Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Λάμπρος Πορφύρας - Στο ακρογιάλι




Απρίλης ήταν κι ήταν Κυριακή
σαν πήγαμε στο έρημο ακρογιάλι,
και δίπλα στ΄άσπρο το σπιτάκι εκεί
στο στήθος μου έγειρες το αχνό κεφάλι.


Μες στη βαθειά εκεί πέρα σιγαλιά,
κρυφούς μαρτύρους είχαμε μονάχους
το πέλαγος, τ’ ανήσυχα πουλιά,
τη βάρκα τη μικρούλα και τους βράχους.


Για την ωραία στιγμή τη μαγική,
που εσμίξαμε τα χέρια και τα χείλη
δεν το θυμάσαι; Ήταν Κυριακή
και ήτανε δύση ρόδινη του Απρίλη.

Gunter Eich - Καταγραφή


Αυτό είναι το σκουφί μου,
αυτό είναι το παλτό μου,
εδώ τα ξυραφάκια μου
στο πάνινο σακκούλι.
Κουτί κονσέρβας:
το πιάτο μου, το κύπελλο,
έχω χαράξει
τ’ όνομα στον τενεκέ.
Χαράξει εδώ με τούτο
το πολύτιμο καρφί,
που από μάτια
αρπακτικά το προφυλάσσω.
Μεσ’ στο ταγάρι είναι
δυό κάλτσες μάλλινες
και κάτι ,που εγώ
δεν το αποκαλύπτω σε κανέναν,
έτσι αυτό μου χρησιμεύει
μαξιλάρι για τη νύχτα.
Το χαρτόνι εδώ χωρίζει
εμένα απ’ τη γη.
Τη μύτη από μολύβι
αγαπάω πιο πολύ:
τη μέρα γράφει στίχους,
που ‘χω τη νύχτα επινοήσει .
Αυτό είν’ το μπλοκάκι μου,
ετούτη η σκηνή μου,
αυτή ‘ ναι η πετσέτα μου,
ετούτη η κλωστή μου.
(1945)
Μετάφραση Αντώνης Τριφύλλης

Charles Buκowski- Tρία ποιήματα

ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΑ

Τη νύχτα που πέθαινα
ίδρωνα στο κρεβάτι
κι άκουγα τους γρύλους
κι ένα γατοκαυγά έξω απ’ το σπίτι
κι ένιωθα την ψυχή-μου να κυλάει στο στρώμα
και λίγο πριν φτάσει στο πάτωμα πετάχτηκα επάνω
ήταν σχεδόν αδύνατο να περπατήσω απ’ την αδυναμία
όμως περπάτησα ένα γύρο κι άναψα όλα τα φώτα
κι ύστερα σύρθηκα και πάλι στο κρεβάτι
και ξανά η ψυχή-μου κύλησε στο στρώμα
και πετάχτηκα επάνω
λίγο πριν φτάσει στο πάτωμα
περπάτησα ένα γύρο κι άναψα όλα τα φώτα
κι ύστερα γύρισα και πάλι στο κρεβάτι
και ξανακύλησε
και ξανασηκώθηκα
ανάβοντας όλα τα φώτα

είχα μια κόρη 7 χρονώ
κι ήμουνα σίγουρος ότι δε μ’ ήθελε νεκρό
αλλοιώς
δε θα χολόσκαγα

αλλά όλη αυτή τη νύχτα
κανείς δεν τηλεφώνησε
κανείς δεν ήρθε να με δει με μια μπιρίτσα
η γκόμενα δεν τηλεφώνησε
κι άκουγα τις φωνές των γρύλων έξω
κι έκανε κάψα
και συνέχισα το ίδιο βιολί
ξάπλωνα και πεταγόμουν όρθιος
μέχρι που οι πρώτες ηλιαχτίδες μπήκαν από το παράθυρο
ανάμεσ’ απ’ τους θάμνους
και τότε πήγα στο κρεβάτι
κι η ψυχή-μου επιτέλους αποφάσισε
να μείνει μέσα-μου
κι αφέθηκα στον ύπνο.
τώρα από επισκέψεις άλλο τίποτα
χτυπούνε πόρτες και παράθυρα
χτυπάει το τηλέφωνο
χτυπάει το τηλέφωνο πάλι και πάλι
ο ταχυδρόμος φέρνει γράμματα σπουδαία
γράμματα μίσους, γράμματα αγάπης.
τα πάντα είναι πάλι όπως πριν.


ΜΟΝΟΣ ΜΕ ΟΛΟΥΣ

Η σάρκα σκεπάζει τα κόκαλα
και κει μέσα φυτεμένη
μια σκέψη και
καμιά φορά μια ψυχή,
κι οι γυναίκες σπάνε
βάζα στα ντουβάρια
οι άντρες πίνουν
τον αγλέορα
και κανείς δεν βρίσκει τον
ΕΝΑ
συνεχίζουν όμως
να ψάχνουν
ξαπλωμένοι σε κρεβάτια
ή όρθιοι.
η σάρκα σκεπάζει
τα κόκαλα και η
σάρκα ψάχνει
για κάτι περισσότερο
από σάρκα.

καμιά απολύτως
ελπίδα:
είμαστε όλοι παγιδευμένοι
από μία παράξενη
μοίρα.

κανείς ποτέ δε βρίσκει
τον ΕΝΑ.

οι σκουπιδότοποι γεμίζουν
τα παλιατζίδικα γεμίζουν
τα τρελάδικα γεμίζουν
τα νοσοκομεία γεμίζουν
τίποτ’ άλλο
δε γεμίζει.


Η ΦΑΤΣΑ ΕΝΟΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΦΙΣΑ

Νάτονε:
όχι πολλά μεθύσια
όχι πολλούς καβγάδες με γυναίκες
ελάχιστες φορές έμεινε από λάστιχο
ποτέ δε σκέφτηκε ν’ αυτοκτονήσει

όχι παραπάνω από τρεις πονόδοντους
ποτέ δεν έχασε το γεύμα-του
ποτέ δεν μπήκε στην στενή
ποτέ δεν ερωτεύτηκε

7 ζευγάρια παπούτσια

ένα γιο στο πανεπιστήμιο

εν’ αυτοκίνητο χρονιάρικο

ασφάλειες για τα πάντα

ένα καταπράσινο γκαζόν

σκουπιδοντενεκέδες με εφαρμοστά καπάκια

θα εκλεγεί


Αναδημοσίευση από: https://1-2.gr/

Emily Dickinson - [Κατοικώ στη Δυνατότητα]



Κατοικώ στη Δυνατότητα –
Σπίτι πιο όμορφο απ’ την Πρόζα –
Με πιο πολλά Παράθυρα –
Με Πόρτες – πιο ανθεκτικές –
Με Δωμάτια σαν του Κέδρου –
Απόρθητα στο Μάτι –
Και για Οροφή Παντοτινή
Τη Στέγη τ’ Ουρανού –
Οι Επισκέπτες – οι πιο ωραίοι –
Η Ασχολία μου – Αυτή –
Τα στενά μου Χέρια πλατιά ν’ απλώνω
Για να μαζέψω τον Παράδεισο 

Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός

Κ.Π. Καβάφης - Το Μετέπειτα


Πιστεύω το Μετέπειτα. Δεν με πλανούν ορέξειςτης ύλης ή του θετικού αγάπη. Δεν είν’ έξιςαλλ’ ένστικτον. Θα προστεθεί η ουρανία λέξις

εις της ζωής την ατελή την άλλως άνουν φράσιν.
Ανάπαυσις και αμοιβή θέλουν δεχθεί την δράσιν.Ότε διά παντός κλεισθεί το βλέμμα εις την Πλάσιν,

θα ανοιχθεί ο οφθαλμός ενώπιον του Πλάστου.Κύμα αθάνατον ζωής θα ρεύσει εξ εκάστουΕυαγγελίου του Χριστού — ζωής αδιασπάστου.

[1892]
[Κρυμμένα Ποιήματα 1882–1923]

Δημήτρης Λαμπρέλλης - Ένα πρωί ο κύκλος


Το Σάββατο το τετριμμένο
Το Σάββατο της συντριβής
Ο ένας μυρίζει ναφθαλίνη
Ο άλλος μια υπόσχεση
πίσω από μια βιτρίνα που έμεινε κλειστή.
Το Σάββατο το τετριμμένο
Το Σάββατο της συντριβής
Μες στο συρτάρι βρίσκει τη θέση του ο πόθος
Κι η μετρημένη πλήξη αγγίζει ένα ρόδι
καμώνεται πως ζει.
Δημήτρης Λαμπρέλλης
Από τη συλλογή Η ανεμώνη και ο ίλιγγος (2005)

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

Κ.Π. Καβάφης - Κάτω απ’ το σπίτι


Χθες περπατώντας σε μια συνοικίααπόκεντρη, πέρασα κάτω από το σπίτιπου έμπαινα σαν ήμουν νέος πολύ.Εκεί το σώμα μου είχε λάβει ο Έρωςμε την εξαίσια του ισχύν.



Και χθεςσαν πέρασ’ απ’ τον δρόμο τον παλιό,αμέσως ωραΐσθηκαν απ’ την γοητεία του έρωτοςτα μαγαζιά, τα πεζοδρόμια, οι πέτρες,και τοίχοι, και μπαλκόνια, και παράθυρα·
τίποτε άσχημο δεν έμεινεν εκεί.

Και καθώς στέκομουν, κι εκοίταζα την πόρτα,και στέκομουν, κι εβράδυνα κάτω απ’ το σπίτι,η υπόστασίς μου όλη απέδιδετην φυλαχθείσα ηδονική συγκίνησι.

[1917, 1918*]
Τα Ποιήματα, τ. Α’ 1897 - 1918, Ίκαρος 1963

Alejandra Pizarnik - Το ξύπνημα

 στον Λεόν Οστρόφ

 

 

Κύριε

 

Το κλουβί γίνηκε πουλί

 

και πέταξε

 

κι η καρδιά μου είναι τρελή

 

γιατί oυρλιάζει στο θάνατο

 

και χαμογελάει πίσω από τον άνεμο

 

στα παραληρήματά μου.

 

 

Τι θα κάνω με τον φόβο;

 

Τι θα κάνω με τον φόβο;

Δε χορεύει πια το φως στο χαμόγελό μου

 

ούτε οι εποχές του χρόνου καίνε περιστέρια στις ιδέες μου

 

Τα χέρια μου γυμνώθηκαν

 

και πήγανε εκεί όπου ο θάνατος

 

μαθαίνει τους πεθαμένους να ζουν.

Κύριε

 

Ο αέρας τιμωρεί το είναι μου

 

Πίσω απ’ τον αέρα είναι τέρατα

 

που πίνουν απ΄το αίμα μου.

Είναι η καταστροφή

 

Είναι η ώρα του κενού μη κενού

 

Είναι η στιγμή να βάλω τσιρότο στα χείλη

 

ν΄ακούσω τους καταδικασμένους να φωνάζουν

 

να παρατηρήσω το καθένα απ΄ τα ονόματά μου

 

απαγχονισμένα στο τίποτα.

Κύριε

 

Είμαι είκοσι χρονώ

 

Τα μάτια μου επίσης είναι είκοσι χρονώ

 

και εντούτοις δε λένε τίποτα.

Κύριε

 

Ανάλωσα τη ζωή μου σε μια στιγμή

 

Η τελευταία αθωότητα ξέσπασε

 

Τώρα είναι ποτέ ή ποτέ των ποτών

 

ή απλώς υπήρξε

 

Πώς δεν αυτοκτονώ μπρος σ’ έναν καθρέφτη

 

και δεν εξαφανίζομαι για να ξαναφανώ στη θάλασσα

 

όπου ένα μεγάλο πλοίο θα με περιμένει

 

με τα φώτα αναμμένα;

 

Πώς δεν βγάζω τις φλέβες μου

 

Και δεν φτιάχνω μ΄αυτές μια σκάλα

 

για να αποδράσω στην άλλη πλευρά της νύχτας;

Η αρχή γέννησε το τέλος

 

Όλα θα συνεχίσουν το ίδιο

 

Τα χαμόγελα ξοδεμένα

 

Το ενδιαφέρον να έχει ενδιαφερθεί

 

Οι ερωτήσεις από πέτρα σε πέτρα

 

Οι χειρονομίες που μιμούνται αγάπη

 

Όλα θα συνεχίσουν το ίδιο

 

Αλλά τα χέρια μου επιμένουν ν’ αγκαλιάζουν τον κόσμο

 

διότι δεν τους δίδαξαν ακόμα

 

ότι είναι πια πολύ αργά

Κύριε

 

Λούσε τα φέρετρα με το αίμα μου

Θυμάμαι την παιδική μου ηλικία

 

όταν ήμουν ηλικιωμένη

 

Τα λουλούδια πέθαιναν στα χέρια μου

 

γιατί ο άγριος χορός της χαράς

 

τους κατάστρεφε την καρδιά

Θυμάμαι τα μαύρα πρωινά του ήλιου

 

όταν ήμουν παιδί

 

δηλαδή χτες

 

δηλαδή πάνε αιώνες

Κύριε

 

Το κλουβί γίνηκε πουλί

 

και κατασπάραξε τις ελπίδες μου

 

Κύριε

 

Το κλουβί γίνηκε πουλί

 

Τι θα κάνω με μένανε;

 

 

Από τη συλλογή «Οι χαμένες περιπέτειες», 1958 

Μετάφραση Αμαλία Ρούβαλη 


Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Γιάννης Βαρβέρης - “Βαθέος Γήρατος”

 Tίτλος

Πάντοτε ο τίτλος
είναι πρόβλημα.
Όμως εδώ το δίλημμα
βαρύνει εσένα.
Κατά την έκδοση
θα ‘χεις εσύ αποφασίσει
ανάμεσα στα δύο:
“Βαθέος γήρατος”
ή
“Ύπνου βαθέος”;

***

Τηλεφωνήματα

Σε σκέπτομαι
και μου έρχεται για σένα
ιδέα ποιητική.

Όμως τη θυσιάζω
για να σε παίρνω στο τηλέφωνο

***

Αντίδωρο

Μπορεί
ήδη από έφηβος
να μη σε ακολουθώ στις εκκλησίες
να μη νηστεύω
να μην κοινωνώ`
όμως όταν γυρίζεις κάθε Κυριακή
από της θείας λειτουργίας
τη ζηλευτή ηρεμία
πάντοτε παίρνω από τα χέρια σου
το λευκό αντίδωρο –
είδος αρχαίου μαστού γαλακτοφόρου
που έχει από τόσα χρόνια κοιμηθεί

***

Aναδρομικό νήπιο

Καθώς κοιτάζω τώρα
φωτογραφίες μου μες στην κολυμπήθρα
παρατηρώ το βλέμμα μου έντρομο
θα ‘ξερα φαίνεται το τι με περιμένει.
Kι όμως αμαχητί ηττήθηκε το φίλτρο σου
μόνον εσύ μπορούσες
να πάρεις το παιδί από τα χέρια τους
να βγεις στους δρόμους.

***
Δυσαρέσκιες

Στο ίδιο αυτό ξενοδοχείο
πριν σαράντα χρόνια.

Όμως
οι βρύσες τώρα στάζουν λίγο
μόνωση δεν υπάρχει ούτε μοκέτες
κι όσο για την τηλεόραση
δυο τρία κανάλια πιάνει μοναχά.
Τέλειωσε, λες, για μας
ετούτο το ξενοδοχείο.

Μας ενοχλεί το γήρας του
ή μήπως ενοχλείται απ΄ το δικό μας;

***

Οίκοι ευγηρίας

Και βέβαια σε τίποτε
δε χρησημεύει η ποίηση.

Εκτός αν κάποιος που διαβάζει τώρα
τρέξει μετανιωμένος και την ξαναφέρει
σπίτι.


Βαθέος Γήρατος, Κέδρος 2011.


Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2011/11/10/aeuiico-aanaynco-aaeyio-athnaoio-eyanio-2011/

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Walter Benjamin - Loggia

Και ιδού, μέρες ανοίξεως, το ιδιότυπο ανθολόγιο του κ. Βάλτερ Μπένγιαμιν:
Γ ε ρ ά ν ι - Δυο άνθρωποι που αγαπιούνται κρέμονται πάνω απ' όλα τα ονόματά τους.
Γ α ρ ί φ α λ ο μ ο ν α σ τ η ρ ι ο ύ - Ο ερωτευμένος βλέπει αυτόν που αγαπά πάντα μοναχικό.
Α σ φ ό δ ε λ ο ς - Πίσω απ' αυτόν που αγαπιέται κλείνει η άβυσσος του φύλου, όπως και της οικογένειας.
Ά ν θ ο ς τ ο υ κ ά κ τ ο υ - Αυτός που αγαπά αληθινά νιώθει χαρά όταν πάνω στη λογομαχία έχει άδικο αυτός που αγαπιέται.
Μ η μ ε λ η σ μ ό ν ε ι - Η ενθύμηση βλέπει τον άνθρωπο που αγαπούμε πάντα σε σμίκρυνση.
Π ρ α σ ι ν ά δ α - Σαν προκύψει κάποιο εμπόδιο για την ένωση, καταφθάνει αμέσως η φαντασίωση μιας συνύπαρξης χωρίς επιθυμίες όταν έρθει το γήρας.

Μονόδρομος, μετ. Νέλλη Ανδρικοπούλου

Βερονίκη Δαλακούρα - Άν - να

 

Εκείνη είχε χρυσάνθεμα. Μπλέχτηκα λοιπόν με τους επίγειους διαβόλους πυρπολώντας τα λιμάνια. Ανώφελο. Τα είδα όλα. Σ' αυτόν τον δρόμο πολύ θλιμμένος για μελαγχολικός βρήκα την αφοσίωση στις πέτρες.
Ίδιε εσύ και ανούσιε! Τι να φοβηθώ ζώντας την λεπτεπίλεπτη τιμωρία; Ερμηνεύοντας την πιο διδακτική μας τραγωδία αποχαιρέτησα και εραστές και παπιγιόν. Τώρα απαιτώ τους σαδιστικότερους έρωτες τα πιο φοβερά μαστίγια.
Η κομπανία του άλλου κόσμου ήρθε.
Η παρακμή του έρωτα, εκδ. Διογένης 1976.

William Shakespeare - Σονέτο LVII



Being your slave, what should I do but tend
Upon the hours and times of your desire?
I have no precious time at all to spend,
Nor services to do, till you require.

Nor dare I chide the world-without-end hour
Whilst I, my sovereign, watch the clock for you.
Nor think the bitterness of absence sour
When you have bid your servant once adieu;

Nor dare I question with my jealous thought
Where you may be, or your affairs suppose,
But like a sad slave, stay and think of nought,

Save, where you are how happy you make those.
So true a fool is love that in your will
Though you do anything, he thinks no ill.

[...]

Αφού είμαι σκλάβος σου, τι πια μου μένει
τις προσταγές σου απ' το να προσδοκώ;
Γερνά η στιγμή κι η μέρα μου πεθαίνει
που στο δικό σου δεν με βρει πλευρό.
Κι όμως, ποτέ την καρτερία δεν χάνω
με τον νωθρό καιρό που δεν περνά
ή τη ζωή την αλγεινή που κάνω,
αν μου 'πες προτού φύγεις "έχε γεια".
Κι ούτε ποτέ, κι ας καίγομαι, ρωτάω
πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, με ποιους να 'σαι·
μα ξεχασμένος μένω να κοιτάω
πόση χαρά σκορπάς σ' όσους θυμάσαι.
Έτσι τρελή 'ναι η αγάπη· ό,τι κι αν γίνει,
στο νου της το κακό δεν βάζει εκείνη.
(μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης)


Γιώργος Θεοτοκάς - Ασθενείς και οδοιπόροι



Τώρα που κατάλαβα τι είναι αγάπη, βλέπω ολοκάθαρα από τι υποφέρει ο κόσμος, τι ζήτα, τι του χρειάζεται του κόσμου... Τούτος ο κόσμος δεν πάει καλά. Είναι κοινό μυστικό. Όσο μακριά, όσο ψηλά κι αν τον φέρει η άμετρη φιλοδοξία του, όσες τέχνες κι αν δοκιμάσει, όποιο σύστημα ζωής κι αν εφαρμόσει, χωρίς αγάπη δεν θα βρει πια άλλο τίποτα παρά το κενό, το φόβο και την κόλαση. Όμως δεν παραδέχομαι ότι ο κόσμος χάθηκε, ότι έφτασε η τελευταία του ώρα... Δεν το παραδέχομαι γιατί πιστεύω πως βρίσκεται κάπου η πηγή, πως δεν έχει στερέψει. Το πιστεύω. Τίποτα άλλο δεν έχω να πω, τίποτα παρά μια δήλωση πίστης. Αισθάνομαι πως αυτή είναι τώρα η δουλειά μας: να γυρνούμε τον κόσμο σαν ραβδοσκόποι και να δοκιμάζουμε όλα τα εδάφη, να ψάχνουμε ολοένα για να ανακαλύψουμε ξανά την πηγή. Να χτυπήσουμε κάπου τη γη και να ξεχειλίσει πάλι η πηγή, να ξανάρθει το πελώριο, το ακατανίκητο κύμα της αγάπης να γεμίσει το κενό, να σαρώσει το φόβο, να σώσει τον κόσμο. Κάπου βρίσκεται η πηγή, ξέρω, πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχει κάπου, μα είναι κρυμμένη και δεν τη βλέπω... κάπου τη νιώθω, την ακούω, την προσμένω...

Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και Οδοιπόροι

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

K. Kαρθαίος - Τούτος ο χειμώνας...


Τούτος ο χειμώνας
είναι ο πιο σκληρός~
ο θεός να δώσει
να κρατήσει λίγο.
'Εφραξε τους δρόμους
ο κακός καιρός
πριν σκεφτώ να φύγω.

Λίγο να κρατήσει,
δίκαιοι ουρανοί,
μια και δεν προσμένω
πια άλλο καλοκαίρι,
κι άλλο χελιδόνι
πια δεν θα φανεί
νέα ζωή να φέρει

'Αλλο χελιδόνι,
πια δεν καρτερώ,
σβέλτο μου, χρυσό μου,
μαύρο χελιδόνι.
Μόνο αναθυμάμαι
τον καλό καιρό,
κι η καρδιά μου λιώνει.


Ζωή Καρέλλη - Προλήψεις


Πάντα παίρναν το ίδιο παγωτό,
κρέμα με φρούτο,
όσο βάσταξε τ’ ωραίο εκείνο καλοκαίρι:
χαμόγελα και βλέμματα
κι ο ενθουσιασμός ειλικρινής.
Ο ήλιος ήταν δυνατός, πλούσιο το φως
γι’ αυτούς που συμφωνούσαν διαρκώς.
Μια μέρα, ζήτησε αυτός πραλίνα,
εκείνη δεν είχε προφτάσει
αυτή του την επιθυμία να συμμεριστεί.
Όταν φέραν το δίσκο με τα παγωτά
σε χρώματα διαφορετικά,
σφίχτηκε η καρδιά της,
αισθάνθηκε τη διαφορά της.
Προληπτική δεν ήταν, όμως,
αίφνης κατάλαβε τη σημασία της πρόληψης:
Όταν τα γεγονότα δεν τα προλαβαίνεις
κι αυτά, ήδη ετοιμασμένα, συμβαίνουν
και μαρτυρούν τα κρύφια συμβάντα.

Ζωή Καρέλλη ( 1901 -1998 )
Πηγή: συγκεντρωτική έκδοση Ζωή Καρέλλη, Τα ποιήματα, τόμος Β’ (1973)

Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Γιώργης Μανουσάκης - Τα πρόσωπα κι οι μάσκες

Αντλήθηκε απ' το προφίλ του Γιάννη Βούλτου
 

Γιάννης Γαΐτης - Η δολοφονία της ελευθερίας (1968)


 

Ε. Χ. Γονατάς - Η Προετοιμασία

 http://www.tsiri.tv/?videos=%CE%B7-%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%B5%CF%84%CE%BF%CE%B9%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1&fbclid=IwAR24rqpr7NcaCeVtZXdsCzj4FfQNIunwWpcKDp7d6lBSLa3pIdqIFfAYnIA


Μικρού μήκους ταινία, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα του Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑ. 24’


Πρώτη προβολή: Κινηματογραφική λέσχη Ζακύνθου. Ζάκυνθος, 2009.


Υπόθεση: Ο Αγέλαος, με τη συμπαράσταση και βοήθεια του φίλου του Προκόπη, έχει αφήσει τα πάντα στην ζωή του και έχει αφιερωθεί σε έναν μόνο σκοπό: να καταφέρει να ζυγίσει με ακρίβεια το κεφάλι του…

Παίζουν: Νίκος Μαυρίδης, Κωνσταντίνος Πουλής

Σενάριο – σκηνοθεσία: Μαρίνος Μουζάκης

Μουσική: Νίκος Γιούσεφ

Φωτογραφία: Δημήτρης Διακουμόπουλος

Ντεκόρ: Διονύσης Ματαράγκας

Κοστούμια: Μαρία Μαρκοπούλου

Μακιγιάζ: Θάνα Χριστοδούλου

Ήχος: Παναγιώτης Κορορός

Παραγωγή: Τσιριτσάντσουλες – Κλαυσίγελως 2009

Περικλής Κοροβέσης - Οι ανθρωποφύλακες

 Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.

Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ έναν σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από που έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Με συνεφέρανε με νερά. Ο Γκραβαρίτης, πάνω απ’ το κεφάλι μου, με ρωτάει αν είμαι εντάξει. Τι να πω;
«Εντάξει».
Ακόμη δεμένος στον πάγκο. Είχα γίνει ένα με τον πάγκο. Μια μύγα που πιάστηκε στα σαρκοβόρα φυτά. Αυτές τις στιγμές δεν υπάρχεις. Ο Γκραβαρίτης με ρωτάει αν μ’ άρεσε. Το ένα μου πόδι έχει σπάσει, λέει, δεν θα γλιτώσω τη γάγγραινα αν συνεχίσω έτσι. Να σώσω τουλάχιστον το άλλο, που είναι γερό ακόμη.
«Τί με κοιτάς, ρε πούστη; Θα μιλήσεις, ρε πούστη;»
Ξανά. Επενεργούσε πάνω μου μια ακατάληπτη δύναμη. Δεν είναι πόνος. Ο πόνος είναι κάτι που ορίζεται. Αυτό είναι ένα αίσθημα εκμηδενισμού. Προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιο σημείο χτυπάει. Ήταν αδύνατο. Από πού έρχεται αυτό το πράγμα; Τον έβλεπα τον Γκραβαρίτη, έβλεπα το λοστάρι, που ανεβοκατέβαινε στα πέλματα, αλλά πέλματα δεν υπήρχανε. Περιμένεις, περιμένεις, και κάποιο ένστικτο σου λέει: «Φτάνει πια, αρκετά. Ξέφυγε, μπορείς να ξεφύγεις. Αρκετά πια!» Αυτό το αίσθημα είναι πολύ έντονο. Κυριαρχεί πάνω από τον φάλαγγα. Αισθάνεσαι σε μια στιγμή πως είναι πολύ φυσικό.
Έτσι πρέπει να γίνει. Θέλεις να ξεφύγεις. Το βλέπεις πως δεν θα μπορέσεις να αντισταθείς. Τότε φοβάσαι ακόμη περισσότερο. Έπειτα έρχεται μια ντροπή. Αυτά τα αισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Αλλά δεν γίνονται μέσα σε μια τάξη. Βρίσκεσαι στο κέντρο της δίνης. Είναι εκπληκτικό! Μπορεί κανείς να σκέφτεται κι εκείνη την ώρα. Μπορείς να θυμηθείς κάτι, να βάλεις το μυαλό σου να θυμηθεί πως λέγεται ο τρίτος δρόμος μετά το σπίτι σου. Μπορείς να θυμάσαι πόσα τηλεφωνικά νούμερα ξέρεις απ’ έξω. Η νέα σου εμπειρία σ’ απομακρύνει. Το πελέκημα συνεχίζεται. Παρ’ το απόφαση, δεν υπάρχει έλεος. Είναι αυτοί κι εμείς. Εμείς; Ποιοι εμείς; Δεν ξέρεις. Ξέρεις ένα πράγμα, σίγουρο, καθαρό. Όχι, μ’ αυτούς δεν υπάρχει γέφυρα. Ανήκουμε σ’ άλλον πολιτισμό.

Ανθρωποφύλακες

Μάριος Χάκκας - Το νερό


ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ, στο μοναστήρι, υπάρχει μια βρύση. Το νερό τρέχει από το στόμα κριού, αρχαία ειδωλολατρική κατασκευή, κι όσες γυναίκες πίνανε νερό απ’ το κριάρι κάνανε παιδιά και μάλιστα αρσενικά. Έτσι λέει ο μύθος, ένα πρωτότυπο μαρκάλισμα που γίνεται με το νερό. Με το νερό; Ναι, άμα βγαίνει από στόμα ζώου που έχει την ικανότητα να επισκέπτεται ολόκληρο κοπάδι προβατίνες, όλα γίνονται. Ωραία σύλληψη αρκετά παγανιστική και άκρως ρεαλιστική.

Στα βυζαντινά χρόνια όπου πνευματικοποιούνται περισσότερο τα πράγματα κάποιος καλόγερος, ίσως κι ο χρόνος —ακριβώς δεν ξέρω— έκοψε λίγο τα κέρατα του κριαριού, έτσι που να μοιάζει λίγο και αμνός. Δεν τα πολυκατάφερε, γιατί εκείνο, παρά τα κουτσουρεμένα κέρατά του, επιμένει να έχει όψη κριαριού. Όμως το νερό του αναγκαστικά έχασε τις παλιές ιδιότητες του κι έγινε αγίασμα για πάσα νόσο και πάσα μαλακία.

Στα χρόνια μας ο κριός-αμνός έμεινε ένα στολίδι και τίποτε παραπάνω, ενώ το νερό του απλώς καλό χωνευτικό νεράκι. Έτσι είναι, τελειώνουν οι μύ­θοι κι έρχεται η επιστήμη να εξηγήσει μερικά ανεξήγητα φαινόμενα, έρχεται η διαλεχτική και εξετάζει την αλληλοεπίδραση νερού κι επαναστατικής ψυχολογίας, έτσι κι εγώ, εξοπλισμένος με τη διαλεχτική μέχρι τα μπούνια, λέω να ερμηνέψω τη συμπεριφορά των Καισαριανιωτών τα τριάντα τελευταία χρόνια, με μπούσουλα αποκλειστικό ετούτο το νερό.

Μια ώρα δρόμο με τα πόδια από τα τελευταία σπίτια της συνοικίας δεν είναι λίγος. Φτάνει κανένας ιδρωμένος και ξεθεωμένος από τον ανήφορο και πέφτει με τα μούτρα στο νερό που, είπαμε, έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα: Ξεπλένει τ’ άντερα. Τί φταίει το νεράκι αν πεινάς; Τί φταίει αν δεν έχεις τι να φας; Κι όπως έχεις θέα από δω πάνω την πολιτεία πιάτο μπρος σου, επαναστατικοποιείσαι κι ορμάς. Αυτή είναι η κατοχική περίπτωση της Και­σαριανής.

Οι ξυλάδες σκάβανε να βρουν της κουμαριάς τη ρίζα. Άλλοι ψάχναν για χελώνες. Οι γυναίκες μάζευαν τα τελευταία χόρτα. Δεν είχε μείνει τίποτα επάνω στο βουνό. Μόνο μια καπαμά τσουκνίδες και δίπλα ετούτο το νερό που μόλις το ‘πινες σου έκανε το άντερο φλογέρα. Σκούριαζαν οι σουγιάδες που ‘βγαζαν τα χόρτα, αργοί οι γκασμάδες και τα πρόσωπα όλα ρουφηγμένα. Έτσι γεννιούνται οι ήρωες, οι γαϊδουροκεφαλές κι οι σφερδουκλοκεφτέδες. Όλ’ απ’ ανάγκη. Έτσι μεγαλουργούν οι τόποι κι έρχονται έπειτα κοντυλοφόροι μυθοπλάστες να σου μιλήσουν για ιδέες άπιαστες, για κόρες και θεές που κατεβαίνουν απ’ τα όρη. Τίποτε. Το στομάχι τις φέρνει, το στομάχι τις παίρνει, ιδέες νεράιδες με πρόσωπο ολοστρόγγυλο ψωμί, με μάτια κατάμαυρα ελιές, με μάγουλα ροδάκινα, με στήθη γάλα ή ρύζι. Αφηνιάζεις καθώς σου λείπουν όλ’ αυτά (πες το ιδέα, πες το Λευτεριά, το ίδιο μου κάνει), αρπάζεις τη σημαία και χύνεσαι στους δρόμους αποζητώντας καλό βόλι. Έτσι κι αλλιώς το κρύο χνώτο της πείνας από πίσω πλησιάζει.

Τί μ’ έχει πιάσει και γελοιοποιώ τα πάντα; Μπορεί πάλι τα πράγματα να ‘ναι σοβαρά και το γελοίο να φωλιάζει μέσα μου. Πάντως έχοντας τάξει για σκοπό την απομυθοποίηση ορισμένων καταστάσεων δεν πρόκειται να σιάξω άλλους μύθους. Καλύτερα η γελοιοποίηση. Αν έβλεπα τα πράγματα έτσι μιας αρχής ίσως είχα γλιτώσει τις φανφάρες, τ’ άσκοπα ζήτω, τα μεγάλα λόγια κι εκείνο το «Καισαριανή μας». Γιατί «μας» κι όχι «τους»; Τί στο διάβολο συμβόλαιο ιδιοχτησίας υπογράψαμε κι όσο κι αν φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια μας, όσο κι αν βυθιζόμαστε στα σύννεφα πομπωδών φράσεων, αυτή εκεί να μας ανήκει μπάστακας;

Άλλα ας επιχειρήσουμε και μια φορά στο σοβαρό:

Λευτεριά, αμνοί σταλιάζουμε, αμνοί βελάζουμε το γάλα των μαστών σου. Λευτεριά, ουράνιο δώρο σε προσμένουμε, μες στα βιβλία σε ζητιανεύουμε. Λευτεριά, σ’ έγραψα στο βουνό και στη θάλασσα, τα πνευμόνια μου μάτωσα και τα νιάτα μου χάλασα. Λευτεριά... αλαργέν να τελειώνει το μελό. Δώστου κλότσο, δώστου μπάτσο να τελειώνουμε με τη μυθοπλασία.

Λευτεριά της αυλής, του ούζου και του ταβλιού, παρέα με τον μπατζανάκη μου, εσένα προσκυνάω. Λευτεριά της βδομαδιάτικης δουλειάς και της κυριακάτικης εκδρομής, εσένα λατρεύω. Λευτεριά, μ’ ένα οικοπεδάκι σ’ εξαγόρασα κι ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Λευτεριά, τ’ αυτοκίνητό μου τρέχει μ’ εκατόν είκοσι την ώρα, μεγάλη ταχύτητα, ούτε τα δέντρα δεν προλαβαίνω να κοιτάξω, που να διακρίνω χέρια κι αλυσίδες. Λευτεριά, πώς σου φαί­νεται η καινούρια μου γραβάτα και το πουκάμισο με τα μοντέρνα γιακαδάκια; Ποιό κουστούμι να φορέσω όταν έρθεις κι αν έρθεις; Και το πατούμενο; Καλό, ε; Όπου πατάω τρίζει, όχι βέβαια η γη. Κάποτε πατούσα ξυπόλητος κι έτριζε η γη. Άλλα χρόνια. Τώρα, Λευτεριά, κάνω δίαιτα γιατί ξέρω πως εσύ στεφανώνεις πάντα τους σπαθάτους άντρες. Μας πήραν και τα χρόνια σβάρνα, κοιλίτσα (λες να ‘ναι απ’ τη γραβάτα αυτό το πράγμα που φουσκώνει;) ίχνη σαφή αλωπεκίας, τι να κάνουμε; Πίνω το ουίσκι μου και σε ξεχνάω. Αν αύριο με χτυπήσει το παπούτσι μου μπορεί να σε συλλογιστώ για λίγο.

Από τα τελευταία σπίτια της Καισαριανής με τ’ αυτοκίνητο μέχρι το μοναστήρι, είναι δεν είναι δέκα λεπτά. Κατεβαίνεις φρέσκος φρέσκος με την καλαθούνα και την πλαστική νταμιζάνα στο χέρι και τραβάς κάτω από τα πλατάνια. Το κριάρι από μακριά σε παρακολουθεί. «Μπα, τί συμβαίνει μ’ αυτόνε», απορεί. «Γιατί δεν πλησιάζει;». «Άσε», του κάνεις νόημα «να ρίξω κάτι στο στομάχι μου». Ανοίγεις το καλάθι κι αρχίζεις το τζατζίκι και το χταποδάκι ορεχτικό. «Έρχομαι», λες στο κριάρι και πετάγεσαι μέχρι τη βρύση όπου τακτοποιείς την πρώτη στρώση. Έπειτα πάλι στο καλάθι και στη νταμιτζάνα με το κρασί, και να τα κεφτεδάκια, και να τα συκωτάκια και να το κοτόπουλο, δεύτερη στρώση. Άτιμη κατάψυξη, λες, τι μου κάνεις, ανέτρεψες όλο το μαρξισμό. Κάθεσαι κάτω από τα πλατάνια και το κριάρι απαθέστατο σε παρακολουθεί. «Που θα πάει», λέει, «εδώ πάλι θα ‘ρθει να τσουγκρίσουμε τα κέρατά μας». Πιάνεις την κοιλιά σου που ‘χει γίνει μακρουλό καρπούζι και σηκώνεσαι με χίλια ζόρια. Ωραία!  Ευτυχώς που υπάρχει αυτό το χωνευτικό νεράκι. «Ν’ ανοίξουμε κανένα κονσερβάκι με καβούρια Ρωσίας;» ρωτάς το σύντροφό σου. Άτιμη συντήρηση, ξετίναξες και το λενινισμό. Πάει κι αυτός. Τίποτε δε μένει όρθιο. Κι από ιδέες, τώρα με γεμάτο στομάχι που να σκεφτώ. Αύριο ίσως. (Μετακατοχική περίπτωση της Καισαριανής).

 

Μάριος Χάκκας, Άπαντα, σσ. 235-240.  

Rainer Maria Rilke -Άγιος Γεώργιος


Και τη νύχτα ολάκερη, γονατισμένη,
τον φώναζε η ξαγρυπνισμένη,
αδύναμη παρθένα: αυτός ο Δράκος, να,
δεν ξέρω κι εγώ γιατί αγρυπνά.
Κι εφάνη μέσα απ’ τα χαράματα,
στο άτι του πάνω, και του αστράφταν τ’ άρματα,
και τον είδε θλιμμένη, στοιχειωμένη,
ψηλά να θωρεί, γονατισμένη,
προς τη λάμψη, που αυτός ήταν. Τώρα
λάμποντας ορμούσε μέσα απ’ τη χώρα,
με υψωμένα τα χάμουρα, προς τον
κίνδυνο τον ανοιχτό,
τρομερός, μα παρακαλετός.
Γονατισμένη, πιότερο στη γη ‘χε πέσει,
σφίγγοντας τα χέρια, να τη συμπονέσει,
γιατί δεν ήξερε, πως υπήρχε αυτός,
που η αγνή της και πρόθυμη καρδιά
απ’ το φως της θεϊκής συνοδείας τον τραβά.
Στο πλευρό της πάλης του στεκόταν,
καστέλλι, η προσευχή που προσευχόταν.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε ( 1875 – 1926 )
(Π. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος,
μτφ. Άρης Δικταίος)

Πάνος Θασίτης - Να προσπαθήσει

 

Πληρώνοντας όσα όσα.
Να προσπαθήσει πάλι να ταξιδέψει.

Μ' αυτό ή τ' άλλο ζωγραφισμένο καράβι.

Πάνος Θασίτης

Από τη συλλογή Σχιστολιθικά (1983)

Νίκος Καρούζος - Η δύναμη της προπαραλήγουσας


Μη γίνεσ’ ένα μ’ αυτά τα καθιστόζωα
που σοφάρουν εξουθενωμένα και δένονται στ’ αυτοκίνητα.
Να απαγορεύεις το μέλλον ολόκληρο
στον εαυτό σου μέσα και να βλέπεις ήρεμος
το δυστύχημα της υπάρξεως.
Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες, 1971

Ασκληπιάδης - V 85.



Φείδῃ παρθενίης. Καὶ τὶ πλέον; οὐ γὰρ ἐς Ἅιδην
ἐλθοῦσ’ εὑρήσεις τὸν φιλέοντα, κόρη·
ἐν ζωοῖσι τὰ τερπνὰ τὰ Κύπριδος· ἐν δ’ Ἀχέροντι
ὀστέα καὶ σποδιή,παρθένε, κεισόμεθα.

[...]
Την παρθενιά σου τι κρατείς;... Θα φύγεις μ’ ένα άχτι.
Έρωτα κάτω δεν θα βρεις - μόνον οστά και στάχτη.

Έμμετρη απόδοση Ιωάννης Ν. Κυριαζής

Από το βιβλίο "ΠΑΛΑΤΙΝΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ σαν ρόδο υποπόρφυρο..."
Εκδ. ΕΝΔΥΜΙΩΝ

Αργύρης Μαρνέρος - Το άλλο νόμισμα


Το κουστούμι μου αγαπητέ
Το θέλω να έχει τσέπες διπλές
Ο ράφτης φυσικά ξαφνιάστηκε
Είναι πολύ απλό του είπε ο πελάτης
Στη μισή θα βάζω τα λεφτά
Και στην άλλη μισή θα έχω χώμα
Είναι καιρός σιγά σιγά
Τα χέρια μου να συνηθίζουν
Το νόμισμα της απέναντι όχθης.
Αργύρης Μαρνέρος ( 1941 - )
Από τη συλλογή Αίθουσα αναμονής (2003)

Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Octavio Paz - Μοίρα του ποιητή


Λόγια; Ναι, του αέρα,
και χαμένα στον αέρα.
Άσε με να χαθώ μέσα σε λόγια,
άσε με να ‘μαι ο αέρας σε δυο χείλη,
μια περιπλανώμενη ελάχιστη πνοή
που ο αέρας θα σκορπίσει.
Ακόμη και το φως στον εαυτό του μέσα χάνεται.


Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης

Ερρίκος Μπελιές - Συμπόσιο

 

Χορέψανε τον κόρδακα οι εταίρες
επιπλέον ήταν και το μεθύσι
οι σκλάβοι με τα κεφάλια και τα φρύδια ξυρισμένα
κάποια κουβέντα για τη φοβερή επιδημία
που ’πεσε πρόσφατα.  Τίποτα ιδιαίτερο είπαν —
έπειτα η γαλήνη της εσπέρας νότιας πολίχνης
και συριακά δαμάσκηνα και φρούτα εξωτικά.
Χαλαρωμένοι όλοι τονίζοντας τα επίκτητα
— η φυσική πορεία των σωμάτων προς τις εκβολές —
Αλλά τα φιλιά λίγα. Μετρημένα.
Γιατί η αγάπη δεν είναι ποτέ συναλλαγή.

Οι δίαυλοι, Κέδρος, 1980.

Octavio Paz - Η διπλή φλόγα: Έρωτας και ερωτισμός


«Η αρχέγονη και πρωταρχική φωτιά, η σεξουαλικότητα, υψώνει την κόκκινη φλόγα του ερωτισμού, και αυτή με τη σειρά της στηρίζει και ορθώνει μια άλλη φλόγα, γαλάζια και τρεμάμενη, τη φλόγα του έρωτα. Ερωτισμός και έρωτας: η διπλή φλόγα της ζωής».
Τα πέντε (5)συστατικά στοιχεία της εικόνας που έχουμε για τον έρωτα:
1. Αποκλειστικότητα
2. Ελευθερία
3. Εμπόδιο και υπέρβαση
4. Κυριαρχία και υποταγή
5. Άρρηκτη ένωση δυο αντιθέτων, της ψυχής και του σώματος

« Όταν ένας εραστής λέει «θα σε αγαπώ αιώνια» αποδίδει σε ένα εφήμερο και μεταβαλλόμενο πλάσμα δυο θεϊκά χαρακτηριστικά: την αθανασία και την αμεταβλησία. Η αντίφαση είναι πραγματικά τραγική. Η σάρκα αλλοιώνεται, οι ημέρες μας είναι μετρημένες. Εν τούτοις αγαπάμε. Και αγαπάμε με το σώμα και με την ψυχή , ψυχή τε και σώματι.
Αυτή η περιγραφή των 5 στοιχείων που συνιστούν την εικόνα που έχουμε για τον έρωτα πιστεύω ότι φανερώνει την αντιφατική, παράδοξη ή μυστηριώδη φύση του. Ο έρωτας αποτελείται από αντίθετα στοιχεία τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να διαχωριστούν και βρίσκονται σε μόνιμη σύγκρουση και ένωση μεταξύ τους. Τα αντίθετα αυτά στοιχεία περιστρέφονται γύρω από έναν και μοναδικό ήλιο σαν να ήταν οι πλανήτες ενός παράξενου ηλιακού συστήματος του πάθους. Ο ήλιος αυτός είναι επίσης διπλός. Είναι το ζευγάρι. Κάθε στοιχείο μεταλλάσσεται διαρκώς. Η ελευθερία επιλέγει τη δουλεία, το πεπρωμένο επιλέγεται σε εκούσια επιλογή η ψυχή είναι σώμα και το σώμα ψυχή. Αγαπάμε ένα θνητό όν σαν να ήταν αθάνατο. «Ονομάζουμε το προσωρινό αιώνιο» (Λόπε ντε Βέγκα).
Ναι, είμαστε θνητοί , είμαστε παιδιά του χρόνου και κανείς δεν αποφεύγει το θάνατο. Γνωρίζουμε όχι μόνο ότι θα πεθάνουμε αλλά και ότι το πρόσωπο που αγαπάμε θα πεθάνει. Είμαστε αθύρματα του χρόνου και των παθών του, των ασθενειών και του γήρατος που παραμορφώνουν το κορμί και διαστρέφουν την ψυχή.
Αλλά ο έρωτας είναι μια από τις απαντήσεις που εφηύρε ο άνθρωπος για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το θάνατο.
Με τον έρωτα κλέβουμε από τον χρόνο που μας σκοτώνει μερικές ώρες τις οποίες μετατρέπουμε άλλοτε σε παράδεισο και άλλοτε σε κόλαση. Με τους δυο αυτούς τρόπους, ο χρόνος διαστέλλεται και παύει να αποτελεί μέτρο. Εκτός από ευτυχία ή δυστυχία, μολονότι είναι και τα δύο, ο έρωτας είναι και ένταση. Δεν μας προσφέρει την αιωνιότητα αλλά τη ζωντάνια, τη στιγμή εκείνη που μισανοίγουν οι πόρτες του χρόνου και του χώρου και το εδώ γίνεται εκεί, και το τώρα πάντα.
Στον έρωτα όλα είναι δύο και όλα τείνουν να γίνουν ένα.» σελ.128-129
Octavio Paz - Η διπλή φλόγα: Έρωτας και ερωτισμός, Μεταφραση: Σάρα Μπενβενίστε – Μαρία Παπαδήμα, Εκδόσεις Εξάντας / Νήματα 1996.

Τάσος Λειβαδίτης - Ποιήματα



ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

Κάθε στιγμή κινδυνεύουμε, αλλά κανείς – οι φωτογραφίες
στον τοίχο, τα έπιπλα, οι αναμνήσεις, το κλειδί,
στέκονται εκεί, ανήμπορα να σε βοηθήσουν – όπως οι λέξεις
μόλις τελειώσει το ποίημα.
*****
Ο ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ
Και το προαίσθημα δεν είναι παρά αυτό που έγινε κάπου
μες στο σκοτάδι –
και περιμένει, για να σε συντρίψει, ν’ ανάψεις το φως.
*****
ΔΩΡΕΑΝ ΣΤΕΓΗ
Αυτοί που δεν έχουν πού να πάνε και τους αρκεί μια φιλική
λέξη
για να κοιμηθούν στον ουρανό.
*****
ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ
Καμιά φορά πηγαίνεις και στέκεσαι μπρος στον καθρέφτη,
τόσο αδιάφορος,
σα νάσαι απλώς ένα φαρδύ παράταιρο φέρετρο
για ένα νεκρό παιδί.
*****
ΣΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Θυμάσαι τις νύχτες; Για να σε κάνω να γελάσεις περπατούσα
πάνω στο γυαλί της λάμπας.
«Πως γίνεται;» ρώταγες. Μα ήταν τόσο απλό
αφού μ’ αγαπούσες.
*****
ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
Όλοι είχαν πεθάνει, το σπίτι έρημο – όταν χτύπησαν
στην πόρτα. «Δεν είναι πια κανείς εδώ» φώναξα. «Λάθος, μου λέει εκείνος, μόνο που…», αλλά φυσούσε αέρας δυνατός
και δεν μπόρεσα να μάθω την αλήθεια.
( Από την συλλογή του: Ανακάλυψη, 1977)

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Χρήστου Τουμανίδη