ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ, στο μοναστήρι, υπάρχει μια βρύση. Το νερό τρέχει από το στόμα κριού, αρχαία ειδωλολατρική κατασκευή, κι όσες γυναίκες πίνανε νερό απ’ το κριάρι κάνανε παιδιά και μάλιστα αρσενικά. Έτσι λέει ο μύθος, ένα πρωτότυπο μαρκάλισμα που γίνεται με το νερό. Με το νερό; Ναι, άμα βγαίνει από στόμα ζώου που έχει την ικανότητα να επισκέπτεται ολόκληρο κοπάδι προβατίνες, όλα γίνονται. Ωραία σύλληψη αρκετά παγανιστική και άκρως ρεαλιστική.
Στα βυζαντινά χρόνια όπου πνευματικοποιούνται περισσότερο τα πράγματα κάποιος καλόγερος, ίσως κι ο χρόνος —ακριβώς δεν ξέρω— έκοψε λίγο τα κέρατα του κριαριού, έτσι που να μοιάζει λίγο και αμνός. Δεν τα πολυκατάφερε, γιατί εκείνο, παρά τα κουτσουρεμένα κέρατά του, επιμένει να έχει όψη κριαριού. Όμως το νερό του αναγκαστικά έχασε τις παλιές ιδιότητες του κι έγινε αγίασμα για πάσα νόσο και πάσα μαλακία.
Στα χρόνια μας ο κριός-αμνός έμεινε ένα στολίδι και τίποτε παραπάνω, ενώ το νερό του απλώς καλό χωνευτικό νεράκι. Έτσι είναι, τελειώνουν οι μύθοι κι έρχεται η επιστήμη να εξηγήσει μερικά ανεξήγητα φαινόμενα, έρχεται η διαλεχτική και εξετάζει την αλληλοεπίδραση νερού κι επαναστατικής ψυχολογίας, έτσι κι εγώ, εξοπλισμένος με τη διαλεχτική μέχρι τα μπούνια, λέω να ερμηνέψω τη συμπεριφορά των Καισαριανιωτών τα τριάντα τελευταία χρόνια, με μπούσουλα αποκλειστικό ετούτο το νερό.
Μια ώρα δρόμο με τα πόδια από τα τελευταία σπίτια της συνοικίας δεν είναι λίγος. Φτάνει κανένας ιδρωμένος και ξεθεωμένος από τον ανήφορο και πέφτει με τα μούτρα στο νερό που, είπαμε, έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα: Ξεπλένει τ’ άντερα. Τί φταίει το νεράκι αν πεινάς; Τί φταίει αν δεν έχεις τι να φας; Κι όπως έχεις θέα από δω πάνω την πολιτεία πιάτο μπρος σου, επαναστατικοποιείσαι κι ορμάς. Αυτή είναι η κατοχική περίπτωση της Καισαριανής.
Οι ξυλάδες σκάβανε να βρουν της κουμαριάς τη ρίζα. Άλλοι ψάχναν για χελώνες. Οι γυναίκες μάζευαν τα τελευταία χόρτα. Δεν είχε μείνει τίποτα επάνω στο βουνό. Μόνο μια καπαμά τσουκνίδες και δίπλα ετούτο το νερό που μόλις το ‘πινες σου έκανε το άντερο φλογέρα. Σκούριαζαν οι σουγιάδες που ‘βγαζαν τα χόρτα, αργοί οι γκασμάδες και τα πρόσωπα όλα ρουφηγμένα. Έτσι γεννιούνται οι ήρωες, οι γαϊδουροκεφαλές κι οι σφερδουκλοκεφτέδες. Όλ’ απ’ ανάγκη. Έτσι μεγαλουργούν οι τόποι κι έρχονται έπειτα κοντυλοφόροι μυθοπλάστες να σου μιλήσουν για ιδέες άπιαστες, για κόρες και θεές που κατεβαίνουν απ’ τα όρη. Τίποτε. Το στομάχι τις φέρνει, το στομάχι τις παίρνει, ιδέες νεράιδες με πρόσωπο ολοστρόγγυλο ψωμί, με μάτια κατάμαυρα ελιές, με μάγουλα ροδάκινα, με στήθη γάλα ή ρύζι. Αφηνιάζεις καθώς σου λείπουν όλ’ αυτά (πες το ιδέα, πες το Λευτεριά, το ίδιο μου κάνει), αρπάζεις τη σημαία και χύνεσαι στους δρόμους αποζητώντας καλό βόλι. Έτσι κι αλλιώς το κρύο χνώτο της πείνας από πίσω πλησιάζει.
Τί μ’ έχει πιάσει και γελοιοποιώ τα πάντα; Μπορεί πάλι τα πράγματα να ‘ναι σοβαρά και το γελοίο να φωλιάζει μέσα μου. Πάντως έχοντας τάξει για σκοπό την απομυθοποίηση ορισμένων καταστάσεων δεν πρόκειται να σιάξω άλλους μύθους. Καλύτερα η γελοιοποίηση. Αν έβλεπα τα πράγματα έτσι μιας αρχής ίσως είχα γλιτώσει τις φανφάρες, τ’ άσκοπα ζήτω, τα μεγάλα λόγια κι εκείνο το «Καισαριανή μας». Γιατί «μας» κι όχι «τους»; Τί στο διάβολο συμβόλαιο ιδιοχτησίας υπογράψαμε κι όσο κι αν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, όσο κι αν βυθιζόμαστε στα σύννεφα πομπωδών φράσεων, αυτή εκεί να μας ανήκει μπάστακας;
Άλλα ας επιχειρήσουμε και μια φορά στο σοβαρό:
Λευτεριά, αμνοί σταλιάζουμε, αμνοί βελάζουμε το γάλα των μαστών σου. Λευτεριά, ουράνιο δώρο σε προσμένουμε, μες στα βιβλία σε ζητιανεύουμε. Λευτεριά, σ’ έγραψα στο βουνό και στη θάλασσα, τα πνευμόνια μου μάτωσα και τα νιάτα μου χάλασα. Λευτεριά... αλαργέν να τελειώνει το μελό. Δώστου κλότσο, δώστου μπάτσο να τελειώνουμε με τη μυθοπλασία.
Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ’ ένα οικοπεδάκι σ’ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ’ αυτοκίνητό μου τρέχει μ’ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, που να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σου φαίνεται η καινούρια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιό κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Και το πατούμενο; Καλό, ε; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Κάποτε πατούσα ξυπόλητος κι έτριζε η γη. Άλλα χρόνια. Τώρα, Λευτεριά, κάνω δίαιτα γιατί ξέρω πως εσύ στεφανώνεις πάντα τους σπαθάτους άντρες. Μας πήραν και τα χρόνια σβάρνα, κοιλίτσα (λες να ‘ναι απ’ τη γραβάτα αυτό το πράγμα που φουσκώνει;) ίχνη σαφή αλωπεκίας, τι να κάνουμε; Πίνω το ουίσκι μου και σε ξεχνάω. Αν αύριο με χτυπήσει το παπούτσι μου μπορεί να σε συλλογιστώ για λίγο.
Από τα τελευταία σπίτια της Καισαριανής με τ’ αυτοκίνητο μέχρι το μοναστήρι, είναι δεν είναι δέκα λεπτά. Κατεβαίνεις φρέσκος φρέσκος με την καλαθούνα και την πλαστική νταμιζάνα στο χέρι και τραβάς κάτω από τα πλατάνια. Το κριάρι από μακριά σε παρακολουθεί. «Μπα, τί συμβαίνει μ’ αυτόνε», απορεί. «Γιατί δεν πλησιάζει;». «Άσε», του κάνεις νόημα «να ρίξω κάτι στο στομάχι μου». Ανοίγεις το καλάθι κι αρχίζεις το τζατζίκι και το χταποδάκι ορεχτικό. «Έρχομαι», λες στο κριάρι και πετάγεσαι μέχρι τη βρύση όπου τακτοποιείς την πρώτη στρώση. Έπειτα πάλι στο καλάθι και στη νταμιτζάνα με το κρασί, και να τα κεφτεδάκια, και να τα συκωτάκια και να το κοτόπουλο, δεύτερη στρώση. Άτιμη κατάψυξη, λες, τι μου κάνεις, ανέτρεψες όλο το μαρξισμό. Κάθεσαι κάτω από τα πλατάνια και το κριάρι απαθέστατο σε παρακολουθεί. «Που θα πάει», λέει, «εδώ πάλι θα ‘ρθει να τσουγκρίσουμε τα κέρατά μας». Πιάνεις την κοιλιά σου που ‘χει γίνει μακρουλό καρπούζι και σηκώνεσαι με χίλια ζόρια. Ωραία! Ευτυχώς που υπάρχει αυτό το χωνευτικό νεράκι. «Ν’ ανοίξουμε κανένα κονσερβάκι με καβούρια Ρωσίας;» ρωτάς το σύντροφό σου. Άτιμη συντήρηση, ξετίναξες και το λενινισμό. Πάει κι αυτός. Τίποτε δε μένει όρθιο. Κι από ιδέες, τώρα με γεμάτο στομάχι που να σκεφτώ. Αύριο ίσως. (Μετακατοχική περίπτωση της Καισαριανής).
Μάριος Χάκκας, Άπαντα, σσ. 235-240.