Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Σπύρος Ζαχαράτος - Δύο ποιήματα

 ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΩΝ ΓΙΑΣΕΜΙΩΝ

Τα αήττητα μάτια ξαγρυπνούν·
περιμένουν τη μεγάλη ανατροπή
να πάρουμε το αίμα μας πίσω.
Τις Κυριακές των γιασεμιών
διαλέγομαι·
Με την Κατερίνα Γώγου
τον Νίκο Καρούζο
τον Μιχάλη Κατσαρό
και με όλους τους υπονομευτές της γαλήνης σας.
Η ζωή μας από κύκνος έγινε κοράκι·
περιμένω το φανάρι μου να ανάψει.
Αυτοί οι καινούργιοι παλιοί μου φαίνονται.
(σελ. 13)

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΥΝΘΗΜΑ
Καπνός Ζωές και Μνήμες δυστυχώς.
Κι όλα θαρρείς πως έχουν πεθάνει
Οι Δάσκαλοι οι Γέροντες που αγάπησες
και οι Ποιητές των χρόνων της αγρύπνιας.
Οι δρόμοι που ταξίδεψαν τα όνειρά σου κλειστοί.
Και τα χαρτιά σημαδεμένα.
Γενιά - γενιά στον όλεθρο σχεδόν ιδιωτεύουν.
Πια να ελπίσεις δεν μπορείς ούτε και ν’ ανασάνεις.
Είναι σκληρό το χάδι του χρόνου
αράχνη η εξουσία.
Όμως στον τοίχο της σχολής ανεξίτηλο
το τελευταίο σύνθημα θα μένει:
«Με αίμα θα προχωράει η ζωή
με αίμα θα γράφεται η ιστορία.»
Καληνύχτα Τσε
Άρη Βελουχιώτη
Καληνύχτα Λένιν.
(σελ.14)

Πηγή: Φύλακας Φυλαχτών, Οδός Πανός 2015.

Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του Σπύρου Αντωνόπουλου

Βύρων Λεοντάρης - Υπάλληλος μυροπωλείου (απόσπασμα)

 Πλέουμε πάνω σ’ ένα απέραντο πτώμα.

Μα δε βουλιάζουμε, γιατί

δε συμβιβάζεται η αναπνοή μας με τη μπόχα του

δε συμβιβάζονται τα πόδια μας με τη λάσπη του

το χρώμα του δε χωράει στα μάτια μας.

Έχεις κι εσύ την ίδια ουλή ανάμεσα στα φρύδια.

Ακόμα ένα βουνό, ακόμα ένα βάλτο,

να πηδήσουμε κι αυτό το κύμα,

να περάσουμε κι αυτή την πτυχή αηδίας,

ακόμα ένας χειμώνας, ακόμα μια άνοιξη, ακόμα ένας σφυγ-

μος!

Τα χέρια σου μυρίζουνε τα μανταρίνια όλης της γης,

συνωμοσία χαμόγελου ξυπνάει στο πρόσωπό σου.

Δε θα βουλιάξεις! Στις κακοτοπιές

ένας ήλιος σε κρατάει απ’ τις μασχάλες.


Γενική Αίσθηση, 1954

Βύρων Λεοντάρης - Κοιτάχτε



Κοιτάχτε αυτό το πλοίο που βυθίζεται στον κόσμο.
Η πρύμνη κάτω από τα κύματα βαραίνει
ενώ ολοένα η πλώρη του διάφανη υψώνεται – Κοιτάχτε
τι καθαρό σκαρί, χωρίς μπαλώματα.
Ποτέ του δεν λογάριασε το σάλο που το κύκλωνε
ποτέ του δεν παζάρεψε τα πάθη του και τώρα
πόσο αψήφιστα βυθίζεται στον κόσμο
Με ορθή την πλώρη στο γαλάζιο φως – Κοιτάχτε,
σείς όλοι, που απ' την απελπισία σας να ζήστε τη μικρή
ζωή σας,
αρπάζεστε απ΄ τα ρούχα του πιο ανάξιου θανάτου.

Γενική Αίσθηση, 1954

Ορέστης Αλεξάκης - Η σκόνη


Βλέμμα σαν φως που διαπερνά
τη λήθη και το πεπρωμένο
Μέσα στον τάφο μου ανασταίνω
τα χθεσινά
Και λέω πως είναι από νερό
το σώμα μου -γι αυτό θ' αντέξει-
πως επιστρέφω σε μια λέξη
σ' ένα φτερό
Πως είναι η πόλη μου νεκρή
κι' έχουν οι φύλακες σαλπάρει
πως ο τυφλός με το λυχνάρι
με λοιδωρεί
Πως ξένο σπίτι κατοικώ
πως μ' έχει ο χρόνος προσπεράσει
και πως η σκόνη θα σκεπάσει
το μυστικό

Πηγή: αγαθά παιγνίδια, Συνέχεια 1994.

Αντλήθηκε απ' τον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Arthur Rimbaud - Εκποίηση



Πωλείται αυτό που οι Εβραίοι δεν πούλησαν,
αυτό που δεν γεύτηκε ούτε η κάστα των ευγενών ούτε το έγκλημα,
αυτό που αγνοεί ο καταραμένος έρωτας
κι η καταχθόνια εντιμότητα των μαζών,
αυτό που μήτε η εποχή μήτε η επιστήμη θ’ αναγνωρίσουν.
Οι αναστημένες Φωνές!
Η αδελφική αφύπνιση της κάθε χορωδιακής κι ορχηστρικής ενέργειας κι η στιγμιαία εφαρμογή της!
Η μοναδική ευκαιρία να ελευθερώσουμε τις αισθήσεις μας!
Πωλείται το κάθε ανεκτίμητο Σώμα,
ανεξάρτητα από φυλή, χώρα, φύλο, προέλευση!
Πλούτη αναβλύζουν σε κάθε βήμα!
Ξεπούλημα διαμαντιών αχαλίνωτο!
Πωλείται η αναρχία για τις μάζες!
Η ραγδαία ικανοποίηση για σπουδαίους ερασιτέχνες!
Ο αποτρόπαιος θάνατος για τους πιστούς και τους ερωτευμένους!
Πωλείται το κάθε σπίτι κι η κάθε αποδημία,
το κάθε άθλημα, η κάθε τέλεια μαγεία κι η κάθε τέλεια άνεση,
κι ο θόρυβος, η κίνηση και το μέλλον που εκείνα παράγουν.
Πωλείται κάθε υπολογιστική εφαρμογή και κάθε πρωτάκουστο άλμα της αρμονίας.
Τα ευρήματα και οι απρόβλεπτες ορολογίες, άμεση κατοχή,
Ασυλλόγιστη και ανεξάντλητη ορμή στις αθέατες λάμψεις,
στις ανεπαίσθητες ηδονές
– και τα μυστικά της που τρελαίνουν όλα τα πάθη – κι η χαρά της
που το πλήθος τρομοκρατεί.
Πωλείται το κάθε Σώμα, κάθε φωνή,
ο τεράστιος αδιαμφισβήτητος πλούτος,
ό,τι δεν πρόκειται να πουληθεί ποτέ.
Οι πωλητές δεν έχουν φθάσει στο τέλος της εκποίησης!
Οι ταξιδιώτες δεν είναι ανάγκη να ορίσουνε την προμήθειά τους από τόσο νωρίς!


Aπό τις Εκλάμψεις tου Αρθούρου Ρεμπώ, σε μετάφραση Στρατή Πασχάλη, Γαβριηλίδης 2015, τρίτη έκδοση.

Czesław Miłosz - Αφιέρωση


Εσύ που δεν μπόρεσα να σώσω
Άκουσέ με.
Προσπάθησε να καταλάβεις αυτόν τον απλό λόγο γιατί θα ντρεπόμουν να προφέρω άλλον.

Ορκίζομαι, δεν έχω την ικανότητα να μαγεύω τις λέξεις.
Σου μιλώ με σιωπή όπως το σύννεφο ή το δέντρο.
Ό,τι μου έδωσε δύναμη, για σένα στάθηκε μοιραίο.

Μπέρδεψες το τέλος μιας εποχής με την αρχή μιας νέας,
Την έμπνευση του μίσους με τη λυρική ομορφιά,
Την τυφλή βία με την πραγματωμένη μορφή.

Εδώ είναι η κοιλάδα των ρηχών ποταμών της Πολωνίας. Και μια πελώρια γέφυρα
Που χάνεται στη λευκή ομίχλη. Εδώ είναι μια κατεστραμμένη πόλη,
Και ο άνεμος την ώρα που σου μιλώ
Εξακοντίζει τις κραυγές των γλάρων πάνω στον τάφο σου.

Τι είναι η ποίηση που δεν σώζει
Έθνη ή λαούς;
Συνενοχή με τα επίσημα ψεύδη,
Τραγούδι μεθυσμένων που ο λαιμός τους όπου να ’ναι θα κοπεί,
Ανάγνωσμα για φοιτητριούλες.

Ότι ήθελα την αληθινή ποίηση χωρίς να το γνωρίζω,
Ότι ανακάλυψα, αργά, τον ευεργετικό σκοπό της,
Σ’ αυτό και μόνο σ’ αυτό βρίσκω τη λύτρωση.

Συνήθιζαν να ρίχνουν κεχρί στους τάφους ή σπόρους παπαρούνας
Για να ταΐσουν τους νεκρούς που θα έρχονταν μεταμφιεσμένοι σε πουλιά.

Αφήνω το βιβλίο αυτό εδώ για σένα, εσένα που κάποτε έζησες
Έτσι που πια να πάψεις να μας επισκέπτεσαι.

CZESLAW MILOSZ, μτφρ. Χάρης Βλαβιανός

Δημήτρης Κάββουρας - Είμαι


Ένα δέντρο είμαι που περπατεί.
Η σκιά μου σαν έμμονη ιδέα με ακολουθεί
και το τραγούδι μου φυλλορροεί στους τέσσερις ανέμους.
Ένα σκιάχτρο είμαι στην ερημιά.
Τα τραίνα που περνούν
με ταχύτητα αστραπής διαβάζουν τη σκέψη μου
που γίνεται καπνός στη μνήμη των ανθρώπων.
Ένα πέλμα είμαι πάνω στη γη.
Το άλλο μου σώμα αεροβατεί
κι επισκοπεί τα παράξενα του κόσμου.
Ένα δέντρο είμαι σαν ουρανός.
Στους κλώνους μου παγιδεύω τους ανέμους
κι όταν αποδημούν τα πουλιά
ξεμένω με τους απελπισμένους.

Έστω, 1988

Ρούλα Ερμείδη - Ποιήτρια, κοχύλι πολύτιμο


Στη Γιώτα Αργυροπούλου
Στο στήθος της πάνω
όπου κατοικεί ο πόθος
τόξο πολύχρωμο ανοίγεται
να χορέψουν πεταλούδες
Με πόνο βαθύ
οι λέξεις πασχίζουν να γεννηθούν
Μέλι πορτοκαλιας
σταλάζουν τα χείλη της
και χύνονται στο γαλάζιο της θάλασσας
Δίχως λόγια° με χρώμα πορφύρας αδειάζει
του δειλινού τη θλίψη.
Όστρακο ανοιχτό η ψυχή της
συλλέγει ζωή από κόκκους άμμου
Στο βυθό της οι στίχοι
δημιουργούν νέους σχηματισμούς
Κοράλλια, πέρλες στολίζουν το λαιμό της
αναδυόμενοι πόθοι
χαϊδεύουν το δέρμα της επιφάνειας
Ω! Ποιήτρια
Πολύτιμο κοχύλι
η καλοσύνη σου
ηρεμεί τα κύματα
κάθε που τρέμουν...
Άνεμοι ανέστιοι
τις ξύλινες ρίζες σου χαράσσουν
Μα εσύ, Κυκλαδίτικη αύρα,
ταξιδεύεις με τους γλάρους
τα καράβια μέχρι τον ουρανό...

Δημοσιεύτηκε στις 20 Ιανουαρίου 2023 στον Χαρτοκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου - Στάχτη του καλοκαιριού


Αυτό το μεσημέρι σε θυμήθηκα
ανάμεσα στις φυλλωσιές, τα στάχυα και τον ουρανό
γιατί ήσουν άγγιγμα της θάλασσας που θά 'ρθει
απ’ τα παράθυρα να σχίσει τη σιωπή, να αιχμαλωτίσει
το φως, μα συλλογίστηκα
όλα είναι στάχτη


Αυτό το απόγευμα, καθώς
κατέβαινα στις ξύλινες εξέδρες και στους κήπους
που πλάγιαζαν σμίγοντας με τον ήλιο, σε κατάλαβα
σελίδες άγραφες, κλειστά τετράδια να μου απλώνεις
κι όλο να στήνεις σκαλωσιές, δε μίλησα
όλα είναι στάχτη

Αυτό το βράδυ που ο αέρας γέμισε
ψιθυρισμούς της θάλασσας στον τσιμεντένιο εξώστη
στην έξαρση της ομορφιάς με αποδεκάτισες
με μια βραχνή κορνέτα, δε σταμάτησα
θα γίνεις στάχτη

Πηγή: Ο θάνατος του Μύρωνα-Ο δύσκολος θάνατος,Νεφέλη, 2007

Γιάννης Ρίτσος - Τα ερωτικά (1981-1982) [αποσπάσματα]

 

Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον

 

Το ποίημα

ά το ποίημα — έλεγε —

μια συνουσία αέναη

σημεία στίξης τίποτα

τελεία καμιά

μοσκοβολιά της γης

κοπριά και λεμονάνθι

και σπέρμα

ηή αξίνα και το φτυάρι

πάνω στο μάρμαρο

διπλή δουλειά

άλλο μη λες

ο έρωτας ένας.

 

Αθήνα 22. Ι. 80

 

Α ανεξάντλητο — λέει —

ανεξάντλητο

το ανθρώπινο σώμα

πηγμένος ουρανός

κόκκινος ουρανός

βυθίζεσαι

κλαδί δεν έχεις να πιαστείς

γη να πατήσεις

πηγμένος ουρανός —

για ν’ ανοιχτούνε τα φτερά σου

πρέπει να βγεις.

 

Αθήνα, 6.II.80

 

Έσμιξαν τα χείλη

τις γλώσσες

το σάλιο τους

το σάλιο τους έπηζε

έτσι έπλασαν

ένα θεό

μικρές μαργαρίτες

στο τρίχωμα του στήθους του

ένα ψωμί στα γόνατά του

κι ό διαβήτης καρφωμένος

στο κέντρο του χάρτη —

ο κόσμος είναι κύκλος.

 

 Αθήνα, 12.11.80

Πεινάνε τα μάτια

πεινάνε τ’ αυτιά τα ρουθούνια

το στόμα η γλώσσα

πεινάει το σώμα

οσμίζεται αφουγκράζεται ψάχνει

τα γόνατα τα ρούχα τις τσέπες

τη μορφή τ’ άλλο σώμα

τα ματόκλαδα ένα ένα

αγάλματα τρέχουν τις νύχτες

άνθρωποι με σημαίες

φανοστάτες

το σώμα αμετάπειστο ψάχνει

τις κλειδώσεις της μιας χειρονομίας

πάνω απ’ το θάνατο ψάχνει

μέσα στο θάνατο

ακούει τις σταλαματιές της βρύσης

μες στον μαρμάρινο λουτρώνα

με τις μεγάλες κόκκινες πετσέτες

μουσκεμένες.

 

Αθήνα 16.ΙΙ.80

 

Ταξίδια εικόνες άνθρωποι

μια γυναίκα με ομπρέλα

ήχοι από καμπανοκρουσίες

7 το βράδυ

μέσα σε σκοτεινά αλλαντοπωλεία

σε καπνοπωλεία

μια καρέκλα

δυό στρατιώτες

ο αντίχειρας του Ορέστη

σ’ ένα πλήκτρο του πιάνου

στο ημίφωτο του σύθαμπου —

αυτό που λέμε ομορφιά

αυτό ‘ναι — λέει —

αυτό που ετοιμάζει το σπέρμα

παύση του χρόνου

διάρκεια —

άραγε λίγο πιο μακριά;

πιο κοντά;

 

Διακοφτό 17.80

 

 

Λιμάνια πόλεις

ανάβουν τα φανάρια τους

ένα σκυλί στέκεται

έξω απ’ την πόρτα

δυό λαθρέμποροι

μπροστά στο τελωνείο

κόκκινες γυναίκες

μαύροι αχθοφόροι

αυτός

κρύβεται πίσω απ’ το σώμα του

παρατηρεί ξένος

λαθρεπιβάτης της νύχτας μας

ξένος να λέει — τί ξένος; —

μες στα βρεγμένα φώτα

υπάκουος επιστρέφει

κουρντίζει το ρολόι του

9 και 5′ περίλυπο αίμα βράδυ

σε απόβροχο.

 

Αθήνα, 19.11.80

 

Το σώμα σου στην αμμουδιά

η άμμος κολλημένη στη σάρκα σου

η άμμος στα χέρια μου

στη γλώσσα μου

να σε ανακαλύπτω

πίσω απ’ το λεπτότατο εμπόδιο

κι’ η άμμος να πέφτει απ’ τα μαλλιά μας

να κατακάθεται στο βυθό της σιωπής

κ’  εμείς

ωραίοι φρεσκολουσμένοι

απ’  τα δικά μας νερά αναδυμένοι

στο φώς και στο σώμα

τούτης της Γής.

 

Αθήνα, 23.11.80

 

Την έβδομη μέρα

(μάλλον την όγδοη)

μετά τη φυγή σου

(μετά το θάνατό μου)

γεννήθηκε ο άνθρωπος

η φυσαρμόνικα

και μια πεταλούδα

όχι κόκκινη

άσπρη

με μικρά μαύρα στίγματα —

ήμουν ελεύθερος.

 

Αθήνα 25.ΙΙ.80

 

 

 

Γυμνό σώμα

 

Ένα άστρο

έκαψε το σπίτι μου.

 

Οι νύχτες με στενεύουν

στην απουσία σου.

Σε αναπνέω.

 

Η γλώσσα μου στο στόμα σου,

η γλώσσα σου στο στόμα μου —

σκοτεινό δάσος 

οι ξυλοκόποι χάθηκαν

και τα πουλιά.

 

Όπου βρίσκεσαι

υπάρχω.

 

Τα χείλη μου

περιτρέχουν τ’ αυτί σου

τόσο μικρό και τρυφερό

πώς χωράει

όλη τη μουσική;

 

Ηδονή —

πέρα απ’ τη γέννηση,

πέρα απ’ το θάνατο•

τελικό κ’ αιώνιο

παρόν.

 

Αγγίζω τα δάχτυλα

των ποδιών σου.

Τι αναρίθμητος ό κόσμος.

 

Κάτω απ’ όλες τις λέξεις

δυό σώματα ενώνονται

και χωρίζουν.

 

Μέσα σε λίγες νύχτες

πώς πλάθεται και καταρρέει

όλος ο κόσμος;

 

Η γλώσσα εγγίζει

βαθύτερα απ’ τα δάχτυλα.

Ενώνεται.

Τώρα

με τη δική σον αναπνοή

ρυθμίζεται το βήμα μου

κι ό σφυγμός μου.

 

Δυό μήνες που δε σμίξαμε.

Ένας αιώνας

κ’ εννιά δευτερόλεπτα.

 

Τι να τα κάνω τ’ άστρα

αφού λείπεις;

 

 

            * * *

Το σώμα σου

μ’ εκτοπίζει,

με περιέχει.

Πλαγιάζω κ’ εγείρομαι

μέσα σου.

 

Τ απόκρυφα όργανα

σημαίνουν

έξω απ’ το χρόνο.

Πλοία με φώτα

έρχονται, φεύγουν

δε σφυρίζουν.

 

Έρωτας,

η βαθειά τομή —

αυτό που ονειρευτήκαμε

μισό στην άγνοια,

μισό στο απόλυτο,

εδώ.

 

      * * *

Η κάθε σου χειρονομία

έχει αφήσει

πάνω στο τραπέζι,

μες στο ντουλάπι,

κάτω απ’ το προσκέφαλο,

ένα μικρό κιβώτιο μουσικής.

Ακούω μόνος.

 

Όλη νύχτα

τ’ όνομά σου

κελαϊδάει μέσα στο στόμα μου,

πίνει το σάλιο μου,

με πίνει.

Τ’ όνομά σου.

 

Απ’ το τηλέφωνο

ακούω να ρίχνεις

ένα ένα τα ρούχα σου

στο πάτωμα. Τελευταίο

το δαχτυλίδι σου.

 

           * * *

 

Γυμνό το σώμα σου,

αυθεντικό —

τελεσίδικη απάντηση

στο τίποτα.

Έλα.

 

Πέντε ποτήρια,

γεμίζουν, αδειάζουν.

Με το μολύβι τα χτυπώ —

ήχο τον ήχο

η ιστορία.

 

Ήθελα κάπου να τα πω,

να τα μοιράσω —

τόσο μεγάλα.

Δεν τα είπα.

Ασφυκτικά μεγάλωσα,

μόνος.

 

 

* * *

 

Ένα μεγάλο ρόδο

ανεβαίνει ασυντρόφιαστο

στα σκοτεινά.

 

Χτυπάει ή πόρτα.

Χτυπάει το τηλέφωνο.

Τίποτα.

Λείπουμε.

Οι δυό μαζί

λείπουμε.

Κι η συνωμοτική βροχή.

 

Του σώματος σου το σχήμα

μες στις παλάμες μου

πηλός,

γίνεται υδρία,

λήκυθος,

εννέα αγάλματα

κ’ ένας αητός.

 

Τα χέρια μου σε θυμούνται

π ιό βαθιά απ’ τη θύμηση.

 

Τα σώματα αρνούνται τις λέξεις.

Γυμνά κι αμίλητα

συνεννοούνται.

Οι δυό πέτρινες σφίγγες

κοιτάζονται.

Απ’ τα χείλη τους ρέει

το γαλανό νερό.

 

Γδυθήκαμε.

Κλείσαμε έξω απ’ την πόρτα

τα σπίτια, τα σκυλιά,

τους κήπους, τ’ αγάλματα,

το θάνατο.

 

Το ξέρεις

Εκείνα τα δυό κάστανα

μένουν ακόμη

επάνω στο γυμνό τραπέζι.

Σ’ αγαπώ.

 

Πώς ζουν οι πεθαμένοι

χωρίς έρωτα;

Βαθειά συνουσία.

Πόλεις γκρεμίζονται,

άλογα καλπάζουν,

φανοστάτες πέφτουν,

άηχα, άηχα.

 

Θηλάζεις τον αντίχειρα μου

βρέφος, και τρέφεσαι,

και τρέφομαι.

 

* * *

Νέφος το ποίημα,

μπορεί και φως, —

σώμα δεν έχει.

Στο σώμα σου υπάρχω.

 

0που κι αν βρίσκεσαι

πλάι μου είσαι.

Σφίγγω τη ζώνη σου

στη μέση μου.

Βαθειά μου περηφάνια.

 

Όσα είπαμε,

όσα δεν είπαμε

υποβαστάζουν το ποίημα.

Στο αέτωμα

ένα ψηλό κυπαρίσσι

ανάμεσα

σε δυό μαρμάρινα άλογα.

 

* * *

 

Όταν ακουμπούσες το χέρι σου

στο γόνατο μου ή στον ώμο μου

ή στη μέση μου

άλλαζε στάση ό κόσμος.

 

Μακραίνει ο χρόνος,

μακραίνεις.

Η εικόνα σου ασάλευτη

στο μέσα τοίχο.

 

Ακούω.

Κάτι ραγίζει

στο ξύλο, στο τζάμι,

στον καθρέφτη

 

 

Όταν συναντηθούμε πάλι

θάμαστε οι ίδιοι;

 

Και βέβαια

υπάρχουν κι άλλα χρώματα

κι άλλα τοπία.

Στη μέση του ύπνου μου θυμάμαι.

Και ξυπνώ.

 

Τώρα

προς ποιά πλευρά του ορίζοντα

τα μαλλιά σου ανεμίζουν;

 

Ούτε Απόψε πανσέληνος.

Ένα κομμάτι λείπει.

Το φιλί σου.

 

   * * *

 

Σάρκινος λόγος

 

Όταν λείπεις, δεν ξέρω που είμαι. Το σπίτι αδειάζει. Οι κουρτίνες ανεμίζουν έξω απ’ τα παράθυρα. Κλειδιά στο τραπέζι. Στο πάτωμα χάμω

βαλίτσες ανοιχτές από παλιά ταξίδια, με παράξενα κοστούμια

ενός θιάσου πού κάποτε θριάμβευσε κι αργότερα διελύθη • 

η  ωραία πρωταγωνίστρια αυτοκτόνησε μια νύχτα πάνω στη σκηνή.

                 Όταν λείπεις,

έξω στους δρόμους τρέχουν στρατιώτες• γυναίκες φωνάζουν

κροτούν τα βαριά μηχανοκίνητα  σφυρίζουν οι σειρήνες •

περνούν τ’ ασθενοφόρα, σταματούν οι νοσοκόμοι στα άσπρα

μαζεύουν τραυματίες απ’ την άσφαλτο, μαζεύουν κ’ εμένα,

με μεταφέρουν σ’ ένα κάτασπρο νοσοκομείο χωρίς κρεβάτια 

κλείνω τα μάτια σαν παιδί πολιορκημένο απ’ το επικίνδυνο άσπρο.

                 Μια νοσοκόμα

έχει μείνει στον κήπο, πλάι στο σιντριβάνι σκύβει και μαζεύει

κάτι λευκά λουλούδια που ‘ριξε ο αέρας απ’ τις ακακίες. Και, να, που

                ανοίγει ή πόρτα• 

μπαίνεις εσύ μ’ ένα καλάθι• — μυρίζουν τα ώριμα αχλάδια.

Κοιμάσαι; — λέει ή φωνή σου. Κοιμάσαι μόνος; Δε με περιμένεις;

Ανοίγω τα μάτια. Κ’ είναι εδώ τό σπίτι. ΑΓ’ είμαι εδώ. Κ’ οι δυό πολυθρόνες.

Κόκκινες πολυθρόνες. Και τί σπίρτα στο τραπέζι.

Ω, κατάλευκο φώς• ώ, κόκκινο αίμα, αγάπη, αγάπη.

 

                                                           Αθήνα 16.11.81

 

                                                ***

 

Ολόκληρο με πήρες. Ο θάνατος πια δε θα χει τίποτα να πάρει.

Μέσα στο σώμα σου αναπνέω. Χίλια αγόρια έχω σπείρει στον ιδρωμένο

αγρό σου

χίλια άλογα καλπάζουν στο βουνό, σέρνοντας πίσω τους ξεριζωμένα ελάτια,

κατηφορίζουν ως τα πρόθυρα της πολιτείας, υψώνουν το κεφάλι,

κοιτούν με τ’ αμυγδαλωτά μαύρα τους μάτια την Ακρόπολη, τους ψηλούς

φανοστάτες,

Ανοιγοκλείνουν τα κοντά τους τσίνορα. Τα πράσινα, κόκκινα σήματα

τούς φέρνουν

σε μια δυσάρεστη αμηχανία. Κι αυτός ο τροχονόμος

κουνάει τα χέρια του σαν για νι κόψει έναν αόρατο καρπό απ’ τη νύχτα

ή να πιάσει απ’ την ουρά ένα αστέρι. Στρέφουν τη ράχη

σαν ηττημένα σε μια μάχη που δε δόθηκε. Κι άξαφνα

τινάζουν πάλι τί χαίτη και καλπάζουν προς τη θάλασσα. Στο λευκότερο

απ όλα

καβάλα εσύ γυμνή. Σε φωνάζω. Στα στήθη σου

χιαστί ζωσμένα δυό κλωνάρια κισσού. Ένα σαλιγκάρι

ακινητεί στα μαλλιά σου. Σε φωνάζω, αγάπη. Τρεις ξενυχτισμένοι χαρτοπαίχτες

μπαίνουν στο γαλατάδικο της γειτονιάς. Ξημερώνει.

Σβήνουν τα φώτα της πόλης. Το μεγάλο ωχρό χύνεται λείο

πάνω στο δέρμα σου. Είμαι μέσα σου. Φωνάζω από μέσα. Σε φωνάζω

εδώ πού συγκλίνουν τα ποτάμια βουίζοντας κι ό ουρανός κυλάει

μες στο ανθρώπινο σώμα, ανεβάζοντας μαζί του

τά θνητά πλάσματα και πράγματα — αγριόπαπιες, παράθυρα, βουβάλια,

τα θερινά σαντάλια σου, το να βραχιόλι σου, έναν αχινιό,

δυό περιστέρια,

στόν ανοιχτό περίβολο μιας ανεξήγητης κι αζήτητης αθανασίας.

 

 

                                                                               Αθήνα, 17.11.81

 

                                    ***

 

 

 

Τι  όμορφη που είσαι. Με τρομάζει η ομορφιά σου. Σε πεινάω. Σε διψάω.

Σου δέομαι: Κρύψου, γίνε αόρατη για ήλους, ορατή μόνο σ’  εμένα.

Καλυμμένη οπ τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών με σκοτεινό διάφανο πέπλο

διάστικτο οπ τους ασημένιους στεναγμούς εαρινών φεγγαριών. Οι πόροι σου εκπέμπουν

φωνήεντα, σύμφωνα ιμερόεντα. Αρθρώνονται απόρρητες λέξεις.

Τριανταφυλλιές εκρήξεις απ τη πράξη του έρωτα. Το πέπλο σου ογκώνεται, λάμπει πάνω απ τη νυχτωμένη πόλη με τα ημίφωτα μπαρ, τα ναυτικά οινομαγειρεία.

Πράσινοι προβολείς φωτίζουνε το διανυκτερεύον φαρμακείο. Μια γυάλινη σφαίρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία της υδρογείου. Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει

σε μία τρικυμία φυσημένη απ την αναπνοή του σώματός σου. Μὴ φεύγεις. Μη φεύγεις.

Τόσο υλική, τόσο άπιαστη. Ένας πέτρινος ταύρος

πηδάει απ’ το αέτωμα στα ξερά χόρτα. Μια γυμνή γυναίκα ανεβαίνει

τη ξύλινη σκάλα

κρατώντας μια λεκάνη με ζεστό νερό. Ὁ ατμός της κρύβει το πρόσωπο.

Ψηλά στον αέρα

ένα ανιχνευτικό ελικόπτερο βομβίζει σε αόριστα σημεία. Φυλάξου.

Εσένα ζητούν. Κρύψου βαθύτερα στα χέρια μου. Το τρίχωμα

της κόκκινης κουβέρτας που μας σκέπει, διαρκώς μεγαλώνει.

Γίνεται μία έγκυος αρκούδα ἡ κουβέρτα. Κάτω από τη κόκκινη αρκούδα ερωτευόμαστε απέραντα, πέρα απ ᾿ το χρόνο κι απ ᾿ το θάνατο πέρα,

σε μια μοναχική παγκόσμια ένωση. Τί όμορφη που είσαι. Η ομορφιά σου με τρομάζει.

Και σε πεινάω. Και σε διψάω. Και σου δέομαι: Κρύψου.

                                                                                                   

                                                                                                      Αθήνα 18.11.81



Αναδημοσίευση από: ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ