Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024

Rainer Maria Rilke - Σονέττα στον Ορφέα (αποσπάσματα)


III
Καθρέφτες: κανείς ποτέ δεν περιέγραψε με γνώση
τί είστε στην ουσία.
Εσείς, σαν με χιλιάδες τρύπες κόσκινου
πλήρη διάκενα του χρόνου.

Εσείς που σπαταλιέστε ακόμα και σε άδειες αίθουσες
όταν νυχτώνει γίνεστε απέραντοι σαν δάση…
Κι ο πολυέλαιος τρυπά σαν κέρατο ελαφιού
το απαραβίαστό σας.

Φορές φορές είστε γεμάτοι ζωγραφιές.
Κάποιες μοιάζουν να χάθηκαν εντός σας—,
κι άλλες αφήσατε δειλά να προσπεράσουν.

Όμως η ωραιότερη θα μείνει εκεί
ωσότου στα παρθένα μάγουλά της βυθιστεί
ολόφωτος ο Νάρκισσος που έσπασε τα δεσμά του.

XIII
Να ’σαι πριν από κάθε αποχωρισμό, σαν να ’ταν
πίσω σου, όπως η βαρυχειμωνιά που μόλις τώρα φεύγει.
Γιατί απ’ όλους τους χειμώνες είν’ ένας τόσο μεγάλος,
που αν τον ξεπεράσεις, η καρδιά σου στο εξής όλα θα τ’ αντέχει.

Να ’σαι πάντοτε νεκρός στην Ευρυδίκη — σήκω επάνω τραγουδώντας,
ψάλλοντας ύμνους πέταξε πίσω στην καθαρή τη σχέση.
Εδώ, ανάμεσα σ’ αυτούς που χάνονται και σβήνουν
να ’σαι στο βασίλειο της πτώσης, να ’σαι ένα ποτήρι που αντηχεί,
που έγινε θρύψαλα μες στην αντήχησή του.

Να υπάρχεις — γνωρίζοντας ταυτόχρονα τους όρους του Μη-Είναι,
την ατελείωτη αιτία του εσωτερικού σου κραδασμού,
ώστε ετούτη τη μοναδική φορά να τον ολοκληρώσεις.

Στα χρησιμοποιημένα, στα σάπια και στα σιωπηλά
αποθέματα της φύσης, στα σύνολα τ’ ανείπωτα,
μέτρα κι εσένα με χαρά, εκμηδενίζοντας τους αριθμούς.

XXVI
Πώς μας ταράζουν οι φωνές των πουλιών…
Κάθε φωνή που ακούστηκε ποτέ.
Μα και τα παιδιά που παίζουν έξω,
κραυγάζουνε περνώντας δίπλα στις αληθινές φωνές.

Κραυγάζουνε τη σύμπτωση. Μες στα διάκενα
τούτου του σύμπαντος (όπου εισέρχονται
ανέπαφες οι φωνές των πουλιών όπως στα όνειρα οι άνθρωποι —)
χώνουν των ουρλιαχτών τις σφήνες.

Αλίμονο, πού είμαστε; Όλο και πιο ελεύθεροι,
σαν αδέσμευτοι χαρταετοί,
τρέχουμε κυνηγώντας χαμηλά, με κρόσσια γέλιου,

που ξέσχισαν οι άνεμοι. — Βάλε σε τάξη αυτούς που φωνασκούν,
τραγουδιστή θεέ! Ώστε να κελαρύζουνε ξυπνώντας,
καθώς θα φέρουνε σαν ποταμός τη λύρα και το κεφάλι.

Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 1998. Ορφέας και Ευρυδίκη στην ποίηση του εικοστού αιώνα. Επιλογή κειμένων Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Οργανισμός Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.

Γεώργιος Δροσίνης - Φθινόπωρο


Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά

γοργά ο πελαργός τα πελαγώνει

κι η φλύαρη χελιδονοφωλιά

χορτάριασε παντέρημη και μόνη.


Του σπίνου χάθηκε η γλυκιά λαλιά,

φοβήθηκε ο μελισσουργός το χιόνι,

κι η σουσουράδα κάτω στην ακρογιαλιά

δεν τρέχει, δεν πηδά, δεν καμαρώνει.


Στης λυγαριάς τ’ ολόξερο κλαδί,

του φθινοπώρου φτωχικό παιδί,

ο καλογιάννος πρόσχαρος προβάλλει.


Με λόγια ταπεινά και σιγανά,

μικρός προφήτης φτερωτός, μηνά

την Άνοιξη, που θα γυρίσει πάλι.


Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963


Θανάσης Μαρκόπουλος -Βρεφοκρατούσα


Στην αγκαλιά μου κρατώ

ένα σκοτωμένο έρωτα

μέσα στα μάτια μου 

γκρεμός που φυσάει

στα σπήλαια με γυρίζει

το ξεριζωμένο φυτό της φωνής μου

σαν φιλμ ο φονιάς καιγόταν στο φως

από σημάδι δεν κάτεχε

κι ούτε να κρύβει ήξερε

το μαχαίρι στη γλώσσα


γδαρμένοι τοίχοι

στην αγκαλιά μου κρατώ

τη σκοτωμένη ανθρωπιά σας


Το περίστροφο της σιωπής, Τα Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1996.

Θανάσης Μαρκόπουλος - Το παράπονο


Καβάλα στους έρωτες
πέρασαν τα κορίτσια
μετά το φροντιστήριο
πετροβολώντας με γέλια τη νύχτα
και χάθηκαν στα πάρκα
Κι ένα κορίτσι
μην έχοντας άτι απόμεινε πίσω
να σέρνει με το μετάξι των μαλλιών της
στον ουρανό
ένα παράπονο φεγγάρι

Μοντέλο σώματος, Σύγχρονη Εποχή, 1988.

Θανάσης Μαρκόπουλος - Η κυρία με τις ανεμώνες


Στη στοά της Αιόλου μια κυρία 

πουλάει ενίοτε ανεμώνες 

Τις αφήνει μόνες 

κι εκείνη κάθεται στην όχθη και μιλάει στη χλόη 

ώστε να μη νιώθεις άβολα που ανέξοδα κλέβεις 

δόξες του χρώματος

Τόση αξιοπρέπεια 

είναι ζήτημα αν ευνοεί τις πωλήσεις 

Θα έπρεπε όμως 

Εκείνη ομορφαίνει τόσο την όψη της λεωφόρου 

Βέβαια δεν είναι κλωνάρι της άνοιξης 

στάχυ του θέρους 

έχει όμως επάνω της 

μια τέτοια απόχρωση φθινοπώρου 

που σε κάνει ν’ αγαπήσεις για λίγο 

το χέρι της πόλης που σε πνίγει 

το σώμα σου που το αντέχει


Μικρές ανάσες, Μελάνι, 2016 (2010).

Θανάσης Μαρκόπουλος - Έπαρση σημαίας


Με μπαγλαρώνουν πάλι
στα σπάργανα της σημαίας
βιτσιές του γαλάζιου
ριγώνουν το κορμί μου
πάλι σφιχτό λουράκι
και βόλτα στο πεθαμένο πάρκο
κρανίο χαιρετώ σε
πύλη ευρύχωρη του θανάτου
Μου μαθαίνουν και πάλι
να στοιχίζω το βλέμμα
δέντρο φτερό τον άνεμο
τα φέρετρα να στοιχίζω μαθαίνω
τον εχθρό στον καθρέφτη
με τεντωμένο δάχτυλο
μου δείχνουν και πάλι
κι εγώ που έλεγα
να μεγαλώσω
να γίνω άνθρωπος

Το περίστροφο της σιωπής, Τα Τραμάκια, 1996.

Γ. Λ. Οικονόμου - Παραλήρημα


Πολλά ταξίδια
ποιήματα ολοζώντανα
Έπαιξα κρυφτό
με αστυνόμους σε πλατεία θεάτρου
σκαρφάλωσα στον τοίχο της τράπεζας
του κράτους το δικαστήριο
με κήρυξε αθώο
στα κρατητήρια ποτέ δεν με χτύπησαν
με χτύπησε ο Αμέρικο γιατί φοβήθηκα
την ένεση στον άσπρο θάλαμο
δεν έκλαψα
Ύστερα ήρθε η Φαννύ
μ’ ένα μεγάλο αεροπλάνο
με πήρε μαζί της στο Παρίσι
στο μπαλκόνι μου σκαρφάλωσε ο Νταλάρας
κι όλο το βράδυ μου ‘λεγε ιστορίες
για τους πατεράδες μας
Παράπονο δεν έχω
πολλά ταξίδια έζησα
ποιήματα ολοζώντανα
η σιωπή της κερκίδας, Τύρφη 2021

Χρήστος Αλειφέρης - Η Καλαμάτα χιονισμένη τον Ιανουάριο του 1968.


 

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

Tindersticks - This Fire Of Autumn


 

Νίκος Καρούζος - Στίχοι της Τετάρτης



Υπογειος παράδεισος αντικρούοντας

γαλάζιο

σχεδόν ακτημοσύνη και μέθη απουσίας

το γινάτι θεών και δαιμόνων

επιμένοντας εγω κι οι ομορφιές μου

σήμερα και πάντα

                                                22.05.85  


Πηγή:Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, Ίκαρος.

Θανάσης Μαρκόπουλος - Την απόγνωση σκέφτομαι


Την απόγνωση του τοπίου σκέφτομαι

όταν με τις πρώτες βροχές 

βλέπει τους επισκέπτες του θέρους

να μαζεύουν βιαστικά τις ομπρέλες 

να κλείνουν ερμητικά τα παράθυρα 

να φεύγουν 

αφήνοντας πίσω τους γούβες στην άμμο


Την απόγνωση του νεκρού συλλογίζομαι

όταν μετά την επιχωμάτωση αποσύρονται όλοι 

και τον εγκαταλείπουνε μόνο 


Μικρές ανάσες, Μελάνι, 2010.

Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου - Τρία ποιήματα


ΑΠ' ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Δε μιλώ για να μιλήσω
Να πω τη λέξη που δρόμο δεν έχει κανένα
Όπως τα παγωμένα βουνά
Που δεν κατέβηκαν ποτέ
Σε ζεστό περιβόλι
Να σπάσουν τη σιωπή τους
Βγάζοντας αίμα από την πέτρα τους
Δε μιλώ για να μιλήσω
Μιλώ για να μ’ ακούσεις
ΟΙ ΤΥΦΛΟΙ
Ήταν ωραία η βραδιά
Περπατούσα μόνη στην παραλία
Οι τυφλοί με προσπερνούσαν
Πιασμένοι σφιχτά αγκαζέ
Συνομιλούσαν ψιθυριστά
Το μονότονο τακ τακ του μπαστουνιού τους
Αντηχούσε πένθιμα στις πλάκες
Γυρίζοντας αργά στο σπίτι
Είχα κάτι έμμονες ιδέες
Σαν παρανοϊκά ποιήματα
Ευτυχώς ποτέ δεν γράφτηκαν
Τι να γράψει κανείς για τους τυφλούς
Που βγαίνουν τέτοιες ωραίες βραδιές
Για σεργιάνι στην παραλία
ΕΚΔΡΟΜΗ
Πηγαίνουμε κατά μήκος των δέντρων
Περπατώντας αργά
Γνωρίζουμε τα σημάδια του δρόμου
Και τους γκρεμούς
Και τις δροσερές κρήνες
Ρίχνουμε στο πρόσωπο νερό καθαρό
Για το στόμα και τα μάτια
Ρίχνουμε πέτρα στη λίμνη
Και ταράζουμε τον ύπνο του βάτραχου
Περπατούμε και περπατούμε
Αναπαυόμαστε σε ανθισμένα πεζούλια
Τα άγρια κρίνα μάς κοιτάζουν ήμερα
Οι πιο νέοι τραγουδάνε τραγούδια λυπητερά
Σφυρίζει το αγόρι το φίδι και ο άνεμος
Γίνονται μπροστά μας πολλά θαύματα
Δεν απορούμε
Μπαίνουμε πιο βαθιά στο δάσος
[Επιλογές και σύνολα. Ποιήματα (1965-1995), Νησίδες, 2001]

Αλέξανδρος Φωσταίνης - Καρτερία


Σαν να τα ξέρεις όλα
τα χθεσινά τα σημερνά
και τα μελλούμενα.
Μετά το όνειρο
σε πήρε η ελπίδα
μετά τη διάψευση η σιωπή.
Ανασαίνεις τώρα βαθιά
τη θαλπωρή των πραγμάτων.
Μοιάζεις με δέντρο σκιερό στην έρημο.

Ρήγματα σιωπής, Οι εκδόσεις των φίλων, 2023

Αναδημοσίευση από: https://www.facebook.com/xeni.skartsi/posts/pfbid0uCpX4e4TAsj5DqWZRJEeQaZ5Ka1aCae5VzCGGdoK3JQpEGXBXgU5KMtMpUXrceMrl

Κώστας Καναβούρης-Ποιήματα

 Διάγνωση

Απέναντι θα είναι πάντα η Ελευσίνα
Απέναντι θα είναι πάντα η Ιεριχώ.
Απέναντι θα είναι πάντα το κορμί σου.
Και θα είναι χαράματα
Και θα είναι νοσοκομείο
Και θα σε λένε ερείπιο
Με κλωνάρια βαθιάς τριανταφυλλιάς.
Είναι άνοιξη.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά στην αρρώστια
-ιδίως στη θανατηφόρα-
Είναι πάντοτε άνοιξη.

Βαρύ ύδωρ

Τα ξέρω καλά τα βαριά μηχανήματα
Όπου αποστάζεται το αίμα.
Σταγόνα –σταγόνα γνωρίζω τη διύλιση του τρόμου
Που αποστάζει το φονικό και πλημμυρίζει το σπίτι μας
Με το βαρύ ύδωρ της καθημερινής σφαγής.
Ποτέ δεν καταφέραμε να γλιτώσουμε.
Χτες ακόμα η μητέρα – χρόνια τώρα πεθαμένη –
Ξύπνησε ξαφνικά ζητώντας μας νερό.
«Ονειρεύτηκα πως διψούσα» μας είπε.
«Τι ζωντανό όνειρο! Δίψασα στ΄αλήθεια,
Λίγο νερό, σας παρακαλώ».

Κι εμείς δεν είχαμε παρά μονάχα το βαρύ νερό
Που έσταζε από το αίμα΄
Το πεντακάθαρο νερό της διυλίσεως.

Ακατάσχετη αιμορραγία

Στερείται αίματος το επιχείρημα
Μονάχα το νερό υπάρχει πια εντός του επιχειρήματος
Μεταλλικό νερό, όλο από λόγχες καμωμένο.
Στα εύκολα ποιήματα αυτό λέγεται θεόθεν αλητεία
Στα εύκολα σώματα αυτό λέγεται ακατάσχετη αιμορραγία.
Και στις δύο περιπτώσεις
Όσο κι αν το επιχειρήσουμε
Δεν απομένει τίποτα για σένα και για μένα.

Χάσμα του παρασυμπαθητικού αδένος

Το σώμα μου ολόκληρο είναι μέσα στο νερό· κοιμάται.
Με το κεφάλι μου είναι το πρόβλημα, που επιμένει
να επιπλέει.
Το κεφάλι μου ολοένα ξυπνάει και βγαίνει έξω
από το νερό
Στο όνειρο της άνωσης
Κι εγώ πρέπει ολοένα να το βυθίζω.
Χρόνια ολόκληρα στο ίδιο όνειρο βυθίζω το κεφάλι μου
Κι εκείνο ανεβαίνει πάντοτε στην επιφάνεια·
Το κεφάλι μου, λοιπόν, είναι ένας εφιάλτης
Που κοιμάται τον εαυτό του και τον ονειρεύεται
Κι απέξω μια θάλασσα που έγινε για να φεύγεις
Μια βαρβιτουρική παλίρροια
Γεμάτη αγάλματα που αποχαιρετούν
Και βυθίζονται.
Πρώτα τα πόδια τους.
Ύστερα το σώμα τους μέχρι τη μέση.
Ύστερα μέχρι το λαιμό.
Ύστερα ολόκληρα.
Και ύστερακοιμούνται.

Άφωνος στηθολαλιά

Γιατί σε σώζει ο ποιητής;
Γιατί είναι ποιητής
Αν τον μυρίσεις, μυρίζει μαύρο.
Γιατί σε σώζει ο γιατρός;
Γιατί είναι γιατρός
Αν τον μυρίσεις , μυρίζει μαύρο του λευκού.
Όμως ο γιατρός
Αν δεν κρατάει το νυστέρι σαν μολύβι, σε σκοτώνει.
Αργά ή γρήγορα έρχεται η στιγμή:
Σε σκοτώνει κι αναβλύζει η άφωνος στηθολαλιά
Ως θρήνος της εμπιστοσύνης προς την απέραντη ζωή:
Μια από μέσα σιωπή. –
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ποιητή.
Αν δεν κρατάει το μολύβι σαν νυστέρι, σε σκοτώνει.
Σε σκοτώνει βαθιά, πιο βαθιά κι απ΄τον Θεό.
Ύστερα σε παίρνουν από την πίσω πόρτα
Και σε θάβουν πολύ μακριά
Γιατί ο Θεός δεν θέλει να ξέρει.

Κάταγμα κοπώσεως

Στο μετατάρσιο της προσευχής πέφτει το βάρος
Όταν τα γεγονότα είναι σκληρά·
Ύστερα όμως σπάζουνε τα γόνατα της προσευχής
Γιατί τα γεγονότα είναι πάντοτε σκληρά.
Αλλιώς δεν βγαίνει νόημα από τις Καρυάτιδες
Και ούτε που θα γινόταν το σπίτι μας Ερέχθειο –
Κατεβαίνει η μητέρα μου και κλαίει.
Δεν λέει τίποτα.
Μαζεύει τα σπασμένα αγάλματα και αποσύρεται
Έχει πεθάνει κι ακόμα κλαίει.
Ακόμα μαζεύει τα λυγισμένα γόνατα της προσευχής.

Σκλήρυνση κατά πλάκας

Θα μείνουμε στο σώμα μας.
Δεν γίνεται πια να ηττηθούμε.
Κάποτε θα μπορούσαμε να ηττηθούμε.
Όχι πια.
Τώρα δεν γίνεται.
Τώρα η ήττα είναι ανέφικτη.

Ενδοφλέβια στάχτη

Και τίποτα δεν θα΄ναι πια
Σαν τα κομμένα δέντρα μες στα μάτια σου
Σαν το σπασμένο αλκοόλ
Που στοίχειωσε τα μάτια σου·
Θραύσματα τα μάτια σου
Μιας αιχμηρής αθωότητας:
Έσκισε τα χαρτιά
Μες στα κενά μπουκάλια
Στέρεψε τις θάλασσες
Κι έκανε στάχτη τις ακρογιαλιές·
Κανένα μήνυμα.
Ποτέ πια.
Βλέπεις;
Κάπου υπάρχει πάντοτε το πουθενά.

Αναδημοσίευση από:https://frear.gr/?p=25041

Δημήτρης Σάλτος - Παιδική ηλικία


Η ψυχή του πεταμένο τενεκεδάκι
σ' ένα ασήμαντο στενό.
Το κλοτσούσαν παίζοντας
τα παιδιά της γειτονιάς.
Κάποιες σταγόνες
που δεν είχαν στεγνώσει
κυλούσαν συνεχώς μέσα του
ενώ κοιτούσε παρακλητικά τα παράθυρα
περιμένοντας να βγει κάποιος να φωνάξει
"σιωπή!"
Δημήτρης Σάλτος, Ναυαγοί στη λεωφόρο, Εκδόσεις: κύμα- 2017.

Άλκης Αλκαίος - Γέννηση και θάνατος του Αλέξη Τραϊανού

 


Φυσάει απόψε στο παληό Βυρσοδεψείο
Και τα παράθυρά μας ανοιχτά
Ηχούν ακόμα σαν κακό κακόγουστο αστείο
Τα τελικά σου λόγια τα ζεστά
Τούτο το τρεχαντήρι πού τραβάει
Δεν ξέρω Αλέξη- μαχαιριά εαρινή
Μ’ ανάμεσα μεσάνυχτα κι αυγή
Τρίαινα μαύρη η Χαλκιδική
Μες στα πιστά της δόντια μας κρατάει
Τώρα μ’ άσπρα χέρια ηλεκτροφόρα
Ανάβεις σιωπηλός σημαίες μυστικές
Κι η Σαλονίκη αναμετράει την ώρα
Που θάρθει να μας γιάνει τις πληγές

Άλκης Αλκαίος* (Κοκκινιά Θεσπρωτίας, 23 Νοεμβρίου 1949 – Αθήνα, 10 Δεκεμβρίου 2012)
*Φιλολογικό ψευδώνυμο του Βαγγέλη Λιάρου
Πηγή: Άλκης Αλκαίος, Εμπάργκο, Αθήνα: Εταιρεία Νέας Μουσικής 1983.

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

Κώστας Μόντης - Ολιγόστιχα

 Ο ποιητής

Δεν πέθανε

Απλώς μετεκόμισε στους στίχους του.


Για την μελαγχολία


Μη φοβόσαστε. Όταν σας κτυπήση την πόρτα και δεν ανοίξετε

θα φύγει. Είν’ εύθικτη ευτυχώς,

είν’ ευτυχώς ασυνήθιστη στα «όχι».


Τα σκουλήκια προς τον άνθρωπο

Λέγε ό,τι θες. Θα συναντηθούμε μια μέρα.

Γιάννης Παλαβός - Password

 Δυο καλοκαίρια ολόκληρα, όταν πήγαινα στο χωριό για διακοπές, έκλεβα δίκτυο από το γείτονα. Στην αρχή το είχε ανοιχτό, χωρίς κωδικό. Όταν κατάλαβε ότι κάποιος τον έκλεβε, έβαλε password. Μια μέρα στο καφενείο τον ρώτησα την ημερομηνία γέννησής του, δήθεν ότι ήθελα να μάθω το ζώδιό του. Γύρισα σπίτι και πληκτρολόγησα τους αριθμούς. Δυο καλοκαίρια έτσι κατέβαζα μουσική. Ως κι ευχετήρια κάρτα σκέφτηκα να του στείλω στα γενέθλιά του. Σήμερα, 19 Ιουνίου 2009, μόλις πήρα την άδειά μου, μπήκα στο λεωφορείο για το χωριό. Φτάνω και βλέπω απέναντι φέρετρο. Γνέφω στη μάνα μου. «Τον χτύπησε αυτοκίνητο» είπε. «Πήγε άδικα, τόσο νέος». Ανέβηκα στο δωμάτιό μου, άνοιξα το λάπτοπ και πληκτρολόγησα το password: δούλευε ρολόι.

Γιάννης Παλαβός, Αστείο, Νεφέλη, 2012

Φοίβη Γιαννίση - Χρόνος


 

Η σχέση μας με τους άλλους είναι ο χρόνος που τους δίνουμε

είπε εκείνος στην ταινία που έμελλε να πεθάνει ή ίσως είπε

ο χρόνος που δίνουμε είναι το μόνο που έχουμε δεν το θυμάμαι

ακριβώς πιθανώς επίσης να είπε το μόνο που υπάρχει είναι

ο χρόνος τίποτα εκτός χρόνου είπε ο ετοιμοθάνατος και

τότε άρχισες να σκέφτεσαι πόσο λίγο χρόνο έδωσες εδώ και

εκεί και μήπως τότε που έδινες ή δεν έδινε εκείνο τον χρόνο

είχες καταλάβει το ίδιο πράγμα αλλιώς δηλαδή τη σημασία

της παρουσίας και τη σημασία της απουσίας συνηθίζεται πάντα

να λέγεται πως η απόσταση είναι το σημαντικό και όχι

η εγγύτης η απόσταση που δημιουργεί επιθυμία αντίθετα η

εγγύτης την επιθυμία εξαφανίζει επιθυμία δική σου και επιθυμία

δική μου να ένας τρόπος αλλά παρουσία δική μου και

παρουσία δική σου ο άλλος τρόπος μπορεί να εξισωθεί η ένταση

της προσφοράς αν ο χρόνος δεν είναι μόνο ποσότης αλλά

και ένταση όμως ο ορισμός του χρόνου είναι η ποσότης τι είναι

ο χρόνος ενός θνητού παρά η ποσότης της ύπαρξής του ο

μετρήσιμος χρόνος ύπαρξης του θνητού είναι η θνητότης και

η ζωή του χρόνος εγγύτητας και χρόνος απόστασης χρόνος

χώρια και χρόνος μαζί είναι ό,τι μας δίνεται να ξοδέψουμε

αυτό η πορεία μας στον κόσμο είναι ή σπατάλη του χρόνου

που χωρίς να γνωρίζουμε το τελικό μέγεθός του μας έχει από

κάπου αλόγιστα να ξοδέψουμε δοθεί.

 

Φοίβη Γιαννίση, Ραψωδία, Εκδόσεις Gutenberg

Γιώργος Ματθαίου Οικονόμου - Υστερόγραφο



Δεν έχω πια ψευδαισθήσεις.
Καμιά ελπίδα ατομικής μας δικαίωσης δεν υπάρχει.
Γεννιούμαστε και πεθαίνουμε έτσι· όπως οι μύγες.
Και πάντα, όλα τα χρόνια μας, έρημοι κ' έρημοι, έντρομοι και γυμνοί, 
στριφογυρίζουμε πάνω- κάτω μέσα σ' αυτή την απέραντη αίθουσα της αναμονής, περιμένοντας και περιμένοντας τη σειρά μας.
Ωστόσο θα συνεχίζω να φωνάζω για βοήθεια.
Κι αυτό, γιατί μονάχα έτσι μπορώ και παίρνω αναπνοή.

Από το βιβλίο του: Εφτά διηγήματα, Εκδόσεις Δωδώνη, 1972.

Πηγή:https://www.facebook.com/ratsikalor/posts/pfbid0qUoUSXZ921YnsNh1Kbc6TAUbGT4umWDnZpZvAvLLehGKZvY1rfmArQ47GDt2Njcyl


Κούλα Αδαλόγλου - Εποχή αφής


Πόσο ζηλεύω το θαλασσινό αεράκι.
Να χαϊδεύει τα μαλλιά μου.
Τα μαλλιά μου.
Μακραίνουν, πυκνά.
Εποχή αφής.
Ο άνεμος στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα μαλλιά.
Τα δάχτυλα στα δάχτυλα.
Τα δάχτυλα στα χείλη.
Τα χείλη στο μάγουλο.
Το μάγουλο στην παλάμη.
Η σιωπή στα χείλη.
Ο αερόσακος της απόστασης στα σώματα.
Ο στρόβιλος των αποριών.
Η απουσία σου παντού.
Το γρατζούνισμα της μνήμης.
Τα δάχτυλα χωρίς πλήκτρα ψαύουν μηνύματα...

Από τη συλλογή Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018

Γιώργης Παυλόπουλος - 'Ένα κρίνο στην Κόλαση


Στον Σταύρο Ζουμπουλάκη
Όταν ήμουνα στην Κόλαση
είδα μέσα στη φωτιά
ν' ανθίζει ένα κρίνο.
Παρακάλεσα το Διάβολο που μ' έπαιρνε
να με αφήσει να το αγγίξω.
Στην Κόλαση μου είπε
δεν ανθίζουν κρίνα.
Η τιμωρία σου είναι
να νομίζεις πως βλέπεις κρίνα
μέσα στην αιώνια φωτιά
που σε αφανίζει.

Να μη τους ξεχάσω, Κέδρος 2008

Αναδημοσίευση από τον Χαρτκόπτη του Γ. Χ. Θεοχάρη.

Αλέκος Κατσιούρης - Δύο ποιήματα

 Ξεκαθάρισμα

Χθες ξεβοτάνισα τον κήπο μου
κιτρινισμένους έρωτες
έγνοιες ζιζάνια
αναρριχητικές επιθυμίες
παρασιτικούς θυμούς
ξεσταχυασμένα όνειρα
χρωστούμενα άγραφα
παλιούς λογαριασμούς
τα πέταξα όλα.
[...]

Η ΑΜΜΟΣ λιγοστεύει στην κλεψύδρα
μα εσύ επιμένεις να μιλάς.
Γιατί μιλάς;
Στα αυτιά μου φτάνουν μόνο σκόρπιες λέξεις
ακρωτηριασμένες.
Αλέκος Κατσιούρης, Ποιήματα [1972-2012], εκδ. Ιωλκός.

Πηγή:https://www.facebook.com/catherine.zografou

Εύα Σπαθάρα - Το αυτί του καπιταλισμού πονάει, Αίσωπε.


Το ρ που τρυπώνει στον τόπο
και τον μετατρέπει σε τρόπο
ενοχλεί
Αυθαδιάζει
όπως κι ο θάνατος
που μοιάζει α
θάνατος
Το ξέρω
το έχουν πει κι άλλοι πριν από μένα αυτό
Η χρήση του στερητικού τσακίζει
Όμως αυτή η επανάληψη
Αυτή η ταλάντωση
της απεραντοσύνης
στη φθαρτή πραγματικότητα
το εκκρεμές μιας ενδεχόμενης ανατροπής
είναι –πώς να το κάνουμε– η μύγα
στο αυτί του λιονταριού

Εύα Σπαθάρα, Ντάλιτ, Θράκα 2017.

Οδυσσέας Ελύτης - Το τραγούδι του ποιητή


Πρώτη φορά σ’ ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα

βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα ‘νιωσα.

Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου

και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά – για την ψευτιά και την ανέχεια.

Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.

Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.

Ώσπου μια μέρα το ‘φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση

αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα

πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ’ ήμουν είδος Άμοιαστο.

Εφ’ ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

Μαρία Νεφέλη

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Jacques Prévert -Η γάτα και το πουλί


Ένα χωριό ακούει λυπημένο

Τραγουδάει ένα πουλί πληγωμένο

Είναι το μοναδικό πουλί στο χωριό

Κι η μοναδική γάτα στο χωριό

Το έφαγε και τ’ άφησε μισό

Και το πουλί σταματάει να τραγουδάει

Η γάτα σταματάει να νιαουρίζει

Και να γλείφεται

Και το χωριό κάνει στο πουλί

Μία κηδεία λαμπρή

Και η γάτα που είναι καλεσμένη

Περπατάει πίσω απ’ το μικρό αχυρένιο φέρετρο

Όπου έχουν βάλει το πεθαμένο πουλί

Το κουβαλάει ένα μικρό κορίτσι

Που δε σταματάει το κλάμα

Αν ήξερα ότι αυτό θα σου έκανε τόσο κακό

Του λέει η γάτα

Θα το ’χα φάει ολόκληρο

Κι έπειτα θα σου έλεγα

Ότι το είδα να πετάει

Να πετάει ως την άκρη του κόσμου

Εκεί κάτω τόσο μακριά

Απ’ όπου δεν θα ξαναγύριζε ποτέ

Θα λυπόσουν λιγότερο

Θλίψη και νοσταλγία μοναχά

Δεν πρέπει ποτέ να κάνουμε πράγματα μισά!


Ποιήματα, μετάφραση Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, Αθήνα: Θεωρία 1989.

Γιάννης Κουτσοχέρας - Δύο ποιήματα

Ροδοχάραμα

Στη σπουδάζουσα νεολαία της χώρας μου

Κούροι - Κόρες της Σπουδής!


Φως ο νους,
Η καρδιά φλόγα.
Η κραυγή σας
γλώσσα πύρινη -
κοφτερή.
Και η κραυγή
και η φλόγα
και το φως
τραγούδι γίνηκαν βουερό -
το περίτρανο τραγούδι της κραυγής και της φυλής μας
Χαίρε, ω χαίρε Ελευθερία!

Τέτοιες ώρες
τρανές ώρες
μόνο εοείς
και τα πουλιά τα ελεύθερα
ξεδιπλώνετε τον άνεμο και πετάτε με το αγέρι.

Και ξεμούδιασαν
και εγέρθηκαν
και ορθώθηκαν τα κορμιά.

Άρχισε το ροδοχάραμα...


Ο Έφηβος των Αθηνών

Είμαι ο Διομήδης- ο έφηβος των Αθηνών
που έθαψα με της καρδιάς μου το αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς
τραγουδώντας την και αποχαιρετώντας.

Σπύρος Μεϊμάρης - Δύο ποιήματα

 Η ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΝ


Άπειρα μολύβια στον ουρανό

Και οι ήχοι που με ακολουθούν

Όπου κι αν βρεθώ.


Στο κάστρο μου βρίσκομαι όπως πάντα.

Οι ανθρώπινες φωνές είναι βαρετές.


Το φως που με τρυπάει, που με διαπερνάει,

Καθώς διασχίζω τον Καλιφορνέζικο δρόμο,

Καθ’ οδόν προς τον Ωκεανό.


Κατηφορίζω ορμητικά με το ποδήλατό μου,

Δίπλα στα σπίτια που υψώνονται όλο χάρη.


Ομάδες απεγνωσμένων παίζουν σκάκι στο δρόμο.

Τους παρακολουθώ.


Κάθομαι στο παγκάκι του ηλίου σιωπηλός,

Σχετικά ευτυχισμένος, κοιτάζοντας μ’ εμβρίθεια

Τους άφθονους πρωινούς περιπατητές.



(Σαλαμίνα 18 Νοέμβρη 2008)



ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ ΒΓΗΚΑΝ ΑΛΗΘΙΝΑ


Θα σας πω κάτι.


Στο Ναύπλιο-αν υπάρχει παρόμοιο μέρος

Που να ταιριάζει με το όνειρο ή τη

Μνήμη που έχω γι’ αυτό-

Σε δρόμους παλιούς, σε δρόμους σκιερούς,

Που ίσως κάποτε περπατούσα,


Χωμένος μέσα μου ίσαμε τ’ αφτιά.

Καταφέρνοντας ωστόσο ν’ αντικρίσω κι εγώ

Κάποια πράγματα, κάποιες όψεις,

Κάποιες προβολές που τρεμόπαιζαν μπροστά

Στα μάτια μου.


Η μια στιγμή αλλιώτικη από την άλλη.

Κάθε στιγμή προκαλεί την εξαφάνιση της προηγούμενης.

Ξεθεμελιώνει την παροδική μου ύπαρξη,

Τοποθετεί στη θέση της το χάος κι αμέσως μετά

Μιαν άλλη, ίδια κι απαράλλαχτη.


Έτσι που να μην υπάρχει καθόλου χώρος για τύψεις.


(Σαλαμίνα 8 Αυγούστου 2008)


Πηγή: https://teflon.wordpress.com/

Σπύρος Μεϊμάρης - Ο χρόνος



Πώς περνάει ο καιρός! Όλα ευτυχισμένα ηχούν.
Από μακριά φαίνονται όλα τα κτήματα με το στάρι.
Στο βάθος διακρίνονται τα πατητήρια με τη σταφίδα.
Μια μικρούλα ψυχή ταξιδεύει πίσω στο Χρόνο.
Όλα ευλογημένα είναι πιστεύει και αναθαρρεύει.
Ήσυχα τα κλήματα γέρνουν από το βάρος των σταφυλιών.
Νωρίς έφυγαν κάποιες ψυχές, τυραννισμένες μες στο Χρόνο.
Μαζί σας βρίσκομαι και αναγιγνώσκω τα ιερά βιβλία.
Από ψηλά μαζί τα βλέπουμε όλα τα ωραία που μας μιλούν.
Εδώ και τώρα απολαμβάνουμε τις ήσυχες στιγμές μαζί.
Υπήρξαν κάποια πράγματα που μας στενοχώρησαν κάποτε.
Θα προσπαθήσω να δέσω τις στιγμές αυτές σ’ ένα κόμπο.
Ταξιδεύω πάνω σε μύρια κύματα, όμορφα, αναπαυμένα.
Ο πατέρας κι αυτός ήσυχος απ’ όλα, αναπαύεται ψηλά.
Θα σας δω όλους μαζί εκεί πάνω όπως σας είχα υποσχεθεί.
Ένα τέταρτο απόσταση το ένα σημείο απ’ τ’ άλλο.
Το φως όλα τα διαπερνά, όλα τα στολίζει, τα εορτάζει.
Περπατούσα τότε σ’ όλες τις δύσκολες γειτονιές.
Τα μάτια μου έκαναν ν’ ανθίζουν όλοι οι μαχαλάδες.
Ένας συνεχής ύμνος εξέρχεται απ’ τα χείλη μου.
Τ’ αφήνω όλα να τα περιποιηθούν οι άλλοι ενώ εγώ ξεχνιέμαι.
Τριγυρνώ στα ίδια μέρη με τα παλιά, γεμάτος πόνο.
Φυγοδικώ σε όλες τις τοποθεσίες, καταδιωκόμενος
από τους ανθρώπους.
Πονάνε τα μεριά μου, πονάει η καρδιά μου, το μέσα μέρος.
Όλα αντηχούν συνειρμούς, φαντασίες, οράματα, τέτοια και άλλα.
Θα υψωθώ, θα χαμηλώσω, θα δω και θ’ αρπάξω τις εντυπώσεις.
Βέβαια βαριά είναι όλα, το ήξερα πάντα, τίποτα δεν αλλάζει.
Και όμως με γνωρίζουν οι ψυχικές τοποθεσίες,
μου γνέφουν, με χαροποιούν.
Κάθε στιγμή ομονοεί με τον εαυτό της, δεν τη νοιάζει.
Σήμαντρα ακούγονται στην εξοχή, ανάμεσα στα δέντρα.
Τρέχω όλος χαρά προς τις σιδηροδρομικές γραμμές.
Υπήρξαν σπουδαίοι ποιητές, τους γνώρισα
και δεν συγκρίνομαι μ’ αυτούς.
Μου αρκεί που άκουσα τη φωνή τους να τραγουδάει.
Όλα δικά μου τα είχα από μικρός, το είχα καταλάβει.
Δεν το ξέχασα εντελώς με τα χρόνια, ευτυχώς.
Τώρα κάθομαι και συλλογιέμαι τόσα και τόσα πράματα.
Κανείς δεν μου σκιάζει τον ήλιο, αυτό το γνωρίζω.
Είμαι ήσυχος, λυτρωμένος, αφημένος στο πέρασμα
του Χρόνου.

Πηγή:  Σπύρος Μεϊμάρης, Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022), εκδ. OPPORtUNA, 2023

Σπύρος Μεϊμάρης - Παίζω το Πιάνο της Ζωής μου



Παίζω το πιάνο της ζωής μου.
Είναι κάτι σαν ποταμός που παρασύρει
τα πάντα στο διάβα του.

Δίπλα μου οι άλλοι κοιμούνται.
Τον ήξερες εσύ αυτόν τον ύπνο,
τον είχες καταλάβει από παλιά.

Δεν άλλαξε τίποτα όλα αυτά τα χρόνια,
παρά μόνο προς το χειρότερο.
Γι αυτό κι εσύ παίζεις το σκοπό σου
χωρίς πίκρα ή τύψεις.

Όμως ο ήλιος έλαμψε,
το τραγούδι φάνηκε.
Τα γύρω βουνά μου γνέφουν,
τα χέρια χτυπούν τα πλήκτρα.

Σπύρος Μεϊμάρης, Ποιήματα 2009-2013

Ηλεκτρονικός σύνδεσμος: https://periodikotrypa.files.wordpress.com/2013/12/spyros-meimaris.pdf

Σπύρος Μεϊμάρης - Επίκληση


 Από ανάρτηση του Φώντα Τρούσα.

Πέτρος Σκυθιώτης - Συμφοιτητής


Δεν συνήθιζα να κάνω παρέα με φοιτητές της Καλών Τεχνών.
Κυρίως επειδή δεν συνήθιζα ν’ αθροίζω δόντια και διαμάντια,
πόσω μάλλον τσουκάλια με νότες.
Δεν είχα πιάσει ποτέ τον εαυτό μου να λέει, παραδείγματος
χάρη, ότι το κόκκινο είναι πέντε ή το κόκκινο είναι απόγευμα.
Ωστόσο, εκείνη τη μέρα πλησίασα αυτόν στη στάση και
είπα: το κόκκινο είναι κλειδιά, συμφωνείς;
Καθόλου απίθανο, είπε, αλλά πού το στηρίζεις;
Το Σικάγο, το Παρίσι, το Λένινγκραντ, την Αβάνα κι εμένα·
όλους το κόκκινο μας ξεκλείδωσε.
Πέτρος Σκυθιώτης ( 1992 - )
Πηγή: «Οι ακαδημαϊκές σημειώσεις του Ίαν Μάρκεζιτς»
Εκδόσεις: Θράκα – 2018

Γιάννης Κοντός - [άτιτλο]


Ο παππούς μου είχε ένα βιολί

μέσα του.

Μόλις έπινε άρχιζε η μουσική.


Προτού πεθάνει τόκρυψε

σ' έναν κήπο.


Γι’ αυτό σε σκάβω κάθε μέρα

μήπως βρω την κρυμμένη

μουσική του.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Διονύσιος Βογόπουλος - Νοσταλγία


 

Yann Tiersen - Esther


 

Μαρία Μπούχλη - [Η ποίηση]

 Η ποίηση αποκαλύπτεται σαν εικόνα

σε υπαίθριο σινεμά πνιγμένο στις πρασινάδες,

εκεί όπου ο έρωτας μυρίζει γιασεμί και βανίλια,

μόνο σε μάτια μαγεμένα κι αλαφροϊσκιωτα

έτοιμα να αποπλανηθούν.

Άλλοτε πάλι ακούγεται σαν το κλάμα της φάλαινας

που ψάχνει το ταίρι της στις βόρειες θάλασσες,

-πρέπει να ‘χεις έτοιμα τ' αυτιά από τη γέννηση σου.

Μπορεί σαν έκρηξη βόμβας μεγατόνων

που σκάει μέσα σου γκρεμίζοντας ό,τι έχτιζες

εκσφενδονίζοντας τα μέλη σου σε ότι ορίζεται ως διάσταση.

Είναι φορές που μοιάζει με κατάβαση

σε σπήλαιο αχαρτογράφητο και πολυδαίδαλο,

ακoλουθώντας μόνο τον μίτο που ξετυλίγει η ψυχή

κι άλλοτε με πτήση νευρικού χαρταετού

που όλο τινάσσει το σχοινί στο χέρι,

κάνοντας ακατόρθωτη τη συγκράτηση του.

Συχνά θυμίζει το τραγούδι των αγγέλων

κι άλλο τόσο τις ύβρεις των καταραμένων

που ζουν και ματώνουν σε πολιτείες συννεφιασμένες.

Μπορεί να ανθίσει εκεί που κανείς δεν περιμένει

και γρήγορα να πεθάνει ασθμαίνοντας

πνιγμένη στα βελούδα και τα δαμασκηνά.


Η ποίηση είναι ερωμένη που δε χορταίνει δώρα και κεράσματα

κι ο ποιητής γνωρίζει και φοβάται την εγκατάλειψη,

για τούτο υπόσχεται σαν όλους τους ερωτευμένους.

Μα η ποίηση είναι αερικό, έρχεται για να παίξει

διασκεδάζει αφήνοντας άφωνο τον ποιητή στα δίστρατα

μ' ένα μαντήλι διάφανο στα χέρια, σφραγίδα και καταδίκη.

(Μαρία Μπούχλη)

Κατερίνα Καριζώνη - Μικρό βιογραφικό


Η μητέρα μου ήταν ένα δηλητηριώδες μανιτάρι
ο πατέρας μου μια φυλλοβόλα άνοιξη
αδελφή μου μια γαζία σε μια γλάστρα
στο χολ του σπιτιού.
Όταν μεγάλωσα η μαμά με κούρεψε
και άρχισε να με ταΐζει πολύ
για να παχύνω και να γελάει μαζί μου.
Με τα χρόνια δεν χωρούσα πια στο κρεβάτι μου
κι έτσι έφυγα απ’ το σπίτι
γέννησα δυο παιδιά-σκαλιστά
και τα έκρυψα σ’ ένα παλιό λεύκωμα
που το ξεφύλλιζα μέρα νύχτα.
Ο άντρας μου χάθηκε ένα πρωί που έπεσε
μια βροχή από σκουριασμένες καρφίτσες
κι εγώ έκανα την πρώτη μου απόπειρα
να πιω μελάνη και να πεθάνω.
Έτσι άρχισα να φτύνω ποιήματα
και να λερώνω διαρκώς τα χαρτιά
και ακόμα να σχεδιάζω χάρτες με ανοχύρωτες πόλεις
και νεκρούς στρατιώτες στα σύνορα
από έναν παλιό και χαμένο πια χαρτοπόλεμο
ώσπου όλα έγιναν σιγά σιγά σκόνη.
 
Από τη συλλογή Αρχαία δίψα (2020)

Κατερίνα Καριζώνη - Ο επιμελητής



Ήμουν ένας απλός επιμελητής βιβλίων
δεν έγραψα ποτέ κάτι δικό μου
μόνο εμβόλιμα στα κείμενα των άλλων.
Γνώρισα αποκλειστικά δεύτερους ρόλους
κρυμμένος πίσω από τις γραμματοσειρές
το όνομά μου ούτε στους κολοφώνες δεν θα βρείτε
κι όμως σκότωσα δράκους αμέτρητους
στους βάλτους των κειμένων
έσωσα ήρωες και πλοκή
ανέσυρα σημασίες, έβαλα τάξη σε λέξεις και σιωπές
φρένο στον θολωμένο νου του συγγραφέα
είμαι αυτός που γνώρισε τα λάθη
τις φοβίες του, είδε τον άνθρωπο
πίσω από το προσωπείο
και το βαρύγδουπο όνομα στο εξώφυλλο.
Ένας κρυφός φανός ήμουν
που φώτιζε τους άλλους
ενώ εγώ έμενα πάντα στο απόλυτο σκοτάδι.

Έχω φυλάξει, λοιπόν, ένα σκοινί για τον καθένα σας.
Φροντίστε τώρα μόνοι σας κι εσείς να βρείτε
τα λάθη εκείνα που μοιραία σας οδήγησαν στα χέρια μου.
 
Από τη συλλογή Αρχαία δίψα (2020)

Active Member - Καλώς ήρθες παράξενε στον τόπο σου

 


Βάζω λίγο σκοτάδι και λιγάκι βροχή
για να σου φτιάξω μια παράξενη αρχή
και να σε ξεμακρύνω λίγο από τη σκέψη σου
που έτσι κι αλλιώς ξεσυνερίζεται το κέφι σου.
Σε πάω σε δρόμο μικρό, σε σοκάκι παλιό
σ’ ένα αιώνια ποτισμένο απ’ το κρασί καπηλειό,
μέρος κακόφημο, ακόμα και για το στοχασμό μου
που ούτε κι ο φόβος δε με φέρνει στ’ όνειρό μου.
Εδώ λοιπόν, θα μοιραστώ μια ιστορία μαζί σου
που `ναι σαν να συνέβη χθες και ορκίσου
αν σε πειράξει τόσο που ντραπείς
πουθενά να μη τη πεις.
Καλώς ήρθες, ξένε στο τόπο μου
άραξε δίπλα να σου βάλω ένα κρασί να πιεις
συγχώρεσέ με λιγάκι για τον τρόπο μου,
μα με βρήκες στην αγκαλιά της ντροπής.
Ξέμεινα μόνος μου, πάρε και κάτσε όπου θες
κουρασμένο σε βλέπω, πρέπει καιρό να γυρίζεις,
όμως μέσα στη ζαλάδα μου και πίσω απ’ τις σκιές
σα να μου φαίνεται πως κάτι μου θυμίζεις.
Γεια σου και σένα, έλειπα χρόνια ήμουνα κάπου μακριά
με φέραν πίσω δυνατές φωνές
και κάποιες τύψεις που μου είπαν πως εδώ κοντά
έχω γεννηθεί κι έχω πεθάνει δυο χιλιάδες φορές.
Ω, να τα μας, καλά είπα όταν σε είδα
πως σίγουρα παράξενα θα πρέπει να μιλάς
από άλλο κόσμο έχεις απάνω σου σφραγίδα
αυτά τα αγκάθια στο κεφάλι και τα ρούχα που φοράς.
Κάποτε κάποιοι μου το φόρεσαν για στέμμα
και με χλευάζανε μεγάλο βασιλιά
ακόμα τρέχει από τότε φρέσκο αίμα
σ’ αυτά που ανέβηκαν του χρόνου τα σκαλιά.
Γι’ αυτό με βλέπεις μέσα στις σκιές
σαν να φοβάμαι και να θέλω να γλιτώσω
μια προσευχή σ’ ένα περβόλι με ελιές
δε με αφήσανε ποτέ να την τελειώσω.
Κι όμως μυρίζεις ουρανό και χώματα
κι αυτή την όμορφη δροσιά της σιωπής
Είναι που μ’ έφεραν εδώ αλλόκοτα μαλώματα
άκου, λοιπόν, τι θα τους πεις:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ’ όνομα μου
πες αναβάλλεται η γιορτή
πάω να ξαπλώσω στα καρφιά μου.
Πες τους ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
πες ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά
Μπερδεμένα μου τα λες, αλλά γουστάρω
πρέπει να σπούδασες τη τέχνη του μυαλού
ή σαν κι μένα όταν με πιάνει και σαλτάρω
και πίνω εδώ, με πιάνει αλλού.
Γι’ αυτό και εγώ ήρθα εδώ και σε διάλεξα πιωμένο
για να μπορέσεις την αλήθεια να τους πεις
κάτω από το φως το μέτωπο έχεις ιδρωμένο,
μα το προσέχεις καθαρό, δε θα ντραπείς.
Οι άλλοι παίξανε μαζί μου στους αιώνες
αυτοκράτορα με χρίσανε, με κάναν στρατηγό,
τα απλά μου λόγια τα σκορπίσαν σαν κανόνες
και δεν ήξερα τίποτα εγώ.
Που με βρήκες εδώ κάτω τι με θες;
Το μυαλό μου δε σαλεύει από κούνια
σα να γεννήθηκα μου φαίνεται χτες
ενώ έξω υπάρχουν έξυπνοι μιλιούνια.
Αυτούς τους είδα, τους άκουσα, τους νιώθει το πετσί μου
προτιμώ τα καρφιά που με κρατάνε στο σταυρό
αυτοί πουλήσαν ακριβά τη γέννησή μου,
αυτοί φυλάνε το σκοτάδι θησαυρό.
Πες στους εχθρούς μου ότι είχαν λόγο καλό
και θα τους σέβομαι γιατί πιο τίμια σταθήκαν
όταν με σκοτώναν, κοιτούσαν ουρανό
κι έτσι πρόλαβαν από εκεί συγχωρεθήκαν.
Ωραίος, παράξενε φίλε μου, απόψε
για την ανημποριά μου βρήκες σκοπό
πάρε μια κούπα πάρε ψωμί και κόψε
να τελειώσω το κρασί μου και θα πάω να τους πω:
Αφού φωνάζουν όλοι αυτοί
κι αφού σκοτώνουν στ’ όνομα σου
θα πω αναβάλλεται η γιορτή
πας να ξαπλώσεις στα καρφιά σου.
Θα πω ο χρόνος πως τρελάθηκε
δε κάνει στάση Γολγοθά
θα πω ο παράξενος πως χάθηκε
κι έφυγε οριστικά.