Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023

Βασίλης Βασιλικός - Μέσα στη νύχτα...


Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας,
κρατούν τον οικοδόμο.
Έγραψε, λεν, συνθήματα στους τοίχους.
Με την τανάλια του ξερίζωσαν τα νύχια
ένα ένα, καθώς μαδούν τα πέταλα
της μαργαρίτας: «Μ’ αγαπάς; Δεν μ’ αγαπάς;»
Για την περίσταση: «Ελευθερία ή Θάνατος».

Στο πέμπτο δάχτυλο, με το μεγάλο νύχι,
εκείνο που καθάριζε το αυτί του,
βρήκαν «Ελευθερία». Όμως στο δέκατο
τον βρήκε ο «Θάνατος». Αντί
να τον σκοτώσουν, του ζήτησαν
να υπογράψει πως είναι με το καθεστώς.

Και είπε: «Τα χέρια είναι για τις σκαλωσιές.
Δεν ξέρουν, ακόμα κι αν μπορούσαν, πώς
να κρατούν μολύβι. Ένας χτίστης λιγότερο,
δεν είναι ένα σπίτι που λείπει».
Μέσα στη νύχτα της Ασφάλειας,
κρατούν τον οικοδόμο.

Τα νύχια φυτρώνουν μόνα τους,
καθώς τα γένια των νεκρών
πέρα απ’ το θάνατό τους.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006), Ενότητα: 
[Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 1: Μέσα στη νύχτα...]

Πηγή: https://www.translatum.gr/

Βασίλης Βασιλικός - Μεσονύχτι


Η πολιτεία σβήστηκε κάτω απ’ τη νύχτα.
Κι απόμειναν ελάχιστα φώτα, σπαρμένα εδώ και κει,
μέσα στον μαύρο αγρό τους.

Το φως του τραμ που δείχνει πόσο άδειο είναι το βαγόνι.
Το κόκκινο φωτάκι μιας φάμπρικας που ψηλώνει,
σα μάτι γυμνό,
σα μάτι που του πέσαν τα τσίνορα
που δεν έχει πια κόρη.
Το φως που γλιστρά μέσ’ απ’ τις γρίλιες
σαν το τρεχούμενο νερό μέσ’ απ’ τα δάχτυλα,
όχι καλά κλεισμένα,
(ποιος ξέρει πίσω απ' τις γρίλιες
ποιοι ζούνε, τι κάνουν;)
Το έρημο φως του δρόμου
που μαζεύει κι απλώνει τις σκιές
αυτών που κάτω του περνούνε.
(Έχει κι ο νυχτοφύλακας το δικό του φανάρι.)
Και πέρα, στο βάθος, σε συντροφιές,
τα φώτα της πολιτείας,
που μοιάζουν διαμάντι τριμμένο
πάνω σε σκούρο απλωμένο βελούδο.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006), 
[Τα προεφηβικά (1948-1951) – Σαπφώ (1950-1951)].

Πηγή: https://www.translatum.gr/

Βασίλης Βασιλικός-18



Στον Πέτρο Ανταίο

Τασκένδη μακρινή, όπου ανθούν
«τα στυφά, σοφά γκόρτσια του χρέους»,
τρία μερόνυχτα απ’ τη Μόσχα με το τρένο
πέντε ώρες με τ’ αεροπλάνο
και βάλε Μόσχα – Γιάννενα, Μόσχα – Πεντάλοφο,
Μόσχα – Λάκα-Σούλι, όπου ακόμη ο αραμπάς
καταπονεί τους δρόμους. «Υπάρχουν Έλληνες
τύπου Τασκένδης», είπε και γέλασε.
Μα η αντάρτισσα δεν γέλασε καθόλου,
ούτε ο αδερφός της που είκοσι χρόνια
«λίμαξε πατρίδα η ψυχή του».
Τασκένδη η σεισμόπληκτη, στα σύνορα της Κίνας,
με τους σαράντα σου υπό σκιάν το καλοκαίρι,
«σαν την Ελλάδα», είπε, «όπου τα μονοπάτια
στο αντάρτικο γίναν αυτοκινητόδρομοι
για τους τουρίστες∙ «σαν την Αθήνα», είπε,
«όπου οι δρόμοι της Αντίστασης
βαφτίστηκαν με ονόματα ξένων σωτήρων».
Τασκένδη με τους ορεινούς, τωρινούς επιστήμονες
(παιδίατροι, ηλεκτρονικοί, μεταλλειολόγοι),
που κάποτε θα γύριζαν πιο χρήσιμοι στον τόπο τους,
μα η πατρίδα, αντί να ’ρχεται πιο κοντά,
όλο και ξεμακραίνει, σαν τα όνειρα
που τα ξεχνάς όσο καλύτερα ξυπνάς
κι είναι το ολέθριο νερό της βρύσης
μια κατάρα, ώσπου λυτρωτική σε ακουμπά
η κεντημένη απ’ τη γιαγιά σου
«ΚΑΛΗΜΕΡΑ» στην πετσέτα.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006), Ενότητα: [Λάκα – Σούλι (1967-1974), ενότητα 2: Λάκα – Σούλι].

Πηγή: https://www.translatum.gr/

Βασίλης Βασιλικός - Εισαγωγή


Κι ας μη νομίζουμε πως είμαστε μεγάλοι,
τρανοί, υπερκόσμιοι κι αθάνατοι ποιητές.
Περνούμε εμείς∙ έρχονται πίσω άλλοι
κι όλοι μας είμαστε φτωχοί τραγουδιστές.

Ξεπέσαμε –πουλιά αποπλανεμένα–
στη γη∙ κι αναρωτιόμαστε: «πού πάμε;»
Κι εκεί που άλλοι μισούνε –μάταιη έννοια–
τις ομορφάδες της, περνώντας τραγουδάμε.

Αδιόρθωτοι κι ανώφελοι νεφοπαρμένοι
–κι ίσως για σε, αναγνώστη, να ’μαστε τρελοί–
μας τυραννά στο διάβα μας η σκέψη: «τι απομένει;»
κι ένα αναπάντητο κι ασίγαστο «γιατί;».

Κι έτσι φεύγουμε εμείς∙ μας ακολουθάνε άλλοι∙
με άλλα τραγούδια τραγουδούν τις ομορφιές.
Δεν είμαστε τρανοί∙ δεν είμαστε μεγάλοι.
Μόνο περνούμε σαν φτωχοί τραγουδιστές.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006), Ενότητα: [Τα προεφηβικά (1948-1951) – Το χιώτικο γιασεμί (1948-1949)]

Πηγή: https://www.translatum.gr/

Τάσος Λειβαδίτης - οι γερανοί

 Κι αργότερα, όταν με τόσες ελπίδες εγκατασταθήκαμε στο καινούργιο

σπίτι κι αλλάξαμε θέσεις στα έπιπλα

είδαμε πως δεν κρύβεται το παλιό μεγάλο σφάλμα μας και πως τα

πράγματα έχουν μια δική τους μοναξιά

και μια δική τους δικαιοσύνη. Ανοίξαμε τότε το παράθυρο κι είδαμε

τους γερανούς να περνούν.

Αλλά πoιο ήταν το σφάλμα μας; Ποτέ δε μάθαμε. Και μόνο καμιά φορά

μέσα σ' έναν εφιάλτη βρίσκουμε κάποια απάντηση

αλλά δε θέλουμε να την πιστέψουμε. Προς τι λοιπόν τόσα όνειρα αφού

όλα θα τελειώσουν κάποτε

και κανείς δεν ξέρει ποια θα 'ναι η κρίσιμη ώρα --

πράγματα που τ' ανακαλύπτεις όταν είναι πια αργά (πάντα ήταν αργά)

κι η ευωδιά ενός μαραμένου ρόδου είναι πιο τρομερή κι από 'να

φάντασμα.

Κάποτε θα μας πνίξουν τόσα ανείπωτα λόγια.


Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου, εκδόσεις Κέδρος

Βασίλης Βασιλικός - Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (απόσπασμα)

 "...Εκεί στο Ζ (1967) θα μπορούσε να είχε τερματιστεί και η θητεία μου στα Γράμματα και να είχα ανακηρυχθεί σαν το μεγάλο ταλέντο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Γιατί ο,τι αρέσει στη "διανόηση" είναι ακριβώς τα βιβλία που έγραψα μέχρι τα τριάντα τρία μου χρόνια. Και δεν μου το συγχωρούν ότι δεν πέθανα, ότι δεν αυτοκτόνησα, δεν δολοφονήθηκα κατόπιν,  ώστε να μείνουν με αυτό το απαύγασμα ενός ταλέντου σπάνιου, που ποιος ξέρει τι αριστουργήματα θα μας έδινε αν ζούσε...

Κι ωστόσο, το "ταλέντο", εγώ, επέζησα και τίποτα δεν άρεσε κατόπιν στην ιντελιγκέντσια...

Εγώ δεν θα επιτρέψω σε ένα συγκεκριμένο κονκλάβιο να καθιερώσει αυτά που το συμφέρουν. Γιατί όλα γίνονται από συγκεκριμένα κέντρα λήψης αποφάσεων και ορισμένους ικανούς ατζεντηδες...

Μ' εμένα όμως δεν θα το πετύχουν, γιατί εγώ ξέρω πριν από αυτούς και γι' αυτούς πώς οργανώνονται και πώς παίρνονται τα Νομπέλ. Εγώ, πριν από αυτούς, είχα ειδοποιήσει τον Ελύτη, το '77. "Βούλωσ' το για δύο χρόνια, αν θέλεις το βραβείο". Κι ο Ελύτης, όταν έμαθε ότι το πήρε, αφού προηγουμένως το είχε βουλώσει κανονικά, αναφώνησε στη Μαρίνα Καραγάτση, η οποία και μου το μετέφερε: "Μου το είπε ο Βασίλης"..."

Από την αυτοβιογραφία του "Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα" (εκδ. Κέδρος)

Γιάννης Βαρβέρης - Αναπήρων πολέμου



Είπες να κλείσω το φως
Όμως αν τύχει και κοπεί το ρεύμα
και δεν πάρουμε είδηση
και μείνω ή μείνεις μέσα στο δωμάτιο
μόνος αγωγός του ηλεκτρισμού;
Άσε αναμμένο σε παρακαλώ
αυτό το σίγουρο σκοτάδι.

Γρίλιες λοξές, κάγκελα της κοιλιάς σου.
Αργά διαλύονται σα θαύμα με το βράδυ.
Έτσι γλυκά αλλάζω φυλακή.

Εσύ με το κορμί μου στο σκοτεινό εργαστήρι μας
της αγγειοπλαστικής.
Εγώ μ’ ένα κερί έξω απ’ την πόρτα
αναποφάσιστος.

Μες στο σκοτάδι χάνουμε το ένα μας χέρι
Σέρνεται στο χαλί, στους τοίχους στα έπιπλα
και τα μαθαίνει να χαϊδεύουν με τον τρόπο τους
τα σώματά μας.

Μες στο σκοτάδι πάλι απόψε πίστεψα
πως είμαι εγώ για σένα.
Κι εσύ όπως πάντα πίστεψες
το ίδιο για μένα.
Μόνο η πνιγμένη λάμπα ξέρει.

Σβήνω το φως. Να μη μιλάς.
Μην ανασαίνεις.
Βεβαίως δεν πρόκειται για υποβολή
καθώς σ’ αφήνω να νομίζεις.
Επάνω σου μαθαίνω κι εξασκώ
το φάντασμά σου.

Όταν δεν έχει μείνει σάρκα πια
παρά στον αέρα μόνο
τα ούλα μας να στάζουν
ανασηκώνεται η αγάπη
κι ανάβει το φως απαλά.

Τι να το κάνω εγώ
το φως ή το σκοτάδι;
Ένας τυφλός δεν έχει επιλογή.
Πάει σα σκυλί
ξοπίσω απ’ το σκυλί του.


Γιάννης Βαρβέρης, Αναπήρων πολέμου, Εκδ. Ύψιλον, 1982

και Ποιήματα Α’ 1975-1996, εκδόσεις Κέδρος, 2000.


Leonard Cohen - Treaty


 

Tom Waits - Make It Rain


 

Tom Waits - All The World is Green


 

Tom Waits - San Diego serenade


 

Portishead - Mysterons


 

Johnny Cash and Fiona Apple - Bridge Over Troubled Water


 

Amy Winehouse - Stronger Than Me


 

Chopin - Complete Nocturnes (Brigitte Engerer)


 

Θανάσης Παπακωνσταντίνου & Μάρθα Φριντζήλα - Άυπνη Πόλη


 Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Δίσκος: Η Βροχή Από Κάτω

Bessie Smith - Nobody Knows You When You're Down and Out


 

Amy Winehouse - Will you still love me tomorrow


 

Tor Aulin - Violin Concerto No. 3, Op. 14 (1896)


 

Francisco Goya - Yard with Lunatics (1794)


 

Marianne Faithfull - Who Will Take My Dreams Away


 

Virginia Woolf - Τα κύματα (απόσπασμα)

 Και μέσα μου το κύμα φουσκώνει∙ σηκώνεται∙ λυγίζει τη ράχη του. Για άλλη μια φορά νιώθω μια επιθυμία να φουντώνει, να ορθώνεται σαν το περήφανο άλογο που ο καβαλάρης του το κεντρίζει κι ύστερα το συγκρατεί. Ποιον εχθρό βλέπουμε τώρα να προχωράει καταπάνω μας, εγώ κι εσύ άλογό μου, καθώς στεκόμαστε και χτυπάμε την οπλή στο πεζοδρόμιο; Το θάνατο. Ο θάνατος είναι ο εχθρός. Ενάντια στο θάνατο καλπάζω με το ακόντιο μπροστά και τα μαλλιά μου ν’ ανεμίζουν, σαν νέο παιδί, σαν τον Πάρσιφαλ που κάλπαζε στην Ινδία. Χώνω βαθιά τα σπιρούνια στ’ άλογό μου. Καταπάνω σου θα ορμήσω, ανένδοτος κι ανυποχώρητος, Θάνατε! 

Τα κύματα έσπαγαν στην αμμουδιά. 

Βιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, μτφρ. Άρης Μπερλής

Martha's Dream - Nick Cave & Warren Ellis


 

Nina Simone - Heaven Belongs To You




 

PJ Harvey - Claudine, The Inflatable One


 

Βασίλης Βασιλικός - Παντού ακούω τη σιωπή


Παντού ακούω τη σιωπή.

Στη λιτανεία των κυμάτων,
στη μέρα που σβήνει στης νύχτας τη διαδοχή.

Παντού ακούω τη σιωπή.
Στη γη που περιγράφει τον ήλιο
Και στων άστρων την επαγρύπνηση.

Παντού ακούω τη σιωπή.

Στ’ ακατάχτητα βουνά που καταχτούν το φως
Στη σκιά που απλώνεται και τρικυμίζει.

Παντού ακούω τη σιωπή.

Πίσω απ’ τις φωνές των ανθρώπων,
μπρος από κάθε θόρυβο.

Παντού με ακούει μια σιωπή.
Παντού με προσμένει μια σιωπή.
Μια ατέλειωτα απλωμένη σιωπή
το τέλος κι η αρχή της σιωπής μου.


Από τη συγκεντρωτική έκδοση Βασίλης Βασιλικός: Τα Ποιήματα (2006), Ενότητα: [Τα προεφηβικά (1948-1951) – Σαπφώ (1950-1951)].

Πηγή: https://www.translatum.gr/

Αντιγόνη Βουτσινά - Πέντε ποιήματα

 τρι(α)μελής οικογένεια

Ο πατέρας,
ζωντανό αλεξικέραυνο στη θλίψη.
Η μητέρα,
άκακος κεραυνός.
Οι δυο μαζί·

ηλεκτροφόρες λύπες
που δεν έπιασε το αλεξικέραυνο.

Ανεβείτε τώρα στην ταράτσα
να δείτε το καμένο σας παιδί.

 

ανατροφή

Λείπω
Λείπεις
Λύπη

Οικόσιτο ρήμα.
Το είχε δέσει η μάνα
μ’ ένα λουρί από το πόδι μου
για να μου κάνει συντροφιά όταν εκείνη
λύπη.
Ξέρω καλά τους χρόνους του και τις συνήθειές του.
Καμιά φορά,
στο τρίτο πρόσωπο βγάζει τη μάσκα
και απλώνεται
με ήττα.

(Εκτός κι αν κάτι
δεν έμαθα καλά.
Από παιδί.)

 

οι αριθμοί

“Μάθε επιτέλους να μετράς”,
από παιδί του φώναζε ο πατέρας
κι αυτός προσπαθούσε τόσο
που όταν ο πατέρας πέθανε
έσκυψε πάνω απ’ το φέρετρο
και του ‘πε:
“Πέθανες στις τρεις και τέταρτο ακριβώς.
Ζύγιζες εβδομήντα έξι κιλά.
Ως ώρας έκλαψα δώδεκα λίτρα δάκρυ.
Απέχεις τετρακόσια είκοσι μέτρα από το μνήμα.
Σου έφεραν εξακόσια δεκαοχτώ τριαντάφυλλα.
Είδες πατέρα; Τα υπολόγισα όλα”.
και τον κοίταξε για τελευταία φορά.
Με μια λύπη

αμέτρητη.

 

μάνα

η λέξη αυτή
ποτέ δεν μπήκε σε ενεστώτα
Παρά μόνο όταν
ήρθε Εκείνος.

Ο κίτρινος Παρατατικός.

Και τώρα παρακαλώ,
κάποιος
ν’ ανάψει τα φώτα
μες στο ποίημα.

 

η αλκοολική μοδίστρα του ουρανού

Δεν μπορώ να δω τα πουλιά.
Αντικρίζοντάς τα,
βλέπω τις μαύρες κόπιτσες του ουρανού
που συγκρατούν τα τραύματά του.

Μετά, έρχεται το απόγευμα
κι η ράφτρα του πόνου πίνει τόσο πολύ
που αρχίζουν να τρέμουν τα χέρια της,
χάνει τις κόπιτσες
και αφήνει ακάλυπτο
για λίγο
το δέρμα του ουρανού.

Τότε, από εκεί
εγώ κοιτάζω την πληγή
κι εσείς το ηλιοβασίλεμα.

Τα ποιήματα ανήκουν στην ποιητική συλλογή “Το λάθος ποίημα” της Αντιγόνης Βουτσινά, εκδ. Μελάνι, 2012.

Χρήστος Αγγελάκος - Το δάσος των παιδιών (απόσπασμα)



Βιώνεις κάτι σωματικά πυκνό, όταν ανοίγεις βιβλία που διάβασες και αγάπησες σε μια άλλη ζωή της ζωής σου: ακουμπάς με ένα τυφλό δάχτυλο σημεία που σε συγκίνησαν, χτυπημένες στιγμές -- από το τσάκισμα της σελίδας, τις άκομψες υπογραμμίσεις, τις σκέψεις μιας αναγνώστριας που έτρεξαν κάποτε δίπλα, στο περιθώριο.
Ξέρω ότι είναι βίαια τα αποσπάσματα, χρειάζεται να διαβάζει κανείς τα βιβλία ολόκληρα, γιατί ποιος λέει τι και πότε σε ένα μυθιστόρημα είναι εξίσου σημαντικό. Παραθέτω όμως ένα απόσπασμα, γιατί λειτουργεί σαν υπόσχεση, όπως το θαύμα της λογοτεχνίας, που τα πάντα νικά:
"Αλλά ο χρόνος γυρίζει πίσω μόνο στα μυθιστορήματα, κι ούτε κι αυτά μπορούν να προβλέψουν πως κινδυνεύεις από μια δόση γοητείας που παράγεται στην ερημιά, κι αν δεν βρεις αντίδοτο, η γοητεία θα σε σκοτώσει. Όμως το αντίδοτο το φυλάνε στις τσέπες τους οι νεκροί, μόνο αυτοί μπορούν ν' ακούσουν να βηματίζεις όλη νύχτα, να μιλάς στο άδειο σπίτι, μέχρι να διαλυθεί η γοητεία στο φως, και το αίμα ν' αρχίσει να ρέει. Μόνο τότε αποκτούν νόημα τα χέρια σου, γιατί τι νόημα έχει το σκίρτημα της καρδιάς αν δεν μπορείς να το εξομολογηθείς, τι νόημα έχει το κατσιασμένο γεράνι και το βιβλίο της Πάουλα Ρέγκου, που σου το δάνεισε για 'να χουμε αφορμή να ξαναβρεθούμε".

 Χρήστος Αγγελάκος, Το δάσος των παιδιών, Μεταίχμιο, 2011, σ. 43

Περί ευτυχίας

Μακάριοι όσοι κατοίκησαν το μάτι Ηφαιστείων 

Lord Byron.

Νατάσα Χατζιδάκι - Ποιήματα

 ΝΑ ΠΕΦΤΕΙΣ

Γλιστρώ
στον απολυμασμένο κόσμο σας
και ξέρω τώρα
τι σημαίνει «γαλάζιο»
Να πέφτεις
για να μπορείς να ψηλαφίσεις
τα πράγματα
ακέραια
στην προοπτική τους.
Στις εξόδους των πόλεων, 1971

VI
Καλά
πήγαινέ τα καλά
με το κορμί σου
ν’ αντιστέκεσαι στην πολλή του δύναμη
μα σύντρεχε
την αδυναμία του
είναι ένας υπηρέτης
που θέλει συμπάθεια
μη διαβάζεις
όσα γράφτηκαν για το κορμί
εσύ
που μόνο το φοβάσαι
καλά κάνεις
γιατί τότε το κορμί σου
σε βρίσκει
VII
Μπορείς να τραβήξεις από δώ
να πας από κει
να συνεχίσεις ίσια μπροστά
μην απατάσαι
θα ‘ναι το ίδιο
Η πόλη που ζεις
είναι περισσότερο σκληρή
από τις πόλεις
που δεν γνωρίζεις
Όταν έχεις τραύματα
υπάρχουν πάντα εφημερεύοντα αισθήματα
μετά την επίδεση
όλα τ’ άλλα σε αφορούν.
Χ
Μέτρα λοιπόν τους φίλους σου
αφού πιστεύεις
πως η φιλία
είναι κάτι που γύρω σου φτερώνει
ύστερα
μπορείς να παλαίψεις
τον ήλιο
το νερό
την πόλη
κι αν μ’ όλα αυτά τα καταφέρεις
πάλαιψε
τον εαυτό σου.
ΠΑΘΗΤΙΚΟ
Μπορεί η ζωή σου
να ‘ναι δύσκολη
κι εγώ να κάνω λάθος
στις επιχωματώσεις των ημερών μου
Πάλι σκέφτομαι
θα ‘ναι μια καλή αστυνόμευση
να τελειώνεις
χωρίς λύπη
ό,τι νόμιζες
πως άξιζε τον κόπο
να κλάψεις
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΔΙΔΕΤΑΙ
Δε
ράγισαν τα εντόσθιά σου
Κύριε
Δεν
έμεσες το νέκταρ και το κρασί
Το αφροδισιακότερο απεριτίφ των αιώνων
Δε
σου σπάθισε την κύστη
καθώς μας αφαιρούσες
με τον πέλεκυ του σύμπαντος
την αισχρή τόλμη
του ονείρου.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Αφού μπορούν ακόμη τα πουλιά να κάνουν έρωτα
πάνω από τις καμινάδες της Χαλυβουργικής
και οι μύγες να προετοιμάζουν
τη θερινή παραλυσία
κάτω από την εκτόνωση των απολυμαντικών
εξασφαλίσαμε
την προθεσμία που θα μας εξοντώσει.
ΑΧΡΟΥΝ
Ήταν κακή η νύχτα που πέρασε
Μη φοβάσαι
Αυτή που θα ‘ρθει θα ‘ναι χειρότερη
Κι αφού η μέρα δε σε γλιτώνει
αγάπησε τη νύχτα
Ό,τι σου στερεί
είναι που κάνει τη ζωή σου
διάφανη.
ΧΛΩΡΟΦΥΛΛΗ
Επινοώ τον εαυτό μου
αλλά για τη συντήρησή του
σε χρειάζομαι
Αγάπησέ με
--
είναι πρωταρχικό
για την επιχορήγηση των ονείρων μου
και την καταφυγή τους
στα εκτροφεία θηραμάτων
--
Αγάπησέ με
Αγάπησέ με
Αγάπησέ με
--
Κι αύριο
θα ‘χω για σένα
μια σύριγγα
με πράσινο αίμα.      
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΖΩΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
Το πιο μεσαιωνικό τοπίο
Μέσα στο έκθαμβο της Αναγέννησης υπάρχει
γεμάτο τροχιές και κουρελιασμένες μαύρες σημαίες
καταφύγια πτωμάτων με τη νίκη της πανούκλας χαραγμένη.

Λεπρούς με δεμένα στουπιά
στα άκρα και στο βδελυρό τους κεφάλι, άωρο.
Συστάδες ανθρώπων που μεταναστεύουν
με ημιθανή μωρά
ραμμένα στα ράκη τους.

Φωτιές όπου πανέμορφες μάγισσες αλαλάζοντας
μεταναστεύουν, αγνοώντας το τοπίο.

Και το τοπίο που έρχεται μπροστά τους
εγκαταλείπει στα διάτρητα πόδια τους
τα θλιβερά σφάγια
των τελευταίων επεξεργαστών δέρματος.
Σύροντας και παρατείνοντας την αχρηστία τους,
στις αναπαραγωγικές φωλεές
των υφαντουργών μετάξης.

Το πιο μεσαιωνικό τοπίο τέλος δεν έχει.
Ακόμη κι αν ψευδαισθησιακά
σ’ ένα άκρο υφάσματος
γυαλιστερό σηκώνει το κεφάλι του
ένα δενδράκι της Αναγέννησης.

Στη θάλασσα της Αναγέννησης μάλλον θα πέσει

Στο ποτάμι που διασχίζει ήρεμο

Μια Πόλη του Εικοστού Αιώνα
Μια Πόλη Αράχνη.   

ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ
Βοήθησέ με
να ξεφύγω από μια πόλη
που δε μου στάθηκε πιστή
Ξέρω
όλες τις κακές στιγμές της
όλα τα φρικτά της παραστρατήματα
Το μόνο
που έκανα γι’ αυτήν
ήταν μια σύντμηση
Το μόνο
που ζητώ από σένα
είναι
μην την αφήσεις μαζί μου
να σήπεται.    

ΠΡΟΒΟΛΗ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ
Ένα τοπίο
που ν’ αντέχει την παρουσία σου
και μια θάλασσα
που να σηκώνει το βάρος σου
Ύστερα
μίλησέ μου
για ό,τι δεν άκουσα
και ό,τι δεν είδα.

ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ

Ξοδεύτηκα
με το άλλοτε
και με το τότε
--
Αυτοί ‘ναι οι άνθρωποι
που θέλω να ξεχάσω
κι αυτοί
που πρέπει να θυμούμαι
--
Αν το θελήσεις
μείνε
Μια και βρεθήκαμε τόσο μακριά
μπορούμε ακόμη
να ονειρευτούμε.  

ΚΙ ΟΜΩΣ
… μπαίνουν μαύρες πλερέζες
στα παράθυρα των πουλιών

εκείνων
που δεν μπορούν να μας πουν
τίποτα
για τον ήλιο

ακόμη κι εκείνων
που ζούν ζωή
κανονικής νερόκοτας
σε ήρεμο σταύλο


Πηγή: https://giorgosbalurdos.blogspot.com/

Ana Castillo - Ζητώ το αδύνατο


Ζητώ το αδύνατο: αγάπα με για πάντα.
Αγάπα με όταν ο πόθος όλος έχει φύγει.
Αγάπα με με την προσήλωση ενός μοναχού.
Όταν ο κόσμος στην ολότητά του
κι όλα όσα κρατάς ιερά σε συμβουλεύουν
για τ’ αντίθετο: αγάπα με ακόμη παραπάνω.
Όταν σε γεμίζει οργή και είναι τυφλή: αγάπα με.
Όταν το κάθε βήμα απ’ την πόρτα στη δουλειά σου σε κουράζει—
αγάπα με· κι απ’ τη δουλειά στο σπίτι πάλι.
*
Αγάπα με όταν πλήττεις—
όταν κάθε γυναίκα που κοιτάς είναι η μία καλύτερη απ’ την άλλη,
ή, σαν πιο αξιολύπητη να ’μαι που ζητώ, αγάπα με όπως με αγαπούσες πάντα: όχι σαν θαυμαστής ή σαν κριτής, μα με
τη συμπόνια που επιφυλάσσεις στον εαυτό σου
όταν είσαι μόνος.
*
Αγάπα με όπως απολαμβάνεις τη μοναξιά σου,
αυτήν που σε προετοιμάζει για το θάνατο,
το μυστήριο της σάρκας, καθώς σκίζει και ράβει.
Αγάπα με όπως την πολυτιμότερη παιδική σου ανάμνηση—
κι αν δεν μπορείς να θυμηθείς καμιά—
φαντάσου μία, βάλε με εκεί μαζί σου.
Αγάπα με στα γεράματα όπως μ’ αγαπούσες στη νιότη.
*
Αγάπα με σαν να ’μουν εγώ για πάντα—
και θα κάνω το αδύνατο
μια απλή πράξη,
αγαπώντας σε, αγαπώντας σε όπως σ’ αγαπώ.
~
Μτφ. από τα αγγλικά: Ευτυχία Παναγιώτου

Κατερίνα Γώγου - 22


Ήχοι τώρα…
βαλσαμωμένοι αετοί
απολιθωμένα φτερά ξεδιπλώνουνε
μου σπάνε τα τύμπανα τ’ αυτιά μου πονάνε.
Ήχοι τώρα
περιστρεφόμενα κεφάλια σ’ άναστρο ουρανό
ψάχνουν αιώνες στη γη το ουράνιο σώμα τους
πίσω από ανεμίζοντα κρέπια έτη φωτός
μέσα από αγαλμάτων παγωμένα βλέφαρα
πετρωμένα δάκρυα τρέχουνε
με βλέπουν… με κοιτάνε…
Ήχοι τώρα
καρφωμένοι σ' αλόγων ποδοβολητά
κάμες δόρατα ξίφη σπαθιά σκαλιστά
ξανά
ξανά φτάνουν
ξανά
από τα πέρατα από τα βάθη της Ιστορίας
Ποιος;
Ποιος δεν ακούει;
Ποιος κάνει τώρα ότι δεν τους ακούει;...
Φωνές. Παντού. Φωνές. Ψηλές στεντόρειες αγκυλωτές
νεκρών παρθένων ιαχές σατανιστές πυρσοί
ρέκβιεμ προφήτες μεσσίες σταυροί
κατηφορίζουνε σηκώνουν αίμα βουνά από σκόνη
ανεμίζουνε αναμμένα κλαδιά τα υψωμένα χέρια τους
δοξαστικά αλληλούια θανάτου
Ήχοι τώρα μεσίστιοι στα επταπύργια ξεδιπλώνονται
βουές κουρελιασμένες διάτρητες δίνες μελανιασμένες
οι γερασμένες στρατιές λυγάνε
πέφτουνε μαζί με τις παντιέρες τους
γκράπα γκρουπ γκράπα γκρουπ με ξυλοπάπουτσα
οι καινούργιες τις παντιέρες σηκώνουνε
πάνω στις γερασμένες πατάνε περνάνε
σ' ένα τούνελ κλειστό κυκλικό
που όλο και κλείνει
πουθενά προχωράνε...
Ήχοι τώρα λοστών
REX REX REX
τοπία ψοφιμιών
μολύνουν τα ύδατα
όρνεα καταστολής
ύαινες στην περίπολο
δεν αφήνουν
τα ιερά κόκαλα των νεκρών αδερφών μου
να θάψω
τα μάτια μου ράψανε
δεν βγαίνουν τα όνειρα
δεν μπορώ πια να κλάψω.
Ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι λεπρό
γυρνάει τις νύχτες στα όνειρα των επιζώντων φίλων μου
γυμνή τους δίνει το στόμα της
μολύνει τα τελευταία καθαρά ερωτικά όνειρά τους
μέσα στη νύχτα για να μην τελείως χαθώ
κρατάω με τα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με ποιήματα
ένα βρεγμένο κουτάκι με σπίρτα
σ’ όσους ακόμα αχνοφέγγουνε
πετάω με όση δύναμη μου απόμεινε
μια χάρτινη σαΐτα σ’ άναστρο ουρανό.


Ξύλινο παλτό

Albert Camus - Ο μύθος του Σισύφου


Οι θεοί είχαν καταδικάσει τον Σίσυφο να σπρώχνει ασταμάτητα ένα βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, απ’ όπου η πέτρα κατρακυλούσε από το ίδιο της το βάρος. Είχαν σκεφτεί, και κάπως δικαιολογημένα, ότι δεν υπάρχει πιο φοβερή τιμωρία από την ανώφελη και ανέλπιδη εργασία.

Αν πιστέψουμε τον Όμηρο, ο Σίσυφος ήταν ο πιο συνετός και ο πιο προνοητικός από τους θνητούς. Μια άλλη όμως παράδοση τον παρουσίαζε ως ληστή. Δεν βλέπω εδώ καμιά διαφορά. Οι γνώμες διχάζονται πάνω στα αίτια που τον ανάγκασαν να καταντήσει ο ανώφελος δουλευτής του Άδη. Κατ’ αρχάς του προσάπτουν κάποια επιπολαιότητα απέναντι στους θεούς. Αποκάλυψε τα μυστικά τους. Ο Δίας απήγαγε την Αίγινα, την κόρη του Ασωπού. Ο πατέρας της παραξενεύτηκε με τούτη την εξαφάνιση και παραπονέθηκε στον Σίσυφο ο οποίος, γνωρίζοντας για την αρπαγή, προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, με τον όρο πως ο Ασωπός θα έδινε νερό στο κάστρο της Κορίνθου. Από τους ουράνιους κεραυνούς, προτίμησε την ευλογία του νερού. Τιμωρήθηκε γι’ αυτό στον Άδη. Ο Όμηρος μας διηγείται επίσης ότι ο Σίσυφος είχε αλυσοδέσει τον Θάνατο. Ο Πλούτων δεν μπόρεσε ν’ ανεχτεί το θέαμα του έρημου και σιωπηλού βασιλείου του. Έσπευσε να στείλει το θεό του πολέμου που ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα χέρια του νικητή του.

Λένε ακόμα πως, όταν ο Σίσυφος ήταν ετοιμοθάνατος, θέλησε απερίσκεπτα να δοκιμάσει την αγάπη της γυναίκας του. Της παράγγειλε να μη θάψει το πτώμα του, αλλά να το πετάξει καταμεσής της δημόσιας πλατείας. Ο Σίσυφος βρέθηκε στον Άδη. Κι εκεί, εξοργισμένος εξαιτίας μιας υπακοής τόσο αντίθετης στην ανθρώπινη αγάπη, πήρε την άδεια από τον Πλούτωνα να επιστρέψει στη γη για να τιμωρήσει τη γυναίκα του. Μα όταν ξαναείδε την όψη του επάνω κόσμου, γεύτηκε το νερό και τον ήλιο, τις ζεστές πέτρες και τη θάλασσα, δεν ήθελε πια να επιστρέψει στον καταχθόνιο Άδη. Οι ανακλήσεις, η οργή και οι προειδοποιήσεις δεν απέδωσαν τίποτα. Για πολλά χρόνια ακόμα, απόλαυσε την καμπύλη του κόλπου, τη λαμπερή θάλασσα και τα χαμόγελα της γης. Χρειάστηκε η επέμβαση των θεών. Ο Ερμής ήρθε κι άρπαξε τον θρασύ από το σβέρκο και, απομακρύνοντάς τον από τις χαρές του, τον ξανάφερε διά της βίας στον Άδη όπου τον περίμενε ο βράχος του.

Έχουμε ήδη καταλάβει ότι ο Σίσυφος είναι ο παράλογος ήρωας, τόσο για τα πάθη του όσο και για το βασανιστήριό του. Η περιφρόνησή του απέναντι στους θεούς, το μίσος του για το θάνατο και το πάθος του για τη ζωή, του στοίχισαν τούτο το ανείπωτο μαρτύριο όπου όλο το είναι του επιδίδεται σε κάτι που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για τα γήινα πάθη του. Δεν μας αφηγούνται τίποτα για τον Σίσυφο στον Άδη. Οι μύθοι φτιάχτηκαν για να τους ζωντανεύει η φαντασία. Σ’ αυτόν εδώ, βλέπουμε μόνο όλη την προσπάθεια ενός τεντωμένου κορμιού για ν’ ανασηκώσει την τεράστια πέτρα, να την κυλήσει και να τη σπρώξει ν’ ανεβεί μια πλαγιά εκατοντάδες φορές ξανά και ξανά. Βλέπουμε το συσπασμένο πρόσωπο, το μάγουλο κολλημένο πάνω στην πέτρα, τη βοήθεια ενός ώμου που δέχεται τον λασπωμένο όγκο, το ένα πόδι που τη στηρίζει, την επαναληπτική προσπάθεια με τεντωμένα μπράτσα, την εντελώς ανθρώπινη σιγουριά των δυο χεριών γεμάτων χώμα. Στο τέλος αυτής της τρομερής προσπάθειας, μετρημένης μ’ ένα διάστημα δίχως ουρανό κι ένα χρόνο δίχως τελειωμό, ο σκοπός εκπληρώνεται. Ο Σίσυφος βλέπει τότε το βράχο να κατρακυλά σε λίγες στιγμές προς τους πρόποδες του βουνού απ’ όπου θα πρέπει να την ανεβάσει πάλι στην κορυφή. Ξανακατεβαίνει στην πεδιάδα.

Ο Σίσυφος μ’ ενδιαφέρει κατά τη διάρκεια αυτής της επιστροφής, αυτής της ανάπαυλας. Ένας άνθρωπος που μοχθεί τόσο κοντά στις πέτρες, πέτρα ήδη κι ο ίδιος! Τον βλέπω να ξανακατεβαίνει, με βαρύ αλλά σταθερό βήμα, προς το ατέλειωτο μαρτύριό του. Τούτη η ώρα που είναι σαν μια ανάσα και που επαναλαμβάνεται το ίδιο σίγουρη με τη δυστυχία του, τούτη η ώρα είναι η ώρα της συνείδησης. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις στιγμές, από τότε που αφήνει την κορυφή και βουλιάζει σιγά σιγά στις φωλιές των θεών, είναι ανώτερος της μοίρας του. Είναι πιο δυνατός από το βράχο του.

Το τραγικό του μύθου βρίσκεται στη συνείδηση του ήρωα. Πού θα ήταν, πράγματι, ο μόχθος του, αν σε κάθε βήμα τον στήριζε η ελπίδα της επιτυχίας; Σήμερα, ο εργάτης κάνει την ίδια δουλειά όλες τις μέρες της ζωής του κι αυτή η μοίρα είναι το ίδιο παράλογη. Είναι όμως τραγικός μόνο τις σπάνιες στιγμές που αποκτά συνείδηση. Ο Σίσυφος, προλετάριος των θεών, ανίσχυρος κι επαναστατημένος, γνωρίζει όλη την έκταση της άθλιας κατάστασής του: αυτήν σκέφτεται καθώς κατεβαίνει. Η διαύγεια του πνεύματός του, που θα ’πρεπε να ήταν το μαρτύριό του, ολοκληρώνει ταυτόχρονα τη νίκη του. Κανένα πεπρωμένο δεν αντέχει στην περιφρόνηση.


Αν η κατάβαση μερικές φορές είναι θλιβερή, μπορεί να είναι και χαρούμενη. Τούτη η λέξη δεν είναι υπερβολική. Φαντάζομαι πάλι τον Σίσυφο να επιστρέφει προς το βράχο του και την οδύνη ν’ αρχίζει. Όταν οι εικόνες της γης παραμένουν πολύ έντονες στη μνήμη, όταν το κάλεσμα της ευτυχίας γίνεται πολύ επιτακτικό, στην καρδιά του ανθρώπου γεννιέται η θλίψη: είναι η νίκη του βράχου, είναι ο ίδιος ο βράχος. Η απέραντη απόγνωση είναι αβάσταχτη. Είναι οι νύχτες μας της Γεθσημανή. Μα οι συντριπτικές αλήθειες χάνονται όταν αναγνωρίζονται. Έτσι, ο Οιδίπους υπακούει αρχικά στη μοίρα χωρίς να το ξέρει. Από τη στιγμή που ξέρει, αρχίζει η τραγωδία του. Αλλά την ίδια στιγμή που, τυφλωμένος κι απελπισμένος, κατανοεί ότι το μόνο που τον κρατάει δεμένο μ’ αυτό τον κόσμο είναι το δροσερό χέρι μιας κοπέλας, αντηχεί ένας μεγάλος λόγος: «Παρά τις τόσες δοκιμασίες, η προχωρημένη ηλικία μου και το μεγαλείο της ψυχής μου μού παρέχουν το δικαίωμα να κρίνω ότι όλα είναι καλά». Ο Οιδίπους του Σοφοκλή, όπως ο Κιρίλοφ του Ντοστογιέφσκι, δίνει έτσι τον ορισμό της παράλογης νίκης. Η αρχαία σοφία σμίγει με τον σύγχρονο ηρωισμό.

Δεν ανακαλύπτει κανείς το παράλογο δίχως να επιχειρήσει να γράψει κάποιο εγχειρίδιο για την ευτυχία. «Ε! Πώς, από τόσο στενούς δρόμους…;» Ένας όμως κόσμος υπάρχει. Η ευτυχία και το παράλογο είναι δυο παιδιά της ίδιας γης. Είναι αχώριστα. Το λάθος θα ήταν αν λέγαμε ότι η ευτυχία γεννιέται αναγκαστικά από τη γνωριμία με το παράλογο. Συμβαίνει, ωστόσο, το συναίσθημα του παραλόγου να γεννιέται από την ευτυχία. «Κρίνω ότι όλα είναι καλά», λέει ο Οιδίπους, και τούτα τα λόγια είναι ιερά. Αντηχούν στο άγριο και πεπερασμένο σύμπαν του ανθρώπου. Του μαθαίνουν ότι δεν εξαντλήθηκαν όλα, δεν έχουν εξαντληθεί. Διώχνουν από τούτο τον κόσμο ένα θεό που παρεισέφρησε ανικανοποίητος και που αρέσκεται σε ανώφελους πόνους. Καθιστούν τη μοίρα μια ανθρώπινη υπόθεση που πρέπει να ρυθμίζεται από τον άνθρωπο και μόνο.

Όλη η βουβή χαρά του Σισύφου βρίσκεται εδώ. Η μοίρα του τού ανήκει. Ο βράχος του είναι δικός του. Το ίδιο συμβαίνει με τον παράλογο άνθρωπο: όταν στοχάζεται μπροστά στο μαρτύριό του, όλα τα είδωλα σωπαίνουν. Σ’ αυτό το σύμπαν, παραδομένο αίφνης στη σιωπή, υψώνονται οι χιλιάδες μικρές, έκθαμβες φωνές της γης. Ασυνείδητα και μυστικά καλέσματα, προσκλήσεις όλων των προσώπων, αποτελούν την απαραίτητη ανάποδη όψη του νομίσματος και το τίμημα της νίκης. Δεν υπάρχει ήλιος δίχως σκιά, και πρέπει να γνωρίσουμε τη νύχτα. Ο παράλογος άνθρωπος λέει ναι και ο αγώνας του δεν θα ’χει τελειωμό. Αν υπάρχει μια προσωπική μοίρα, δεν υπάρχει κανένα ανώτερο πεπρωμένο, ή τουλάχιστον υπάρχει μόνο εκείνο που ο άνθρωπος κρίνει μοιραίο και αξιοκαταφρόνητο. Για όλα τ’ άλλα, ξέρει ότι είναι ο κύριος των ημερών. Τούτη την κρίσιμη στιγμή που ο άνθρωπος κάνει τον απολογισμό της ζωής του, ο Σίσυφος, επιστρέφοντας προς το βράχο του, παρατηρεί αυτή την ασύνδετη σειρά των πράξεων που φτιάχνει το πεπρωμένο του, δημιουργημένο από τον ίδιο, συσπειρωμένο κάτω από το βλέμμα της μνήμης του και σφραγισμένο σε λίγο με το θάνατό του. Έτσι, πεπεισμένος για την απόλυτα ανθρώπινη έλευση κάθε ανθρώπινου πράγματος, σαν τυφλός που λαχταρά το φως του και που γνωρίζει πως η νύχτα είναι ατέλειωτη, πορεύεται συνέχεια. Ο βράχος κυλάει πάντα.

Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού! Πάντα ξαναβρίσκει κανείς το φορτίο του. Αλλά ο Σίσυφος διδάσκει την ύψιστη πίστη που αρνείται τους θεούς και σηκώνει τους βράχους. Κι εκείνος επίσης κρίνει ότι όλα είναι καλά. Τούτο το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άγονο ούτε ασήμαντο. Κάθε κόκκος αυτής της πέτρας, κάθε ορυκτό θραύσμα αυτού του πλημμυρισμένου από νύχτα βουνού, σχηματίζει από μόνο του έναν κόσμο. Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.


Albert Camus. 2007. Ο μύθος του Σισύφου. Δοκίμιο για το παράλογο. Μετ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ & Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν. Αθήνα: Καστανιώτης. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe de Sisyphe (Paris: Gallimard, 1942).

Νατάσα Χατζιδάκι - Αναζητήσεις


Και τι καν ήσουνα Νεκρή

Κανένα Νόημα δεν είχε.

Στέκεσαι Εκεί. Πανέμορφη.

Ευθυτενής.

Γεμάτη Μορφασμούς της Νιότης.

Μια Πανθολογούμενα Αυθάδης Νεαρά.

Εις Συριστικά Σιφόν Αποσαφηνισμένη.

 

Κι ενώ Εγώ Αγωνιούσα τον Ύπνο μου Να Βρω.

Είχα Ημέρες Να τον Δω.

Να τον Αγγίξω.

Αυτόν τον Έφηβο. Τον Έκφυλο.

Τον Γηραιό.

Που σαν Αγρίμι Χρεμετίζει.

Στεφανωμένος με Κλαδιά Ελιάς.

Σε κήπους Ανθισμένους τριγυρίζει.

Σαν Νήπιος τσακώνεται με τους Περαστικούς

Που έχουν την Τύχη να τον Συναντήσουν.

 

Πρέπει να τον περιμαζέψω.

Να του πω.

Πόσο κοστίζει ο Εμπαιγμός του.

Πόσο είναι Αδιανόητο Κενό ο Αποχωρισμός.

Πώς ο Χαμός του Γλίσχρος Μη και Μη Αναιμικός

Σε Λανθασμένη Συχνότητα Εκπέμπει.

 

Πόσο ένας Συγχρωτισμός Μιας Ενδοδίκου Αγκαλιάς Επω-

Φελείται.

Πόσο Αυτό το Εξώδικο θα Επιφέρει Χαλασμό.

Μια Επιλήψιμη Κακοδικία.

Πώς Ένας Στρεψοδίκης Εραστής

Θέτει Εν Αμφιβόλω

Το Εποικοδόμημα Ερωτικής Ζωής.

Τα Στάσιμα των Ψαλμωδών

Και των Κανόνων.

 

Σε κήπο Πράσινο ο Ύπνος μου παρωδεί.

Τις Ερωτικές Υπερτροπίες μας Αναπαράγει.

Τις Στάσεις μας τις Ενορατικές τις Αναπαριστά.

Τους Έρωτες μας τις Ενορατικές τις Αναπαριστά.

Τους Έρωτες μας περιγράφων παρακμάζει.

Κόρες Αναζητά Ενθουσιαστικές.

Παραγραφές Ανοσιουργημάτων

Να του Προσαχθούν.

Καινούργιες Ερωμένες Να Εγγραφούν.

Τις Ερυθρές τους Δέλτους

Να Πλουτίσουν.

Δεν Ξέρει ο Άμυαλος πως

Αυτό Δεν θα κατορθωθεί.

Πως Αποκλειστικά Δικός μου Είναι.

Πως Τα Αμαρτήματα του θα Διαγραφούν.

Παραγραφούν. Μόνο

Με την Προσωπική Παρέμβασή μου.

 

Σαν Μια Παράταση Αληθείας

Παρεκβατική.

Ηδονιστής και Ηδονισμένος.

Σαν Ένας Γέρων Παρασφυκτικός.

Σαν Ένας Νεαρός Αφιονισμένος.

Σ΄έναν Παράκτιο Παράδεισο

Έψαχνα Να Βρω.

Αυτό το Δροσερό Παιδί το Εξακοντισμένο.

 

Γυμνό. Σε Παραλία Τροπική

Με Άμμο Λευκή Πασπαλισμένο.

Κάτω από Φοινικόδεντρα Λιγνά.

Με Ουρανούς Γαλάζιους Στολισμένο.

Με Αφρισμένα Κύματα στο Νου.

Βελούδινα  Φτερά της Θάλασσας

Στα Φρένα.

Του Απόλλωνα Φτερούγες

στους Ταρσούς.

Του Ερμή Πτερύγια Στις Πτέρνες.

 

Ήσουνα- λένε- μια παλιά Ηθοποιός

Που το Τραγούδι των Σειρήνων Τραγουδούσε.

Γέννημα Θρέμμα Θάμβους Παραβατικού.

Μια Πράξης Ύστατης Κεπαραφρονημένης.

 

Και Τι κι αν ήσουνα Νεκρή.

Κανένα Νόημα Δεν Είχε.

Στέκεσαι. Εδώ. Πανέμορφη.

Εριστική.

Γεμάτη Μορφασμούς της Νιότης.

Μια Πανθολογούμενα Αυθάδης Νεαρή.

Που τον Αιώνιο Ύπνο της

Ενοσταλγούσε Αναζητούσε.

Και για τον Λόγο και Σκοπό Αυτό.

Ράβδο της Κίρκης Εκρατούσε.

 

15.11.2011

Via Dolorosa