέλινο, καρότο και βρασμένη πατάτα.
Φάγαμε θυμωμένοι, με αργές, πεισμωμένες κινήσεις.

Μετά το γεύμα, ο αδελφός μας έφυγε, — κυνηγημένος, είπαν,
από τις Ερινύες. Τίποτα τέτοιο. Απομακρύνθηκε ήσυχα,
μονάχα λίγο πιο στοχαστικός και κάπως σκυμμένος. Ξαφνικά τα δωμάτια
μεγάλωσαν απέραντα. Δεν ήταν μια γωνιά να κρυφτούμε. Κι απέξω
συνεχιζόταν η απερίγραπτη λιακάδα. Τα τζιτζίκια φωνάζαν·
μπαίνανε μες στο σπίτι· κάποιο στάθηκε ασάλευτο
στο δαντελένιο κουρτινάκι σα μια νότα χοντρή, χνουδωτή, κάπως παράταιρη —
«εδώ, εδώ, εδώ», φώναξε επίμονα. «Εδώ». —Τί «εδώ»;—
έκανα να ρωτήσω. Κρατήθηκα. Δεν έβγαλα άχνα.

Κείνη τη μέρα οι υπηρέτριες μιλούσανε πιο δυνατά, χτυπούσαν τις πόρτες,
χτυπούσαν τα πόδια τους στο πάτωμα, στα σκαλοπάτια (αυτές οι τόσο αθόρυβες πριν λίγο),
χτυπούσαν στην κουζίνα τα μαχαιροπίρουνα, σπάσαν και κάτι ποτήρια.

Ένα όμορφο κίτρινο φόρεμα, που χτες ακόμη το φορούσε η μητέρα,
είχε απομείνει σωριασμένο σε μια πολυθρόνα, — εκεί συγκεντρωνόταν
όλο το φως κι η σιωπή. Και το βουρτσάκι των δοντιών της, καθώς μπήκα στο λουτήρα,
μεγάλωνε, μεγάλωνε, γέμιζε ακέριο τον καθρέφτη. Όπως περνούσα απ’ την πόρτα,
μου ξέγδαρε το γόνατο. Φοβήθηκα μη και μ’ αρπάξει απ’ το φουστάνι
και με κρατήσει κλεισμένη στο λουτρό, να βλέπω στη γωνιά το δίχτυ του αδελφού μας
που κυνηγούσε μικρός πεταλούδες.
Τότε
πλησίασα τον καθρέφτη και δοκίμασα, πρώτη φορά, να βάψω τα χείλη μου, μ’ εκείνο
το μυστικό και ιερό κοκκινάδι της μητέρας. Πάνω στα χείλη μου
απλώθηκε ένα ωραίο, μετανιωμένο λιόγερμα — μια λυπημένη κόκκινη λάμψη.

Τότε μονάχα μπόρεσα να κλάψω, — ευτυχισμένη που μπορούσα να κλαίω.
Και το βουρτσάκι των δοντιών ξανάγινε μικρό — μικρότερο από πρώτα. Κι έκλαψα
για τη μητέρα, για τον εραστή της, για τον άντρα της,
για το μικρό σφαγμένο κορίτσι, για την άλλη αδελφή μου, (πώς είχαν
αδειάσει μονομιάς τα μάτια της) — θαρρείς και δεν ήξερε
για τί να ζήσει πια. Πιότερο ακόμη
έκλαιγα για την ήσυχη φυγή του αδελφού μου· — καθώς περνούσε το φράχτη,
έκοψε ένα κλαδάκι λυγαριά, το πέρασε στη ζώνη του, κι ύστερα
μύρισε αργά τα δάχτυλά του.
Σ’ εκείνη τη στάση, καθώς έφευγε,
ήταν σα να κρατούσε το πηγούνι του για ν’ απομείνει ακίνητος
με τον αγκώνα ακουμπισμένο σ’ ένα αόρατο τραπέζι. Κι αλήθεια,
έμεινε ακίνητος, θαρρώ. Περπατούσε καθούμενος, — ίσως
γιατί, όπως λένε, κάποιες ώρες κάθε μετακίνηση
μας καθηλώνει στο ίδιο μέρος — δεν υπάρχει άλλο μέρος.

Έκλαψα κείνη την ημέρα για όλη μου τη ζωή, για τα περήφανα άλογα,
για τα διωγμένα σκυλιά, για τα πουλιά, για τα μερμήγκια,
για το γαϊδούρι του μπαρμπα-Σταμάτη που έβοσκε ήσυχα στον κάμπο,
σ’ ένα κατάξερο κίτρινο χωράφι, — το ’βλεπα απ’ το παράθυρο· —
«γαϊδουράκι μου, γαϊδουράκι μου», φώναζα μέσα μου — και λέοντας «γαϊδουράκι μου»,
εννοούσα τον κόσμο.
Τότε βάλθηκα να κλαίω δυνατότερα
ίσως για να μ’ ακούσει η αδάκρυτη αδελφή μου. Οι υπηρέτριες μαζεύαν απέξω
τα μεγάλα ζεσταμένα χαλιά· — την κόκκινη ζέστα τους
την ένιωσα, μεγάλη, υγιεινή, σ’ όλο το σώμα μου. Τα μάτια μου στεγνώσαν. Ο κόσμος
ήταν ζεστός, χνουδωτός, ολοπόρφυρος — μαζί κι οι πεθαμένοι.

Τη νύχτα, περασμένα μεσάνυχτα, ακούστηκε στο δρόμο,
κάτω ακριβώς απ’ τα παράθυρά μου, το βήμα ενός διαβάτη· —
ίσως ποτέ κανένας δεν περπάτησε μ’ αυτό τον τρόπο κάτω απ’ το φεγγάρι
κι ίσως ποτέ κανένας να μην είχε ακούσει όπως εγώ ένα τέτοιο βήμα.
Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ερχότανε στον κόσμο.
Ήταν ο τελευταίος που έφευγε απ’ τον κόσμο. Και, ποτέ, κανένας
δεν είχε ρθει μήτε είχε φύγει.
Όπως σας είπα,
ο κόσμος ήταν ζεστός, χνουδωτός, ολοπόρφυρος — χωρίς κανένα ρήγμα.
Μονάχα το φεγγάρι δρόσιζε το χνούδι μιας κουβέρτας που ’χε μείνει στο μπαλκόνι.

Τα ξημερώματα, βγήκα κρυφά στον κήπο· κάθισα στο πιο ακρινό παγκάκι
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, δίχως να διαβάζω. Ένα μικρό παράξενο μαμούδι
έπεσε πάνω στη σελίδα. Το αναμέρισα λίγο. Τότε, εκείνο
γύρισε ανάποδα, σαλεύοντας στον αέρα ένα σωρό λεπτότατα πόδια —
ένας ολόκληρος κόσμος με χιλιάδες κινήσεις. Κείνη την ώρα
με φώναξε απ’ την πόρτα η αδελφή μου.
Στη φωνή που μας καλεί
(θα το ’χετε προσέξει) υπάρχει πάντα
ένα μαμούδι ανάποδο που, ξάφνου,
γυρίζει απ’ τη σωστή μεριά κι εξαφανίζεται.
Πίσω του μένει
κάποια απορία για μας: — ποιά να ’ταν η σωστή του θέση (κι η δική μας)
αυτή, ή η άλλη μες στα φύλλα του ύπνου, πέφτοντας από ψηλά ή πετώντας;

Ύστερα φύσηξε ένας άνεμος μεγάλος, σαρώνοντας ώς πέρα
αγκάθια, εφημερίδες, χαρτοφάναρα, δάφνες, γεφύρια·
οι πόρτες γέρναν, στέκονταν διαγώνια. Ο χτεσινός αυλάρχης,
με το μαχαίρι ακόμη στην κοιλιά του, ανέβαινε τη μέσα σκάλα.
Λουρίδες αίμα χαρακώναν τα πλακάκια του διαδρόμου.
Μπρος στον εξώστη φώναζαν τα πλήθη με παράξενες μαύρες σημαίες.
Εκείνο το τεράστιο έφιππο άγαλμα σωριάστηκε άξαφνα στο χώμα. Τότε
ο κόσμος σκόρπισε περίτρομος κι άδειασε ο χώρος.

Την άλλη μέρα (αλήθεια, μια άλλη μέρα) αντίκρισα την έρημη πλατεία
ασβεστωμένη απ’ τη σιωπή. Μονάχα πέντε αυγά είχαν μείνει
στη βάση του παλιού φανοστάτη. Μια γυναίκα βγήκε απ’ το στάβλο
με μεγάλη προφύλαξη. Πήρε τ’ αυγά, που, αμέσως
βάφτηκαν κόκκινα. Μια άλλη γυναίκα, ενεδρεύοντας στο απέναντι παράθυρο:
«Οι κότες σου —είπε— αρχίσαν να γεννοβολάνε κόκκινά αυγά;». Κι η πρώτη:
«Είναι που ρόδισαν απ’ την αυγή», είπε και τα ’χωσε στις τσέπες της ποδιάς της.

Στο δρόμο φάνηκε ένας όμορφος στρατιώτης. Πέρασε σιμά τους.
Οι δυο γυναίκες γέλασαν ένα μικρό δίδυμο γέλιο. Απ’ τους λόφους
χύθηκε η μέρα σα γάλα — μοσκοβολώντας, πράγματι, γάλα.
Η μια γυναίκα μπήκε στο στάβλο. Η άλλη σφάλιζε τα τζάμια. Ο στρατιώτης
είχε εξαφανιστεί μες στη λευκότητα. Επιπλέαν μονάχα στον αέρα,
ταλαντευόμενα, ελαφρά, κείνα τα πέντε κόκκινα αυγά σα να ’ταν κούφια.
Αυτό το θυμάμαι καλά. Όσο για τ’ άλλα, των μεγάλων, ποτέ μου
δεν κατάλαβα τίποτα. Ανεβάζαν τα χέρια τους πάνω
ψηλά, ψηλά, σα να ’ταν να κρατήσουνε κάποιο δοκάρι
που θα ’πεφτε οπωσδήποτε. Βέβαια, θαρρούσαν
τη στάση τους αυτή μεγαλόπρεπη. Ανοίγαν το στόμα
αρπαχτικό, ρητορικό ή θρηνητικό — μια τρύπα γεμάτη σκοτάδι
και μέσα μέσα θαμπόφεγγε μια σιδερένια, πανάρχαιη, αστήριχτη σκάλα.

Έφυγαν όλοι. Τώρα κάθομαι εδώ και κοιτάω και ξεχνάω και θυμάμαι.
Τα πάντα ήταν καλά. Δε μου χρειάζεται τίποτε, — χορταστική ολιγάρκεια.
Βάζω τα χέρια μου στα γόνατά μου· αγγίζω το κενό· κρατιέμαι
απ’ το κενό. Στέκομαι ακόμη ορθή σ’ ένα εξαίσιο, ετοιμόρροπο μπαλκόνι,
πιασμένη απ’ τα κάγκελα — μετέωρη σχεδόν. Σε τούτα τα κάγκελα,
μετάλλινα, λεία, αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές του καιρού, το κρύο, τη ζέστη,
την υγρασία, τ’ αστέρια — εικονικές αλλαγές. Ένα σπουργίτι, πότε πότε,
κάθεται εκεί και με κοιτάει· — γνωριζόμαστε. Δεν έχουμε τίποτα να πούμε.

Θυμάμαι κάποιο απόγευμα, — η μητέρα είχε βγει για κάποια επίσκεψη πριν λίγο·
μπήκα στην κάμαρά της· φόρεσα τα παπούτσια της —ζεστά απ’ τα πόδια της ακόμα—
η ξένη εκείνη ζέστα· — ψήλωσα μεμιάς σα να γνώρισα
μιαν ανεξήγητη αμαρτία. Ολόκληρη βδομάδα δεν τολμούσα
να κοιτάξω στα μάτια τη μητέρα. Κρυβόμουν στους θάμνους του κήπου
προσμένοντας μια τιμωρία ή μιαν ανταμοιβή, — δεν ξέρω.

Ω, ναι, κι εγώ περίμενα. Ήμουνα πάντοτε η πρώτη να τρέξω
στο χτύπημα της πόρτας — κι ας μην ήταν για μένα. Ο ταχυδρόμος
ξεχώριζε κάτω απ’ τον κάμπο με την πέτσινη τσάντα του, σα να ’χε
ένα τετράγωνο κομμάτι φως επάνω στο μηρό του.
Περίμενα
πως κάποιο γράμμα θα ’ρχόταν και για μένα. Ανάμεσα σε τόσα
επίσημα έγγραφα κι αναφορές κι αιτήσεις, ένας ρόδινος φάκελος
κι επάνω του γραμμένο τ’ όνομά μου. — «Χρυσόθεμις, Χρυσόθεμις»,
θ’ άκουγα να φωνάζουν όλοι παραξενεμένοι. «Ένα γράμμα, Χρυσόθεμις, για σένα». Εγώ,
θα ’παιρνα αδιάφορα το γράμμα, θα κλεινόμουν σ’ εκείνο το δωμάτιο
όπως κλείνεται κανείς με το θεό, — μονάχα οι δυο μας,
αφήνοντας όλο τον κόσμο απέξω, γιατί ο κόσμος όλος
θα ’μουν εγώ κι ο θεός, κι η ταυτισμένη εικόνα μας μες στον παλιό καθρέφτη.

Τ’ άλλα κορίτσια μέναν όλη μέρα κάτω απ’ τα μεγάλα πεύκα
σαν κάπως άγρια απ’ τις επιθυμίες τους κι απ’ την ομορφιά τους,
ξοδεύοντας ρυθμούς, κινήσεις, γέλια, με μαλλιά αναστατωμένα,
κατάσπαρτα μ’ εκείνες τις διπλές, ξερές πευκοβελόνες,
με ανόητα σκουλαρίκια από κεράσια, (οι βούλες του φωτός που τρέχανε στους τοίχους
και στον καθρέφτη του παλιού δωματίου, ίσως και να ’ταν
από τη στρογγυλάδα των γονάτων τους), όταν εγώ, λησμονημένη, μόνη,
περήφανη από μιαν ουράνια περηφάνια, διάβαζα πάλι και πάλι
το γράμμα που είχα γράψει στον εαυτό μου. (Μήπως έτσι δε γίνεται πάντα;)

Τί δύσκολα που ’ναι τα λόγια —δε νομίζετε;— Ο σωστός μας λόγος
μονάχα στον εαυτό μας απευθύνεται ή, τουλάχιστον,
μονάχα ο εαυτός μας τον ακούει σωστά. Όλα τ’ άλλα
μικρές ή μεγάλες προφάσεις, παζαρέματα, μεταμφιέσεις.

Σαν νύχτωνε κατέβαινα την μέσα σκάλα του σπιτιού σα να ’μπαινα σ’ ένα πηγάδι,
έχοντας γύρω απ’ το κεφάλι μου κείνο το αόριστο φως του καθρέφτη —
κι ήταν αυτό που χυνόταν ώς κάτω στα πόδια μου· —έτσι έβλεπα να περπατήσω·—
φωτίζονταν μάλιστα κι οι γλάστρες πλάι στη σκάλα. Μέσα στην τραπεζαρία
είχαν ανάψει κιόλας τις λάμπες (ευτυχώς) —το δικό μου το φως δε φαίνονταν διόλου—
ήταν κι οι ομιλίες, κι οι ανταύγειες των μαχαιριών, κι η πείνα, — πού να ξεχωρίσεις;

Η νύχτα απλωνόταν πυκνόφυλλη πάνω απ’ το σπίτι, σπιθίζοντας όλη
από δροσοσταλίδες και άστρα. Ένα άλογο χανόταν στο βάθος
γαλάζιο με αργυρές ραβδώσεις. Οι καθρέφτες κλείναν. Στο κρεβάτι,
ονειρευόμουν τους βοσκούς κοιμισμένους. Το μάγουλό τους
ακουμπισμένο πάνω στο σουραύλι. Όταν ξυπνούσαν
θα ’χαν εκεί ένα ρόδινο βαθούλωμα καθώς ουλή από τραύμα
μιας μάχης μακρινής και μυστικής. Οι βοσκοί πάντα
μου φαίνονταν ωραίοι, γιατί ’ναι μόνοι· — κι οι μόνοι ονειρεύονται,
και τους ονειρευόμαστε κι εμείς, ψηλά, στα βουνά, μέσα στους θάμνους,
ελεύθεροι από μάρτυρες, ανείδωτοι — μόνοι, με μόνους.

Μονάχα ο έρωτας, που λένε κι η ομορφιά, αντιστέκονται κάπως στο χρόνο —
παρόλο που ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο ξέρω τί σημαίνουν — ένα κάτι
σαν ψαύσιμο ελαφρό στον αυχένα.
Τα θερινά μεσημέρια
κοιτούσα απ’ το παράθυρο τον κοντινό λοφίσκο. Εκεί πάνω
μαζεύονταν οι κυνηγοί κάτω απ’ τα δέντρα· τρώγαν μεγάλα καρπούζια·
τα δόντια τους λαμποκοπούσαν καθώς δάγκωναν την κόκκινη σάρκα —
λαμποκοπούσαν τόσο που έσφιγγα τη φούστα μου με πείσμα
ανάμεσα στα γόνατά μου. Αργότερα απομένανε στο χώμα
οι μαύροι σπόροι να ξεραίνονται μες στο λιοπύρι
σαν θρύμματα μιας όμορφης νύχτας — σκόρπιες στάχτες
από κρυφές πυρκαϊές, μικρά μικρά μαύρα σημάδια
μιας ήσυχης, μιας τρυφερής μετάνοιας πριν απ’ την αμαρτία.

Κάποτε ένα χαμόγελο ανεξήγητο κυματίζει στον αέρα. Ένα δείλι, στον κήπο,
σκυφτή στο εργόχειρό μου, αναμετρώντας το άσκοπο των γεγονότων,
το άσκοπο του ίδιου του κεντήματος —μη σταματώντας ωστόσο να κεντάω—
μια λάμψη ξαφνική μού γέμισε τα χέρια και τα μάτια· — δυο μεγάλα πόδια
ξυπόλυτα, νεαρά, με άψογα νύχια, είχαν περάσει
εκεί μπροστά μου. Ο νέος κηπουρός μας
σάρωνε τα πεσμένα φύλλα των ευκάλυπτων. Δε σήκωσα τα μάτια, —
μου ’φτανε η εικόνα εκείνων των γυμνών ποδιών και της σκούπας.

Η κάθε μέρα κάτι μας αφήνει για τη νύχτα· —είναι δύσκολος κάποτε ο ύπνος
αν κάτι ωραίο δεν έχεις ν’ αντιπαραθέσεις στο σκοτάδι που ενεδρεύει. Τώρα
μόνον τ’ αγάλματα μένουν στη διάθεσή μου — ανέγγιχτα κι αυτά, γυμνά, δίχως δάφνες,
ή εκείνοι οι μακρινοί σαλπιγκτές πάνω στα τείχη, ορθοί, γραμμένοι
στον χρυσοπόρφυρο ουρανό της εσπέρας — δεν είναι λίγο.

Γι’ αυτό κι η ευχαριστία μου κι η προσευχή μου πριν απ’ τον ύπνο,
κι ο καλός ύπνος, και τ’ όμορφο ξύπνημα, κι ο καλός θάνατος, —
με το καλό να ’ρθεί —παράπονο δεν έχω,— τον γνώρισα·
είμαστε φίλοι πια· σ’ αυτόν χρωστάω τα περισσότερα:
το νόημα της ζωής — θέλω να πω την έλλειψη κάθε νοήματος. Πολύ αργά το μαθαίνουμε —
ένα άγγιγμα ήσυχου φτερού —και το φτερό διαποτισμένο από ύψος—
έτσι λέμε τουλάχιστον — δικαιολογίες, μεταστροφές, θλιμμένες πανουργίες.

Μήπως θα θέλατε ν’ ανάψω φως; Σα να ’χει σκοτεινιάσει κάπως.
Εμείς κρατήσαμε στο σπίτι τις παλιές μας λάμπες πετρελαίου· —
συνηθίσαμε, βλέπετε· τις έχουμε πονέσει, παρότι
χαίρομαι τα καινούργια πράγματα, — μου επιτρέπουν να βλέπω
μέσ’ απ’ τις αλλαγές αυτό που λέμε αμετάβλητο. Πολύ διασκεδάζω
με τις προόδους στα καπέλα, στα ενδύματα, στις ομπρέλες, στα αμάξια,
στα βιολοντσέλα, στη μαγειρική, στις φυλακές, στα αερόπλοια, — ω, θε μου,
η μη αλλαγή, η ωραία, η αδυσώπητη, — κι απόφαση κανείς δεν το παίρνει.

Τα λαδοφάναρα, τα κηροπήγια, οι λυχνίες αντικατασταθήκαν
με ηλεκτρικά λαμπιόνια — ευκολίες, δυσκολίες. Τις νύχτες
κοιτάω μακριά στην πολιτεία τις μεγάλες πολύχρωμες ρεκλάμες·
καμιά φορά σβήνω τη λάμπα — αφήνω να φωτίζεται το δωμάτιό μου
από τον έξω μακρινό φωτισμό — πότε γαλάζιο ή κίτρινο ή μενεξεδένιο,
πότε τριανταφυλλί ή βερικοκί, — μια ξένη κάμαρα, με ξένα φώτα —
ξένη κι εγώ με την επίγνωση του μακρινού και του άφταστου, με τη βαθύτατη εκείνη
επίγνωση της ήμερης γενικής ξενιτιάς, σα μυστική φιλία
με όλους και με όλα, — μια και τίποτα πια δεν μας αγγίζει
κι ούτε μπορεί, φυσικά, να μας προσβάλει — μια θεσπέσια φαντασμαγορία.

Κι η κάμαρά μου —καράβι χρυσό μενεξεδένιο— ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα,
κι εγώ κατάμονη μες στο καράβι —καθόλου, μα καθόλου θλιμμένη,—
ούτε τιμόνι, ούτε κουπί· — ξέροντας το άχρηστο (και μάλιστα επιζήμιο)
του τιμονιού, του κουπιού, της πυξίδας.
Θυμάμαι
εκείνη τη μεγάλη νύχτα — την παραμονή του φόνου: Ο αδελφός μου
στάθηκε μια στιγμή στο κεφαλόσκαλο έξω της μαρμάρινης σκάλας,
κοίταξε αμίλητος τον ουρανό, με το κεφάλι του όμορφα υψωμένο:
«Μόνα κουπιά μας —είπε— ίσως να ’ναι τ’ αστέρια· μα κι εκείνα
δεν τα κρατάμε εμείς, — πώς θα μπορούσε;». Τον ένιωσα αμέσως.
Η μεγάλη αδελφή μου δεν κατάλαβε. Του ’δωσε το σπαθί κρυμμένο κάτω απ’ την ποδιά της.

Λοιπόν, δε φέραμε στο σπίτι ηλεκτρικό. Κρατήσαμε τις λάμπες —
πιο συμπαθητικές αυτές· —το καπνισμένο γυαλί, η οσμή του πετρελαίου—
μια ζεστασιά· κι οι μεγάλες σκιές στο ταβάνι, στους τοίχους. Πότε πότε
κρεμάμε μια παλιά φουρκέτα απ’ τα μαλλιά της μητέρας
μη σπάσει το γυαλί. Τότε μου φαίνεται η φουρκέτα
σαν ένας ελάχιστος ιππέας με χαλύβδινο θώρακα
καβάλα στο γυάλινο άλογό του, μια νύχτα καταιγίδας.
Έτσι, πάντα,
το καθετί της μητέρας μού ’δινε την εντύπωση του πάνοπλου· — τί πάνοπλο, αλήθεια;
Μας άφησε κι αυτή μ’ ένα πελέκι στο πλευρό σα δεύτερο φτερό της.

Ύστερα φτάσαν τα μεγάλα ποντίκια, η σκουριά, ο ξυλοφάγος, ο σκόρος —
με τον καιρό αποθρασυνθήκανε, μασούσαν ολοφάνερα τα ξύλα, τους τοίχους,
τα υφάσματα, τα σίδερα· — τίποτα δεν μπορούσες να φυλάξεις.
Τους τα παραχωρήσαμε, λοιπόν, κι εμείς, —δε μας ένοιαζε διόλου,—
μήτε που ακούγαμε το ατέλειωτο ροκάνισμά τους. Αυτή ακριβώς την ώρα
ανακαλύψαμε το αδούλωτο μέσα στην πλήρη παράδοση.
Πελώριοι αρουραίοι
σκύβανε στα μεγάλα κιούπια, πίνανε το λάδι, σκαρφαλώναν στο ταβάνι,
έτρωγαν τα φιτίλια απ’ τις καντήλες, ροκανίζαν με απληστία
τα παπούτσια μας κάτω απ’ τα κρεβάτια.
Κι ήταν στιγμές που θαρρούσες
πως κάποιοι περπατούσαν κάτω, χαμηλά, στα υπόγεια, μες στο χώμα,
κι εμείς, ασάλευτες, ψηλά, πάνω απ’ τις μάταιες κινήσεις,
πάνω απ’ το φόβο της φθοράς, σαν άφθαρτες, σαν τελειωμένες.

Μια νύχτα, ανέβηκε ένας αρουραίος στο κρεβάτι μου — ετοιμάζονταν ίσως
να μου μασήσει το χέρι. Τον κοίταξα στα μάτια, σχεδόν με συμπάθεια.
Εκείνος απέφυγε το βλέμμα μου, στράφηκε κι έφυγε. Στο τέλος
μας εγκατέλειψαν και οι αρουραίοι — όχι γιατί δεν είχαν πια τί να φάνε,
αλλά γιατί δεν τους φοβόμασταν. Μονάχα, κάποτε, θυμάμαι, η αδελφή μου,
περασμένα μεσάνυχτα, στάθηκε για ώρα μπροστά στον καθρέφτη
και χτενιζόταν με πολλή προσοχή. Μάζεψε πάνω τα μαλλιά της
και φόρεσε ένας κράνος του πατέρα. Πλάγιασε έτσι, με το κράνος.

Εγώ προσποιόμουν πως κοιμάμαι. Όμως εκείνη: «Ξέρεις —μου είπε—
φοβάμαι μη μου φάνε τα μαλλιά· — κι οι φαλακρές γυναίκες
μοιάζουν μ’ εκείνες του ψυχιατρείου, τις κουρεμένες. Όχι, όχι, δε θέλω —»,
και μονομιάς έμοιασε του πατέρα. Σε λίγο
ξανάβγαλε το κράνος, το ακούμπησε σε μια καρέκλα κι εκοιμήθη.
Η φλόγα του κεριού τρεμοσάλευε πράσινη πάνω στο κράνος.

Όλα αποσύρθηκαν με τον καιρό σαν τα ποντίκια, σαν τους αυλοκόλακες, τους υπηρέτες
ή σαν τα κύματα πιότερο. Μόνο μια μυρωδιά από αλάτι έχει απομείνει,
η μυρωδιά μιας διάρκειας, μαζί μ’ εμάς, χωρίς εμάς, —τι σημαίνει;—
κείνο το αλάτι στο ψωμί, στο νερό, στον αέρα —
αυτό που λέμε ελευθερία, χωρίς να ξέρουμε ποτέ τί ζητάμε και τί είναι.

Αυτό ακριβώς δεν άντεξε η μεγάλη αδελφή μου. Ένα απόγευμα
χώθηκε μες στο τζάκι, βάφτηκε με την καπνιά —χέρια και πρόσωπο και πόδια—
ύστερα στάθηκε μπρος στον καθρέφτη και κοιτάζονταν: «Άι, άι — θρηνούσε —
άι, η καημένη κατακάηκε, άι, η μαύρη καταμαύρισε», κι έχυνε μαύρα δάκρυα,
μαύρα, στ’ αλήθεια, απ’ την καπνιά. Δεν ήξερα πια τί να κάνω·
πήρα ένα κόκκινο μεταξωτό πανί και το ’κοψα λουρίδες. Τότε, αμέσως,
εκείνη σώπασε. Κοίταξε απ’ το παράθυρο σχεδόν γαληνεμένη
δένοντας ένα κόκκινο κουρέλι ολόγυρα στο μέτωπό της.

«Ο ήλιος —είπε— βασιλεύει κόκκινος, — τί κόκκινος, θε μου.
Όλοι περνάμε, λοιπόν, ησυχάζουμε». Και ξάφνου ανάλαμψε η εσπέρα
κόκκινη, με μαβιές και πράσινες κηλίδες. Πλησίασα στο παράθυρο· στον κήπο
κάτω από μια πολυθρόνα διακρίνονταν κάτι μεγάλα σαντάλια,
πολύ μεγάλα, καταπόρφυρα, — δεν ήταν κανενός μας. Πάνω στους λόφους
άρχισαν να χτυπούν οι εσπερινές καμπάνες. Μια υπηρέτρια
έτρεχε κάτω απ’ τους ευκάλυπτους κρύβοντας κάτι μες στον κόρφο της.
Κι έπεφτε η νύχτα.

Έτσι περάσαν τα χρόνια, (πώς περάσαν; — δεν το ’νιωσα), κι εγώ
πάντα στο περιθώριο των συμβάντων, — είμαι τάχατε εγώ που έχω ζήσει, μη ζώντας,
τόσες και τόσες ζωές, και την ίδια τη ζωή μου; Μια φορά μόνον,
σαν ήτανε τιμωρημένη για το πείσμα της η μεγάλη αδελφή μου,
της πήγα κρυφά τροφή και νερό.
Πολύ ευχαριστήθηκα
που κάποιον θα μπορούσα να νοιαστώ, που κάποιος είχε την ανάγκη μου. Μ’ άρεσε
κι όλη η ετοιμασία, το μυστήριο, ο κίνδυνος. Δεν τα κατάφερα.

Με πιάσαν μπρος στην πόρτα. Με τιμώρησαν και μένα.
Ήταν μια ξέχωρη χαρά να ’χω τιμωρηθεί για κάποιον και για κάτι·
εγώ, η τιμωρημένη πάντα από τον ίδιο τον εαυτό μου, ν’ αξιωθώ επιτέλους
μια τιμωρία για μια πράξη — ήμουν πολύ περήφανη για τούτο.
Έβλεπα πια τα πράγματα κι εμένα σε μια σχέση φανερή προς τους άλλους. Θυμάμαι
που έτσι κλεισμένη σε μια κάμαρα μετρούσα τα κουμπιά του φουστανιού μου,
κι ήτανε πέντε, —δεν το ’ξερα— ένα όμορφο 5, — το ’βλεπα μεγάλο
γραμμένο στον τοίχο· — κι ήταν πέντε ακριβώς τα δάχτυλά μου που μετρούσαν.

Όσο για τη μητέρα, — η δύστυχη, ποτέ δεν τιμωρήθηκε. Εκείνη
μονάχα τιμωρούσε· (και θαρρώ πως μόνον οι τιμωρημένοι
έχουν καιρό και τρόπο να σκεφτούν· μόνο οι τιμωρημένοι
μεγαλώνουν σωστά —κι ας μη φαίνεται— διατηρώντας ώς το τέλος
όλα τα στάδια της αύξησής τους).
Η άμοιρη μητέρα
τα πλήρωσε όλα μονομιάς. Ποτέ δεν την είδα να κλαίει
ή να παρακαλεί. Μόνο, την ύστατη στιγμή, τα σκοτεινά της μάτια
σταμάτησαν πελώρια, σαστισμένα, πανέμορφα, σαν μεμιάς να συλλάβαν
όλο το νόημα της ζωής, όλη τη ματαιότητα της όποιας εξουσίας,
ίσως κι όλο το νόημα της ομορφιάς — πάντοτε ανέφικτης, κι ωστόσο βιωμένης.

«Η αίσθηση του ωραίου» —θυμάμαι που ’λεγε ο παιδαγωγός μας— «συνυφαίνεται πάντα
με την έννοια του μάταιου». Και μονάχα το ωραίο θαρρώ μπορεί ν’ αντέξει
άντικρυ σ’ όλο το μάταιο κι ανεξήγητο, χωρίς ελπίδα
δικαίωσης ή ανάστασης. — Α, εκείνη η ευγενική ανιδιοτέλεια. Η αδελφή μου
δεν ανεχόταν το ανεξήγητο, — κι ίσως γι’ αυτό παραλόϊσε. Μονάχα
στα τελευταία της χρόνια το ’ριξε στο πλέξιμο — φανέλες, κάλτσες,
γάντια, κασκόλ, —όχι που κρύωνε— δε φόρεσε ποτέ κανένα·
γέμισε μια κασέλα ολάκερη· — καθόταν πάνω της τα βράδια
σκυφτή, με σταυρωμένα χέρια· —ω, ναι, θα κρύωνε·— δεν τα φορούσε·

Κάποτε, πάνω στην αρρώστια της, όταν σωθήκαν οι κλωστές της,
ξήλωσε μια παλιά, ετοιμόρροπη, λινή κουβέρτα
κλωστή κλωστή —κοβόταν— κόμπο κόμπο, κι έφτιαξε με τη βελόνα
έναν περίφημο άθλο καρτερίας —ένα μικρό πετσετάκι·— μου το χάρισε —
(παρόλο το χαμένο λογικό της, είχε θυμηθεί πως ήταν τα γενέθλιά μου).

Ποτέ δεν έλαβα πολυτιμότερο δώρο. Το ’χω πάντα κοντά μου. Κι αλήθεια,
κάθε όμορφο πράγμα έχει μια ατέλειωτη προϊστορία και χιλιάδες αθώρητους κόμπους
και μια μικρή βελόνα υπομονής με χιλιοτρυπημένα δάχτυλα. Ίσως
η άλλη όψη του ωραίου να ’ναι η αγιότητα, —ποιός ξέρει;— τίποτα δεν έχω μάθει.

Έφυγαν όλα. Απόμεινε μονάχα αυτή η απέραντη ησυχία. Θαυμάζω:
ήμουνα τάχα εγώ; —πόσα πρόσωπα;— όλα ξένα, όλα δικά μου, αγαπημένα —
το δικό μου πρόσωπο. Κι η αίσθηση τούτη η εξαίσια, κάποιες ώρες,
πως τίποτα δε χάθηκε· — δε χάνεται τίποτα. — Ακούτε;

Κλείνουν τα μαγαζιά στην αγορά, εκεί κάτω. Ο θόρυβος τούτος
από κλειδιά, λουκέτα, σιδερένια ρολά, πολύ μ’ αρέσει. «Τέλος. Τέλος. Τέλος»,
είναι σα να φωνάζουν τα κλειδιά, από πόρτα σε πόρτα,
από λόφο σε λόφο, από χρόνο σε χρόνο, τούτοι οι χάλκινοι αγγελιαφόροι —
τέλος της εμπορίας και των συναλλαγών, — δε νομίζετε;
Στο βάθος
τα βουνά γαλανίζουν. Ένα ρόδινο νέφος ανασαίνει ακόμη
πάνω απ’ τους κήπους. Κάποιος ανεβαίνει περίσκεπτος
μια ξύλινη σκάλα. Βγαίνει στην ταράτσα. Κοιτάζει. Εκεί πάνω
βρίσκεται κιόλας το φεγγάρι, πλάι σ’ ένα ποτήρι
ξεχασμένο από χτες στο πεζούλι.
Πάντα το φεγγάρι
μας δίνει την εντύπωση του ποτηριού, — πότε γεμάτο γάλα,
πότε γεμάτο παγωμένο ή χλιαρό νερό, κι άλλοτε πάλι
γεμάτο ένα παράξενο κίτρινο υγρό, όπου διαλύονται ακόμη
δυο τρεις λευκές παστίλιες δυνατό υπνωτικό, — η μία
αφήνει μιαν ουρά λεπτές φυσαλίδες απ’ τη βάση προς τα επάνω,
ένα λεπτό λοφίο μιας άφαντης, ήσυχης νίκης —ένα θρόισμα, θε μου—
ο όμορφος ύπνος πλησιάζει, χωρίς όνειρα, ο ύστατος ύπνος.

Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι
αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο
με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα· — ντρέπομαι
μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι
γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο
με τις βροχές, με τις λιακάδες, — δεν χόρτασα ακόμη να βλέπω.

Τα πρωινά της άνοιξης σηκώνομαι πολύ νωρίς, την ώρα
που όλα βαθιά μας και τριγύρω φέγγουν ήσυχα, με την όμορφη θλίψη
την άσκοπη και αναίτια σαν την ίδια τη ζωή. Ο ελάχιστος βόμβος
απ’ το φτερό μιας μέλισσας αφήνει ένα μεγάλον ίσκιο
σ’ όλο το μήκος της διαφάνειας. Άλλοτε κάθομαι κι ακούω τα τζιτζίκια,
αυτούς τους νάνους τρελούς τυμπανιστές, γύρω στις πολεμίστρες,
μέσα σ’ εκείνα τα εκτυφλωτικά μεσημέρια· — οι φωνές τους
δεν αφήνουν καθόλου κενά· χτίζουν τα ρήγματα στα τείχη. Εκεί κάτω
αστράφτει η πεδιάδα των σταχυών σ’ ένα λαχάνιασμα μαλαματένιο.

Λοιπόν, δε χόρτασα. Ξεχνιέμαι ακόμη κοιτώντας ένα σύννεφο στη δύση,
ένα παράξενο σύννεφο σαν καμωμένο από μικρά καθρεφτάκια της τσέπης, —
μου ρίχνει τις λάμψεις του στα μάτια· δε μ’ αφήνει να σοβαρευτώ, παρότι
αισθάνομαι την έλευση της νύχτας πίσω απ’ όλες τις λάμψεις, παρότι
είναι μια γεύση διάχυτη στον αέρα από στάχτη και τριμμένη κανέλα.

Με το φθινόπωρο μ’ αρέσει να κοιτάζω τα ξεθωριασμένα τραμ που στρίβουν πλάι στο μαιευτήριο,
κάτι μεγάλα σκυθρωπά απογεύματα με ολόγυμνα δέντρα,
κι οι φωνές των παιδιών, κάτω στο γήπεδο, είναι τόσο θλιμμένες
και τόσο ανυποψίαστες μαζί.
Απ’ το δυτικό παράθυρο
φαίνεται και το κοιμητήρι με τ’ αγάλματα απ’ τον ελαιώνα —
μαρμάρινοι έφηβοι, μαρμάρινα πουλιά, μαρμάρινοι άγγελοι με μεγάλες φτερούγες —
επάνω τους ανάβουν και σβήνουν πολύχρωμες οι φλόγες της δύσης.

Ώσπου βραδιάζει, και λευκάζουν γαλήνια τ’ αγάλματα — ένα απόμακρο άσπρο
πραϋντικό και παρήγορο· κι έρχεται η νύχτα να το αλλάξει
σ’ ένα γαλάζιο μαργαριταρένιο με ρόδινες ραβδώσεις. Εκεί πέρα
είναι και το αγαλμάτιο της σφαγμένης κόρης, μικρό σαν ένα δόντι
που σε βασάνισε πολύ, και το ’βγαλες, και πια δε σε πονάει. Τα μεσάνυχτα
ακούω να πλαταγίζει ένα τραπεζομάντιλο σ’ ένα τραπέζι του κήπου.
Ένα καράβι περνάει με στον καθρέφτη. Μια σκοινένια σκάλα
κρεμιέται στον πολυέλαιο της σάλας. Αισθάνεσαι
την υγρασία που πέφτει στα παγκάκια των πάρκων· τις λειχήνες
που ντύνουν λίγο λίγο τα αγάλματα. Κι ύστερα πάλι ησυχία.

Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. Μόνο επάνω στον κλειστό γυναικωνίτη
ακούγεται τις νύχτες ασταμάτητος κείνος ο χτύπος
από τη χτένα του αργαλειού, κάτι υφαίνοντας, (δεν το ακούτε;) —
ένα ύφασμα ατελείωτο με αόριστα σχέδια, σε αόριστο χρόνο,
σε αόριστη μυστική αναμονή. Μπορεί και να ’ναι κάποια ξεχασμένη βάβω
υφαίνοντας τα τελευταία προικιά μου, εμένα, της ανύμφευτης· ή πάλι
μπορεί και να ’μαι η ίδια εγώ, περιμένοντας —τί;— μήτε που ξέρω.

Α, ναι, περίμενα πως κάποιος, κάποτε, θα ’ρχόταν να πάρει
το ύφασμα εκείνο και το μυστικό της ύφανσης·— η ίδια εγώ να το αποθέσω
πάνω στα γόνατά του, όπως τώρα, σ’ εσάς, αυτά τα λόγια,
σα να ’χει μόνο αυτό μια σημασία.
Πολύ σας κούρασα, καλή μου φίλη.
Κι εγώ είμαι κουρασμένη. Συγχωρήστε με. Τώρα μπορώ να φύγω,
ευτυχισμένα κουρασμένη, δίχως όνειρα πια κι επιθυμίες
μόνο με την απέραντη κι εξαίσια επιθυμία να ζητώ συγγνώμη
απ’ όλους κι απ’ όλα.
Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγχωρήστε με
εμένα την ασήμαντη, που για πράξη καμία
να περηφανευτώ δεν έχω — τίποτε. Μονάχα τούτη η αναγάλλια
να σας ζητώ συγγνώμη, —ευχαριστώ·— κι η υστάτη μου συγγνώμη
για μένανε την ίδια — από καιρό προετοιμασμένη κι ίσως δικαιωμένη.

(Έχει σκοτεινιάσει. Σιωπή. Η νεαρή δημοσιογράφος μαζεύει τα χαρτιά της, φανερά συγκινημένη. «Συγγνώμη», είπε μόνο. «Σας κούρασα πολύ», έτσι σαν μακρινή ηχώ, κι έκανε να φιλήσει το χέρι της Δέσποινας. Εκείνη το αποτράβηξε διακριτικά. Σε λίγο, ο κρότος κι η φλόγα ενός σπίρτου, μέσα σε κάτι απέραντο και άηχο. Άναψε το κηροπήγιο. Έφεξε τη μέσα σκάλα. "Συγγνώμη", ξανάπε η δημοσιογράφος κι έσφιξε κάτω απ’ τη μασχάλη της το χαρτοφυλάκιο με τη στενογραφημένη συνέντευξη — βεβαία για την προσωπική της επιτυχία. Καθώς περνούσε απ’ τον κήπο, σκόνταψε σε κάτι μαλακό κι επίμηκες. Ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τους αρουραίους. Ήταν ο λαστιχένιος σωλήνας του ποτίσματος. Τα παγκάκια του κήπου γυαλίζαν απ’ την υγρασία αντανακλώντας την αστροφεγγιά. Απέραντος, βαθύς ουρανός. Μυστική, κουρασμένη ευδαιμονία.
Τη μέρα που δημοσιεύτηκε η συνέντευξη, η γηραιή Δέσποινα είχε πεθάνει. Δυο κλειστές άμαξες συνόδεψαν το φέρετρό της — τρεις υπερήλικες συγγενείς, ο γερο-κηπουρός κι η νεαρή δημοσιογράφος με την εφημερίδα στα χέρια της.
Η συνέντευξη έκανε, πράγματι, μεγάλη εντύπωση. Βγήκε σε ξεχωριστό βιβλίο, σε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Κι έβλεπες τώρα, συχνότατα, τα ανοιξιάτικα ή θερινά απομεσήμερα, τίποτα νεαρά ζευγαράκια ή γεροντοκόρες ή και ποδοσφαιριστές ακόμη, ν’ αφήνουν ένα ματσάκι μενεξέδες ή λίγα αγριολούλουδα στον τάφο της, πλάι στα μεγάλα επίσημα στέφανα που καταθέταν κάθε τόσο διάφορες καλλιτεχνικές, επιστημονικές, φιλανθρωπικές ή πολιτικές οργανώσεις.
Κάποιο πρωινό, στα πέτρινα σκαλιά κείνου του τάφου, βρήκαν νεκρό το γερο-κηπουρό. Κρατούσε λίγα άσπρα τριαντάφυλλα, το κλουβί με τα καναρίνια, μια μενεξεδένια ομπρέλα, — πιθανόν να την είχε φέρει μη και βραχεί το άγαλμα της Κυρίας του. Χτες βράδυ είχε πρωτοβρέξει. Στα γένια του μέναν ακόμη κάτι βροχοστάλες).

ΓΥΑΡΟΣ, ΛΕΡΟΣ, ΣΑΜΟΣ, Μάης 1967–Ιούλιος 1970

Γιάννης Ρίτσος.1972. Χρυσόθεμις. Αθήνα: Κέδρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Ρίτσος [1972] 2009. Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972). 25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος.