Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Ανδρέας Εμπειρίκος - Εχεμύθεια



Με την ριπή του ανέμου στα μαλλιά

Της γυναικός που στροβιλίζεται μεσʼ το σαλόνι

Και παίρνει τη ζωή όπως της έρχεται

Και με στολίδια και παιδιά

Που τη λατρεύουν κι όλο λέγουν τʼ όνομά της

Και με τους άντρες που σηκώνουν

Όρθιο το χέρι τους στον ουρανό

Μεσʼ την εξαίσια λειτουργία των παλμών τους

Στον στρόβιλο του βαλς που πλησιάζει

Τα στήθη τους στα στήθη της γυναίκας


Πηγή:  Ανδρέας Εμπειρίκος - Ενδοχώρα – Άγρα, 2009

Βασίλης Ραφαηλίδης - Η αναγκαιότητα της ανηθικότητας


Η ιστορία βαδίζει το δύσκολο δρόμο της, ερήμην της ηθικής. Βέβαια, η ηθική υπάρχει πάντα, αλλά μόνο για να ελέγχονται από την κοινωνία τα καταστροφικά ένστικτα και ο άκρατος εγωισμός, μέσα από ένα πλέγμα απαγορεύσεων, που κατά κανόνα έχουν θεϊκή επικύρωση, ώστε να γίνονται, αν όχι περισσότερο πειστικές οι απαγορεύσεις, τουλάχιστον περισσότερο επίφοβες.

Κατά κάποιον τρόπο, οι δέκα εντολές είναι τα δέκα άρθρα του χριστιανικού ηθικού «συντάγματος» (κώδικα) πάνω στα οποία στηρίζονται οι επιμέρους ηθικοί νόμοι. Όμως, η τήρηση αυτού του «συντάγματος» δεν επαφίεται στο χριστιανισμό των χριστιανών, όπως το κυρίως ειπείν σύνταγμα στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στο φόβο της τιμωρίας στον άλλο κόσμο. Που όσοι τον αψηφούν κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους στη Γη.

Σου λένε οι άνθρωποι, και δικαίως: Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον βλέπουμε και τον ξέρουμε. Τον «άλλο κόσμο» όμως δεν τον βλέπουμε και γι’ αυτό τον φανταζόμαστε, ή τον ονειρευόμαστε. Λοιπόν, ας τα βολέψουμε πρώτα στον ορατό κόσμο, κι ας αφήσουμε τη φροντίδα για τον αόρατο στους παπάδες, που είναι ειδικοί και ξέρουν καλύτερα.

Οι δυο κόσμοι, «αυτός» και ο «άλλος», πάντα μπέρδευαν ο ένας τον άλλο, σαν να στέκονταν εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο: Αν πρόκοβες σ’ αυτόν τον κόσμο, θα ‘σουν ένας ανεπρόκοπος στον άλλο. Αλλά αν σιγουρευόσουν πως κέρδισες τον άλλο, θα αδιαφορούσες εντελώς για τούτον. Κι έτσι, τούτος ο κόσμος έγινε τελικά για τους έξυπνους κι ο άλλος για τους χάχες, όπως άλλωστε το λέει ρητά και κατηγορηματικά κι εκείνο το «,μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».

Η υπερβολική φροντίδα για τη «βασιλεία των ουρανών» αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης των βασιλέων επί της Γης, καθώς και όλων των βασιλικών ή μη καθαρμάτων. Ο καθένας στο βασίλειό του, λοιπόν, κι ο φτωχός στο δικό του εις τους ουρανούς, ένθ’ απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός.

Παρά ταύτα, παρά δηλαδή τις θεϊκά κατοχυρωμένες ηθικές απαγορεύσεις, η ανηθικότητα δεν έλλειψε ποτέ από τη Γη. Ευτυχώς, γιατί οι ηθικοί άνθρωποι εκτός από διαρκώς τρομαγμένοι εξαιτίας της ύπαρξης της κόλασης, είναι και βαθύτατα ανήθικοι στο βάθος βάθος. Διότι εξαρτούν την ηθικότητά τους από το αόρατο μαστίγιο του θεού, κι όχι από το ήθος, δηλαδή τη βαθιά και βιωματική κατανόηση της αξίας και της σημασίας του καλού εν τω κόσμω, που το πράττει κανείς χωρίς να περιμένει καμιά ανταμοιβή στον άλλο κόσμο, έτσι, γιατί είναι όντως καλός, κι όχι γιατί του είπε ο παπάς της ενορίας πως πρέπει να είναι καλός, για να πάρει το βραβείο στους ουρανούς, ως αριστεύσας μαθητής επί της Γης! Εδώ σε θέλω κάβουρα! να περπατάς στα κάρβουνα της γης και να μην καίγεσαι. Κι όχι να παριστάνεις τον καλό, ενώ δεν είσαι παρά ένα τρομοκρατημένο ανθρωπάκι, που είναι καλό θέλει δεν θέλει, του αρέσει δεν του αρέσει, το μπορεί δεν το μπορεί.


Σου λένε οι άνθρωποι, και δικαίως: Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον βλέπουμε και τον ξέρουμε. Τον «άλλο κόσμο» όμως δεν τον βλέπουμε και γι’ αυτό τον φανταζόμαστε, ή τον ονειρευόμαστε. Λοιπόν, ας τα βολέψουμε πρώτα στον ορατό κόσμο, κι ας αφήσουμε τη φροντίδα για τον αόρατο στους παπάδες, που είναι ειδικοί και ξέρουν καλύτερα.

Πάντως, και παρά τις ηθικές απαγορεύσεις, η κοινωνία δεν ηθικολογεί. Ηθικολογούν μόνο τα άτομα. Για τον απλό λόγο πως η ηθική είναι μια προσωπική σχέση με το καλό και το κακό, ενώ η κοινωνία, παρόλο που αποτελείται από άτομα, δεν είναι το άθροισμα των ατόμων που τη συναποτελούν, αλλά ένα «μόρφωμα» όπως λέμε, δηλαδή μια «οντότητα» στατιστική και συνεπώς υπερπροσωπική. Μια ομάδα ανθρώπων που αποτελείται, ας πούμε, από σένα, από μένα κι από τον Φούφουτο, ή όποιον άλλο τέλος πάντων, που δρα σαν ομάδα χωρίς να εξατομικεύει τη δράση του καθένα, αλλά αθροίζοντας τη δράση του καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, δίνει ένα «άθροισμα» συμπεριφοράς που καμιά σχέση δεν έχει με τη συμπεριφορά του καθένα χωριστά, παρότι ο καθένας χωριστά παίρνει μέρος στον καθορισμό του αθροίσματος.

θα καταλάβετε καλύτερα τη στατιστική έννοια (το μέσο όρο) του αθροίσματος αυτού, αν βρεθείτε σε μια διαδήλωση, όπου η μάζα ενεργεί και φέρεται, ηθικά ή ανήθικα, αναλώγως, σαν μια υπερπρόσωπη οντότητα (μόρφωμα). Είναι απόλυτα βέβαιο, πως μια τέτοια ομάδα ανθρώπων έχει μεγαλύτερη αίσθηση του κακού παρά του καλού. Γι αυτό, άλλωστε, φοβούνται τις ομάδες, κυρίως τις εξαιρετικά πολυάριθμες, οι εξουσιαστές. Ξέρουν τι τους περιμένει αν περιπλακούν σε μια ομάδα που ενεργεί ως μόρφωμα και όχι εξατομικευμένα. Κι η ομάδα αυτή έχει συγκροτηθεί για να υπερασπιστεί κάποια συγκεκριμένα συμφέροντά της κι όταν αυτά είναι ζωτικά δηλαδή άμεσον σχέσιν έχοντα με τη ζωή των ατόμων, μπορεί να γίνει χαμός στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Εκείνη τη στιγμή, το καθένα χωριστά από τα άτομα της ομάδας, στέλνει περίπατο την ηθική του, και το κακό εμφανίζεται σ’ όλο του το καταστροφικό μεγαλείο.

Η τεράστια δύναμη της μάζας, που την τρέμουν οι πάντες, έχει τη ρίζα της σ’ αυτή την προσωρινή έστω κατάργηση της καταναγκαστικής ηθικής, που όπως είπαμε δεν πρέπει να συγχέεται με το ήθος, δηλαδή με τη βιωματική και αυθόρμητη ηθικότητα, που δεν στηρίζεται στην ποινή και την τιμωρία. Μπορούμε να μιλάμε για το ήθος μιας ομάδας ανθρώπων, που κι αυτό είναι στατιστικά καθορισμένο (κατά μέσον όρο προσδιορισμένο), ποτέ όμως για την ηθική της ομάδας. Διότι η ομάδα, όταν δρα, ξεχνά αυτομάτως τις καταναγκαστικές ηθικές απαγορεύσεις. Κατά κάποιον τρόπο, απελευθερώνεται από την έξωθεν επιβεβλημένη ηθική, και δείχνει το πραγματικό και ουσιαστικό ήθος της – αν βέβαια αυτό υπάρχει στα άτομα που αποτελούν την ομάδα. Αν δεν υπάρχει… χαιρετίσματα στην εξουσία! Που αυτή κι αν είναι ανήθικη! (Κάθε εξουσία είναι εξ ορισμού ανήθικη. Η «καλή εξουσία» υπάρχει μόνο στον Παράδεισο).

Ο ιστορικός ρόλος της ανηθικότητας είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι της ηθικότητας. Απλή απόδειξη, οι ήρωες. Όπως ξέρουμε, έτσι ονομάζουμε συνήθως αυτούς που σκότωσαν όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς και στο τέλος σκοτώθηκαν. Και μη μου πείτε, καλά τους έκαναν αφού ήταν εχθροί, γιατί θα αποδειχτείτε φρικαλέοι χριστιανοί. Άλλωστε, είδατε πολλά αγάλματα ηρώων της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών; Το πολύ πολύ να είδατε κανέναν ανδριάντα πολιτικού, που δόξασε την πατρίδα δια των στρατιωτών, δηλαδή δια των εντεταλμένων δολοφόνων.

Σας το λέω και να το ξέρετε: Αν θέλετε να σας κάνουν άγαλμα, κάποτε, προσπαθήστε να απαλλαγείτε από τις ηθικές αναστολές. Εννοώ άγαλμα που να το στεφανώνουν στις εθνικές επετείους, κι όχι από τα άλλα, τα μονίμως αστεφάνωτα αγάλματα των ποιητών, που λειτουργούν ως άλλοθι στον κόσμο των βαρβάρων. Άλλωστε, στο σχολείο μας υποχρεώνουν να αποστηθίζουμε ημερομηνίες μαχών κυρίως, τουτέστιν ομαδικών και οργανωμένων σφαγών. Κι ύστερα μας ζητούν να γίνουμε καλοί και ηθικοί άνθρωποι. Τα κτήνη! Ενώ κάθε φορά που θα τα βρουν ζόρια, βάζουν μπροστά το μηχανισμό παραγωγής μαζικής ανηθικότητας, έναν έναν μας θέλουν ηθικούς. Τα ζώα!

Εγώ βρίζω κατά τη συνήθειά μου, όμως η ιστορία γράφει μονίμως στα παλιά της τα παπούτσια την ηθική μου αγανάκτηση. Η ιστορία δεν γράφεται από ηθικολόγους, γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν αν χρειαστεί για τα συμφέροντά τους. Που, πάρα πολύ συχνά τα βαφτίζουν ιδανικά για να μην καταλαβαίνουμε περί ποιων ακριβώς συμφερόντων πρόκειται. Όταν π.χ. μας προτείνουν να σκοτωθούμε για την πατρίδα (τι πρόταση κι αυτή, μα τον Δία) δεν μας λένε ότι πρόκειται να σκοτωθούμε για τα συμφέροντα της ιθύνουσας τάξης της πατρίδας που κάνει τον πόλεμο, γιατί έχει σοβαρούς οικονομικούς λόγους να τον κάνει.

Είναι πολύ εύκολο να εφεύρει κανείς ιδανικά. Ακόμα και ο Τρωικός πόλεμος έγινε για το (αισθητικό) ιδανικό που επέβαλλαν τα μάτια της ωραίας Ελένης, κι όχι για τους θησαυρούς της Τροίας, που είχαν κάτσει στο μάτι των Αχαιών! Κοίτα να δεις πλάκα, φίλε μου! Να σε στέλνουν να σκοτωθείς, κι αν γυρίσεις ζωντανός να μη σου δίνουν μοιράδι από τη λεία, και να σ’ αφήνουν να βολοδέρνεις με τα ιδανικά για τα οποία, λέει, έγινε ο πόλεμος. Τουλάχιστον οι αρχαίοι Έλληνες πρότειναν αισθητικά ιδανικά στους μελλοθάνατους. Ενώ εμείς οι τενεκέδες σκοτωνόμαστε για το «βασιλιά και την πατρίδα». Και καλά για την πατρίδα. Τσιμέντο να γίνει. Αμ, εκείνος ο βασιλιάς, πως διάολο γίνεται και γίνεται ιδανικό; Ω, τι κόσμος ηλίθιων μπαμπά Πλάτωνα!

Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγονός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν καθαρά οι πολιτικάντηδες, και οι καθηγητές της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και άντε στο καλό. Ο Άγιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο.

Ο καπιταλισμός, λοιπόν, έκανε καταμερισμό έργου και στην ηθική. Τοποθέτησε το «κακό» σε τούτο τον κόσμο και το «καλό» στον άλλο, ώστε οι κακοί να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σε τούτο τον κόσμο και οι καλοί να παίζουν το κομποσκοίνι τους (ίσως και κάτι άλλο) όσο οι κακοί κάνουν «καλές δουλειές». Έτσι γινόταν πάντα στην ιστορία, αλλά ο καπιταλισμός επιτέλους είπε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Δηλαδή, δεν το βροντοφώναξε τ’ όνομα. Το είπε από μέσα του για να μην τ’ ακούσουν οι χαχόλοι και σταματήσουν να σκοτώνονται, για το βασιλιά (κοίτα να δεις πλάκα) και την πατρίδα.

Γι’ αυτό και πρόκοψε τόσο γρήγορα ο καπιταλισμός. Πρόκοψε, που λέτε, γιατί αναγνώρισε πως η ιστορία είναι «κακή» απ’ την (δια τη φύση. Θέλω να πω, πως αναγνώρισε ότι η ιστορία φτιάχνεται και από τους ηθικούς και από τους ανήθικους, εναλλάξ ή κατά ζεύγος, θέλω να πω, μ’ άλλα λόγια, πως η ιστορία δεν δίνη πεντάρα για την ηθική. Μπορεί να κλαψουρίζουν οι άνθρωποι μετά από κάθε μάχη, πάντως ο αγώνας δόθηκε και κερδήθηκε – κι αυτό έχει σημασία. Αν δοθεί χωρίς να κερδηθεί, τότε κλάψτα δικαίως. Στον καπιταλισμό μετράει μόνο η αποτελεσματικότητα, και ποτέ η ηθική. Αυτό, βέβαια, γινόταν — πάντα κι αυτό έκαναν και τα προγενέστερα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήματα. Όμως, ο καπιταλισμός επιδίωξε την αποτελεσματικότητα παντί τρόπω — και γι’ αυτό ακριβώς πρόκοψε και μεγαλούργησε. Σκέψου να κατακτάς την Αμερική, χωρίς, λέει, να σκοτώσεις ούτε έναν Ινδιάνο! Σκέψου να σου επιτίθονται οι φίλοι και γείτονες Τούρκοι για να σε λεηλατήσουν και συ, λέει, να τους λες: Μα, γιατί το κάνατε αυτό παιδιά! Δεν είναι ευγενικό! Μη με υποχρεώσετε να σας σκοτώσω και χάσω τον Παράδεισο στα καλά καθούμενα! Φύγετε, σας παρακαλώ, γιατί θα φωνάξω τον μπαμπά μου τον Ανδρέα.

Λοιπόν, ας αφήσουμε την πλάκα κι ας το πούμε καθαρά για να το καταλάβουν και οι… εθνικόφρονες (λες;) Το ήθος μετράει και στον άνθρωπο και στις κοινωνίες. Η ηθική όμως δεν μέτρησε ποτέ και σε τίποτα. Μπορεί κάποιοι να κέρδισαν τον Παράδεισο χάρη στην ηθική, αλλά μη μου ζητάτε περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς, γιατί θα δυσκολευτώ να τις διασταυρώσω ως καλός και ευσυνείδητος δημοσιογράφος. Άλλωστε, ποτέ ο διευθυντής μου δεν με έστειλε με δημοσιογραφική αποστολή στον Παράδεισο. Με έστειλε στην Κίνα, στην Κούβα, στη Λιβύη, στη Σοβ. Ένωση και αλλαχού, αλλά από Παράδεισο, τίποτα. Κανένα νέο από τον Παράδεισο.

Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δουλεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.

Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παράδεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ’ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισσότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο. Ε, ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλισμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός μπορεί να γεννηθεί με καισαρική τομή, όπως στη Ρωσία του 1917, αλλά δια παρθενογενέσεως, ποτέ των ποτών. Εμείς οι μαρξιστές δεν μυρίσαμε τον κρίνο για να κυοφορήσουμε το σοσιαλισμό. Θέλω να πω, ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας, έτσι, γιατί είμαστε οι ηθικοί και οι τίμιοι. Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προυπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός.

Από το βιβλίο του Β.Ραφαηλίδη  – Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας

Πηγή:  Αντικλείδι

Αλέξανδρος Αρδαβάνης - Déjà vécu


Κάθε που πιάνω ν' απελπιστώ απ' το παρόν
πετάγονται μπροστά μου αστραπές
-βιωμένες εικόνες από το εγγύς παρελθόν
επερχόμενη αναβίωσή του στο μέλλον
Βοηθούν πολλοί
φίλοι οιονεί και οιονεί αντίπαλοι
θυμωμένα παιδιά
δείχνοντας τα δόντια
γρυλίζοντας αδημονία
τη λύσσα της επιστροφής
"στα πράγματα μέσα"
στου καζανιού το πλάι
οι κουτάλες αδηφαγούν
Όχι όχι όχι όχι όχιιιιι!
οχιές καλύτερα να πλημμυρίσουν
κάμποι και βουνά και πόλεις και χωριά
όχι πάλι και πάλι όχι
οχιές και πάλι οχιές
ας ξέρω πως έτσι στο τέλος θα γίνει
εκατοστό-εκατοστό ώρα-ώρα
ζυγώνει ο εφιάλτης
Όνειρο μεσημερινό
σε εφιάλτη απαρτιωμένο
η αγία παμφάγος οικογένεια
στο ελληνικό τραπέζι γύρω γύρω
τα κουταλοπήρουνα κροταλίζουν
τα σωματόψυχά μας όλων ξεκοκαλίζονται
Έτσι η σημερινή απελπισία
από άλλη υπέρτερή της πολτοποιείται
ακυρώνεται έτσι και επικυρώνεται
συστατικό κοινό του βίου του κοινού
Απελπισία από απελπισία
δε γιατρεύεται
νικάει πάντα το κακό
τα όμοια με όμοια δε θεραπεύονται
αλλά προτιμότερο ετούτο το παρόν

Απ' το προφίλ του Νίκου Γεωργόπουλου

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ο ανθρακωρύχος


Ό,τι κι αν γράψεις λόγια θα ‘ναι.
Αυτά τα λόγια που ζητώ να εξαφανίσω· 
κι είναι γι’ αυτό που έχω κόψει το χέρι μου.
Κι είναι γι’ αυτό που ζυμώνομαι 
νύχτα μέρα με τη φωτιά, που πατήθηκα
κι έλιωσα κάτω όπως ένα
τριαντάφυλλο κόκκινο.
………..Θέλω να γίνω ενός άλλου
είδους νερό. Μια άλλου είδους γλώσσα.
Σαν αχτίνες χρυσές να τρυπώνω τα λόγια μου
μέσ’ απ’ τους πόρους σας, δίχως να ξέρετε,
προχωρώντας και φέγγοντας βαθύτερα, όλο 
και βαθύτερα μες στις καρδιές σας, καθώς
τις μαύρες στοές της γης
………..κατεβαίνοντας
ο ανθρακωρύχος με το λυχνάρι του.

Από τη συλλογή Το βάθος του κόσμου (1961) του Νικηφόρου Βρεττάκου

Πηγή: Νικηφόρος Βρεττάκος, η εκλογή μου, ποιήματα 1933-1991 (εκδ. Ποταμός, 2008)

W. H. Auden - Τρία ποιήματα

Ω, ΕΡΩΤΙΑΡΗ ΑΝΘΡΑΚΩΡΥΧΕ
(O LURCHER-LOVING COLLIER)

Ώ ερωτιάρη ανθρακωρύχε, μαύρε, μαύρε σαν τη νύχτα,
Ακολούθα το αίσθημά σου πάνω στους καθάριους λόφους.
Το φανάρι σου έχει σβήσει, οι σήραγγες βουβές είναι όλες.
Βάλε την καρδιά της στόχο και καθόλου μην λαθεύεις,
Γιατί η Κυριακή όπου νά ΄ναι πάει κι εσύ, Κέιτ, έτσι γρήγορα μη φεύγεις,
Γιατί η Δευτέρα φθάνει, όταν πια κανείς δεν θα μπορέσει
να φιλήσει:
Γίνε μάρμαρο στην κάπνα του, και στο μαύρο του εσύ γίνε άσπρο.

Μ Α Ι Ο Σ ( Μ Α Υ )

Μάης με το φως του να χορεύει
Ζωντανεύει αγγείο, μάτι, μέλος,
Ο μοναχικός και ο θλιμμένος
Να επανακάμψει θέλει,
Και σε κάθε ποταμάκι που χαρά για κύκνους είναι
Τα πικ-νίκ δίνουν και παίρνουν δίχως φρόντιση καμμιά
Σε άσπρα και κόκκινα έντονα πανιά.

Οι νεκροί μας μακρυνοί, κουκουλωμένοι
Αναπαύονται σε τρύπες, εμείς όμως
Έχουμε ξεφύγει απ’ τα αόριστά τους βέλη,
Δασάκια τα παιδιά όπου συναντιούνται
Και τα πάλλευκα αγγελούδια-βαμπιράκια πεταρίζουν,
Στέκονται τώρα με το μάτι σκιασμένο,
Το επικίνδυνο εκείνο μήλο είναι παρμένο τώρα πια.

Ο πραγματικός κόσμος απλώνεται μπροστά μας,
Θαρραλέες κινήσεις της νεολαίας,
Άφθονη επιθυμία θανάτου,
Οι ευχαριστούντες, ευχαριστημένοι, στοιχειωμένοι:
Ένας Δάσκαλος που αργοπεθαίνει βυθίζεται βασανισμένος
Στον κύκλο αυτό των θαυμαστών του,
Οι άδικοι κατακτούν την γη.

Και η αγάπη που κάνει ν’ ανυπομονεί
Χελώνα και ζαρκάδι, που αποθέτει
Τον ξανθό δίπλα στον μελαχροινό,
Συνιστά επιμόνως στο αίμα μας,
Πριν απ’ τα κακά και τα καλά
Πόσο ανεπαρκή είναι
Το άγγιγμα, το χάδι, η ματιά.

Δ Υ Ο Α Ν Α Ρ Ρ Ι Χ Η Σ Ε Ι Σ
( T W O C L I M B S)

Αποφεύγοντας τρελλαμένους υπαλλήλους με κοντό μαλλάκι,
Πρόσωπα θλιβερά και άχρηστα τριγύρω από το σπιτικό μου,
Στα όρη του φόβου μου αναρριχώμαι:
Ψηλά, ένας βράχος κάθετος και καφτερός. Σπηλιές καθόλου,
Μήτε και διάσελο, ούτε νερό. Με αφορμή επινοημένη,
Σύντομα πέφτω πάνω σε χαμηλότερη κορυφή λαχανιασμένος,
Φρεσκάροντας την κούρασή μου με λάθη που επιδεικνύουν
Μία ζωή που έχουν κλέψει κι έχουνε τελειοποιήσει.

Να αναρριχηθώ μαζί σου ήταν εύκολο σαν τάμα.
Φθάσαμε στην κορυφή δίχως να πεινάσουμε καθόλου,
Όμως ήταν τα μάτια που ατενίζαμε, όχι η θέα,
Τίποτα άλλο δεν βλέπαμε από εμάς τους ίδιους, ζαβούς, χαμένους,
Επανελθόντες στην ακτή, το πλούσιο εσωτερικό ακόμη
Άγνωστο: ο έρως έδωσε την δύναμη, μα έκλεψε την επιθυμιά.


Μετάφραση Γιώργος Λυκοτραφίτης


Πηγή:https://www.poiein.gr/2008/08/01/whauden-onssa-dhiethiaoa-iaouonaoc-adhssiaoni-aethnaio-eoeionaossoco/

Μάριος Χάκκας - Ποιήματα

 IV


Μυρτώ των φθινοπωρινών ξενοδοχείων
Οι κάμαρες δε βλέπουν τη βροχή.
Μόνο κοιτάζουν σ’ άδειες ντουλάπες
σ’ ένα λαβομάνο χωρίς σεμνοτυφία
σ’ έναν καθρέφτη που μετράει ρυτίδες
χωρίς πρόσωπο ένα πόδι γυμνό
σκοπεύει τα κλειστά παράθυρα
κι είναι βγαλμένα πάνω στο σεντόνι
ζαρτιέρες μάτια και στηθόδεσμος

VII

Γεννηθήκαμε ένα μεσημέρι του φθινοπώρου
για να γνωρίσουμε το σώμα μας
το πρόσωπο τα χέρια και το αίμα.

Όμως και πεθάναμε μια νύχτα
Γιατί ήταν φριχτό φριχτό φριχτό
Να δεις την όψη του θανάτου.

Αυτά όλα ήταν ανώφελα πια
δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
δεν άγγιζαν και δε μιλούσαν.

(Από την ενότητα «Μυρτώ στη φθινοπωρινή λιακάδα»)

ΙΙ

Όπου και να ‘ναι το τηλέφωνο θα μας συνδέσει με τη
Φωνή των θαλασσών και τον αντίλαλο των σπηλαίων. Όπου
να ‘ναι θα γευθούμε την αρμύρα του πόντου, την ορμή των
κυμάτων, θα νιώσουμε το σύγκρυο των υπογείων ρευμάτων.
Περιμένω επαφή με το κέντρο των βυθών. Περιμένω να
κοινωνήσω το σώμα της θάλασσας. Περιμένω να μεταλάβω
το γαλάζιο αίμα του πελάγου. Ζητά την κυρά των θαλασ-
σών, την κυρά της αιωνιότητας να με σαβανώσει στον αφρό
των κυμάτων της, να με σύρει γλυκά στον ίσκιο των βυθών
της και δένοντας με εκεί με μαγικά φύκια να με νανουρίσει
τον ύπνο του δικαίου.

(Από την ενότητα «Θαλασσινά ιντερμέτζα»)

ΙΙΙ

Άγρυπνη μνήμη καιροφυλακτεί μέσα στις φλέβες
έρπει το παρελθόν πάνω στο δέρμα
σ’ όλες τις κινήσεις σ’ όλες τις παραισθήσεις
η ανάμνηση καυτή παραφυλάει.

Μορφή χωρίς περίγραμμα
αφή σχημάτων περιχυμένα της αοριστίας τη γεύση
μπερδεύοντας τη διαύγεια των αισθήσεων
που επανέρχονται σαν να τις ζήσαμε ακριβώς παρόμοια
στην ίδια ένταση στις ίδιες αντιδράσεις
και που αγνοούμε με ποιο πρόσωπο
ποιος ερεθισμός τις επροκάλεσε
ή μήπως ήταν τάχα στα όνειρά μας.

(Από την ενότητα «Όμορφο καλοκαίρι»)

ΙΙ

Μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας
ότι όσοι έχουν οξύτατη όραση
θα επιζήσουν της πρώτης κρίσεως
των καρδιακών κρίσεων
της οικονομικής κρίσεως
ακόμη και της εσχάτης κρίσεως
αρκεί ν’ αντέξουν τις κρίσεις συνειδήσεως.

Κατά τα άλλα
πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι
γιατί δεν άρχισε να βρέχει βατράχια
αν και θα επινοηθούν ειδικά αλεξιβρόχια
αποσμητικά κατά της αηδίας
έως ότου εξοικειωθούμε με την μπόχα
των νεκρών αισθημάτων κι ελπίδων.

V

Κι αν πεθάνουν τα ψάρια
επιζούν τα αμφίβια
ίσως ίσως κι οι θαλάσσιες χελώνες
κι αν χαθούν οι αντιλόπες
σώζονται οι χαμαιλέοντες.
Καμία στενοχώρια για τη ζωή.
Τι σημασία έχει πώς θα υπάρξεις;

(Από την ενότητα «Νεκρώσιμη ακολουθία»)

(Από την ποιητική συλλογή “Όμορφο καλοκαίρι”, 1965)


Πηγή:https://www.poiein.gr/2011/03/02/iuneio-ueeao-dhiethiaoa/

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Γιάννης Ζαρκάδης - Νεροσυρμές τα χέρια σου


                                        Έπεσε μια βροχή στα ελληνικά

                              τινάχτηκε σαρκοφάγος απ' το χώμα


Νεροσυρμές τα χέρια σου

μου κάνουν στο κορμί.

Τσαγιές φυτρώνουν

κι άγνωστοι βολβοί

τα ρέματα να σταματήσουν.

Εσύ κοιτάς

τα μάτια σου γεφύρια και νερά.

Γλιστράς τον άσπρο σου λαιμό

σκαλώνεις πάνω μου

μόλις που σώζομαι απ' την κατεβασιά.


Πηγή:Σαρκοφάγος, Πλανόδιον, 2002


Νάνος Βαλαωρίτης - Ύστατο σονέτο


Τι παράξενη μοίρα αυτή να μην
παίρνομε είδηση ότι βρισκόμαστε
στους αντίποδες του εγώ και του εσύ

αφού μαζί περάσαμε ολόκληρη ζωή
απ’ την καλή και την ανάποδη ώσπου
μας διέγραψε του ποιήματος το τέλος

Νάνος Βαλαωρίτης - Ελεγείο για τον Ετοιμόρροπο Κόσμο


Καταφθάνει μεταμφιεσμένος
ένας ιός προμελετημένος
και προκαλεί καταστροφή
στα κοτέτσια στα χοιροστάσια
και στους υπολογιστές
είναι πίσω από μια φράση
κρυμμένος - μια φράση που λέει
η ζωή είναι ωραία - προσοχή
αφού ανοιχτεί η ζωή - θα πάψει
να είναι ωραία - περιμένουμε
με κομμένη την ανάσα μας
ο ύπουλος ιός να 'ρθει
από τα βάθη της Ασίας
απ' την υπερπόντια αποικία
με σκοπό να καταρρίψει
του ιμπεριαλισμού την κυριαρχία
πριν να αυτοκαταργηθεί
ο νέος ιός είναι αυτόματος
με μια φράση ενεργεί
είναι προκατασκευασμένος
να εξουδετερώσει την ανθρώπινη φυλή
Αθήνα Μάρτιος 2008

Πηγή: Χρίσματα" έκδοση Κοινωνία των (δε)κάτων 2011.

Νάνος Βαλαωρίτης - Μετάγγιση ιδιοτήτων


Δεν μας αγαπούν οι ακρωτηριασμένες
θάλασσες ούτε τα άνυδρα νησιά
είμαστε υπόλογοι στον Υπερίωνα
για την αγγειακή κατάστασή μας
είμαστε υπόλογοι στα οράματα
που μετατρέπονται γρήγορα σε εφιάλτες
σε πενταροδεκάρες του παλιού καιρού
τα πρώην χρυσά νομίσματα, οι κιθάρες
σε οπλοπολυβόλα οι αγκινάρες
σε παρκόμετρα οι ντομάτες
σε αγγούρια οι πατάτες -
κι όλα μαζί μια μάζα μια μίζα
σε παιχνίδια τυχερά: τα δόντια
της Βεατρίκης, Λυδίας και Ανεσιδώρας
λαμπυρίζουν μες στο σκοτάδι όταν
χαμογελάει - χαμογελάνε κι οι άλλες
ώστε να φαίνονται ευκρινώς
και τα δικά τους δόντια - τα μυτερά
εφόσον είναι πλέον καμωμένα
να τρυπάνε τον λαιμό των θυμάτων
αυτές οι αιμοβόρες νοσοκόμες
της βαμπιρικής Ευρώπης

Αθήνα , Μάρτιος 2012

Στο υποκύανο μάτι του Κύκλωπα

Νάνος Βαλαωρίτης - Διαγραφές (1)

Καθόταν πολλή ώρα
και χάζευε την αλήθεια
Η πολυθρόνα ήταν τριμμένη
όσο ήταν το πρόσωπό του
Καμιά μνήμη δεν τάραζε
την αναγκαία ειλικρίνεια του
Έπαιζε το μπρος πίσω
με το μέλλον
Ήταν συνηθισμένος από χρόνια
να μένει στην ίδια θέση
Περίμενε μια καλύτερη αύριο
που θα γινόταν μια καλύτερη χτες
Καμιά είδηση δεν τάραζε
το γαλήνιο μέτωπο που περιείχε το μυαλό
Τα ψώνια είχαν γίνει όλα απ' το πρωί
κι ήταν τώρα αφημένα στη γωνιά
Μια καφετιά χαρτοσακούλα
είχε λαχανικά φρούτα και κονσέρβες
Μια άλλη είχε κρέας τυρί και ψωμί
οι επισκέψεις μια φορά τη μέρα
Στην αγορά αραιώνουν οι πελάτες
προς όφελος μιας ενατένισης της αλήθειας
Έβγαινε με μια πετσέτα του μπάνιου
δεμένη γύρω από τους γοφούς της
Έβγαινε απ' τη μπανιέρα της
με βρεγμένα μαλλιά
Δεν της έλεγε πάντοτε την αλήθεια
την κρατούσε στο σκοτάδι της άγνοιας
Έπαιζε μαζί της ένα κρυφτό
που ύστερα από τόσα χρόνια
Είχε πάψει πια να είναι παιχνίδι

Πηγή: Στο υποκύανο μάτι του Κυκλώπα: ποιήματα, Ψυχογιός 2015.

Ελένη Βακαλό - Ποιήματα

  

Τις πρώτες ώρες που περνάνε
στο ποίημα οι τυφλοί


–Απ’ το ημερολόγιο του ποιήματος– 
Με τοποθετούνε σ’ ένα δωμάτιο
Τ’ ακούω από τον όγκο της σιωπής πως δεν είναι ακόμη η απέραντη νύχτα
Όταν θα βγω από την πόρτα του σπιτιού χωρίς κανείς αυτό το βήμα μου να το προλάβει
Κάποτε θα βρω ορθάνοιχτη την πόρτα του σπιτιού, θα βρω που είναι, όπως σύρριζα στον τοίχο αγγίζοντας ένα-ένα τα πράγματα κι αλλοιώνοντας τις διαστάσεις τους τα γνωρίζω
Περισσότερο υποθέτω πριν έρθει το πουλί σα ρολόι σημαίνοντας τ’ όνομά τους
          συμπληρωμένο
–το πουλί έχει μείνει σα σχήμα κι εγγράφεται στην ύλη τους, στο σίδερο ή στο ξύλο–
υποθέτω πως θα ’ναι τ’ άνοιγμα για την έξοδο ίσως αυτή τη φορά κάπου κοντά μου
 
Ο φόβος ή ό,τι είχα μάθει να λέγεται υπερηφάνια μ’ απελπισία καλεί τ’ άδειο πουλί
          που τότε έρχεται σαν ησυχάσω;

Θα φύγει πρώτο
και στη νύχτα όταν βρεθεί απλωμένο, θα πάρει σάρκα στις φτερούγες του, τα φτερά
          θα είναι μέσα της ριζωμένα, στο στήθος του θα είναι το πιο ζεστό βάρος,
κι ο λαιμός του τεντωμένος σχηματίζοντας εκείνες τις δυο αληθινές τραβηγμένες πέτσες
ταξιδεύοντας πάλι με τη φωνή των άλλων πουλιών, του γρήγορου αίματος θα γεμίζει
          στην πλημμύρα της νύχτας
Γιατί πριν να βουλιάξει αυτή η τελευταία μας νύχτα
Η άπειρη
Τη λαβή των μεγάλων συγκρίσεων
Όταν πάνω μου φώναζαν τα ωραία πουλιά
Τα ερείπια σκεπάζοντας
Και τα ψάρια νεκρά παρασύροντας
Με το σώμα τους τα πουλιά
Σαν ακέραιο σχήμα οδηγούμενο
Τρωκτικά και ψάρια μαζί
Έγχρωμα ακόμα στων πλευρών τους τα πλάγια
Οδηγούσαν
Ήταν όπως κατάλαβα μόνο αργότερα πουλιά τρομερά
Απ’ τα μάτια μου αρχίζοντας να ραμφίζουν
Τους κρωγμούς των πουλιών ποιοι θυμούνται
Θα μάθουν τι εσήμαιναν τα πουλιά


Κι απ’ των παιδιών τα γόνατα σαν πέτρες στο ποτάμι χώριζε που έτρεχε νερό
Ποια στην καρδιά μου η θέση του μίσους;





Πρέπει οι τυφλοί να λένε συχνά
στα παιδιά παραμύθια


Στο υπόγειο που ανάμεσα στις στοές του από άλλοτε των σπιτιών τα θεμέλια είναι
          ένα χτίριο
Μαζεμένο λαβωμένο στην πιο σκοτεινή γωνιά βρίσκεται κι απ’ τα πόδια του στάζει αίμα
Κι όσο τρέμει απ’ τον πόνο στο κρέας του τα σκληρά του τα λέπια ανοίγοντας
Το πονάν ολοένα
Κι έχουν φυτρώσει γένια στο πρόσωπο του από τότε
Που ένας λαός με θυσίες πηγαίνοντας και με λάβαρα και σε κύματα μουσικής
          πλημμυρίζοντας άγρια
Το κεφάλι του άφησε στο βωμό
Και στη θέση του έβαλε, στους σφαγμένους του ώμους, το κεφάλι ενός άντρα
Μουσκεύει τώρα με δάκρυα αληθινά τα μακριά του τα γένια
Ακούει πάνω απ’ τη γη τον άνεμο και μακριά απ’ το λιμάνι της πόλης το κύμα
Είναι η ρίζα της πυρκαγιάς που φοβήθηκε κάποτε με τα δάχτυλά του καμένα
Κι όπως γέμισαν τα φτερά του σκορπίζοντας τότε τ’ άκουσε που καιγόνταν
 
 
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι το έφαγε, παλιό παλιό το είδωλο μου
 
 
Κι αν γέμισε αυτό το ποίημά μου φτερουγίσματα
Είναι γιατί τα πουλιά τ’ ακούς
                                                                              Δεν τα βλέπεις μόνο
Θ’ αρχίσω τώρα να στέλνω εγώ
Από μια νύχτα
                           πουλιά
 
 
Ήταν το σκότος κι ο βουβός ο μεγάλος ο θρόμβος του άνεμου που όταν στέκεται
          περιμένοντας είναι ο ίδιος πυκνός βασιλιάς
Κι είχα να πάω στην πρεσβεία των ασύδοτων τότε εγώ εκεί όπου
διαβλέπεις δεν αισθάνεσαι πριν να ’ρθει ο καιρός
Κατεβαίνει στα γόνατα του καθήμενου, του εκτός κεραυνών κι
υπεράνω βροχών, καταφεύγει στον γνώριμο του λευκού και
του μαύρου, το άγριο πουλί
 

          Κατέφυγα στα απρόσιτα όπως λαός εν διωγμώ
 

Μα ήταν
                 ένας
                          καιρός
                                       που τα κόκκαλα, σκελετοί μεγάλοι
των ζώων και των πουλιών, φέγγανε σ’ όλο το μήκος τους απλωμένοι
          ώς την αιχμή των φτερών
                                                         ευσταθείς και μετέωροι
σαν άρματα ευρύχωρα ψηλά ανεβαίνοντας πάνω απ’ τη μάχη των εισβολών
 
Κι ήταν ο αιώνας σε κόπο
Η περιδίνηση στάχτης και σκόνης
Τ’ αλάτι ξερό
Αρθρωμένοι σωροί το καθήμενο βάρος τους
Το βουλιάζαν αργά στον πηλό

Το θυμάμαι,
                       Τα μετέωρα μεγάλα πουλιά
διέσχιζαν τότε το σώμα τους
ταχύτατα φεύγοντας περνούσαν έξοδοι ελαφιών
Οι ενταφιασμοί
                             –πόσοι–
                                              δέντρα και σκοτεινά ζώα
κι όπως τους κυνηγούσαν νεογέννητα στη ρίζα τους αφησμένα

Τινάζονταν όλος ο αέρας
Ώρα σα φυλλωσιά τρέμοντας
Σα φυλλωσιά μυρίζοντας
Κι από κάτω κλείνονταν στο χώμα μαζί του
Φωλιές και ψυχές πολλών μικρών ζώων





Το περιστέρι μου

Τα πούπουλα περιβρέχονται το αίμα ζεστά
Λιγάκι καμιά φορά ανοίγοντας το παράθυρο
                                                                                  Αλαφριά
Τ’ αγέρι που φεύγει ένα το παίρνει
Στα χόρτα ακουμπάει μετά της δροσιάς
                                                                      Και απόπεμπτο
Με κείνη τη ζέστη του φτεροκοπάει ο θάνατος
Κι ακόμη, δεν ξημέρωσε καλά καλά.






Η έννοια των τυφλών


                                                                         – Απʼ το ημερολόγιο των τυφλών –

Απλώθηκε σα σκιά απειλής και ησυχίας μεγάλης, όταν μέσα της βρίσκεσαι
          και δεν έχεις να λες
το «πότε πια θα ’ρθει»
Εφηβεία καινούργια με χλόη που μαύρη, τώρα καθώς το μπορούσα κατάματα
          να βλέπω τον ήλιο, στις παρυφές του φυτρώνει

Κι όπως τότε που έρωτα περιμένοντας την καρδιά μου φοβόμουν
Πολλά γύρω μου κι αόριστα κι ακοές πιο ωραίες
Όπως πάντα πλησιάζοντας τη σιωπή και οι ψίθυροι και τα νεύματα που διακρίνεις

Όλα μοιάζαν πως χάνονταν κι όλα τότε ξανοίγαν
Νοσταλγία αργής μεταμόρφωσης συνοδεύει το ποίημα
Γιατί τάχα πώς να βρεθήκανε οι επιθυμίες στο ποίημα και τα άλλα που τον
          θάνατο ετοιμάζουν;

Αυτά ένας συλλογισμός βαθύς τα αναπαύει


Ζώνες που αστράφτουν έρημες κι απρόσκοπτος ο αέρας τους περνάει από τη γη


Με το γυμνό κεφάλι του και τις μικρές ψιλές φωνές, τις γρήγορες
Του λάρυγγα
Διασχίζοντας –τι γρήγορα– τις ζώνες του καιρού
Όχι με μιας
Με πάλεψε, σ’ όλο το σώμα μου έσκαψε για τα όμοια του φωλιές
Κι έγινα κατοικία άγριων πουλιών
Στη μέση ερημιάς


Τώρα εκεί θα κατοικεί τ’ ωραίο πουλί
Σ’ ένα κουβάρι συνωστίζεται αναπνοής
Το τρωκτικό των θεμελίων




Ποια χάραξε στα χείλη μου η λέξη αμυχή


Ήταν δίχτυ ψυχών τα πουλιά, ήταν παγίδες, δεν άφηναν ανοιχτό ουρανό






Από τη συλλογή «Η έννοια των τυφλών» (1962).
Πηγή: «Ελένη Βακαλό, Το άλλο του πράγματος [Ποίηση 1954-1994]», Νεφέλη 1995.

https://ppirinas.blogspot.com/2023/10/?m=0
Πηγή: 

Νίκος Καρούζος - Lahout


Αναδεύουμε κατάλοιπα της μυθιστορίας
ποίμνιο από φυσαλίδες τα νοήματά μας
κι ο ποιμένας
κανένας.
Ενορία μου δε σ' έχω πια στην καρδιά μου.
Συνέχεια αιμορραγεί το Άπειρο κριθαρένιο
κ' η ποίηση όλο κι όλο
η σφιχτή εξάρτυση της απέραντης υγείας μου.
Χαραχτήκαν ένα-ένα τώρα στου πόνου μου το κρατίδιο
τα βαρβαρικά μου δάκρυα.
Η ώρα είναι ένατη κι αχνοτρέμει η αδειοσύνη
μεροκαματιάρηδες οι άνεμοι αλφαδιάζουν ορίζοντες
εδάφια με κρέας απ' το ευαγγέλιο η οσμή τους
καθαγιάζει πάντοτε
τις αναφαίρετες γιορτάδες
κ' η αγωνία μου παγκοσμίου φήμης παγιδεύοντας
τα ξυπνητά μου ονειρώδη
νωθρότητα με δίχως ναργιλέδες.
Το μπόλι της αγάπης δεν το δέχτηκε ο κόσμος
υστέρημα η Άνοιξη
ανύπαρχτο πουγγί
μπλόφα χοντρή η Άνοιξη το θαλασσί
εγγύηση χωρίς εγγυητή.
Καλά βρε αδερφέ μην κάνεις έτσι, δε μας βλέπεις;
Επισκευάζουμε τώρα την κοσμοθεωρία.

Πηγή: Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα, 1980

Ηρακλής Μίγδος - Το μολύβι


Τούτο το μολύβι και τούτο το χαρτί

μου ‘σωσαν τη ζωή.

Ήταν εδώ, τον πόνο μου να βγάλω

σε κάθε δύσκολη στιγμή.

Δεν είναι τέχνη, δεν είναι ασχολία.

Το γράψιμο για κάθε άρρωστο είναι θεραπεία.

Ηρακλής Μίγδος ( 2005)

  Πηγή:  Έπεα πτερόεντα, Διάνοια  2024.


Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Antonio Tabucchi - Ρέκβιεμ, μία παραίσθηση (απόσπασμα)

Φωνές.Τι ωραία που θα ήταν αν μπορούσαμε να μεταφράσουμε σε λέξεις τις συγκινήσεις που έχουν προκαλέσει μέσα μας οι φωνές αυτών που αγαπήσαμε στη διάρκεια της ζωής μας ! Παρ' όλα αυτά τις κουβαλάμε μέσα μας , στο πιο βαθύ κομμάτι του εαυτού μας, σαν θησαυρό σε κοσμηματοθήκη που δεν μπορούμε να τη δείξουμε σε κανέναν , και της οποίας μονάχα εμείς έχουμε το κλειδί . Ο ανύπαντρος θείος που φλερτάριζε τα κορίτσια , που αγαπούσε τη λογοτεχνία , που σκοτώθηκε σε δυστύχημα και που εμείς τον ακούσαμε , εκείνη την ίδια μέρα , να διηγείται μελαγχολικός μια ερωτική του απογοήτευση.Ο άξεστος και τρυφερός παππούς ο οποίος , με έναν τόνο εξέγερσης που ακόμα δεν είχε σβήσει αλλά παραδόξως χαρακτηριζόταν από μια νοσταλγική φλέβα , περιέγραφε το χαράκωμα στο οποίο πολεμούσε στον Μεγάλο Πόλεμο. Η κυκλοθυμική αδελφή του , κάποιες εποχές γενναιόδωρη σε χαρούμενους ήχους όπως εκείνοι του σπίνου , και κάποιες άλλες εξαιρετικά τσιγγούνα σε λέξεις , αποκαλύπτοντας έτσι την γκριζάδα της κατάθλιψής της . Και κάποιες άλλες φωνές : φωνές της παιδικής μας ηλικίας , της παιδικής ηλικίας του καθένα μας . Μα πώς να τις επαναφέρεις ; Οι λέξεις που γράφουμε στο χαρτί είναι κωφές : ακολουθούν ματαίως εκείνες τις φωνές , χωρίς να κατορθώνουν ποτέ να πιάσουν τη χροιά τους . Βρισκόμαστε στο επίπεδο της αφαίρεσης , και η αφαίρεση δεν είναι μεταφράσιμη.

μετάφραση: Ανταίος Χρυσοστομίδης

Vauquelin des Vetaux - Επικούρειο

 Κώστας Βάρναλής - Επικούρειο

Λίγοι σου να ’ν’ οι συγγενήδες, τα έξοδά σου

ναν τα ζυγιάζεις και παντού την ηδονή

να κυνηγάς, χωρίς να βλάβεις την υγειά σου.

Ποτές καρδιά μηδέ ψυχή να σου πονεί.


Φιλοδοξίες και τα λοιπά διώχνε μακριά σου,

οι σπιτικοί σου να σ’ ακούνε ταπεινοί,

χωρίς ανάγκη κανενού τη λευτεριά σου

κράτα ψηλά, που πασανείς να σε φτονεί.


Λαλήματα, μπαξέδες, ζουγραφιές και στίχοι,

σε μπόλικο τραπέζι ολίγοι καλεσμένοι,

τον εαυτό σου αγάπα κι όχι την Ελένη!


Να σε τιμάνε πρίγκιπες έχε την τύχη·

λίγα παιδιά, χωρίς γυναίκα, κι ας σε σβήσει

γλυκός ο θάνατος εδώ στο θείο Παρίσι.


Μετάφραση: Κώστας Βάρναλης

Mεταφράσεις

Κώστας Βάρναλης - Ο καλός πολίτης

 Σαν ήρτε η ώρα να πεθάνω
έλα κοντά μου, μπάρμπα Θάνο.
Δώσε μου πρώτα ένα ποτήρι,
ξέχειλο κι είναι το στερνό,
άνοιξε και το πανεθύρι
να μπει το φως το βραδινό.

Και μην αρχέψεις φασαρία
και μου ταράξεις το παιδί
και την καημένη τη Μαρία,
που φως ηλιού δεν έχει δει:
του πλυσταριού την κλειούν οι τοίχοι
να ξενοπλένει και να βήχει.

Για να πληρώσεις τους παπάδες
κάνε το γάιδαρο παράδες,
καρέκλες, μπατανίες ξεπούλα
κι απέ τη χήρα (πως πονώ!)
βάν’ τη σε πλούσιο σπίτι δούλα,
δος και το Λάμπη για ορφανό.

Κι άμα θα φτάσω με πολλά
μεγάλα σάλτα μακρουλά
στον έφτατο ουρανόν απάνω,
θα κάνω τούμπες εκατό
στων ουρανών το δυνατό,
το βασιλιά και το σουλτάνο.

Ω! Τι λουλούδια στις βραγές
και τι πουλιά μπουκλάτα!
Εγώ ‘μαι ο Νικολός. Σταμάτα!
Το παρατσούκλι μου Τζογές.
Είχα συμπέθερο το Ρίζο
κι είχα το γάιδαρο τον γκρίζο.

Πάγαινα πάσα Κυριακή
και πάσα μέρα σκόλη
στον Άη Μηνά για προσευκή
και με το σούρουπ’ όλοι
σμίγαμε πάνου στο πατάρι
να στούξουμε το γιοματάρι.

Κάποτε τράβηξα το λάζο
με το μανίκι το γαλάζο
να μαχαιρώσω τον Τζανή
τον άντρα της Κωνσταντινιάς,
μα σκόνταψα σ’ ένα σκαμνί
κι έτσι δε γέννηκα φονιάς.

Βαριάν εσήκωσα τη χέρα
από θυμό μαζί και γούστο
κι έδειρα τη Μαριώ μια μέρα,
γιατί ‘θελε καινούργιο μπούστο.
Την έδερνα φορές πολλές
να με φοβάται, καθώς λες.

Και τι δεν έπραξα καλά!
Μια νύχτα βρήκα ένα βερέμη
μες στην κατώγα μου να τρέμει,
να κλαίει και να παρακαλά.
Ήταν φονιάς. Τον πήα στο Τμήμα
για να μην έχω εγώ το κρίμα.

Κάποτες ήρθε μες στα λούσα,
τις πούδρες και τις μυρωδιές,
στη γειτονιά μια κωλοσούσα.
Τι ντόρος ούλες τις βραδιές!
Πρι να μας κάψ’ η Αφροδίτη,
φωτιά της έβανα στο σπίτι.

Όντας με πήρανε στρατιώτη
στον πόλεμο τον τελευταίο
καθάρισα κάτι αιχμαλώτοι.
Κι άμα κανείς (εγώ δε φταίω)!
γκρίνιαζ’ ενάντια του πολέμου
τον έστελνα μουσκέτο, θε μου.

Κι αν αρρωστούσα κι αν πεινούσα,
πλούσιον κι αφέντη προσκυνούσα
(το θέλημά σου σεβαστό).
Και τώρα, πόχω πια πεθάνει,
του Παραδείσου που μου κάνει,
άνοιχ’ την πόρτα δε βαστώ!


Ποιητικά

Σοφία Πόταρη - Το σώμα σου


To σώμα σου ποθώ γλυκέ μου έρωτα

Το σώμα σου

Απόψε μέθυσα από του καλοκαιριού τις μυρωδιές

Κι απ’ το μακρύ βαυκάλημα των τριζονιών

Που αγαπιούνται μέσα στα φυλλώματα

Έλα

Μπροστά στον αφρό μιας θάλασσας που εκρήγνυται

Πάνω στα βότσαλα που φίλαγαν τα πέλματά μας πριν

Που αγκαλιασμένοι κερνούσαμε ευφροσύνη τον άνεμο

Έλα

Θέλω να πλέξω τα μαλλιά μου γύρω από τη μέση σου

Και ν’ ανασάνω τη δροσιά που κολυμπάει στα μάτια σου

Έτσι καθώς θα στάζεις μέσα στην παλάμη μου

Έλα!

Στον ουρανίσκο σου επιθυμία να με στριφογυρίσεις

Kι αλμύρα ερεθιστική στης γεύσης σου την προσδοκία

Λησμονώντας γλυκά εσένα κι εμένα

Να θυμάσαι εμάς!

Όταν απειθάρχητα μέσα μου θα καρφώνεις

Πυρακτωμένη την υπόστασή σου

Στο ξύλο της ύπαρξής μου

Έλα

Και μείνε εκεί

Ρανίδα σφαλισμένη επάνω μου

Βαθιά χυμένη μες στους πόρους μου

Στης σάρκας φωλιασμένη τη λαχτάρα

Έλα!

Η νύχτα μας καλεί ηχώ μας

Κόκκινο να χυθούμ’ εμείς κρασί

Μες σε μια θάλασσα κατάμαυρη

Καθώς θ’ αποτεφρώνεται από πόθο


Από τη συλλογή Δηλητήριο σε μέλι (2016)

Ειρήνη Μαργαρίτη - Απ’ την αρχή του κόσμου

Θυμάμαι ήταν θάλασσα. Πέρναγε το νερό στα χέρια σου.
Θυμάμαι είπα κρυώνω. Κι ήταν καλοκαίρι και σώματα,
εκατομμύρια κουκκίδες άμμου. Ο ήλιος έμοιαζε μικρός, αφού
κρυβόταν πίσω απ’ το λαιμό σου. Κι ύστερα όλη αυτή η σκέψη
για τις ιστορίες. Απ’ την αρχή του κόσμου και μετά. Πως πέφτανε
στα μάτια μου. Σταγόνες. Κανονικά, είπα, θα έπρεπε να υπάρχει
κάπου εδώ ένα μονοπάτι από λέξεις που πάει στο βυθό. Κι ίσως
ίσως πιο μέσα κι από εσένα.

Από τη συλλογή Φλου, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2019

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poems-man-summer/5/ ]

Έφη Καλογεροπούλου - Έκτη νύχτα – IV

να μη σε χάσω σκέφτομαι

και στης θάλασσας την άκρη περπατώ

ώρες κάτω απ τον καυτό ήλιο

ξυπόλητη στην άμμο

να μη σε χάσω στη σκέψη μου έρχεσαι

και ο φόβος μου κύματα ξεφυλλίζει ανάγνωσης

ενός παρατεταμένου σε αγωνία μυθιστορήματος

που ο ταξιδιώτης του δωμάτια αλλάζει στο νερό και

ο καθρέφτης της θάλασσας το βλέμμα του εγκλωβίζει

και παίζει αυτός με τη ζωή του

κι η ζωή μου με τους αστερίες της εδώ να

και πάλι

να μη σε χάσω

να μη σε χάσω

και πίσω μου μαζεύω τα ίχνη σου

ένα ποτάμι που το τυλίγω όπως όπως

και πρόχειρα τοποθετώ στη τσέπη

και να φωνάξω θέλω πώς είσαι εσύ το νησί μου

και ο βυθός μου

και το καλοκαίρι μου για όσα ακόμη καλοκαίρια

που δεν θα μάθουμε ποτέ τον αριθμό

και μυρίζει ο αέρας, το χώμα κι η θάλασσα από σένα

και

δεν ξέρω τι να την κάνω αυτή τη μνήμη,

που κρύβεται στις κοιλιές ετούτων των ψαριών

κι αστράφτει στον ήλιο

σαν άλλος λαβύρινθος νερού με τη σοφία του

έτσι που εγώ να πλέω προς τα σένα φτάνοντας

κι εσύ μπροστά μου το χέρι να μου απλώνεις

φεύγοντας


Πηγή:Από τη συλλογή «Άμμος», εκδ. Μετρονόμος, 2013

Πηγή : Andro.gr [ https://www.andro.gr/empneusi/poems-man-summer/3/ ]

Αλεξάνδρα Μπακονίκα - Δύο ποιήματα

 Χωρίς έλεος

Την κτύπησαν αντιξοότητες
τσαλαπατήθηκε, έγινε σμπαράλι.
Για να ξεχνιέται, στα τυφλά πηγαίνει
και χώνεται σε συντροφιές που παλιά
την καταδέχονταν.
Παλιά απέδιδε, πουλούσε πνεύμα και αστεία.
Όμως τώρα τους ενοχλεί με την ασκήμια,
τη βουβαμάρα, την παθητικότητά της.
Για να σε δεχτούν ανάμεσά τους
κάτι σπουδαίο πρέπει να διαθέτεις σε εμφάνιση,
αυτοπεποίθηση- και προπαντός να τους διασκεδάζεις.
Τα αυστηρά κριτήρια φυλάχτηκαν.
Της φέρθηκαν ελεεινά,
σαν κουρέλι την ξαπέστειλαν
- σύμφωνα με την απέχθεια της συντροφιάς
για τους αποτυχημένους.

Το τελευταίο ρούχο

Από καιρό την πολιορκούσε
κι όταν τη βρήκε στην αμμουδιά,
ανάμεσα σε γνωστούς και φίλους-
άπλωσε την πετσέτα δίπλα της,
κι όπως ξάπλωναν κοντά, την άγγιξε.
Στάθηκε τυχερός με την άμεση
ανταπόκρισή της: Σηκώθηκε και τον οδήγησε
στο απόκρυφο ακρογιάλι.
Σταμάτησαν απόμερα,
και με την πείρα της στους άνδρες
-γνώριζε την έξαψη που προκαλούσε ολόγυμνη,
πέταξε και το τελευταίο ρούχο από πάνω της
και μπαινόβγαινε στο νερό.
Μπαινόβγαινε πολλές φορές
κι επιδειχτικά, σαν να του έλεγε:
«Θα πεθάνεις από λατρεία για μένα».

Πηγή: Θείο κορμί, Θεσσαλονίκη: Διαγώνιος 1994.